%session.lcid=1032%>
Η ΙΚΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
•
Από
το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα
παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα
της Νομικής Σχολής των Αθηνών,
διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία
Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν
μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία
της κρατικής μηχανής, την οποία και
καυτηριάζει όποτε μπορεί . (χαρακτηριστικό
το πεζό: ΚΑΘΑΡΣΙΣ).
ΚΑΘΑΡΣΙΣ
Δημοσιεύτηκε
μετά το θάνατο του ποιητή στα
Ευρισκόμενα.
«Βέβαια.
Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και,
χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ -
παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη»
να είπω «κύριε Άλφα». Ύστερα
έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν
αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα
'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα
αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω
άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω
εμπιστευτικά: «Άχ, αυτός ο Άλφα, κύριε
Βήτα...»
Έπρεπε
πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να
καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την
εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο
χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε
μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν
όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά
γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος
σας, κύριε μου».
Αλλα
πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα
του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό
λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε
πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα
υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον
κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα
οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς,
αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική
τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού
μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες
χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της
στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος».
Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και,
μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του
τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την
απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας,
κύριε Εισαγγελεύ...»
Έπρεπε
να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η
μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου.
Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ
και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το
ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες
χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και
σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να
δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα
επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό
φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια
πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες
επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον
εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη
σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες,
χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα
βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή.
Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε
κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και
ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα
ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά
χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός
κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...»
Γι'
αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές
διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη
διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει
την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας,
πράγμα που τον στιγματίζει.
To
Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του
συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και
των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει
αδιάφορης ή υποτιμητικής κριτικής. Τον
ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του
Αγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης
Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας,
αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικό "Η
Γάμπα", που παρά την επιτυχία του
κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η
αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του.
Το
1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα
"Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό
συνδέεται με την ποιήτρια Μ.Πολυδούρη,
συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις
τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο
εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία.
Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η
τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και
Σάτιρες".
Το
Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης
αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο
στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει
απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και
φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα
που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό
το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ).
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος
είναι οι κάργες που χτυπιούνται Θάνατος
οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι Θάνατος
ο αστυνόμος που διπλώνει Βάσις,
Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Περπατώντας
αργά στην προκυμαία, Αν
τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
Στις
20 Ιουλίου πηγαίνει στο Μονολίθι και
γυμνός πέφτει στην θάλασσα
προσπαθώντας - επί δέκα ώρες - να πνιγεί,
μάταια όμως γιατί ήταν καλός
κολυμβητής. Το πρωί της 21, γυρνώντας
σπίτι του, πίνει ήρεμος το γάλα που του
προσφέρει η σπιτονοικοκυρά του,
ξαναφεύγει, αγοράζει ένα περίστροφο
και πάει σ' ένα καφενεδάκι, όπου φυτεύει
μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη
του βρίσκεται το τελευταίο σημείωμά
του .
Η
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Είναι
καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το
μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η
αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή
φαντασία και η προσπάθειά μου να
πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις,
χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις
αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου
αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την
ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη
πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος
άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο.
Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι'
αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν
αποκρουστική. Είχα
τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον
κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη
καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ,
δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους,
έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών
τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους
παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να
έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με
τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού
εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι
έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο.
Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς
μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω
με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας
παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να
προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο
μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής
Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους,
Αθήνας. Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.]
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω
όσους ξέρουν κολύμπι να μην
επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν
δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα
ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια
άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να
καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε
στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν
μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις
εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ.Γ.Κ.
|