ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ
Β΄
(στίχοι : 786-877 [τέλος] ) [Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ] |
|
Και αποσταλμένη του Διός η ανεμόποδ’ Ίρις ήλθε το μήνυμα πικρό να φέρη εκεί στους Τρώας κι είχαν εκείνοι σύνοδον στην θύραν του Πριάμου συναθροισμένοι όλοι μαζί και γέροντες και νέοι. |
Τρωσὶν
δ᾽ ἄγγελος ἦλθε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις πὰρ
Διὸς αἰγιόχοιο σὺν ἀγγελίῃ
ἀλεγεινῇ· οἳ δ᾽
ἀγορὰς ἀγόρευον ἐπὶ Πριάμοιο
θύρῃσι πάντες
ὁμηγερέες ἠμὲν νέοι ἠδὲ
γέροντες· |
Κι αυτούς πλησίασε η θεά, και στην φωνήν ομοιώθη με του Πριάμου τον υιόν Πολίτην. Και των Τρώων αυτός εκάθιζε σκοπός, ως ήταν φτεροπόδης, ψηλά στον τάφον πόσκεπε τον γέροντ’ Αισυήτην, κι ετήρα πότ’ οι Αχαιοί θα ορμούσαν απ’ τα πλοία. |
ἀγχοῦ
δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα
Ἶρις· 790 εἴσατο[1] δὲ φθογγὴν υἷϊ
Πριάμοιο Πολίτῃ, ὃς
Τρώων σκοπὸς ἷζε ποδωκείῃσι πεποιθὼς τύμβῳ
ἐπ᾽ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο
γέροντος, δέγμενος
ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν
Ἀχαιοί· |
Μ’ αυτόν ομοιώθη στην φωνήν η Ίρις και τους
είπε: |
τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα
Ἶρις· 795 |
«Ω γέρε, οι λόγοι περισσοί σ’ αρέσουν, σαν ακόμη να’χαμε ειρήνην. Κι έφθασεν ώρα φρικτού πολέμου. Μάχες ανδρών
είδαν πολλές τα μάτια μου, αλλ’ ακόμα τόσον δεν είδα εγώ λαόν και τόσο ανδρειωμένον, ότι ωσάν φύλλ’
αμέτρητον τωόντι ή σαν τον άμμον τους βλέπω εδώ να χύνωνται την πόλιν να κτυπήσουν. |
ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι
φίλοι ἄκριτοί εἰσιν, ὥς ποτ᾽ ἐπ᾽
εἰρήνης· πόλεμος δ᾽ ἀλίαστος
ὄρωρεν. Ἤδη μὲν μάλα πολλὰ μάχας
εἰσήλυθον ἀνδρῶν, ἀλλ᾽ οὔ πω τοιόνδε
τοσόνδέ τε λαὸν ὄπωπα· λίην γὰρ φύλλοισιν
ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 800 ἔρχονται πεδίοιο μαχησόμενοι
προτὶ ἄστυ. |
Ω Έκτωρ, εσύ μάλιστα τον λόγον μου ν’ ακούσης. Ως είναι οι βοηθοί πολλοί στην πόλιν του Πριάμου και γλώσσαν άλλην χωριστήν το
κάθε γένος έχει, να διοική κάθε αρχηγός τους ιδικούς του κάμε και να οδηγή στον πόλεμον με τάξιν τους πολίτες». |
Ἕκτορ σοὶ δὲ μάλιστ᾽
ἐπιτέλλομαι, ὧδε δὲ ῥέξαι· πολλοὶ γὰρ κατὰ ἄστυ μέγα
Πριάμου ἐπίκουροι, ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα[2] πολυσπερέων ἀνθρώπων· τοῖσιν ἕκαστος ἀνὴρ
σημαινέτω οἷσί περ ἄρχει, 805 τῶν
δ᾽ ἐξηγείσθω κοσμησάμενος πολιήτας. |
Είπε και την θεία φωνή δεν αγνοεί ο Έκτωρ, κι έλυσ’ ευθύς την σύνοδον, και αρματωθήκαν όλοι. Οι πύλες όλες άνοιξαν, κι εχύνονταν τα πλήθη πεζού και ιππείς και αλαλαγμός μεγάλος ακουόνταν. |
Ὣς
ἔφαθ᾽, Ἕκτωρ δ᾽ οὔ τι θεᾶς ἔπος
ἠγνοίησεν, αἶψα
δ᾽ ἔλυσ᾽ ἀγορήν· ἐπὶ
τεύχεα δ᾽ ἐσσεύοντο· πᾶσαι
δ᾽ ὠΐγνυντο πύλαι, ἐκ δ᾽ ἔσσυτο
λαὸς πεζοί
θ᾽ ἱππῆές τε· πολὺς δ᾽
ὀρυμαγδὸς ὀρώρει. 810 |
Εμπρός στην πόλιν υψηλή σηκώνεται μια ράχη στην πεδιάδ’ ανάμερα κι ελεύθερη τριγύρω και τάφον της πολύσκιρτης Μυρίνας την ελέγαν οι αθάνατοι και Βάτειαν οι άνθρωποι ονομάζαν. |
Ἔστι
δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη ἐν
πεδίῳ ἀπάνευθε περίδρομος ἔνθα καὶ
ἔνθα, τὴν
ἤτοι ἄνδρες Βατίειαν[3] κικλήσκουσιν, ἀθάνατοι
δέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης· |
Εκεί εξεχωρίστηκαν οι βοηθοί και οι Τρώες. |
ἔνθα
τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ᾽
ἐπίκουροι[4]. 815 |
Των Τρώων ήταν αρχηγός ο λοφοσείστης Έκτωρ ο Πριαμίδης, και λαός πλιότερος και ανδρείος στο πλάγι του εσυνάζονταν για μάχη διψασμένος. |
Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος
Ἕκτωρ Πριαμίδης·
ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ
θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσι. |
Των Δαρδανίων αρχηγός ήτ’ ο λαμπρός Αινείας. του Αγχίση τον εγέννησεν η ασύγκριτη Αφροδίτη, οπού θεά μ’ άνδρα θνητόν στην Ίδην εκοιμήθη. Κι είχε κοντά συναρχηγούς του Αντήνορος δύο τέκνα, Αρχέλοχον και Ακάμαντα στον πόλεμον τεχνίτες. |
Δαρδανίων[5] αὖτ᾽ ἦρχεν
ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο Αἰνείας[6], τὸν ὑπ᾽ Ἀγχίσῃ
τέκε δῖ᾽ Ἀφροδίτη[7] 820 Ἴδης
ἐν κνημοῖσι θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, οὐκ
οἶος, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος υἷε Ἀρχέλοχός
τ᾽ Ἀκάμας τε μάχης εὖ εἰδότε
πάσης. |
Από της Ίδης τες ποδιές οι Τρώες της Ζελείας, πλούσιος λαός που το βαθύ πίνει νερό του Αισήπου, τ’ αγόρι του Λυκάονος τους διοικούσ’ ο θείος ο Πάνδαρος, που έλαβε το τόξο από τον Φοίβον. |
Οἳ δὲ
Ζέλειαν ἔναιον
ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης ἀφνειοὶ
πίνοντες ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο 825 Τρῶες,
τῶν αὖτ᾽ ἦρχε Λυκάονος ἀγλαὸς
υἱὸς Πάνδαρος[8], ᾧ καὶ τόξον[9] Ἀπόλλων αὐτὸς ἔδωκεν. |
Της Αδραστείας και Απαισού και της ψηλής Τηρείας και της Πιτύας τους λαούς εδιοικούσαν δύο, ο Άδραστος και ο Άμφιος λινοθωρακισμένος, του Περκωσίου Μέροπος υιοί, του εξόχου μάντη. Και να μην παν εξόρκιζε ο γέρος τα παιδιά του στον ανδροφθόρο πόλεμον. Και αυτοί δεν τον ακούσαν, ότ’ οι κακές τους έσερναν μαύρου θανάτου μοίρες. |
Οἳ δ᾽
Ἀδρήστειάν τ᾽ εἶχον καὶ δῆμον[10] Ἀπαισοῦ καὶ
Πιτύειαν ἔχον καὶ Τηρείης ὄρος
αἰπύ, τῶν
ἦρχ᾽ Ἄδρηστός τε καὶ Ἄμφιος
λινοθώρηξ 830 υἷε
δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων ᾔδεε
μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε στείχειν
ἐς πόλεμον φθισήνορα· τὼ δέ οἱ
οὔ τι πειθέσθην·
κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο. |
Όσ’ ήλθαν από Πράκτιον, από Περκώτην άνδρες, από Σηστόν, απ’ Άβυδον και απ’ την λαμπρήν Αρίσβην, ο Υρτακίδης Άσιος τους διοικούσε ο μέγας. Και αυτόν απ’ τον Σελλήεντα, ποτάμι της Αρίσβης, ίπποι μεγάλοι αστραφτεροί εφέραν τον ανδρείον. |
Οἳ δ᾽
ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο 835 καὶ
Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν
Ἀρίσβην, τῶν
αὖθ᾽ Ὑρτακίδης ἦρχ᾽ Ἄσιος
ὄρχαμος ἀνδρῶν, Ἄσιος
Ὑρτακίδης ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι αἴθωνες
μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος. |
Τα γένη ακόμη Πελασγών καλών κονταρομάχων, που της Λαρίσης κατοικούν στα κάρπιμα πεδία. Ο Ιππόθοος και ο Πύλαιος τα διοικούσαν δύο τέκνα του Λήθου Πελασγού του
Τευταμίδη ανδρεία. |
Ἱππόθοος
δ᾽ ἄγε φῦλα Πελασγῶν[11] ἐγχεσιμώρων[12] τῶν
οἳ Λάρισαν
ἐριβώλακα ναιετάασκον· τῶν
ἦρχ᾽ Ἱππόθοός τε Πύλαιός τ᾽
ὄζος Ἄρηος, υἷε
δύω Λήθοιο Πελασγοῦ Τευταμίδαο. |
Ο Ακάμας και ο Πείροος τους Θράκες διοικούσαν όσ’ είναι απ’ τον ορμητικόν Ελλήσποντον κλεισμένοι. |
Αὐτὰρ
Θρήϊκας ἦγ᾽
Ἀκάμας καὶ Πείροος ἥρως ὅσσους
Ἑλλήσποντος ἀγάρροος ἐντὸς
ἐέργει 845 |
Ο Εύφημος ήτο αρχηγός των λογχιστών Κικόνων. Τον γέννησε ο θεοφίλητος ο Τροίζηνος Κεάδης. |
Εὔφημος δ᾽ ἀρχὸς Κικόνων ἦν αἰχμητάων υἱὸς Τροιζήνοιο διοτρεφέος
Κεάδαο. |
Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν μακρόθε, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα. |
Αὐτὰρ
Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους τηλόθεν
ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος, Ἀξιοῦ
οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν. 850 |
Τους Παφλαγόνας έφερεν ο ανδρείος Πυλαιμένης από την γην των Ενετών, π’ άγρια μουλάρια
τρέφει, τους έστειλεν η Κύπωρος, η Σήσαμος που έχουν στου Παρθενίου την ροήν λαμπρές τες κατοικίες, η Κρώμνα και ο
Αιγιαλός κι οι απόκρημνοι Ερυθίνοι. |
Παφλαγόνων δ᾽ ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον
κῆρ ἐξ Ἐνετῶν, ὅθεν
ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων, οἵ ῥα
Κύτωρον ἔχον καὶ Σήσαμον ἀμφενέμοντο ἀμφί
τε Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ᾽ ἔναιον Κρῶμνάν
τ᾽ Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς
Ἐρυθίνους. 855 |
Τους Αλιζώνας έφεραν οι Επίστροφος και Οδίος, όθεν μακράν ο άργυρος γεννάται, στην
Αλύβην. |
Αὐτὰρ
Ἁλιζώνων
Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον τηλόθεν
ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου
ἐστὶ γενέθλη. |
Ο Χρόμις είχε τους Μυσούς κι ο Έννομος ο μάντις και μ’ όλην του την μαντικήν δεν ξέφυγε την μοίραν, αλλά και αυτόν εφόνευσεν ο γρήγορος Πηλείδης μες στο ποτάμι, ότ’ έσφαξε και τόσους άλλους Τρώες. |
Μυσῶν δὲ Χρόμις ἦρχε καὶ Ἔννομος
οἰωνιστής· ἀλλ᾽
οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσατο κῆρα
μέλαιναν, ἀλλ᾽
ἐδάμη ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο 860 ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας
κεράϊζε καὶ ἄλλους. |
Τους Φρύγας τους πολεμικούς από την Ασκανίαν ο θεϊκός Ασκάνιος και ο Φόρκυς διοικουσαν. |
Φόρκυς αὖ Φρύγας ἦγε καὶ Ἀσκάνιος θεοειδὴς τῆλ᾽
ἐξ Ἀσκανίης· μέμασαν δ᾽ ὑσμῖνι
μάχεσθαι. |
Ο Άντιφος τους Μήονας και ο Μέσθλης διοικούσαν που ο Ταλαιμένης γέννησε και η Γυγαία λίμνη. Τους Μήονας
που κατοικούν εις τες ποδιές του Τμώλου. |
Μῄοσιν αὖ Μέσθλης τε καὶ Ἄντιφος
ἡγησάσθην υἷε
Ταλαιμένεος τὼ Γυγαίη τέκε λίμνη, 865 οἳ
καὶ Μῄονας
ἦγον ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας. |
Ο Νάστης πάλιν των Καρών, λαών βαρβαροφώνων, ήτο αρχηγός που των Φθιρών τους έστειλαν τα πλάγια πολύδενδρα και η
Μίλητος και οι πέτρες της Μυκάλης. |
Νάστης αὖ Καρῶν ἡγήσατο βαρβαροφώνων, οἳ
Μίλητον ἔχον Φθιρῶν τ᾽ ὄρος ἀκριτόφυλλον Μαιάνδρου
τε ῥοὰς Μυκάλης τ᾽ αἰπεινὰ
κάρηνα· |
Δυο τέκνα του Νομίονος, αγόρια παινεμένα, ήσαν εκείνων οι αρχηγοί, Αμφίμαχος και Νάστης, που ως κόρη χρυσοστόλιστος στον πόλεμον κινούσε. Μωρός κι από τον θάνατον με τούτο δεν εσώθη, αλλά νεκρόν τον έστρωσεν ο τρομερό Πηλείδης μες στο ποτάμι κι έπειτα του επήρε το χρυσάφι. |
τῶν
μὲν ἄρ᾽ Ἀμφίμαχος καὶ Νάστης ἡγησάσθην, 870 Νάστης
Ἀμφίμαχός τε Νομίονος ἀγλαὰ τέκνα, ὃς
καὶ χρυσὸν ἔχων πόλεμον δ᾽ ἴεν
ἠΰτε κούρη[13] νήπιος,
οὐδέ τί οἱ τό γ᾽ ἐπήρκεσε
λυγρὸν ὄλεθρον, ἀλλ᾽ ἐδάμη[14] ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο[15] ἐν ποταμῷ, χρυσὸν δ᾽
Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων. 875 |
Και τους Λυκίους έφεραν ο Σαρπηδών και ο Γλαύκος απ’ της Λυκίας τους αγρούς οπού ποτίζει ο Ξάνθος. |
Σαρπηδὼν δ᾽ ἦρχεν Λυκίων καὶ Γλαῦκος ἀμύμων τηλόθεν
ἐκ Λυκίης, Ξάνθου ἄπο δινήεντος. |
[1] ΟΜΟΙΩΘΗ. Αυτό είναι ένα από
τα σημαντικότερα φαινόμενα της Ιλιάδας. Δηλαδή, ΟΙ ΘΕΟΙ, ενώ εμφανίζονται και αναγνωρίζονται και μιλούν απευθείας με
τους ΈΛΛΗΝΕΣ, όταν θέλουν να επικοινωνήσουν με τους ΤΡΩΕΣ παίρνουν ανθρώπινη μορφή (συνήθως κάποιου ΤΡΩΑ ή
κάποιου ΣΥΜΜΑΧΟΥ τους) για να μιλήσουν.
Συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης της Ιλιάδας.
Στους ΕΛΛΗΝΕΣ κάτι
αντίστοιχο συνέβη στην περιπτωση του ψεύτικου όνειρου στον Αγαμέμνονα κατά τη
διάρκεια του ύπνου του, όπου ο θεός ΟΝΕΙΡΟΣ
πήρε την μορφή του ΝΕΣΤΟΡΑ. [Ιλιάδα, ΡΑΨΩΔΙΑ
Β΄, στ. 20 : Στῆ δ᾽
ἄρ᾽ (ΟΝΕΙΡΟΣ)
ὑπὲρ κεφαλῆς Νηληΐῳ υἷι ἐοικώς
Νέστορι]
[2] Στο στρατόπεδο των ΤΡΩΩΝ ο κάθε λαός μιλούσε την δική του
ξεχωριστή γλώσσα. Αντίθετα, στο
στρατόπεδο των Ελλήνων δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλιώς θα το είχε πει ο Όμηρος.
[3]
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ Γ, 12-5.
Από την Ηλέκτρα την κόρη του ΑΤΛΑΝΤΟΣ [ Η
Ηλέκτρα ήταν μια από τις Πλειάδες. Μητέρα της η Πλειόνη, η κόρη του Ωκεανού.],
και τον Δία γεννήθηκαν δυο παιδιά, ο Ιασίων και ο Δάρδανος. Ο Ιασίων
ερωτεύτηκε την θεά ΔΗΜΗΤΡΑ και θέλησε να την ντροπιάσει, γι’ αυτό
κεραυνοβολήθηκε. Ο Δάρδανος, στενοχωρημένος από τον θάνατο του αδελφού
του, εγκατέλειψε την ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ όπου έμεναν, και πήγε στην απέναντι
όχθη. Εκεί βασίλευε ο ΤΕΥΚΡΟΣ, γιος του
Σκάμανδρου και της νύμφης ΙΔΑΙΑΣ, γι’ αυτό οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν
Τεύκροι. Ο βασιλιάς υποδέχθηκε τον Δάρδανο και του έδωσε γυναίκα την κόρη του
την Βάτεια. Όταν πέθανε ο
Τεύκρος, ονόμασε την χώρα ΔΑΡΔΑΝΙΑ.
Ο Δάρδανος και η Βάτεια έκαναν δυο παιδιά. Τον Ίλο και τον
Εριχθόνιο.
[4] Οι ΣΥΜΜΑΧΟΙ των Τρώων.
[5] ΔΑΡΔΑΝΙΟΙ ή ΔΑΡΔΑΝΟΙ (θρακική
φυλή)
Ήσαν οι βορειότεροι
και δυτικώτεροι όλων τούτων των υπεράνω του Αίμου Θρακικών φυλών, συγχρόνως δε
οί βόρειοι γείτονες των Παιόνων, ενοχλητικοί και επικίνδυνοι επιδρομείς των
πλουσιωτάτων Παιονικών χωρών.
Οι
Δαρδάνιοι, φυλή Θρακοπελασγική, πέρασαν σε αρχαιότατη εποχή από την Εύρώπη στην
Μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου. Ενα μέρος μόνο από αυτούς έμεινε στις
άρχικές τους εστίες.
Μερικοί
λένε πως οι Δαρδάνιοι δεν ανήκον στην Θρακική οικογένεια.
Οί
Δαρδάνιοι ήσαν τελείως άγριοι και ρυπαροί, αλλά εφημίζοντο ως φίλοι της
μουσικής. "Άγριοι δε όντες οι Δαρδάνιοι τελείως, ωσθ' υπό ταίς κοπρίαις
ορύξαντες σπήλαια ενταύθα δίαιτας ποιείσθαι, μουσικής δ' όμως, επεμελήθησαν αεί
χρώμενοι και αυλοίς και τοίς εντατοίς οργάνοις". [Στράβ. Ζ,313]
"Δαρδανείς,
Ιλλυρικόν έθνος, τρις εν τω βίω λούονται μόνον, όταν γεννώνται και επί γάμοις
και τελευτώντες". [Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Νικολ.. Δαμασκ. 110.]
Η γνώμη
του γεωγράφου Στράβωνος, οτι οι Δαρδάνιοι κατοικούσαν υπό τάς κοπρίας
σκάπτοντες ύπ' αυτάς σπήλαια, δεν φαίνεται ακριβής, διότι υπήρχαν πολλές πόλεις
τους, όπως ρητά αναφέρουν ο Λέπιδος και ο ένα αιώνα ακριβώς μετά τον Στράβωνα,
περί τα 150 μ.Χ., ακμάσας ερευνητικώτατος Αλεξανδρινός ,γεωγράφος Κλαύδιος
Πτολεμαίος. "Σκούποι, πόλις Θράκης. Λέπιδος εν Ιστορικής Επιτομής ογδόω. [Τόμ. Δ', Λεπίδου]
Πόλεις
της Δαρδανίας γνωστές ήσαν ή Ναϊσσός (Νύσσα), το 'Αρριβάντιον, το Ουλπιανόν και
οί Σκούποι (Σκόπια). [Πτολεμ.
Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ, 455.]
Κατά τόν
Αππιανό οι Δαρδάνιοι και οι γείτονες αυτών Μαίδοι επέδραμον το 119 πΧ. μετά των
Κελτών και Ιλλυριών στην Ελλάδα και εσύλησαν πολλά από τα Ιερά, ανάμεσά τους
και το Δελφικό.
Ιδίως δε
κατά τα έτη 90 και 85 π.Χ. οί Θράκες όχι μόνον την Μακεδονίαν κατέκλυσαν, άλλ'
εισβαλόντες ερήμωσαν το μεγαλύτερον μέρος της Ηπείρου, λεηλατήσαντες καί τον
ναόν της Δωδώνης. Διά της συνδρομής όμως της Θρακικής φυλής των Δενθηλατών ο
Ρωμαίος διοικητής της Μακεδονίας άπεδίωξεν από την χώραν τους Θράκας.
"Ότι
οι Θράκες αναπεισθέντες υπό του Μιθριδάτου την τε Ήπειρον και τά άλλα μέχρι
Δωδώνης κατέδραμον, ώστε και τό του Διός ιερόν συλήσαι". [Δίων. Κασσ. Τόμ. Α', σελ.
56.-Χέρτσβεργ. Ίστορ. Τόμ. Α', σελ. 436]
"Οι Δάρδανοι την πρόσορον σφίσι Μακεδονίαν εκακούργουν". [Ιωάν. Ζωναρά, Ιστορ. Τόμ. Β', σελ. 294. "Εκδ. Λειψίας.]
[7] Ο Αινείας ήταν ο γιος της ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ και του ΑΓΧΙΣΗ. Η Αφροδίτη είχε λάβει το μήλο από τον ΠΑΡΙ
υποσχόμενη σε αυτόν σαν έπαθλο την Άργισσα ΕΛΕΝΗ, σύζυγο του Μενέλαου.
Όπως λέει ο Ηρόδοτος, την Αφροδίτη Ουρανία, με το
όνομα ΑΛΙΛΑ, λάτρευαν οι αραβικές φυλές.
[8] Στην ΡΑΨΩΔΙΑ Δ, στ. 93-96, μετά από την μονομαχία που είχαν αποφασίσει πως θα κρίνει το
τέλος του πολέμου, μεταξύ Αλεξάνδρου (Πάρη) και Μενέλαου, και ενώ είχε ουσιαστικά νικήσει ο Μενέλαος, η θεά
Αθηνά, με την μορφή του Τρώα
Λαοδόκου Αντινορίδη,
πλησίασε τον Πάνδαρο, και τον έπεισε να ρίξει το τόξο του εναντίον του
Μενέλαου, [ἦ ῥά νύ μοί τι
πίθοιο Λυκάονος υἱὲ δαΐφρον. // Τλαίης κεν
Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν, //
πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῦδος
ἄροιο, // ἐκ πάντων δὲ μάλιστα
Ἀλεξάνδρῳ βασιλῆϊ.] ο οποίος περίμενε ήσυχος, μαζί με τους άλλους Αχαιούς, να κριθεί
το αποτέλεσμα της Μονομαχίας.
[9] Βλ. ΡΑΨΩΔΙΑ
Δ, 116-121. Ο Πάνδαρος μετά από την ‘συμβουλή’ της Αθηνάς, προσπαθεί με το τόξο
και τα βέλη του να σκοτώσει τον Μενέλαο. Αυτή η πράξη είναι η αρχή της
μεγάλης μάχης Αχαιών – Τρώων.
Τα βέλη του Πάνδαρου φαίνεται να είναι
ποτισμένα σε δηλητήριο. [Ιός = το
βέλος, έρμα μελανέων οδυνάων =
βάση (αρχή) μαύρων οδύνων, πικρός οϊστός = πικρό βέλος. Ο Απόλλωνας που του έδωσε το τόξο ήταν ο Απόλλων Λυκηγενής
(Λύκιος) = της Λυκίας]. [ΡΑΨΩΔΙΑ Δ, στ. 116-121 Αὐτὰρ
ὁ σύλα πῶμα φαρέτρης, ἐκ δ᾽
ἕλετ᾽ ἰὸν // ἀβλῆτα πτερόεντα μελαινέων
ἕρμ᾽ ὀδυνάων· // αἶψα δ᾽
ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν,
// εὔχετο δ᾽ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ
κλυτοτόξῳ // ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν
κλειτὴν ἑκατόμβην // οἴκαδε νοστήσας
ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης.].
[10] Κι άλλος ένας ΔΗΜΟΣ, εκτός από τον ‘δήμον του Ερεχθήος’ (=
ΑΘΗΝΑΙ, στην ΡΑΨΩΔΙΑ Β, στ. 547).
[11] Οι Πελασγοί που κατοικούσαν στην Λάρισα ήταν με το μέρος των
Τρώων.
[12] μαχόμενος με το κοντάρι # πολεμικός
[13] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΔ
Οι Κάρες υπό Μίνω ετάττοντο τότε Λέλεγες καλούμενοι, και τας νήσους ώκουν. Είτ’ ηπειρώται γενόμενοι, πολλήν της παραλίας και της μεσογαίας κατέσχον, τους προκατέχοντας αφελόμενοι. Και ούτοι δε ήσαν πλείω Λέλεγες και Πελασγοί. Πάλιν δε τούτους αφείλοντο μέρος οι Έλληνες, Ίωνές τε και οι Δωριείς. Του δε παρά τα στρατιωτικά ζήλου τά τε όχανα ποιούνται τεκμήρια, και τα επίσημα και τους λόφους. Άπαντα γαρ λέγεται Καρικά. Ανακρέων δε φασί
Δια τούτο Καριοεργέος οχάνοιο
Χείρα τιθέμενη
Ο δ’ Αλκαίος
Λόφον τε σείων Καρικόν.
[14] Πέθανε, ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ.
[15] Τον Αχιλλέα τον ονομάζει και εδώ και στον στ. 860 ‘Αιακίδη’, γιατί
παππούς του (πατέρας του Πηλέα) ήταν ο ΑΙΑΚΟΣ, βασιλιάς της Σαλαμίνας. Ίσως έχει σημασία που σε αυτούς τους
συγκεκριμένους στίχους τον ονομάζει έτσι, γιατί έχουν να κάνουν με την εκδίκηση
του θανάτου του Πάτροκλου. Και ο Αιακός ήταν ένας από τους κριτές, μαζί με τον
Μίνωα και τον Ραδάμανθυ.