Αγαπάτε Αλλήλους

 

1. Εισαγωγή

 

Αυτές οι δυο λέξεις αποτελούν μια παροιμιώδη χριστιανική φράση την οποί­α χρησιμοποιούν πολλοί για να μας αποδείξουν ότι το μήνυμα του Χριστιανι­σμού εί­ναι η αγάπη, ότι η εντολή της αγάπης είναι η υπέρτατη εντολή και ότι ο Χριστιανι­σμός είναι η κατ’ εξοχήν θρησκεία της αγάπης.

Αυτή η φράση, ως έχει, εμφανίζεται μόνον στα εξής δύο κείμενα του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου όπου ο Χριστός εν μέσω «θεολογικών» λόγων λέγει:

 

Ιωάννης 13: 34-35, «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγά­πη­σα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μα­θη­ταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις.».

 

Ιωάννης 15: 11-17, «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή. αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυ­τού. υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. ουκέτι υμάς λέγω δού­λους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάν­τα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν. ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς, καί έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, καί ο καρ­πός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσητε τόν πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν. Ταύ­τα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους.».

 

          Ας κοιτάξομε προσεκτικά τα κείμενα αυτά. Απ’ αυτά βλέπομε ότι την εντολήν αυτή την δίνει ο Χριστός στους μαθητές του και για του τους μαθητές τους, και ότι είναι μια καινούργια εντολή: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως και εγώ αγάπησα εσάς. Έτσι θα γνω­ρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου.».

          Δεν έχει τον καθολικό χαρακτήρα της γενικής αγάπης ως Πλατωνικής Ιδέας. Ούτε υπονοείται η αγάπη όλων των ανθρώπων για όλους τους ανθρώπους. Είναι κα­θαρά μια εσωτερική εντολή, δηλαδή εντολή διά τους εντός της ομάδος των μαθητών. Εκ των υστέρων και κατ’ επέ­κταση γίνεται εντολή και γι’ αυτούς που θέ­λησαν να γί­νουν μαθητές κατά τις επιταγές του Χριστιανισμού. Είναι δηλαδή εντολή προς τους χρι­στι­ανούς και για τους χριστιανούς.

          Μπορεί η εντολή αυτή, όπως ανακοινώνεται, να ήταν καινούργια γι’ αυτήν την ομάδα, αλλά αυτό δεν ση­μαίνει ότι οι άνθρωποι δεν την είχαν σκεφτεί και προ­φέ­ρει πριν από την χριστιανική μεσσιανική κίνηση. Οι Στωικοί, οι Πλατωνικοί ο Κικέ­ρων και άλλα φιλοσοφικά ρεύματα είχαν διακηρύξει την αγάπη πολύ πριν από τα Ευ­αγγέλια είτε με μερικό είτε με καθολικό ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Η έν­νοια της αγά­πης είτε εντός μιας ομάδας είτε καθολικά υπήρχε ήδη. Δεν την πρωτο­δί­δαξε ο Χρι­στός στην ανθρω­πότητα. Η ιδέα της αγάπης ήταν ήδη γνωστή.

Η Ιστορία μας διδάσκει ότι η αγάπη των χριστιανών για τους χριστιανούς εί­ναι ότι χειρότερο παράδειγμα υπάρχει κατά της εννοίας της αγάπης. Με αυτό βεβαίως εννοούμε όλα όσα συνέβησαν μεταξύ των δια­φόρων χριστιανικών αιρέσεων και σχι­σμάτων. Η δε αγάπη των χριστιανών για μη χριστιανούς ξεπέρασε κάθε όριο φαντα­σίας σε εκδίκηση και θηριωδία. Τί να πρω­το­πούμε...! Όλα αυτά είναι τόσο γνωστά και καταγεγραμμένα που δεν θα καταπιαστούμε μαζί τους στο παρόν άρθρο. Όσοι δεν τα γνωρίζουν ας θελήσουν να τα μάθουν και να φροντίσουν να βρουν τις κατάλ­ληλες πηγές για να τα μελετήσουν.

 

2. Έλλειψη «αγάπης» στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες

 

          Ειδικά όμως, πέραν των απανταχού εντός των Ευαγ­γελίων συνεχών αμφιβολι­ών των μαθητών περί του Ιησού πριν αλλά και μετά την ανά­στασή του (παραλείπομε τις πολυάριθμες αναφορές των), ήδη εντός όλης της Καινής Διαθήκης συναντάμε δι­χόνοιες και φιλονικίες τό­σο με­ταξύ των μα­θη­τών όσο και εντός των πρώτων χρι­στι­α­νικών κοινοτήτων. Εκ­τός του ότι ένας εκ των μαθητών έγινε προδότης, σύμφωνα με όλες τις σχετικές αφηγή­σεις για την προ­δοσία τις οποίες παραλείπομε εδώ ως πολύ γνωστές, έχομε και άλλα περιστα­τι­κά. Π. χ.:

 

1.     Μάρκος 9: 33-34 «Και ήλθεν εις Καπερναούμ· και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς· τι εν τη οδω προς εαυτούς διελογίζεσθε; οι δε εσιώπων· προς αλλήλους γαρ διελέχθησαν εν τη οδω τις μείζων

Μάρκος 10: 35-41, «Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζε­βεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. ο δε εί­πεν αυτοίς· τι θέλετε ποιήσαί με υμίν; οι δε είπον αυτώ· δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. ο δε Ιη­σούς είπεν αυτοίς· ουκ οίδατε τι αι­τείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πί­νω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βα­πτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυ­νά­με­θα. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· το μεν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βά­πτι­σμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευ­ωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται. και ακού­σαντες οι δέ­κα ήρξαν­το αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου.».

Παραθέτομε το ίδιο επεισόδιο και από τον Ματ­θαίον 20: 20-24, για να παρα­τηρήσομε και μερικές αντιφάσεις στις αφηγήσεις των δύο κειμένων: «Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου [όχι οι ίδιοι όπως λέγει ο Μάρ­κος] μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αι­τούσά τι παρ’ αυτού. ο δε είπεν αυτή· τι θέλεις; λέγει αυτώ· ειπέ ίνα καθί­σω­σιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δε­ξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου εν τη βα­σιλεία σου. αποκριθείς δε ο Ιησούς εί­πεν· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πι­είν το ποτήριον ό εγώ μέλλω πίνειν, ή το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτι­σθήναι; λέγουσιν αυτώ· δυνάμεθα. και λέ­γει αυτοίς· το μεν ποτήριόν μου πίε­σθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βα­πτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δε­ξι­ών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται υπό του πατρός μου. και ακούσαντες οι δέ­κα ηγανάκτησαν περί των δύο αδελ­φών.».

 

2.     Ματθαίος 26: 6-16, «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λε­πρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κα­­τέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγα­νάκτησαν λέ­γον­τες· εις τι η απώλεια αύτη; ηδύνατο γαρ τούτο το μύ­ρον πραθήναι πολλού και δο­θήναι τοις πτωχοίς. γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; έρ­γον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Βα­λούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγ­γέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. Τότε πο­ρευ­θείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς εί­πε· τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε έστησαν αυτώ τριά­κοντα αργύρια. και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ. Βλέπε και Μάρκος 14: 3-11 και Ιωάννης 12: 1-8.

 

3.     Πράξεις 5: 1-11, «Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυ­τού επώ­λη­σε κτήμα και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυ­ναι­κός αυτού, και ενέγ­κας μέρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν. Εί­πε δε Πέτρος· Ανανία, δια­τί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσα­σθαί σε το Πνεύμα το Άγιον και νοσφίσασθαι από της τιμής του χωρίου; ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη σή εξου­σία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω αν­θρώ­ποις, αλλά τω Θεω. ακούων δε ο Ανανίας τους λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγέ­νετο φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. αναστάντες δε οι νεώτεροι συ­νέστειλαν αυ­τόν και εξενέγκαντες έθαψαν. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυ­τού, μη ειδυία το γεγονός, εισήλθεν. απεκρίθη δε αυτη ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει τοσούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναί, τοσούτου. ο δε Πέτρος είπε προς αυ­τήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πό­δες των θα­ψάντων τον άνδρα σου επί τη θύρα και εξοίσουσί σε. έπεσε δε πα­ραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, και εξε­νέγ­καντες έθαψαν προς τον άνδρα αυτής. και εγέ­νετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκ­κλησίαν και επί πάντας τους ακού­ον­τας ταύτα.».

 

4.     Πράξεις 15: 36-40 «Μετά δε τινας ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν· επιστρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του Κυρίου, Πως έχουσι. Βαρνάβας δε εβουλεύσατο συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον επικαλούμενον Μάρκον· Παύλος δε ηξίου, τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας και μη συνελ­θόν­τα αυτοίς εις το έργον, μη συμπαραλαβείν τούτον. εγένετο ουν παρο­ξυσμός, ωστε αποχωρισθήναι αυτούς απ’ αλλήλων, τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρκον εκπλεύσαι εις Κύπρον. Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε, παραδοθείς τη χάριτι του Θεού υπό των αδελφών,»

 

5.     Προς Ρωμαίους 16: 17-18, «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών· οι γαρ τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστω ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και δια της χρηστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων·»

 

6.     Α΄ Προς Κορινθίους 1: 10-13 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη ή εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτη γνώμη. εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός;»

Α΄ Προς Κορινθίους 3: 3-4 «όπου γαρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχο­στασίαι, ουχί σαρκικοί εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε; όταν γαρ λέγη τις, εγώ μεν ειμί Παύλου, έτερος δε εγώ Απολλώ, ουχί σαρκικοί εστε;». 

Α΄ Προς Κορινθίους 6: 7-8 «ήδη μεν ουν όλως ήττημα υμίν εστιν ότι κρίματα έχετε μεθ’ εαυτών. διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχί μάλλον αποστε­ρείσθε; αλλά υμείς αδικείτε και αποστερείτε, και ταύτα αδελφούς

 

7.     Μελετείστε τα τραγικότατα γεγονότα όπως περιγράφονται και εξυπακού­ον­ται στην Α΄ Προς Κο­ριν­θίους κεφάλαιο 5, με συνέχεια στην Β΄ Προς Κοριν­θί­ους κεφάλαιο 7.

 

8.     Προς Γαλάτας 1: 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προει­ρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγε­λί­ζε­ται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.».

2: 11-14, «Οτε δε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν, κατά πρόσωπον αυτώ αν­τέστην, ότι κατεγνωσμένος ην. προ του γαρ ελθείν τινας από Ιακώβου μετά των εθνών συνήσθιεν· ότε δε ήλθον, υπέστελλε και αφώριζεν εαυτόν, φοβού­μενος τους εκ πε­­ριτομής. και συν­υπε­κρίθησαν αυτώ και οι λοιποί Ιουδαίοι, ωστε και Βαρνάβας συν­α­πήχθη αυτών τη υποκρίσει. Αλλ’ ότε είδον ότι ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθει­αν του ευαγγελίου, είπον τω Πέτρω έμπροσθεν πάντων· ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνι­κώς ζής και ουκ ιουδαϊκώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαϊζειν; ...».

3: 1, «Ω ανόητοι Γαλάται, τις υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι, οίς κατ’ οφθαλμούς Ιησούς Χριστός προεγράφη εν υμίν εσταυρωμένος;».

5: 12, «όφε­λον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

5: 14-15 «ο γαρ πας νόμος εν ενί λόγω πληρούται, εν τω, αγαπήσεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν. ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ' αλλήλων αναλωθήτε

 

9.     Προς Φιλιππησίους 4: 2-3, «Ευοδίαν παρακαλώ και Συντύχην παρακαλώ το αυ­τό φρονείν εν Κυρίω· ναί ερωτώ και σε, Σύζυγε γνήσιε, συλλαμβάνου αυ­ταίς, αίτινες εν τω ευαγγελίω συνήθλησάν μοι μετά και Κλήμεντος και των λοιπών συνεργών μου, ων τα ονόματα εν βίβλω ζωής.».

 

10. Β΄ Προς Θεσσαλονικείς 1: 8-9 «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,»

Β΄ Προς Θεσσαλονικείς 3: 6-14 «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατά­κτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρέλαβον παρ' ημών. αυ­τοί γαρ οίδατε πως δεί μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν, ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ' εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέ­ραν εργαζόμενοι, προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών· ουχ ότι ουκ έχομεν εξου­σίαν, αλλ' ίνα εαυτούς τύπον δώμεν υμίν εις το μιμείσθαι ημάς. και γαρ ότε ήμεν προς υμάς, τούτο παρηγγέλλομεν υμίν, ότι ει τις ου θέλει εργάζε­σθαι, μηδέ εσθιέτω. ακούομεν γαρ τινας περιπατούντας εν υμίν ατάκτως, μηδέν ερ­γαζομένους, αλλά περιεργαζομένους· τοις δε τοιούτοις παραγγέλ­λομεν και πα­ρακαλούμεν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα μετά ησυ­χίας εργα­ζό­μενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν. Υμείς δε, αδελφοί, μη εκκα­κή­σητε καλοποιούντες. ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών δια της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτω, ίνα εντραπή·»

 

11. Όλη η Επιστολή Προς Φιλήμονα.

 

12. Προς Τίτον 1: 5-16 «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διε­τα­ξά­μην, ει τις εστιν ανέγκλητος, μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη εν κα­τηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα. δεί γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον, μη αυθάδη, μη οργίλον, μη πάροινον, μη πλήκτην, μη αι­σχροκερδή, αλλά φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, όσιον, εγκρατή, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή και παρα­κα­λείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν. Εισί γαρ πολ­λοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περι­τομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανατρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν. είπέ τις εξ αυτών ίδιος αυτών προφήτης· Κρή­τες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί. η μαρτυρία αύτη εστίν αλη­θής. δι' ην αιτίαν έλεγχε αυτούς αποτόμως, ίνα υγιαίνωσιν εν τη πίστει, μη προσέχοντες Ιουδαϊκοίς μύθοις και εντολαίς ανθρώπων αποστρεφομένων την αλήθειαν. πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς· τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις. Θεόν ομο­λογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι.».

 

13. Προς Εβραίους 10: 26-31 «Εκουσίως γαρ αμαρτανόντων ημών μετά το λαβείν την επίγνωσιν της αληθείας, ουκέτι περί αμαρτιών απολείπεται θυσία, φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναν­τίους. αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει· πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη, και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας; οίδαμεν γαρ τον ειπόντα· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος· και πάλιν· Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού. φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος

 

14. (Υπάρχουν και πολλά άλλα σημεία στις επιστο­λές Παύλου. Βρεί­τε τα και με­λετεί­στε τα προσεκτικά.).

 

15. Β΄ Ιωάννου 10-12, «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς. Πολλά έχων υμίν γράφειν, ουκ ηβου­λή­θην δια χάρτου και μέλανος, αλλά ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη.».

 

16. Γ΄ Ιωάννου 9-10, «Έγραψα τη εκκλησία· αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυτών Διο­τρεφής ουκ επιδέχεται ημάς. δια τούτο, εάν έλθω, υπομνήσω αυτού τα έρ­γα α ποιεί, λό­γοις πο­νη­ροίς φλυαρών ημάς· και μη αρκούμενος επί τούτοις ούτε αυτός επιδέ­χε­ται τους αδελ­φούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της εκκλησίας εκβάλ­λει.».

13-14, «Πολλά είχον γράφειν, αλλ’ ου θέλω δια μέ­λανος και καλάμου σοι γράψαι· ελ­πίζω δε ευθέως ιδείν σε, και στόμα προς στόμα λαλήσομεν.».

 

17. Μελετείστε τις επτά Καθολικές Επιστολές και τα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως του Ιωάννου (ακόμα καλλίτερα ολόκληρη την Αποκάλυψιν). Δεν έχει νόημα να παραθέσομε και να αναπτύ­ξο­με εδώ όλες τις ανα­φορές που αποδεικνύουν τις τότε σκληρές διαμάχες, απρο­σπέλαστες διαφορές ακόμα και άσχημους διαπλη­κτι­σμούς εντός των κα­τά τό­πων εκκλησιών και μεταξύ των υψηλά ισταμένων προσώπων τους. Αυτά είναι πράγματα που τα είδαμε ήδη και σε πολλές επι­στολές του Παύ­λου. Εκτός τού­των, αυτά τα κείμενα κατα­φέ­ρονται και κατά των ήδη υπαρχουσών αιρέσεων, ψευ­δοδιδασκάλων, ψευ­δο­προφητών, κλπ., και επιζητούν τον απόλυτο διαχω­ρισμό των πιστών τους από τους απίστους ή τους αιρετικούς ή τους αλλο­θρή­σκους κλπ., πράγ­μα­τα που εί­χε υπερτονίσει και ο Παύλος, όπως είδαμε σε με­ρικές από τις πα­ραπάνω ανα­φορές.

 

Βλέπομε λοιπόν ότι η εντολή ως εδόθη στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον είναι καθαρή υπόθεση των με­λών της ομάδας. Ο Χριστός του Ιωάννη λέγει στους μαθητές του να αγαπά ο ένας τον άλλον για να σταματήσουν να τσακώνονται. Έτσι θα γνωρίζουν όλοι εκτός της ομάδας ότι είναι μαθητές του! Εκ των υστέρων και κατ’ επέκταση η εντολή ισχύ­ει για όσους επιθυμούν να είναι μέλη της χριστι­α­νι­κής κοινωνίας ή έθνους. Βλέ­πομε επίσης ότι εντός των κατά τόπους χριστιανικών κοι­νο­τήτων (εκ­κλη­σιών) υπήρ­χαν ήδη από τότε πολλές, επικίνδυνες και δεινές διχοστασίες.

 

3. «Ιωάννειος» ιδέα η αγάπη

 

Όπως στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, το ίδιο ισχύει και για την αγάπη που κη­ρύσσεται από τον Ιωάννη στις τρεις επιστολές του. Από μία κριτική με­λέ­τη του Ευαγ­γε­λί­ου και των τριών Επιστολών του Ιωάννου βλέπομε ότι η εντολή της αγάπης απευ­­θύνεται μόνο προς τα μέλη των Ιωαννικών χρι­στιανικών κοινοτήτων τα οποία μά­λι­στα συνηγορούσαν επακριβώς μόνο με ό,τι έλεγε ο Ιωάννης. Αυτός καθόριζε την πί­στη εντός των κοινοτήτων του, εντός των οποίων υπήρ­χαν πολλές ισχυρές φα­γω­μά­ρες και διαφορές που έπρεπε να αποφευχθούν. Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Ιωάννης βρί­σκει σαν μέσο την διακή­ρυξη της αγάπης επενδυμένης με θεολο­γικό μανδύα. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης 13: 34-35, «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλή­λους, καθώς ηγά­πη­σα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μα­θη­ταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις.» φαίνεται πως είναι δι­κό του τσιτάτο που το έβαλε στο στόμα του Ιησού για να πείθει τους πιστούς του. Πρώτον, κανείς άλλος μέ­σα στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει αυτήν «την καινήν εν­τολήν», ούτε ο παρών Ματθαίος. Δεύτερον, από μια ενδελεχή εννοιολογική ανάλυ­ση αυτές οι λέξεις δεν φαίνονται να προήλθαν από το στόμα του Ιησού, τουλά­χιστον αυ­τού του Ιησού που περιγράφουν οι τρεις πρώτοι Συ­νοπτικοί Eυαγγελιστές. Γε­νι­κώς, ο Ιησούς του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας άλλος διαφορετικός και αλλι­ώτικος από τον Ιησού των τριών Συνοπτικών ή τον Ιησού του Παύλου. Αυτός ο Ιη­σούς είναι ένα κατασκεύασμα του Ιωάννου, δηλαδή φτιαγμένος με λόγια του Ιωάν­νου και για τις ανάγκες που ο Ιωάννης επειγόντως αντιμετώπιζε.

Ως γνωστόν, ο Ιω­άννης ήταν ο Αγαπητός Μαθητής, Απόστολος και Θεολό­γος. Τον τίτλο του Θεολόγου τον απέκτησε λόγω του Ευαγγελίου του εντός του οποί­ου αναπτύσσει θεολογίες, πολλές ακαταλαβίστικες και πολλές γνωστικιστικές. Παρ’ όλον ότι είχε ονομαστεί Υιός Βροντής ή Βοανεργές, Μάρκος 3: 17, έχει λάβει και τον τίτλο του Ευαγγελιστού της Αγάπης. Αυτά που γράφει στο Ευαγγέλιό του περί αγάπης τα βρίσκομε περίπου τα ίδια και σε μερικά σημεία των τριών καθολικών Επι­στολών του. Έτσι φαίνεται ότι όλα αυτά είναι κηρύγματα του ιδίου και όχι του Ιησού. Το ίδιο ισ­χυρίζεται και η χριστιανική παράδοση η οποία του αποδίδει την φράση: «τεκνία αγα­πάτε αλλήλους». Αυτήν, όπως μας λένε, συνήθιζε να λέγει στους φιλό­νι­κους χρι­στια­νούς της κοινό­τη­τάς του μέχρι που πέθανε σε βαθύ γήρας. Ήταν όμως άραγε η αγάπη η μόνη κινητήρια δύναμη για τον Ιωάννη; Για να απαντήσομε πρέπει να εξε­τά­σομε το Ευαγγέλιο και τις Επιστολές του σε όλο τους το μήκος. Έχομε ήδη δει τα ση­μεία περί αγάπης του Ευαγγελίου του. Στις επιστο­λές του βλέ­πομε:

 

Α΄ Ιωάννου 3: 11, «ότι αύτη εστίν η αγγελία ην ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα αγαπώμεν αλ­λήλους,».

3: 23, «και αύτη εστίν η εντολή αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του υιού αυτού Ιησού Χριστού και αγαπώμεν αλλήλους καθώς έδωκεν εντολήν.».

4: 7-12, «Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν. εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν.».

 

Β΄ Ιωάννου 5-6, «και νυν ερωτώ σε, κυρία, ούχ ως εντολήν γράφων σοι καινήν, αλλά ήν είχομεν απ’ αρχής, ίνα αγαπώμεν αλλήλους. και αύτη εστίν η αγάπη, ίνα περιπα­τώμεν κατά τας εντολάς αυτού. αύτη εστίν η εντολή, καθώς ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα εν αυτή περιπατήτε.».

 

Αν όμως κρίνομε τα περιεχόμενα του Ευαγγελίου του και των τριών Επιστο­λών του συνολικώς, τότε βλέπομε ότι όσοι δια­φω­νούσαν από την γραμμή ή έλεγαν ή προέτειναν κάτι άλλο έπρεπε να εξο­στρα­κι­σθούν και να μην τους βάζουν στο σπίτι τους ούτε να τους λένε καλημέρα (χαίρετε!). Κά­νετε τον κόπο να τα μελε­τή­σε­­τε προ­σε­κτι­κά. Στο μεν Ευαγγέλιο ο Ιωάννης παρουσιάζει έναν Χρι­στό να λέγει:

 

Iω­άν­νης 3: 18, «ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκρι­ται, ...».

3: 36, «... ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ' η οργή του Θεού μένει επ' αυτόν.».

5: 29, «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύ­λα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως.».

8: 24, «είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών· εάν γαρ μη πιστεύ­σητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών.».

12: 48, «ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν· ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα·».

15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συν­άγουσιν αυτά καί εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.» [1].

 

[Υποσημείωση 1: Η πυρομανία στον Χριστιανισμό τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη είναι η ισχυ­ρότερη, συμπλε­γ­ματικότερη και καταστροφικότερη εμμονή αυτής της φρικτής μάστιγας!]

 

Στις δε Επιστολές του ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει:

 

Α΄ Επιστολή Ιω­άννου 5: 10-12, «ο πιστεύων εις τον υιόν του Θεού έχει την μαρτυρίαν εν αυτώ· ο μη πιστεύων τω Θεω ψεύστην πεποίηκεν αυτόν, ότι ου πεπίστευκεν εις την μαρτυρίαν ην μεμαρτύρηκεν ο Θεός περί του υιού αυτού. και αύτη εστίν η μαρ­τυ­ρία, ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν ημίν ο Θεός, και αύτη η ζωή εν τω υιώ αυτού εστιν. ο έχων τον υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει.».

 

Β΄ Επιστολή Ιω­άννου 7-11, «ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομο­λογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αν­τίχρι­στος. βλέπετε εαυτούς, ίνα μη απολέσωμεν α ειργασάμεθα, αλλά μισθόν πλήρη απο­λάβωμεν. πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει. ει τις έρ­χε­ται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οι­κί­αν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έρ­γοις αυ­τού τοις πονηροίς.».

 

Γ΄ Επιστολή Ιω­άννου 9-10, «Έγραψα τη εκκλησία· αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυτών Διο­τρεφής ουκ επιδέχεται ημάς. δια τούτο, εάν έλθω, υπομνήσω αυτού τα έργα α ποιεί, λόγοις πονηροίς φλυαρών ημάς· και μη αρκούμενος επί τούτοις ούτε αυτός επιδέχεται τους αδελφούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της εκκλησίας εκ­βάλ­λει.».

 

          Τί βλέπομε λοιπόν σ’ αυτά τα αποσπάσματα; Δεν είναι η αγάπη η μόνη κινη­τήρια δύναμη για τον Ιωάννη ή τον Χριστό του Ιωάννου. Ο μεν Χριστός του Ιωάννη έχει ήδη κα­τα­δι­κά­σει όλους όσους δεν τον πιστεύουν στην μεν άλλη ζωή με αιώνιες τιμω­ρίες εις δε την παρούσα με την οργή του Θεού, εξοστρακισμό και φωτιά. Κύριε τάδε δεν μπορείς να μην πι­στεύεις σε μένα. Αλλιώς κάηκες! Ο δε Ιωάννης στις επι­στολές του διατάζει ότι όσοι δεν είναι σύμ­φωνοι με το κήρυγμά του πρέπει να τί­θεν­ται εκτός και να μην τους λέμε ούτε καλη­μέ­ρα ούτε να τους βάζομε στα σπίτια μας. «Τεκνία: Μόνο αυτά που λέω εγώ ..., αλλιώς έξω.». Ακόμα βλέπομε ότι οι διαμάχες εντός των κοινοτήτων του Ιω­άν­νη πρέπει να ήταν πολύ ισχυρές και έτσι έπρεπε να βρει και να κάνει κάτι και να το θεμελιώσει θεο­λογικώς. Αυτό που ο Ιωάννης βρήκε ήταν από τη μια πλευρά το κήρυγμα της αγάπης και από την άλλη πλευρά η εξ­αγγελία τιμω­ριών, απειλών, βίας, φό­βου και τρόμου. Η αγάπη λοιπόν ήταν ένα μό­νο μέρος του εσωτερικού κηρύγματος, δη­λαδή του κηρύγματος που αφο­ρούσε μό­νο τα μέλη των κατά τόπους Ιωαννικών κοινοτήτων και ομάδων. Δεν ήταν λοιπόν η αγά­πη η μόνη κινητήρια δύναμη για τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης μάλλον ήταν υιός βροντής περισσό­τε­ρο από απόστολος της αγάπης!

Αυτά που γράφει ο Ιωάννης αντανακλούν τις καταστάσεις που υπήρχαν ήδη εντός των ιδικών του χρι­στι­α­νικών ομάδων και κοινοτήτων. Παρά την θεϊκή και εξ αποκα­λύψεως αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος σε όλες τις χριστιανικές κοινό­τητες, όχι μόνο του Ιωάννου, ήδη από την αρχή υπήρχαν:  Μεγάλες φαγωμάρες, δια­φω­νί­ες, αιρέσεις, ψευδο­διδάσκα­λοι, ψευδοπροφή­τες, τα­ραξίες, φιλοπρωτεύοντες, κλπ. Έτσι ο Ιωάννης παροτρύ­νει τα μέλη της κοινότητάς του να έχουν αγάπη μεταξύ των την οποία επενδύει με θεο­λογική κάλυ­ψη ως εντολή δο­θείσα από τον ίδιο τον Ιη­σού Χριστό. Όμως για όλους εκείνους που δημι­ουργούν οιαδήποτε προ­βλή­ματα, τα οποία αυτός και μόνο κρίνει ως προβλήματα, δεν ξεχνά βε­βαίως να δώσει ρη­τές, σκληρές και αμετάκλητες εντολές. Πρέ­πει να αποβάλλονται πλή­ρως από την ομάδα και από τα σπίτια όλων που ανήκουν στην ομά­δα. Δεν θα τους λέτε ούτε «χαίρετε»! Εδώ τους περιμένει φω­τιά σαν τις ξε­ρές κλημα­τόβεργες και εις τα επέκεινα αι­ώνια τι­μω­ρία, κλπ. Δεν υπάρχει λοιπόν γενική αγάπη που τα πάντα υπομένει, αλλά η αγάπη προς την γραμμή που αυτός χαράσσει. Ακόμα με την μεταξύ των μελών αγάπη του τύπου που αυτός κηρύττει προσπαθεί να αποφεύγει την δημιουργία προβλημάτων. Δηλαδή χρησιμοποιεί την αγάπη και εν είδει τεχνάσματος.

Περιττό να αναγράψομε λεπτομέρειες από την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Δι­α­βάστε την. Γέμει από κάθε είδους ασχημίες, πληγές, απειλές, φόνους, φόβους, τρό­μους, διαστροφές, επιβλαβή έντομα, καταστροφές, λίμνες με πυρ και θείον και με μια μα­νιακή συμπλεγματική εκ­δι­κη­τικό­τη­τα ενός παντοδυνάμου και παναγάθου Θεού για τον οποίον ο Ιω­άννης έχει δη­λώσει «ότι ο Θεός αγάπη εστίν.» (Α΄ Ιωάννου 4: 8, 16, κλπ.)! Τέλος δεν παραλείπει την ανάδειξη της Νέας Εβραϊκής Ιερουσαλήμ την οποίαν οι χριστιανοί ερμήνευσαν διά με­ταφοράς ως κάποια ουράνια φανταστική πό­λη. Πώς συμ­βι­βά­ζονται όλα αυτά; Μό­νον ο Ιωάννης γνωρίζει!

Μερικοί για να συμβιβάσουν όλα αυτά τα ασυμβίβαστα και αντιφατικά επι­κα­λούνται την θεία δικαιοσύνη. Αλλά τότε η αγάπη, όπως και η φιλευσπλαχνία ακόμα και η παντοδυναμία, περιορίζεται και δεν είναι ούτε το υψηλότερο ιδα­νικό και ούτε η πρώτη και ανώτερη εν­τολή. Από την άλ­λη μεριά τί σόι θεϊκή δι­και­ο­σύνη είναι αυτή για όποιον δεν ξέρει, ή είναι συνεχώς θύ­μα, ή δεν ημπο­ρεί να πι­στέ­ψει αυτόν τον Θεό για τους δικούς του λόγους; Είναι δί­καιο άρα­γε κάθε άνθρωπος ερχόμενος εις τον κό­σμο να φέρει το προπατορικό αμάρ­τημα του Αδάμ και της Εύας; Ας μας πούνε επίσης αν ο προο­ρι­σμός είναι γνώρισμα θείας δικαιοσύνης ή θείας διακρίσεως; Είναι άραγε η εσαεί σκληρή και φρικτή τιμω­ρία ακόμα και για οποιονδήποτε αμαρτωλό ή άπιστο γνώ­ρι­σμα θεϊκής δικαιοσύνης ή φιλευσπλαχνίας; Αυτή η δι­καιοσύνη η οποία περι­γράφεται στα θεία κείμενα, είτε της Παλαιάς είτε της Καινής Διαθήκης, είναι μια μα­νιακή, συμπλεγματική, και άκρατη εκδι­κη­­τι­κό­τητα και μια κτηνώδης σκληρότητα και τις πιο πολλές φορές άδικη. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είναι ιδιότητες εντελώς ανάρ­μοστες προς το «Θείον»!

 

4. Ουδείς νεωτερισμός έναντι της Παλαιάς Διαθήκης

στα λοιπά Ευαγγέλια

 

Οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές, για μυστήριο λόγο, δεν έχουν καταγράψει αυτήν την «καινήν εντολή» όπως και τους λόγους του Ιησού προς τους μαθητές τους εντός των οποίων ευρί­σκε­ται, όπως αυτοί εκτίθενται στον Ιωάννη. Ακόμα και ο αυ­τό­πτης μάρτυς Ματθαίος όχι μόνον δεν τους αναγράφει αλλά ούτε υποδεικνύει καν τί­ποτα απ’ αυτούς! Τί συμβαίνει άραγε εδώ, εφ’ όσον αυτή η υπέρτα­τη εντολή ήταν καινή;... Ο Ματθαίος την ξέχασε;...

Ενίοτε στην Καινή Διαθήκη συναντούμε την αγάπη όπως την είχε ήδη θεσμο­θετή­σει ο Γιαχβέχ στον Μωσαϊκό Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Μελετήστε μόνοι σας τα σχετικά κεφάλαια της Παλαιάς προ­σεκτικά για να δείτε ακριβώς τι γράφουν. Έχο­με δηλαδή την αγά­πη που προ­έρ­χε­ται από τις δέ­κα εν­τολές Έξοδος 20: 1-17, το Δευ­τερονόμιον 5: 1-33 και το Λευ­ι­τι­κόν 19: 18, 34, κ. α. Τώρα στα Ευαγγέλια,  π. χ., τα εξής τρία κείμενά των προ­έρχονται κατ’ ευθεία από αυτές εδώ τις παραπομπές εντός της Παλαιάς Διαθήκης:

 

Ματθαίος 19: 19, «τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν.».

 

Μάρκος 12: 28-33, «Και προσελθών εις των γραμματέων ακούσας αυτών συζητούν­των, ιδών ότι καλώς αυτοίς απεκρίθη, επηρώτησεν αυτόν· ποία εστί πρώτη πάντων εντολή; ο δε Ιησούς απεκρίθη αυτώ ότι πρώτη πάντων εντολή· άκουε, Ισραήλ, Κύ­ρι­ος ο Θεός ημών Κύριος είς εστι· και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρ­δίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλη­σί­ον σου ως σεαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι. και είπεν αυτώ ο γραμ­μα­τεύς· κα­λώς, διδάσκαλε, επ’ αληθείας είπας ότι εις εστι και ουκ έστιν άλλος πλήν αυτού· και το αγαπάν αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυ­χής και εξ όλης της ισχύος, και το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν πλείόν εστι πάν­των των ολοκαυτωμάτων και θυσιών.».

 

Λουκάς 10: 27, «ο δε αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν·».

 

Όλα αυτά όμως ήταν ήδη πολύ γνωστά μεταξύ των Εβραίων και δεν χρειαζόταν πλέ­ον κά­ποιον Ιη­σού για να τους τα κάνει πιο γνωστά. Ο Ιησούς σ’ αυτά τα χωρία δεν τους είπε κάτι και­νούργιο. Απλώς αναμασάει τα ήδη από πολλών αιώνων γεγραμ­μέ­να. Αν μελετήσετε ολόκληρα τα κεφάλαια αυτά θα δείτε ότι μόνο στη συνέχεια προσ­έθεσε με­ρι­κές άλλες εντο­λές τελείως ιδι­ω­τι­κού χα­ρακτήρα.

Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη η εντολή της αγάπης είναι και εκεί εσω­τε­ρι­κή εντολή και ουδέν περαιτέρω. «Η αγάπη προς τον πλησίον» του Λευιτικού απευ­θύ­νεται μό­νον προς τον πλησίον Ισραηλίτη και κανέναν άλλον. Πρέπει να το ξε­καθαρί­σομε ότι «πλη­σί­ον» για τον Γιαχβέχ και τους Εβραί­ους της «θεόπνευστης» Παλαιάς Διαθήκης ήταν συ­νώ­νυ­μος με τον «γεί­το­να» Ισ­ρα­ηλί­τη. (Π. χ., βλέπε Έξοδος 22: 26, κ. α.). Διά τούτο ο «ξέ­νος μέ­σα στη πε­ρι­φέ­ρεια» του Ισ­ρα­ήλ, πα­ρά τις καθορι­σμέ­νες αρ­χές «ε­νός νό­μου» για Ιου­δαίο ή Εθνι­κό, υπέκει­το σε με­ρι­κές πε­ρί­ερ­γες δια­κρίσεις. Π. χ., στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 19-20 ή 20-21 δια­βά­ζου­με: «δεν θα δα­­νεί­σεις με τό­κο στον αδελ­φό σου (Ε­βραί­ο) ... Στον ξέ­νο μπο­ρείς να δα­νεί­σεις με τό­κο.». (Βλέπε και Έξο­δος 22: 25-26). Άλλο σημείο: Οι εκλε­κτοί απα­γο­ρευό­ταν να φά­νε πτώ­μα νε­κρού ζώ­ου που βρέ­θη­κε κα­τά τύ­χη, για τους προφα­νείς λό­γους. Αλ­λά όπως μας λέ­ει το θε­ϊ­κό Δευ­τε­ρο­νό­μιον 14: 21: «Θα το δώσεις στον ξέ­νο που βρί­σκε­ται εντός των πυ­λών σου για να το φά­ει, ή μπο­ρεί­τε να το που­λή­σε­τε σε μη Ισ­ρα­ηλί­τη.». Ακόμα: Οι Εκλε­κτοί δεν μπο­ρούσαν να αγο­ρά­σουν Εκλε­κτούς για δού­λους εκτός και μό­νο για επτά χρό­νια δη­λα­δή «μέ­χρι του Ιω­βη­λαί­ου έτους». Αλ­λά ο Γιαχ­βέχ θε­σπί­ζει νό­μο ότι μπο­ρούν να αγο­ρά­ζουν ει­δω­λο­λά­τρες και ξέ­νους που ζουν ανά­με­σά τους για ισό­βια δου­λεί­α, όπως μας λέ­ει το Λευιτικόν 25: 44-45. Οι δε περιγρα­φές μεταχειρίσεως των δούλων από τους Εκλεκτούς σε πολλά εδάφια του ιερού και θεοπνεύστου βιβλίου εί­ναι τα καλλίτερα παραδείγματα προς αποφυγήν! (Αναζητείστε τα και μελετήστε τα!)

Ακόμα και ο «αδελφός» που περιέχει το παρακάτω ηθικό εδάφιο του Δευτερο­νομίου 22: 1-4, εννοεί τον αδελφό Ισραηλίτη. «Μη ιδών τον μόσχον του αδελφού σου ή το πρόβατον αυτού πλανώμενα εν τη οδω υπερίδης αυτά· αποστροφή αποστρέψεις αυτά τω αδελφω σου, και αποδώσεις αυτω. εάν δε μη εγγίζη ο αδελφός σου προς σε μηδέ επίστη αυτόν, συνάξεις αυτά ένδον εις την οικίαν σου, και έσται μετά σου, έως αν ζητήση αυτά ο αδελφός σου, και αποδώσεις αυτω. ούτω ποιήσεις τον όνον αυτού και ούτω ποιήσεις το ιμάτιον αυτού και ούτω ποιήσεις κατά πάσαν απώλειαν του αδελφού σου, όσα εάν απολήται παρ’ αυτού και εύρης· ου δυνήση υπεριδείν. ουκ όψη τον όνον του αδελφού σου ή τον μόσχον αυτού πεπτωκότας εν τη οδω, μη υπερίδης αυτούς· ανιστών αναστήσεις μετ’ αυτού.». Αυτό το εδάφιο εί­ναι μια εσωτερική εντο­λή μεταξύ αδελφών Ισραηλιτών. Διότι σε όλο το μή­κος και το πλάτος αυ­τού του θεϊ­κού βιβλίου έχομε πολυάριθμες περιπτώσεις, τις οποίες θεωρούμε γνωστές για να τις κατα­γρά­ψομε εδώ, στις οποίες δί­δονται εντολές από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ ή τους εντεταλμένους του για την σύληση των περιουσίων πολλών γειτονικών λαών, την κα­ταστροφή των οικιών τους, τον βια­σμό τους, των σφαγών τους, την αρπαγή των παρ­θένων τους, κλπ, μαζί με κάθε είδους ασχημία και αναισχυντία. Δηλαδή και η εντολή «ού φονεύσεις», από τις δέκα εντολές, είναι καθαρά εσωτερική εντολή. Και πριν και μετά απ’ αυτήν διατάζει πολυάριθμες φορές να φονεύσεις, να εξολοθρεύσεις, να ... και να ...και να ...και να.... Αίσχος...!

Συνεχίζομε με μερικές επιπλέον σαφείς διακρίσεις από τις πάμπολλες που υπάρχουν στην «Αγίαν και Θεόπνευστον» Παλαιά Διαθήκη. Έ­νας άν­δρας που εί­χε την κα­κο­τυ­χία να πάθει ζημιά στα γεννη­τικά του όρ­γα­να εί­ναι διά πα­ντός αφο­ρι­σμέ­νος από την αγία κοι­νω­νία του Γιαχ­βέχ, όπως μας το δη­λώ­νει ρη­τά το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 1-2 (αν και έρ­χε­ται σε κα­τά­φο­ρη αν­τί­φα­ση με τον Ησα­ΐα 56: 3-5. Βλέπετε στον Εβραιο­χρι­στι­α­νι­σμό οι θεόπνευστες αντιφά­σεις είναι περισσότερο πανταχού πα­ρού­σες από το Άγιο Πνεύμα!). Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο, ο άν­δρας που πι­θα­νώς γεν­νή­θη­κε με αυ­τό ή άλ­λο σω­ματι­κό ελάτ­τω­μα, ενώ δεν φταί­ει, έγι­νε τα­μπού, και όπως μας εξη­γεί το Λευ­ι­τι­κόν 21: 16-23 τίθεται πάλι εκτός. Ακό­μα: «Το μπά­σταρ­δο παι­δί δεν θα προ­σέλ­θει στη συ­νά­θροι­ση του Γιαχ­βέχ, αυ­τό και οι από­γο­νοί του μέ­χρι δε­κά­της γε­νε­άς», όπως μας το δη­λώ­νει ρητά το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 2-3. Το ίδιο ισχύει, αλλά αυτή τη φορά διά παντός, για κάθε Αμ­μα­νίτη και Μωαβίτη, (εξαδέλφια των Εκλεκτών μέσω του αγίου Λωτ που γκάστρωσε τις δύο κόρες του), αν και η Ρούθ, η «ενάρετη» γυναίκα του Βοόζ, παππού του εκλεκτού βασιλέα Δαυίδ, ήταν Μωαβίτισσα. (Πάλι αντίφαση. Έχομε αηδιάσει να βρίσκομε συνεχώς αντιφάσεις με αυτόν τον πάνσοφο, παντογνώστη και παν­το­δύναμο Θεό Γιαχβέχ, πατέρα Θεό των χριστιανών.). Έχομε πάρα πολλές ρατσιστικές διακρίσεις σε όλο το μήκος και το πλάτος αυτού του θεϊκού και ιερού βιβλί­ου οι οποίες χαίρουν ιδιαιτέρας προτιμήσεως στους Αγίους και Πε­φω­τι­σμέ­νους Προ­φήτες στα γραπτά των οποίων τις απαντάμε πολύ συχνά!

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο να εκθέτομε την έννοια της «αγάπης» κατά τον Θεόν Γιαχβέχ της Πα­λαιάς Διαθήκης, Πατέρα Θεό της Εβραϊκής, Χρι­στι­α­νι­κής και Μουσουλμανικής Θρησκείας. Είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο εκδικητικότη­τας, οργής, πολεμο­φι­λίας, βαρβαρότητας, συμπλεγματισμού και όλων των συνωνύ­μων αυτών των λέξεων. Μαρτυρούνται θηριωδίες, κτηνωδίες, φό­νοι, εμπρησμοί, λα­φυραγωγήσεις, αρπαγές, δο­λιότητες, απάτες, κλπ, που ευρίσκον­ται πολύ πέραν κάθε εννοίας αγά­πης, ανεκτικότητας, συγ­γνώμης, ανοχής και ιδι­οτήτων κάθε καλής θεό­τη­τας. Μόνο στον χώρο της μανίας, κακί­ας, συμ­πλεγματισμού, εκδικήσεως, ψυχο­πά­θει­ας και τρέ­λας μπορούμε να βρού­με τέ­τοια, τόσο πολλά και τόσο απαίσια γε­γο­νότα. Πρόκειται για ένα θέ­μα προς το οποίο η χρι­στια­νική θεολο­γία ποιεί τη νύσ­σα και όσο ημπορεί αποφεύγει κάθε πρόκληση συσκοτίζοντας τα πράγματα. Δεν ημπορεί βεβαί­ως να υπεκ­φεύγει συ­νεχώς και έτσι οσάκις τεθούν τα σχε­τικά ερωτη­μα­τικά στους χρι­στι­α­νούς ειδι­κούς, ακούμε τις πιο απίθανες ψευδο-α­παντή­σεις και ψευ­δο-δι­καιολογή­σεις. Παρα­λείπομε το να εκθέ­σο­με όλα αυτά τα θέματα λόγω οικονομίας χώρου και επειδή είναι πολύ γνω­στά στους με­λε­τη­μένους. Πάρα πολλά εξαιρετικά πονή­ματα έχουν ήδη γραφτεί επ’ αυτών των ζητημάτων από σπουδαίους μελε­τη­τές παγκοσμίως. Δεν χρειάζεται να προσθέσο­με άλλο ένα. Όσοι πάλι δεν τα γνωρίζουν τότε οφείλουν να με­λετήσουν την Παλαιά Διαθήκη με υπο­­μο­νή και επι­μο­νή (διότι είναι ένα εξόχως βα­ρετό και κακογραμμένο βιβλίο) και μετά ας ανακοι­νώσουν τα συμπεράσματά τους.

Παρ’ όλα ταύτα όμως η χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεία και θεολογία, ακόμα και ο Ιη­σούς Χριστός και ο αλλο­πρόσαλλος αντιφατικός Απόστολος Παύλος (π. χ. Ματ­θαίος 5: 18, Λου­κάς 16: 17, Προς Γαλάτας 3: 24, κλπ.), πα­ρα­δέ­χον­ται τον βάρβαρο Μω­σαϊ­κό Νό­μο και την Πα­λαιά Δι­α­θήκη γε­νικότερα χω­ρίς να απορ­ρίπτουν ένα ιώτα ή μίαν κε­ραία! (Για να λάβετε μια γεύση της αλλοπρο­σαλλοσύνης του Από­στολου Παύ­λου και των «θεοπνεύστων γρα­φών», διαβάστε προσεκτικά τις παρακάτω αναφορές με την σειρά που τις παραθέτομε: Πρά­ξεις 13: 39, Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Προς Ρω­μαί­ους 6: 14, 7: 1, 6, Προς Γα­λά­τας 3: 10, Προς Ρω­μαί­ους 4: 14-15, Προς Γα­λά­τας 3: 19, Α΄ Ιω­άν­νου 3: 4, Προς Ρω­μαί­ους 7: 12, 14, Προς Γα­λά­τας 7: 22-23, Προς Ρω­μαί­ους 3: 19.).

Όλες οι εντολές της Παλαιάς Διαθήκης είναι εσωτερικές τοιαύτες, δηλαδή δο­σμένες για τους Εκλεκτούς και αφορώσες μόνο αυτούς και κανέναν άλλον. Χωρίς να επεκταθούμε, για να μην ξεφύγομε πολύ από το παρόν θέμα μας, αναφέρομε ξανά την εντολή του δεκαλόγου «ού φονεύσεις». Μετά όμως, σε ένα τεράστιο πλήθος σημείων απαντάμε τον ίδιον τον Γιαχβέχ ή τον αντιπρόσωπό του ή τον Νόμον του να δίνει την εντολή «να φο­νεύ­σεις...», ακόμα και για τιποτένιους, παιδαριώδεις, παράλογους και άδικους λόγους. Τις πιο πολλές φορές πρόκειται για περιπτώσεις μη Εκλε­κτών, αλλά και τα πα­ραδείγματα Εκλεκτών φονευθέντων κατ’ εντολή του Γιαχ­βέχ, του αντιπρο­σώπου του και της νομοθεσίας του, δεν είναι καθόλου λίγα σ’ αυτόν τον τεράστιο, αποτρόπαιο και αισχρότατο κατάλογο φόνου και θηρι­ω­διών. Αυτός ο κατάλογος και όχι το «αγαπάτε αλλήλους» είναι ο πρόδομος των άνευ προηγουμένου χρι­στι­ανικών θηριωδιών και από αυτόν οι χριστιανοί αντλούν πολλές θεολογικές και θεωρητικές δικαιολογήσεις των ανά τους αιώνες αγριοτάτων πράξεών τους. Οι παντός είδους δι­καιο­λογήσεις επεξε­τάθησαν, αν ήταν δυνατόν, στην Καινή Διαθήκη και στην Παρά­δοση των Πατέρων! (Παραλεί­πομε τις πολυ­άριθμες και τις σχετικά γνωστές και αν­τι­προ­σωπευτικές ανα­φορές σε όλο το μήκος και το πλάτος αυτού του θεϊκού βιβλίου, τις οποίες έχομε καταγράψει σε άλλες εργασίες μας. Αν δεν τις γνωρίζετε, κα­λά θα κάνε­τε να μην αδρανήσετε αλλά να μελετή­σετε προσεκτικά από την αρχή μέχρι το τέ­λος το εξό­χως βαρετό και κα­κο­γραμμένο, αν και «θεό­πνευ­στο», βι­βλίο της Πα­λαιάς και Καινής Δια­θήκης ή να συζητήσετε με κά­ποιον που τις γνωρίζει.).

 

5. Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης σχετικώς με την αγάπη

 

Μέσα στη Βίβλο, μόνο στον Λουκάν 10: 28-37 δίδεται η ηθική παραβολή του «Καλού Σαμα­ρεί­του» όπου η έννοια του «πλησίον» και της φροντίδας γι’ αυτόν παίρ­νει γενικότερη και ανθρω­πι­στι­κή μορφή. Να που επί τέλους βρήκαμε και κάτι πιο γενικό, ηθικό [2] και ανθρωπιστικό· όχι όμως και πρωτό­γνωρο. Σημειωτέον ότι αυτή την παραβολή μας την δίδει μόνο ο Λουκάς, ο οποίος ήταν χριστιανός εξ εθνικών και ομι­λεί διά Σαμαρείτη και όχι Ιουδαίο! Αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι απλώς σύμπτωση αλλά έχουν με­γάλη σημασία. Παρατηρούμε δηλαδή ότι μόνον ένας πρώην εθνικός δί­δει αυτή την γενικο­τέ­ρας ανθρωπιστικής σημασίας παραβολή, διά μέσου ενός Κα­λού Σαμαρείτου και έτσι θέτει τους Ιουδαίους εκτός.

 

[Υποσημείωση 2: Σημειώστε ότι τα εδάφια: Ματθαίος 13: 44, 24: 43-44, 25: 14-30, Μάρκος 3: 27, Λουκάς 12: 39, 16: 1-7, 18: 1-8, 19: 11-27 είναι ανήθικες παραβολές ή παραβολές με ανήθικους ήρωες μέσα στο ιερό βιβλίο, οι οποίες ελέ­χθησαν από το στόμα του Ιησού Χριστού.]

 

          Στην «Επί του Όρους Ομιλία» ο Ιησούς μας δι­δά­σκει μια ασυγκράτητη και άνευ όρων αγάπη και καμία αντίδραση κατά του κακού.

 

Ματ­θαί­ος 5: 38-47, «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρω· αλλ’ όστις σε ρα­πί­σει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κρι­θήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο· τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δα­νείσασθαι μη αποστραφής. ’Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους κα­τα­ρω­μένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεα­ζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρα­νοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχε­τε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν;».

 

Βλέπε και Λου­κάς 6: 27-29, 35. Πλην όμως στον Ματθαίον 10: 14-15 (και Μάρκον 6: 11, Λου­κάν 9: 5, 10: 11-12, κ. α.) λέ­γει: «και ός εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακού­ση τους λό­γους υμών, εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονι­ορ­τόν των ποδών υμών. αμήν λέ­γω υμίν, ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γο­μόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη. Κλπ.». Δηλαδή εδώ βλέπομε κατάρα, εκδίκηση και έσχατη τιμωρία. Πού πήγε τώρα η ανεπιφύλακτη αγάπη προς τους εχ­θρούς; Πού; Ο ίδιος ο Ιησούς πολύ συχνά φάσκει και αντιφάσκει με όλες σχεδόν τις εντολές του και τα θέματα της διδασκαλίας του. Εκτός των όσων έχομε ήδη αναφέρει θα ανα­φέ­ρομε ακόμα ολίγα παραδείγματα παρακάτω. Όλα τα παραδείγματα αυτού του αντι­φα­τικού είδους είναι πάρα πολλά για να τα καταγράψομε εδώ.

 

(Τα ίδια περίπου λέει και ο Παύλος στην Προς Ρω­μαίους 12: 14, 17-21. Βλέπε και Α΄ Προς Κορινθίους 13: 1-13 περί του ύμνου της αγάπης. Αλλά και αυτός, μέσα στις επι­στολές του, μετα­πί­πτει σε άπειρες αντιφάσεις προς την αγάπη αυτή που περιγράφει εδώ, τις οποίες έχομε πολλαπλώς παρουσιάσει σε άλλα άρθρα.).

 

Αυτές οι εντολές, εκτός του ότι είναι εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστες, μη πρακτικές και δυνητικώς επικίνδυ­νες, τις πιο πολλές φο­ρές ούτε ο ίδιος ο Χριστός τις τη­ρού­σε. Π. χ. στο επει­σόδιο με το ρά­πι­σμα που εδέ­χ­θη από έναν υπηρέ­τη του Αρ­χι­ε­ρέα προς τον οποί­ον διαμαρτυ­ρή­θηκε αρκε­τά έν­τονα (Κατά Ιωάννην 18: 22-23) αντί να στρέ­ψει και την άλλη σιαγόνα, κλπ. Ακόμα, αντιβαίνουν προς τον Μωσαϊκόν Νό­μον, ο οποίος εί­ναι θεϊκός νό­μος και για τον οποίον ο ίδιος ο Χριστός δήλωσε ότι δεν θα πα­ρέλθει ού­τε ένα ιώτα ούτε μία κεραία. Ματθαίος 5: 18, «αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νό­μου έως αν πάντα γένηται.». Όπως ο ίδιος παντοδύναμος, πάνσοφος, παντο­γνώ­στης, αλάνθαστος, πανάγαθος και χριστιανικός τριαδικός Θεός έδωσε τις εντολές: «οφθαλ­μόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· ... αγα­πήσεις τον πλησίον σου και μισή­σεις τον εχθρόν σου.» (Ματ­θαί­ος 5: 38, 43) στον φίλτατόν του προφήτη Μωυσή εν μέσω τεράτων και σημείων, αστραπών και βροντών στο όρος Σινά, για να γυ­ρίσει μετά από 1200 χρόνια περίπου να διορθώσει το λάθος του και συνεπώς να αλ­λάξει τις αρχικές εντολές του. Έτσι και πάλι έχομε μία μεγάλη θεολογική αντίφαση θεϊκής προελεύσεως, μέσα σε χιλιάδες άλλες, που δεν ξεμπερ­δεύεται.

Πέραν τού­των, οι εντολές αυτές δεν λαμβάνουν καμία μέριμνα του πως να γί­νει να μην υπάρ­χουν εχθροί, να μην χρειάζεται ο δανεισμός, να μην υπάρχουν γυμνοί και πτωχοί για να τους ελεούν αυτοί που έχουν και κατασπαταλούν τα πολλά... Όλες αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν σ’ όλη τη θεϊκή Βί­βλο αξιωματικά, παρά την τέλεια δημιουργία! Δεν υπάρχουν για τον Χριστιανισμό κοι­νωνικοοικονο­μι­κές δομές για να σταματήσουν όλα αυτά τα σιχαμερά κοι­νωνικά φαινό­μενα, παρ’ όλο που προς στιγμήν αναγνωρίζει ότι το να ζητιανεύεις είναι αναξιοπρεπές. Μόνο στον πρώην εθνικό Λουκάν 16: 3 διαβάζομε: «είπε δε εν εαυτώ ο οικονόμος· τι ποιήσω, ότι ο κύ­ρι­ός μου αφαιρείται την οικονο­μί­αν απ’ εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αι­σχύ­νο­μαι·». Βεβαίως πολ­λές φορές συμβαίνει η ζητιανιά να μεταλλάσ­σε­ται σε βολι­κό κόλπο του ζητιάνου και εκμετάλλευση γι’ αυτούς που κά­νουν την ελεη­μοσύνη, αλλά κατά κανόνα είναι προ­σβολή, ντροπή και αποκρουστικό κοινωνικό φαινόμενο. Για τον Χριστιανισμό όμως, ας υπάρ­χουν οι φτωχοί για να τους ελεούν άλ­λοι που έχουν αρκετά και έτσι να εισ­πράτ­τουν ένσημα διά «την βασι­λείαν των ου­ρανών». Ματθαίος 19: 21, «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπα­γε πώ­λησόν σου τα υπάρχον­τα και δος πτωχοίς, και έξεις θη­σαυρόν εν ουρανώ, και δεύ­ρο ακο­λού­θει μοι.». Δη­λαδή πώ­λη­σε όσα έχεις και δεν έχεις και έτσι τώρα γίνου εσύ φτωχός και επαίτης και με­τά ακο­λού­θησε με! Πάρα πολύ ωραία! Ακόμα: «τους πτω­χούς γαρ πάν­τοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάν­τοτε έχετε.», Ματθαίος 26: 11, Μάρκος 14: 7, Ιωάν­νης 12: 8. Δεν θα αναπτύξομε στην πα­ρούσα ερ­γα­σία την απλοϊκή, αφελή, αντιφατική, επικίν­δυνη αλ­λά και πολύ καταστροφική κοινω­νικοοι­κονο­μική «θεωρία» του Χριστιανι­σμού. Αυτό είναι ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο για άλλη φο­ρά, αλλά ήδη πολυσχο­λια­σμένο από πλειάδα μελετητών.

Ο Χρι­στός, μόνο στον Λου­κάν 23: 34, συγ­χώ­ρε­σε τους διώ­κτες του από τον σταυ­ρό. (Βλέπε και υποσημείωση 4 παρακάτω.). Αλλού όμως τον βλέπομε να αφρίζει από οργή, να απειλεί, να υβρίζει, να υπόσχεται φρικτές τιμωρίες, κλπ. Όσο για τους απίστους, τους αμαρ­τωλούς και αυ­τούς που δεν είναι μαζί του επεφύλαξε και εδώ και επέκεινα σκληρές και αι­ώνιες τι­μωρίες. Η Αποκάλυψις του Ιησού Χριστού στον Ιωάν­νη είναι γεμάτη με όσες θέλεις απ’ αυ­τές! Μια ακόμα από τις χιλιάδες αντιφάσεις του θεόπνευστου βιβλίου!

Σε πάρα πολλές περιπτώσεις εξαπέλυσε φρικιαστικά υβρεολόγια, περιφρο­νη­τικές εκφράσεις, πλήθος τρομε­ρών απειλών, ρήσεις ωμής βίας και πολλά εξαίσια τοι­αύτα κατά διαφόρων. (Κατά πρώτον λόγο κατά των Φα­ρισαίων, άλλων Εβραίων που δεν τον πιστεύουν, των απίστων γενικότερα, ολοκλήρων πόλεων που δεν τον πίστε­ψαν, των πλουσίων και των Εθνικών. Κα­τά δεύ­τερον λόγο κατά των Σαδ­δουκαίων, του Ηρώ­δη Αντίπα, μιας Ελλη­νίδας Συ­ρο­φοι­νίκισας, κ. ά.). Όποιος δια­βάζει αυτά τα Κυριακά Λόγια όχι μόνον απορεί και ανα­τρι­χι­άζει, αλλά και σίγουρα βλέπει μια ακα­τά­σχετη οργή πέραν κάθε υγιούς μέτρου και κατάφορη παραβίαση διαφόρων εντολών που ο ίδιος έδινε στους άλλους. Π­ικρό­χο­λος και άδικος προς όσους διαφέρουν απ’ αυτόν (Ματ­θαίoς 12: 30 και Λoυ­κάς 11: 23, «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.»). Ούτε έστρεψε και την αριστερά όταν του δόθηκε η τρανή ευ­καιρία να το αποδείξει ο ίδιος στο επει­σόδιο κατά το οποίο εδέ­χ­θη ρά­πι­σμα από έναν υπηρέ­τη του Αρ­χι­ερέα. Αντ’ αυτού δια­μαρ­τυ­ρή­θηκε αρκετά έν­τονα (Κατά Ιωάννην 18: 22-23).

 

Για όλα αυτά και πολλά άλλα σχετικά μελετήσετε τις αναφορές:

 

1)     Σκλη­ρή τι­μω­ρία των απί­στων, εκφοβισμοί και απειλές: Ματ­θαίoς 10: 14-15, 33, 11: 20-24, 12: 32 (βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 13: 30, 40, 42, 24: 38-39, 51, 25: 31-46, Μάρ­κoς 3: 29 (βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 6: 11, 8: 38, 16: 16, Λoυ­κάς 9: 5, 10: 10-15, 12: 9-10, 47-48, 13: 5, 16: 19-31, 17: 26-29, 19: 26-27, 20: 18, Iω­άν­νης 3: 18, 36, 5: 29, 8: 24, 12: 48, κλπ.

 

2)     Κα­ταδίκη των πλου­σί­ων και του πλού­του, εγκώμιο του πένθους: Ματ­θαί­ος 6: 19-21, 13: 22, 19: 22-24, Μάρ­κος 4: 19, 10: 23-25, Λου­κάς 1: 53, 6: 20-25, 8: 14, 12: 16-21, 16: 19-31, 18: 23-25, κλπ.

 

3)     Βί­α και μι­σαλ­λο­δο­ξί­α: Ματ­θαί­ος 3: 10, 12 (φωτιά), 7: 6 «Μη δώτε το άγι­ον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μή­ποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς.», 8: 22, 10: 21, 32-38, 12: 30, 13: 30, 40 (φωτιά), 15: 13, 18: 34-35 (βα­σανι­στή­ρια), Λου­κάς 3: 9, 17, 11: 23, 12: 47-53 (48 ξυ­λο­δαρ­μός), 14: 23 («ανάγ­κασον εισελθείν», το «cogito intra­re» του Ιερού Αυγουστίνου), 26, 17: 34, 19: 27 («πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελή­σαν­τάς με βασιλεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυ­τούς έμπροσθέν μου.», 22: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης 12: 48, 15: 6 (φωτιά για την ιερά εξέταση, όπως το παρα­θέσαμε αυτούσιο παραπάνω), κλπ.

 

4)     Ύβρις και οργή: Ματθαίος 7: 6, 8: 11-12, 15: 14, 26, 16: 23, 22: 13, 23: 13-33, 24: 51, 25: 30, Μάρκος 7: 27, 8: 33, Λουκάς 11: 29-52, 13: 28, 22: 36, 38, Ιωάν­νης 3: 36, 8: 44, Αποκάλυψις, κλπ.

 

Όλα αυτά και πολλά άλλα δεν συμβαδίζουν καθόλου με την άκρατη και άνευ όρων αγάπη και την από­­λυτα παθητική ανοχή του κακού που διακήρυξε. Αντιθέτως για όσους δεν είναι στην ομάδα δεν υπάρχει ούτε αγάπη, ούτε κατανόηση, ούτε οίκτος. Αν κάποιοι είναι στην ομάδα και δεν ομονοούν τότε εκβάλλονται από την ομάδα με όλες τις παρε­πό­μενες φρικτές συν­έπειες σε τούτη και στην άλλη ζωή.

 

6. Ο «Ύμνος της Αγάπης» και οι αντιφάσεις του Παύλου

 

Πoλλά έχoυν λεχθεί επαι­νε­τι­κά για τoν ύμνo της αγά­πης, Α΄ Πρoς Κoριν­θίoυς 13: 1-13. Βε­βαί­ως ο Παύ­λος ανα­φέ­ρει ή κη­ρύτ­τει την αγά­πη σε πολ­λά ση­μεία μέ­σα στις επι­στο­λές του. Π. χ., Προς Ρω­μαί­ους 12: 9, 13: 4, 8-10, Προς Γαλάτας 5: 14, Προς Εφεσίους 4: 32, κλπ, έχο­με και πάλι την αγά­πη που προ­έρ­χε­ται από τις δέ­κα εν­τολές Έξοδος 20: 1-17, Δευ­τερονόμιον 5: 1-33 και το Λευ­ι­τι­κόν 19: 18, 34. Αυτή η αγάπη απευθύνεται προς τους πιστούς των χριστιανι­κών οργανώ­σεων, του Παύ­λου κυρίως, όπως ακριβώς και η αγάπη προς τον πλησίον του Λευιτι­κού απευθύνεται μό­νον προς τον πλησίον Ισρα­η­λί­τη και κανέναν άλλον. Δεν νoμί­ζω να υπάρ­χει κα­νείς πoυ να απoρρί­πτει την αγά­πη σαν με­γάλo πα­ράγoντα στη βελ­τί­ω­ση της ζω­ής και στην ευ­τυ­χία των αν­θρώ­πων. Πλην όμως εδώ για τον φη­μι­σμέ­νο ύμνο θα κάνομε μερικές πα­ρα­τη­ρή­σεις. Είναι γε­γονός ότι οι στίχοι 1-7 και ο τελικός στίχος 13 του ύμνου έχουν μια ποιητικότητα που προκαλεί συγ­κί­νηση σε πολλούς (ιδίως όταν απαγγέλλε­ται σε ένα κινηματογραφικό έργο με κατάλληλη μου­σική υπόκρουση και φωτισμό όπως «Η Μπλε Ταινία» του Πο­λωνού μεταφυσικού σκη­­­­νοθέτη Krzysztof Kieslow­ski).

Όμως η απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πάντα πιστεύει και τα πάν­τα υπομένει όπως την κη­ρύτ­τει εδώ o Παύλoς (ι­δί­ως στoν στίχo 7) δεν εί­ναι η νoυ­νε­χής αγά­­πη αλ­λά αυ­τή πoυ κα­θι­στά τo άτoμo πρό­βατo και χω­ρίς αμυ­ντικoύς μη­χα­νι­σμoύς στις αν­τιξoό­τη­τες τoυ υπάρχοντος ατελούς κό­σμoυ. Έρ­χε­ται σε τεράστια αντί­φα­ση με τoν εαυ­τό τoυ όταν στoυς στίχoυς Πρoς Ρω­μαίoυς 9: 13-15 υπoδη­λώ­νει την αγά­πη, τo μίσoς και τον προ­ορισμό ως ερ­γα­λεία τoυ ίδιoυ τoυ Θεoύ. Υπάρ­χει και άλ­λη αντί­φα­ση τoυ στίχoυ 11 με: Ματ­θαίoν 18: 3, 19: 14, Μάρ­κoν 9: 36-37, 10: 13-16, Λoυ­κάν 9: 48, 18: 17 και Α΄ Πέ­τρου 2: 1-3. Μετά, από τoν στίχo 9 μέχρι τον 12, δια­βλέ­πo­με ότι o ύμνoς (που τελειώ­νει με τον στίχο 13) εί­ναι κα­­θα­ρά με­τα­φυ­σι­κός και έχει να κά­νει με τη μέλ­λoυ­σα ζω­ή και την άμεση εσχατολογία στην οποίαν πιστεύει ο Παύ­λος φανα­τικά και προ­πα­γανδίζει με κάθε μέσο· ελπίζει δε στην εκπλήρωσή της κατά την διάρ­κεια της ζωής του. Τό­τε και εκεί o Παύλoς ελ­πί­ζει ότι θα απο­κτή­σει την τέ­λεια γνώ­ση αντί της με­ρι­κής πoυ έχει τώ­ρα στον εδώ φυ­σι­κό κό­σμο. Τό­τε θα βλέ­πει «πρό­σωπoν πρoς πρό­σωπoν» [τον Θεό Γιαχβέχ]. Κα­τά κά­ποιο πε­ρί­ερ­γο τρό­πο δη­λα­δή, έχει κά­νει ένα σύμφυρμα αγά­πης και με­τα­φυ­σι­κής γνώ­σης ή αγά­πης για κά­ποια με­τα­φυ­σι­κή γνώ­ση που μό­νο ο Παύ­λος αντιλαμβάνεται. Διερωτάται κανείς τί νόημα να έχει αυτό το μπουρδούκλωμα ή αν καταλαβαίνει κανείς πέραν της άμεσης εσχα­το­λο­γίας που το πάει! Είναι πολύ πε­ρίεργο τί θέση έχουν αυτοί οι στίχοι (8-12) εντός αυτού του ύμνου της αγάπης. Είναι καθαρά εκτός θέματος! Τί να έχει συμ­βεί άραγε; Δεν αποκλεί­ε­ται να συνέβη κάποια παρεμβολή και χάλκευση. Αλλά και δεν αποκλεί­εται να είναι μια κάποια στρεψοδικία του Παύλου ο οποίος, ως είναι γνωστόν, συνη­θίζει να στρεψοδικεί πολύ συχνά. Συν­ε­πώς, αυ­τός o ύμνoς ως με­­τα­φυ­σι­κός, ασα­φής και αντι­φα­τι­κός προς τα χω­ρία τα οποία παραθέ­σαμε ανωτέρω εί­ναι ανε­­φάρ­μο­στoς στη φυ­σι­κή ζωή επί της γης και μόνο διά της νεφελώδους και εσχατολογικής φαντα­σίας του Παύλου δύναται να εννοηθεί και να ερμηνευθεί!

          Ας δούμε και τον ίδιο τον Παύλο κατά πόσον εφάρ­μο­σε αυτήν την αγά­πη την οποίαν εκήρυττε. Βλέπομε τoν Παύλo να:

 

(1)  Καταριέται τον κόσμο στην Κόρινθο (Πράξεις 18: 6).

(2)  Να υβρί­ζει τoν αρ­χιε­ρέα (Πρά­ξεις 23: 3).

(3)  Να υπo­στη­ρί­ζει τη δoυ­λεί­α, Προς Ρω­μαί­ους 14: 4, Α΄ Πρoς Κo­ριν­θί­oυς 7: 20-24, Πρoς Εφε­σί­oυς 6: 1-8, Πρoς Κoλασ­σα­είς 3: 22-25, δ΄: 1, Α΄ Πρoς Τι­μό­θε­ 6: 1-2, Πρoς Τί­τoν 2: 9-11, ολό­κληρη η Πρoς Φι­λή­μo­να Επιστολή.

(4)  Να τα ψάλ­­λει υβρι­στι­κά στoν Πέ­τρo (Προς Γαλάτας 2: 11-14).

(5)  Να εκνευ­ρί­ζε­ται και να αποκα­λεί τoυς Γα­λά­τες ανό­ητoυς (Προς Γαλάτας 3: 1).

(6)  Να κα­θυ­­βρί­ζει τoυς Κρη­τι­κoύς (Προς Τίτον 1: 5-13).

(7)  Να μην συγ­χω­ρεί, αλ­λά να κα­ταρ­ιέ­ται τoν Αλέ­ξαν­δρo τoν χαλ­κέα για τα κα­κά πoυ τoυ έκα­νε να τoυ τα ξε­πλη­ρώ­σει o Κύ­ριoς (Β΄ Πρoς Τι­μό­θεoν 4: 14), όπως και με τον Υμέναιον και τον Αλέξανδρον (Α΄ Πρoς Τι­μό­θε­oν 1: 20).

(8)  Επίσης έχομε το πάθη­μα του Βαριησού-Ελύμα στην Πάφο της Κύπρου (Πράξεις 13: 6-11), (παρόμοιο με την περίπτωση του Πέτρου με τον Ανανία και τη Σαπφείρα, Πράξεις 5: 1-11).

(9)  Στην Πρoς Ρω­μαίoυς 9: 13-14 μας δια­βε­βαι­ώ­νει ότι o Θε­ός δεν διέ­πρα­ξε αδι­κία εις βάρoς τoυ Ησαύ (Γέ­νε­σις 25: 19-34, και κεφάλαιο 27) με τo να τoν μι­σή­σει και αμέ­σως μετά στoυς στί­χoυς 9: 15-16 βλέπoμε ότι o Θε­ός ελε­εί επι­λε­κτι­κά αυτoύς πoυ θέ­λει, ώστε ακό­­μα και ο Θε­ός με τις επιλογές του και τον προορισμό πε­ριο­ρί­ζει την αγά­πη. Όλoι oι στίχoι Πρoς Ρω­μαίoυς 9: 6-33 εί­ναι ένας κα­θα­ρός Γιαχ­βι­σμός αντί­θετoς με την άνευ όρων αγά­πη τoυ Παύ­λoυ στην Α΄ Πρoς Κoριν­θίoυς 13: 1-13.

   (10) Να διαβολο­στέλνει (Α΄ Προς Κοριν­θίους 5: 5 , Α΄ Προς Τιμόθεον 1: 20).

 

Και ερω­τούμε: Πoιoς έχει δί­κιo, o Παύλoς, o Γιαχβέχ ή o Θε­ός; Τί συνέβη σε όλες αυτές τις περι­πτώσεις με την απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πά­ντα υπομέ­νει;

Στον Παύ­λo έχομε τις παρακάτω αναφορές που αποδεικνύουν ότι η αγάπη την οποίαν εκήρυττε ήταν εσωτερική υπόθεση, δηλαδή μόνο για τους δικούς του οπα­δούς. Μελετήστε τις:

 

Πράξεις 13: 8-11, Προς Ρωμαίους 16: 17 (κατα­σκό­πευ­ση και αποφυγή των διαφω­νούντων), Α΄ Πρoς Κo­ριν­θί­oυς 5: 2-5, 13, 10: 14-20, 15: 33, 16: 22, Β΄ Πρoς Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 (που αναγράψαμε παρα­πάνω πλή­ρως), 7: 8-12, 11: 13-15, Πρoς Γα­λά­τας 1: 7-9, 3: 1-3, 5: 12, Προς Φιλιπ­πη­σίους 2: 14-15, 3: 2, Β΄ Πρoς Θεσ­σαλoνικείς 1: 8-9, 3: 6, 14, Α΄ Πρoς Τι­μό­θε­oν 1: 3-4, 8, 6: 4-5, 20, Β΄ Πρoς Τι­μό­θε­oν 2: 14-16, 22-24, 3: 5, Πρoς Τίτoν 1: 11, 3: 9-11, Προς Εβραίους 10: 26-31, 13: 9.

 

Μελετήστε ακόμα προσεκτικά τα τραγικά γεγονότα που περιγράφονται και εξυ­πα­κούονται στην Α΄ Προς Κο­ριν­θίους κεφάλαιο 5 και τη συνέχεια τους στην Β΄ Προς Κο­ριν­θί­ους κεφάλαιο 7. Εκεί από αγάπη..., άλλο τί­πο­τα...!

Τον βλέπομε συχνά να ωρύ­ε­ται κα­τά των απί­στων, να απαγορεύει τη συ­να­να­στρoφή μα­ζί τoυς και να πρooιω­νίζεται την τι­μω­ρία τoυς. Ωρύεται και φωνάζει: «Ή ακούτε και πι­στεύετε αυ­τά που λέω εγώ ή αλλιώς να πάτε στ’ ανάθεμα και στον διά­ο­λο.» (Α΄ Προς Κορινθίους 16: 22, Προς Γαλάτας 1: 8-9). Ο Παύλος είναι μάλλον ο πρώτος στην «ιστορία» που διαολόστειλλε άλλους. Π. χ., Α΄ Προς Κορινθίους 5: 5, «...παραδούναι τον τοιούτον τω σατα­νά...», Α΄ Προς Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέ­ναιος και Αλέξανδρος, ους πα­ρέ­δω­κα τω σατανά, ...».).

Ιδού και άλλες αναφορές μισαλλοδοξίας κατά των απίστων:

 

       Πρoς Ρω­μαίoυς 14: 23, Α΄ Πρoς Κo­ριν­θί­oυς 6: 1-11, Β΄ Πρoς Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 «Μη γίνεσθε ετερο­ζυ­γούντες απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανο­μία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; 15 τις δε συμφώνησις Χρ­ι­στω προς Βελίαλ; ή τις μερίς πι­στώ μετά απί­στου; τις δε συγκατάθεσις ναω Θεού μετά ειδώλων; υμείς γαρ ναός Θε­ού εστε ζών­τος, καθώς εί­πεν ο Θεός ότι εν­οι­κήσω εν αυ­τοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυ­τοί έσον­ταί μοι λαός. διό εξέλ­θε­τε εκ μέσου αυ­τών και αφο­ρίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, κα­γώ εισ­δέ­ξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πα­τέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντο­κρά­τωρ.», Πρoς Εφε­σί­oυς 2: 12, 5: 4-8, Πρoς Κoλασ­σα­είς 3: 6, Β΄ Πρoς Θεσ­σαλo­νικείς 2: 11-12, Α΄ Πρoς Τι­μό­θε­oν 1: 19-20, 6: 20-21, Β΄ Πρoς Τι­μό­θε­oν 2: 12, 23, Πρoς Τί­τoν 3: 9-10, Πρoς Εβραί­oυς 10: 28-31.

 

Το μυστήριο είναι ότι παρ’ όλη τη φόρα που είχε πάρει ο Παύλος και τη νομι­μοποίηση που είχε λάβει από τον ίδιον τον Κύριον, Πρά­ξεις 9: 15 «είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· πο­ρεύ­ου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βα­σι­λέων υιών τε Ισραήλ·», κ. α., δεν τον ανα­φέ­ρει κανένας από­στολος ή συγ­γραφέας στις επτά καθολικές επι­στολές(!), εκτός από την Επιστολή Β΄ Πέτρου [3] 3: 15-16. Σκε­φτεί­τε ότι, ούτε η Αποκάλυ­ψις, που όπως οι χριστιανοί μας λένε γράφτηκε κάπου 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου, δεν τον αναφέρει καθόλου. Έτσι δεν του πα­ρέχει κα­μιά ξε­χω­ριστή θέση όπως κάνει για τους άλλους Απο­στό­λους στο κε­φά­λαιο 21, στίχος 14. Δεν τον αναφέρει πουθενά· σαν να μην υπάρχει! Γιατί άραγε; Πολύ θα θέλαμε να ξέραμε ποιος είναι τελικά το πιο αντιλε­γό­μενο σημείο· ο Παύλος ή ο Ιη­σούς;

 

[Υποσημείωση 3: Η Επιστολή Β΄ Πέτρου θεωρείται ψευδεπίγραφη από πολλούς ειδικούς για πολλούς λόγους. Αυτή η μοναδική περί Παύλου αναφορά στις επτά Καθολικές Επιστολές και την Αποκάλυψιν έχει πο­λύ ύποπτο περιεχόμενο, χα­ρακτήρα και προ­έλευση. Το περιεχόμενό της είναι απα­ράδεκτο από θεολογικής και ιστορικής από­ψεως ώστε δεν είναι δυνατό να την έγραψε ο Πέτρος πριν το 66 Κ. Ε., το έτος θανάτου του Πέτρου. «και την του Κυρίου ημών μακροθυμίαν σωτηρίαν ηγείσθε, καθώς και ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος κατά την αυτώ δοθείσαν σοφίαν έγραψεν υμίν, ως και εν πά­σαις ταις επιστολαίς λαλών εν αυ­ταίς περί τούτων, εν οίς εστι δυσνόητά τινα, α οι αμα­θείς και αστήρι­κτοι στρεβλούσιν ως και τας λοι­πάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.».]

 

 

7. Η συγχώρεση στον Χριστιανισμό

 

Όπως την αγάπη έτσι και την συγχώ­ρεση επικαλούνται πολλοί χρι­στι­ανοί απολογητές ως ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του Χριστιανισμού. Μας λένε μάλιστα ότι αγάπη και συγχώ­ρεση πάνε μαζί και ότι μόνο στον Χριστιανισμό υπάρχει καθολική και άνευ όρων συγχώρεση. Οπότε πρέπει να εξετάσομε εδώ κατά πόσον αυτά ισχύουν και με το ζήτημα της συγχώρεσης.

 Όπως η αγάπη έτσι και η συγχώρεση ευ­ρίσκει θέ­ση μόνο μεταξύ των μελών της δεδομένης χριστιανικής ομάδας ή κοινό­τη­τας και μόνο υπό ορισμένες συνθήκες. (Εξετάσετε ξανά τις αναφορές που έχομε ήδη παραθέσει μέσα στο παρόν άρθρο.). Εί­ναι δηλαδή και αυτή εσωτερική εντολή και υπό συνθήκες όπως θα ανα­πτύ­ξομε ευθύς αμέσως. Ιστορικώς δεν υπήρχε καμία απολύτως συγχώρεση προς άλλους, εχθρούς, αλλόθρη­σκους, αιρετικούς, κλπ, από τον Αβραάμ μέχρι και σήμερον.

Όπως είδαμε προηγουμένως, αν εξετάσομε όλες τις αναφορές που πήραμε από τον Παύλο, όπως η αγάπη έτσι και η συγχώρεση τίθεται πέρα για πέρα αντιφατικώς από τον πρώτο θεολόγο του Χριστιανισμού. Παρά τις αντιφάσεις και τις στρεψοδικίες του ο Παύλος δια­κατέχεται από μια συνεχή εκδίκη­ση, φοβέρα, αιώνια τιμωρία, εξο­στρακισμό και μί­σος κατά των υπεναντίων. Π. χ., ενώ στην Α΄ Προς Κορινθίους, κε­φάλαιο 5, έχει εν τη απουσία του καταδικάσει έναν κατά την κρίση του ανομούντα εις θάνατον και όλεθρον της σαρκός κλπ., στην Β΄ Προς Κοριν­θί­ους, κεφάλαιο 2, προσ­ποιείται αγάπη και συγχώρεση προς στιγμήν για να ξαναφα­νε­ρώσει σαν καταπέλτης όλες τις πραγ­ματικές επιθυμίες και τα πραγματικά αισθήματά του για εκ­δί­κη­ση και τη χαρά του για τη θανατική τιμω­ρία του ανομούντος στο κεφάλαιο 7. Απολύτως καμία συγ­χώ­ρε­ση ή δεύτερη ευκαιρία δηλαδή! Αυτό θα πει αγάπη και συγχώρεση για τον αλλοπρόσαλλο και στρεψόδικο Παύλο. Στο ίδιο επεισόδιο διά του στίχου Α΄ Προς Κορινθίους 5: 5 «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» ο Παύλος θέτει το πρώτο χριστι­ανικό δόγμα για την θεμελίωση και απαρχή της Ιεράς Εξετάσεως! (Μελετήστε προ­σε­κτικά ολόκληρα τα τρία αυτά κεφάλαια και βγάλετε και ‘σεις τα συμπεράσματά σας και συγκρίνετε τα με τα δικά μας.).

Είδαμε επίσης προηγουμένως το επει­σόδιο κατά το οποίο ο Ανανίας και η συμβία του Σαπφείρα τιμωρή­θη­καν ακαρι­αία διά θανάτου από το ίδιο το Άγιο Πνεύ­μα, αν όχι από τον ίδιον τον Πέτρο, χωρίς να τους δοθεί δεύτερη ευκαιρία, αν πι­στέ­ψομε την αφή­γη­ση των Πράξεων 5: 1-11, επει­δή είπαν ένα ψεμα­τά­κι στον Πέτρο το οποίο θα μπορού­σε να διευθετηθεί πολύ εύκο­λα. Μαζί μ’ αυτό δημιουργήθηκε μέγας φόβος σε όλους μέσα στην εκκλησία. Ο Βαριησούς Ελύ­μας, στην Πάφο της Κύπρου, επειδή δεν πίστευε τα λόγια του Παύλου τιμωρήθηκε πάραυτα διά τυφλώ­σε­ως από το Άγιο Πνεύ­μα, αν όχι από τον ίδιο τον Παύλο, Πράξεις 13: 6-12. Όσο για τον μαθητή Ιούδα Ισκαριώτη, παρ’ όλο που ήταν προ­κα­θορισμένος και προφητευμένος να πράξει ως έπραξε, τα Ευ­αγγέλια γρά­φουν «καλλί­τερα να μην είχε γεννηθεί, κλπ.», Ματ­θαίος 26: 24, Μάρκος 14: 21. Στο τμήμα 5 του παρόντος άρθρου καταγράψαμε και πολλές αναφο­ρές για την ήδη αποφα­σι­σμέ­νη αι­ω­νία καταδίκη των απίστων, την τιμω­ρία των πλου­σίων, κλπ... «Εν δέ τώ άδη ούκ έστι με­τά­νοια» ούτε δυνητικώς και επο­μέ­νως «ούκ έστι συγχώρησις!». Όσα δε «προ­φη­τεύει» η Αποκάλυψις είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από συγχώρεση και αγάπη του Φι­λευσπλάχνου και Παντοδυνάμου.

Αυτό που λένε πολλοί χριστιανοί, ότι μόνο στον Χρι­στι­α­νισμό υπάρχει συγ­χώ­ρεση είναι τουλάχιστον λάθος, αν δεν είναι ψέμα. Εκτός του ότι συγχώρεση υπάρ­χει σε πολλές φιλοσοφίες και θρησκείες, με τις οποίες δεν θα καταπιαστούμε εδώ, στον Χρι­στιανισμό η συγχώρεση δεν είναι ούτε καθολική ούτε άνευ όρων. Η χριστι­α­νική δογ­ματική το δηλώνει απεριφράστως: «Το προ­πατο­ρι­κό αμάρτημα το φέρει κάθε άν­θρω­πος ερχόμενος εις τον κόσμο» [4]. Συγ­χωρείται μόνο με το βάπτισμα, την από­τα­ξη του σατανά και με το να παραμείνεις ακράδαντα πιστός χριστιανός! Όσα μωρά γεν­νι­­όνται πε­θαμένα και όσοι πεθάνουν πριν βαπτιστούν γίνονται διαβολάκια και κα­ταδι­κά­ζον­ται στην αιώνια κόλαση, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. Για πόσα εκα­τομ­μύ­ρια μανάδες και πατεράδες αχρηστεύτηκε η ζωή και η προσωπικότητά τους ένεκα των ενο­χών που είχαν για ‘κείνα τα παιδιά τους που είχαν την κακοτυχία να πε­θάνουν πριν βα­πτι­στούν...! Από την άλλη πλευρά ισχυρίζονται ότι, όσα νήπια πεθά­νουν μετά το βάπτισμα και προτού ενηλικι­ω­θούν γίνονται αγγελάκια δίπλα στον θεό Γιαχ­βέχ! Σε κάνουν δηλαδή να παρακαλείς να πεθάνεις όσο πιο μικρός γίνεται για να μην σου δοθεί χρόνος να διαπράξεις αμαρτίες και έτσι να γίνεις αγγελάκι του Γιαχ­βέχ! Κα­τα­στροφική θρησκεία από πάσης απόψεως!

 

[Υποσημείωση 4: Ένεκα αυτού του φρικιαστικού, ανηθίκου, αχαρακτηρίστου και αντιφατικού αξιώ­ματος (και ορισμέ­νων άλλων ακόμα) οι χριστιανοί θεολόγοι χρειάστηκαν να δημιουργήσουν το δόγμα της αμώμου συλ­λήψεως του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος που τελικά ήταν Θεός και αυτός ο ίδιος, ακόμα και ως άνθρωπος έπρεπε να είναι ανα­μάρτητος και ως εκ τούτου να μην φέρει το προ­πατορικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας! Έτσι η εβραιοπούλα Μαίριαμ έπρεπε να καταστεί έγκυος όχι διά της πεπατημένης οδού αλ­λά διά του Αγίου Πνεύματος του Θεού Γιαχβέχ και να παραμείνει παρθένος τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά τη γέν­νηση. (Στον Χριστιανισμό η ερωτική συνεύρεση είναι βαρύτατη αμαρτία, ενώ η παρθενία υπέρτατη αρετή!). Η Καθολική Eκκλησία απαίτησε άμωμο σύλληψη όχι μόνο διά τον Ιη­σού Χριστό αλλά και διά την ίδια τη μητέρα του, την Παναγία Θεομήτορα Μαίριαμ! Μόνο έτσι απέ­φυ­γαν και οι δύο το αβάσταχτο βάρος του προπατορικού αμαρτήματος!]

 

Πέραν του προπατορικού αμαρτήματος έχομε και την εξής αμαρτία που είναι η μόνη παντε­λώς ασυγ­χώρητη. Αυτή είναι η «βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύμα­τος» Διαβάστε προσεκτικά: Ματ­θαίος 12: 31-32 και Μάρ­κος 3: 28-29. Αν και οι στί­χοι αυτοί είναι ασαφείς διότι δεν μας εξη­γούν καθό­λου σε τι ακριβώς συ­νίσταται αυ­τή η βλασφημία και αμαρτία, οι διάφοροι κληρικοί την απέδιδαν στους λαϊκούς κατά το δοκούν. Ένεκα αυ­τής της αόριστης και ασαφούς αμαρτίας κατε­στρά­φησαν εκα­τομμύρια ανθρώπινες ζωές, προσωπικότητες και υπάρ­ξεις ανά τους αιώνες. Αυτή συμ­πληρώνει το προπατορικό αμάρτημα διότι απε­δίδετο και σε πολ­λούς γο­νείς που είχαν την κακοτυχία να χάσουν αβάπτιστα παι­διά. Οι λαϊ­κοί αυ­τοί για να εξιλε­ω­θούν, παρ’ όλο που σύμ­φωνα με το εκ­κλησιαστικό δόγμα αυτό δεν ήταν πλέον δυνατόν, δώριζαν όλη την περι­ου­σία τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν, στις εκ­κλησίες και έτσι με­τετρέποντο σε πάμφτωχους επαίτες με εξαθλιωμένες οικογέ­νει­ες. Με αυτούς τους εκ­φοβισμούς και την επιβολή ενοχών οι εκκλη­σίες κα­ταλήστευαν τον δεισιδαίμονα κο­σμάκη και συσ­σώρευ­αν αμύθητα πλού­τη και ακίνητη περιουσία. Καταστροφική θρη­σκεία λοιπόν σε όλο της το μεγαλείο!

Κακή τύχη είχαν και απειράριθμοι χριστιανοί πιστοί κατά το μυστήριο της εξομολογήσεώς τους. Ανάλογα με τις αμαρτίες για τις οποίες ζητούσαν συγχώρεση και ανάλογα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και πολλές φορές με το κέφι του εξο­μολό­γου ιερέως έπρε­πε να υποστούν πολλά σκληρά επιτίμια. Μερικά τέτοια επι­τί­μια επί παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ήταν: Τεράστιος αριθμός μετανοιών, χρονοβό­ρα επανάληψη προ­σευχών, επιβλα­βείς νη­στείες, αγρυπνίες, εκφοβισμοί, ανα­θέ­μα­τα, απαγόρευση της θεί­ας μεταλήψεως, βα­ρύτιμα τάματα, κλπ. Τα επιτίμια αποτελούσαν μια μέ­θοδο πλύσεως εγκεφάλου και θρησκευτικού παραληρήματος των πιστών των οποίων η προσωπικότητα καταρρα­κωνόταν από τις ενοχές που αυτά υποκινούσαν. Όλα αυτά είναι καταγραμμένα στα πολλά και διάφορα νομοκανόνια και τα δογματικά βιβλία αυτής της μάστιγας και μπορείτε να τα βρείτε σχετικώς εύκολα και να τα με­λε­τήσετε.

 Με τα τάματα αυτά πολ­λές οικογένειες επτώχευσαν και οι εκ­κλησίες επλου­τήσαν. Για πολλούς αιώνες είχαμε και τον θαυμάσιο θεσμό των «συγχω­ρο­χαρ­τίων». Αυτός ο θεσμός κατά εποχές και κατά τόπους υπήρχε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Είναι ψέμα το ότι τα συγχωροχάρτια ήταν εφεύρημα μόνο της Δυτικής Εκ­κλησίας. Πλήρω­νες λοιπόν όσα σου ζητούσαν οι κληρικοί των διαφόρων βαθμίδων και πατριαρχείων και αναλόγως αγόραζες τη συγχώρεση που ήθελες ή αυτήν που αυ­τοί σου έταζαν. Αν δεν είχες να πληρώσεις τότε αγόραζες μερική λιγότερη συγχώ­ρε­ση ή δεν σου πω­λού­σαν καθόλου. Να κόψεις το λαιμό σου αν δεν έχεις να πληρώ­σεις! Υπήρχαν ακριβά συγχωροχάρτια πολυτελείας και φτωχικά φτηνά! Να τί θα πει εκ­κλησία που θεμελίωσε ο Ιησούς και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα του Γιαχ­βέχ!

Αν κάποιος κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν ομολογήσει όλες τις αμαρ­τί­ες του ενώπιον του εξομολόγου ή ψευσθεί τότε ο Θεός Γιαχβέχ δεν τον συγ­χω­ρεί. Χω­ρίς έγκυρη εξομολόγηση η θεία μετάληψη είναι άκυρη και η διάπραξή της εί­ναι βα­ρύτατη αμαρτία. Ο ούτως μεταλαμβάνων πιστός συγκρίνεται με τον προδότη μαθητή Ιού­δα. Αν πάλι ο εξομολόγος δεν είναι εχέμυθος τότε μπορεί άνετα ο ειλι­κρι­νής πι­στός να βρει τον μπελά του και μάλιστα με πολύ άσχημα αποτελέσματα. Δεν εί­ναι καθόλου λίγοι αυτοί που έτυχε να βρούνε με­γάλους μπελάδες ή και να χάσουν τις ζωές τους κατ’ αυτόν τον τρόπο!

Ο ίδι­ος ο Χριστός, όπως αναφέρεται μόνο στον Λουκά 23: 34 [5], συγχώρεσε τους διώκτες του από τον σταυρό. Ακόμα λένε ότι συγ­χώ­ρεσε την πόρνη, μόνο στον Ιωάννη 8: 1-11 [6]. Δεν έκα­νε όμως το ίδιο με τους Αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρι­σαί­ους προς τους οποίους συχνά και με ξέφρενη οργή εξα­πο­λύ­ει τρομερές ύβρεις και απειλές σε όλα τα Ευαγγελία. Όπως σε όλα τα χριστιανικά θέ­ματα έτσι και σε τούτο πρυτανεύει η αντίφαση! Για όσους δεν ήταν μα­ζί με τον Ιη­σού Χριστό και δεν τον πί­στευαν έχομε ένα τεράστιο αριθμό αναφορών με απειλές και μελ­λοντικές τιμωρίες εναντίον τους εντός των «περι­φή­μων» Κυριακών Λογίων. Οι αναφορές αυτές είναι πολύ γνωστές για να τις αναγράψομε άλλη μια φο­ρά. Μελετείστε τα Κυριακά Λόγια! Όλοι οι άπι­στοι συλλήβ­δην, αν γλιτώσουν στην εδώ ζωή από τα λαγωνικά της χριστι­ανικής πί­στε­ως, έχουν προκαταδικασθεί για το πυρ και το σκότος το εξώτερο, πά­ει και τελεί­ω­σε! Όπως έχομε ειπεί αρκετές φορές ο Ιησούς σπανιότατα τηρούσε τις εν­τολές που ο ίδιος έδινε στους άλλους.

 

[Υποσημείωση 5: Ο Πάπυρος 75 (Ρ75), ο οποίος χρονολογείται πε­ρί το 200 Κ. Ε. (15 χρόνια μετά την έκδοση των Ευαγ­γε­λίων υπό του Ειρηναίου), περιέχει ένα μικρό κομμάτι από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον στο οποίο δεν υπάρχει το πρώτο ήμισυ του στίχου 23: 34, δηλαδή το κομμάτι: «ο δε Ιησούς έλεγε· πάτερ, άφες αυ­τοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.» ενώ έπρεπε να ευρίσκετο εντός του κειμένου που ο πάπυρος αυτός περιέχει. (Το δεύ­τε­ρον ήμισυ του στίχου είναι: «διαμεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλή­ρον.», το οποίον εί­ναι ανα­κόλουθο ως προς το πρώτο και είναι κλεμμένο από τους Ψαλμούς 21 ή 22 στίχος 13!). Αυτό το σημαν­τικότατο και νευραλγικό κομ­ματάκι, στο οποίο ο Ιησούς συγχωρεί από τον σταυρό αυ­τούς που τον εστραύρωσαν ανα­φέ­ρε­ται μόνο στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και πουθενά αλ­λού, πλην όμως αυτός ο πά­πυρος δεν το περιέχει. (Βλέπε: Bart D. Ehrman, Misquoting Jesus, σελίδες 190 - 195.). Έχο­με λοι­πόν και εδώ άλλη μια απόδειξη ότι στα Ευ­αγ­γέ­λια έχουν γίνει πολλές προσθα­φαι­ρέ­σεις σύμφωνα με τις ανάγκες των και­ρών, των κατά τόπους χριστιανικών κοινοτήτων και της χριστιανικής πίστεως. Συνεπώς δεν εί­ναι τα ίδια με τα Ευαγγέλια που πρωτοσυνέταξε ο Ειρηναίος! Επίσης είναι άκρως ύπο­πτο το γεγονός ότι ο Ιω­άννης δεν αναφέρει αυτό το ανακόλουθο πρώτο ήμισυ του στίχου 23: 34 που υποτίθεται ότι ανα­φέ­ρει ο εθνι­κός Λουκάς διά τους εξής λό­γους: Ο Ιωάννης ήταν ένας από τους δώ­δε­κα, ήταν θεολόγος, ήταν Εβραίος, ήταν αυτόπτης μάρτυ­ρας στη δίκη και στη σταύρωση. Τέτοιο πράγ­μα όμως δεν το άκουσε κάτω από τον σταυρό που στεκό­τανε και το οποίο αν κατάγραφε θα βοηθούσε κατά πολύ διά­φορα σημεία των θεολογιών του και την προβολή του δασκάλου του! Τελικά βρέθηκε ένας άσχε­τος εθνικός για να το ανα­γράψει;! Περίεργα πράγματα!]

 

[Υποσημείωση 6: Ο σπουδαίος ερευνητής Bart D. Ehrman (καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πολι­τείας North Caroli­na, at Chapel Hill, ο οποίος θεωρείται αυθεντία στα χριστιανολογικά θέματα) στο εξαιρετικό βιβλίο του Misquoting Jesus (Λανθασμένες Αναφορές στον Ιησού) πραγματεύεται ένα πλή­θος παρεμβολών και χαλκεύσε­ων εντός των Ευαγγελίων και αναπτύσσει τους λόγους διά τους οποίους τα υπό εξέταση κεί­μενα απεδείχθησαν ότι είναι παρεμβολές και χαλκεύσεις. Στις σελίδες 62-69 εξηγεί τους αδιάσειστους λόγους δια τους οποίους το κείμενο αυτό του Ιωάννου δεν υπήρχε στο πρωτό­τυπο αλλά είναι υστερό­τερη παρεμβολή. Ο αριθμός χαλ­κεύσεων, μικρών και μεγάλων, σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη που έχει εξακριβωθεί από τους ειδικούς είναι τεράστιος. Αποτέλεσμα, η Καινή είναι έργο μιας διαστρε­βλω­μένης και καταστροφικής πίστεως και θεολογίας που διαμορφώθηκε μέσα σε πολλές εκατον­τάδες χρό­νων και δεν έχει καμία απολύτως ιστορική αξία! Τί να πρωτο­θαυμά­σει κανείς από τον κυκεώνα των χριστι­ανικών θεο­πνεύστων παραχαράξεων!...]

 

Στον Ματ­θαίος 18: 15-17 βλέπομε τον Ιησού Χριστό να λέγει: «Εάν δε αμαρ­τήση εις σε ο αδελφός σου, ύπ­αγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μό­νου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακού­ση, πα­ρά­λαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στό­ματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρή­μα [κατά τον Μωσαϊκόν Νόμον]. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκ­κλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακού­ση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τε­λώ­νης.». Δηλαδή υπάρχει η συνθήκη ότι, εάν ο αντίδικός σου παρακού­σει και της εκ­κλησίας τότε δεν συγχω­ρείται αλλά εξοστρακίζεται όπως ο εθνικός ή ο τελώνης. (Το να εί­σαι εθνικός για τους χριστιανούς είναι ύβρις και ασυγχώρητη αμαρ­τία. Το ίδιο ισχύει αν εκτελείς την εργασία του τελώνη!). Οπότε όλα εκείνα για την από­λυτη συγ­χώρεση και απόλυτη ανοχή του πονηρού (κακού) και το στέψε και την αριστερά, κλπ., όπως ανα­φέραμε πα­ραπάνω, πάνε πάλι περίπατο. Αντίφαση! Να ήταν η μόνη!... Ας μην πάμε όμως μα­κριά! Ενώ ο Ιη­σούς λέγει αυτά εδώ στους μαθητές του, αμέσως μετά μό­νο τρεις στί­χους κα­θώς συνεχίζει την ομιλία του, ο ίδιος τώρα τους λέγει ότι πρέπει να συγ­χω­ρούμε τον αδελφόν μας εβδο­μηκον­τά­κις επτά: Ματ­θαίος 18: 21-22: «Τότε προσ­ελθών αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυ­τώ; έως επτάκις; λέγει αυτώ ο Ιησούς· ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ’ έως εβδο­μη­κον­τά­κις επτά.». Ο ίδιος ο Ιησούς δηλαδή έρχεται σε αντίφαση με τα λόγια του μέσα σε τέσσερις στίχους ενός πολύ μικρού λογύδριού του προς τους μαθητές του! Αυτό θα πει θεϊκή σοφία!

Ακόμα περί του διακανονισμού των διαφορών σου με τον αντίδικόν σου βλέ­πε εντός της «Επί του Όρους Ομιλίας» στον Ματθαίον 5: 25-26: «Ίσθι ευνοών τω αν­τιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδω τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση·  αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδως τον έσχατον κοδράντην.», και ακόμα στον Λουκάν 12: 58-59: «ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ’ άρχοντα, εν τη οδώ δος εργασίαν απηλλάχθαι απ’ αυτού, μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν, και ο κριτής σε παραδω τω πράκτορι, και ο πράκτωρ σε βαλεί εις φυλακήν. λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν αποδώς.». Εδώ όχι μόνο συγχώ­ρε­ση και άφεση αμαρτιών δεν έχομε αλλά ο Ιησούς προτρέπει να απαλλαχθείς πάση θυσία και ταχέως από τον αντίδικόν σου «εν τη οδώ» (καθ’ οδόν προς τον δικα­στή κλπ.), οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλιώς θα την έχεις άσχημα με δικα­στές, πρά­κτορες και φυλακίσεις. Από δε την φυλακή δεν πρόκειται να εξέλθεις μέχρις ότου του αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό, την τελευταία δεκάρα! Τί σόι άνευ όρων χρι­στι­α­νική αγάπη, αλληλοβοήθεια και συγχώρεση είναι αυτή; Βγά­λετε μόνοι σας συμπέ­ρα­σμα. Έχομε ή δεν έχομε αντιφατικά λόγια και κηρύγματα; Αν αυτά απευ­θύ­νονται προς τους χριστιανούς τότε γιατί δεν έδωσε εντολή να λύουν τις διαφορές με­ταξύ τους (αν υπάρχουν!) με ειρήνη και αγάπη και όχι με απαλλαγή (τί να σημαίνει αυτό άραγε;!), δικαστήρια και φυλακίσεις μέχρι ότου εξοφλήσεις ακόμα και το τελευ­ταίο λεπτό. Ακούσατε καλά: και το τελευταίο λεπτό!

Παρακάτω έπεται και η παραβολή του «οφειλέτου μυρίων ταλάντων», Ματ­θαίος 18: 24-35. Εκτός του ότι η παραβολή περιέχει μια συχνή-πυκνή και με ει­δι­κή προτί­μηση θεολογική φιλολογία με δούλους, πράγμα που απαντάται πολύ συχνά στα λόγια του Ιησού, τε­λει­ώνει με τα εξής λόγια: «...τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύ­ρι­ος αυ­τού λέγει αυ­τώ· δούλε πο­νη­ρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρε­κά­λεσάς με. ουκ έδει και σε ελε­ήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; και ορ­γι­σθείς ο κύρι­ος αυτού πα­ρέ­δω­κεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφει­λό­μενον αυτώ. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφή­τε έκα­στος τω αδελφώ αυ­τού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυ­τών.». Λέ­γει δη­λαδή: Πο­νηρέ δούλε εφ’ όσον εσύ δεν ελέησες τον σύνδουλό σου με το να του χα­ρί­σεις όλα όσα σου όφει­λε έτσι και συ δεν θα ελεηθείς από μένα. Θα βα­σα­νιστείς μέχρι να μου απο­δώσεις παν οφει­λό­μενο. Όπως ακριβώς με το «οφθαλμόν αντί οφθαλ­μού... κλπ.» του θεϊκού Μωσαϊκού Νό­μου. Αν δεν μπορείς, να κόψεις τον λαι­μό σου, αλ­λιώς θα βασα­νιστείς! Το μόλις πριν αναφερθέν «εβδη­κον­τάκις επτά» σ’ αυτή την περίπτωση ξεχάστηκε και πήγε πε­ρίπατο! Αν πάλι δεν συγ­χωρήσεις τα πα­ραπτώματα του αδελφού σου τότε ο Κύριος Γιαχβέχ θα σε περι­ποιηθεί καταλλήλως στην επερ­χό­μενη υποθετική ζωή. Τό­τε ο φι­λεύσπλαχνος Θεός της αγά­πης δεν θα σε συγχωρήσει αλλά θα σε βα­σανίζει αι­ωνίως. Βλέπομε δηλαδή εν προ­κειμένω ότι η συγχώρεση τελείται υπό ορισμένες συν­θήκες. Δεν αποδίδομε εδώ δίκιο ή άδικο, αλλά να μην μας διατυμπανίζουν οι διάφοροι αδαείς ή εκ προθέσεως ιεροκήρυκες ότι η χρι­στιανική συγ­χώρεση και αγάπη είναι τυ­φλή, καθολική και χωρίς συνθήκες. Από πότε; Το ίδιο πνεύμα βλέπομε και στα λόγια του Ιησού στον Ματ­θαί­ον 6: 14-15 Μάρ­κον, 11: 25-26 και Λουκάν 6: 36-38 στα οποία δηλώνει ότι η απα­ραί­τητη συνθήκη για τον ουράνιο Πατέρα Θεό για να σας συγχωρέσει είναι: «Εσείς πρώ­τοι να συγχωρέσε­τε τους συν­αν­θρώ­πους σας. Αλλιώς δεν πρόκειται να σας συγχω­ρή­σει!». Δηλαδή, κά­νε ... για να σου κάνω ..., κλπ.

Γενικώς όμως παρατηρούμε ότι στην κοι­νω­νία του Χριστιανισμού δεν προ­βλέπονται ούτε υπάρχουν δο­μές οι οποί­ες προλαμβάνουν και αποτρέπουν τα άθλια καταν­τήματα πτω­χεύσεων, δανεισμών, ανι­κανότητας εξο­φλήσεων χρεών κλπ. προτού αρχίσουν ή φτά­σουν σε βαθμό απρο­σπέ­λαστο. Σ’ αυτή την «απόλυτα αλη­θι­νή» εξ αποκαλύψεως θρησκεία υπάρ­χουν μόνο κάτι αφηρημέ­νες, ακραί­­ες, ανεδαφικές, μη πρακτικές και ανεφάρ­μο­στες εντολές τις οποίες ούτε η ίδια εφάρμοσε κάπου και ποτέ στην ιστορία της! Εκείνο που επικρατεί πάνω απ’ όλα είναι η συνεχής φοβέρα και η αιώνια αμε­τά­κλητη τιμωρία! Το «αγαπάτε αλλήλους» αντικαθίσταται πολύ καλλί­τε­ρα και ακριβέ­στερα με το «φο­βερίζετε αλλήλους»!

Η συγχώρεση όπως λαμβάνει χώρα στον Χριστιανισμό είναι ουσιαστικά ένα χριστιανικό κόλπο εξαιρετικά αποδοτικό και καταστροφικό συνάμα. Έχοντας κατατά­ξει σχεδόν τα πάντα στον κατάλογο των αμαρτιών, ―π. χ. το τί και πόσο τρώγει ή πί­νει κανείς (επικίνδυνες και ανθυγιεινές νηστείες), να είσαι εθνικός ή τελώνης, να εί­σαι πλούσιος, το διαζύγιο και το να ξαναπαντρευτείς (Ματθαίος 5: 32, 19: 1-12, Μάρ­κος 10: 1-12, Λουκάς 16: 18), την ιδέα του ερωτισμού (Ματθαίος 5: 28 «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοί­χευ­σεν αυτήν εν τη καρδία αυ­τού»), το να σκέπτεσαι την αύριον, κλπ.― είναι σίγουρο ότι ο Χρι­στι­α­νι­σμός δεν θα αποκτούσε οπαδούς ακόμα και από τα περιθωρι­ακά στοιχεία και απο­βρά­σμα­τα της κοινωνίας που προσείλκυσε στην αρχή. Δεν θα εί­χε παραμεί­νει κανείς εκεί μέ­σα. Αλ­λά όπως καθόρισε σχεδόν τα πάντα ως αμαρτίες έτσι απέδιδε και τη συγ­χώρεσή τους κάτω από κα­τάλληλες συνθήκες όταν αυτές εκρίνοντο ικα­νο­ποιη­τι­κές. Ο ίδιος ο Χρι­στός έδω­σε στους εξομολόγους και εντολοδόχους του το εξής δι­καίωμα: «και δώσω σοι τας κλείς της βασι­λείας των ουρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δε­δε­μέ­νον εν τοις ου­ρα­νοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λε­λυ­μέ­νον εν τοις ου­ρα­νοίς.», Ματθαίος 6: 19. «αν τινων αφή­τε τας αμαρτίας, αφί­ενται αυ­τοίς, αν τινων κρα­τήτε, κεκράτην­ται.», Ιωάννης 20: 23. Αμέτρητος κό­σμος καταστρά­φηκε και εξαθλι­ώ­θηκε από πά­σης από­ψεως και έγινε πειθήνιο όργανο και ανδρείκελο των κληρικών. Ακόμα και στο κρεβάτι του πόνου, της αρρώστιας και της ύστατης στιγμής οι ιερείς ζητούν εξομολόγηση για να δώσουν συγχώρεση και θεία μετάληψη ή οι ίδιοι οι ετοιμοθάνατοι τους παρακαλούν για όλα αυτά. Οι εκ­κλησίες πάλι με τις φρούδες υποσχέσεις, συγχωρήσεις και τα συγ­χωροχάρτια τους απέ­κτησαν αμέτρη­τους σκλάβους και συνεσσώρευσαν αμύθητα πλούτη και πε­ριουσί­ες. Οι ενο­χές, λύ­πες, συντριβές και οι νευρώσεις, ακόμα και μετά την συγχώ­ρε­ση, έγιναν το καθημερι­νό σαράκι της κοινωνίας και των ανθρώπων!

Από την άλλη πλευρά όμως πολλοί βρίσκουν πολύ βολικό μέσο την συνεχή εξομολόγηση και συγχώρεση έστω και με όλα τα επιτίμια διά να διαπράττουν παντός είδους αμαρτίες, αφού στο τέλος θα συγχωρηθούν όσες φορές και αν αμαρτή­σουν και ό,τι και αν κάνουν. Έτσι λένε: «θα κάνω ό,τι θέλω και όταν πλησιάζει το τέλος θα εξομολογηθώ, κοι­νωνήσω και συγχωρεθώ». Εκεί βέβαια οι ιερείς του Χριστιανισμού αντιτείνουν ότι μπορεί να μην προφτάσει να λάβει την συγχώρεση, πράγμα αρκετά πιθανόν. Εκτός του ότι πολλοί προφτάνουν (τρανό παράδειγμα ο αυ­τοκράτορας Κων­σταντίνος, όστις αν και μέγας εγκληματίας στο τέλος άγιασε), δι’ όλους αυτή η κα­τά­σταση καταντά ισχυρό δέλεαρ. Έτσι όσοι δεν προ­φτάσουν να συγ­χωρεθούν πριν το τέλος τους πέ­φτουν στην παγίδα της αιώνιας κόλα­σης. Αυτό το φαινόμενο έχει ονο­μαστεί στα χρο­νικά ως Ρασπουτινι­σμός, διότι ο εκ Σιβηρίας χρι­στιανός καλόγερος Rasputin εκτός του ότι το εφάρμοσε ο ίδιος στον εαυ­τόν του παρα­κι­νού­σε και τους άλλους να κάνουν τα ίδια. Ο Ισπανός κινηματο­γρα­φι­στής Luis Buñuel χλευάζει με πολύ σαρκασμό αυτή την γε­λοιώδη κα­τάσταση στο βραβευμένο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό έρ­γο του Viridiana. Δεν είναι όμως ανάγκη να ανα­φερθούμε σε τόσο πρόσφατα άτομα. Ήδη ο πρώτος θεολόγος του Χρι­στια­νι­σμού ο Απόστολος Παύλος είχε μυριστεί την αντίφαση και το δίλημμα αυτής της κα­τάστα­σης και γι’ αυτό στην Προς Ρωμαίους 5: 20-21 γράφει: «νόμος δε παρεισήλθεν ίνα πλεονάση το παρά­πτω­μα. ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χά­ρις, ίνα ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανά­τω, ούτω και η χάρις βασι­λεύ­ση δια δι­καιοσύνης εις ζωήν αιώ­νιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.», και αμέ­σως στη συνέχεια (στο επόμενο κεφάλαιο της ίδιας επι­στολής) προ­σπα­θεί να το μπα­λώσει: 6: 1-2 «Τί ουν ερούμεν; επιμενούμεν τη αμαρ­τία ίνα η χάρις πλεονάση; μη γέ­νοιτο. οίτινες απεθάνομεν τη αμαρτία, πώς έτι ζή­σο­μεν εν αυτή;»! Φαίνεται λοιπόν ότι όσο πιο πολύ αμαρτήσεις τόσο πιο πολλή χά­ριν θα λά­βεις διότι θα συγ­χω­ρεθείς για πιο πολλά αμαρτήματα! Πάρα πολύ ωραία!

Διά το παρόν θέμα της αφέσεως αμαρτιών πρέπει να προσθέσομε λίγα λόγια για τον εξιλασμό αμαρ­τι­­ών (εξιλέω­ση, Γιομ Κι­πούρ) στον Εβραϊσμό, εφ’ όσον αυ­τός είναι η πατρική θρησκεία του Χριστιανισμού. Πρέπει να δούμε πως αυτός ο εξι­λασμός επιτυγχανόταν στην πατρική θρησκεία για να δώ­σει την συγ­χώ­ρεσή Του ο Θε­ός Πατήρ Γιαχβέχ! Ο εξι­λα­σμός λοιπόν επι­τυγχανόταν κατά εποχές με μετάνοια, συντρι­βή καρδίας, θυσίες και ολο­καυ­τώ­μα­τα αν­θρώπων, αμνών, κριών, εριφίων, τρά­γων και πτηνών, με τον απο­διο­πομ­παίο τράγο, με τάματα, με το ζύμωμα των αμαρ­τι­ών σε ένα μολυβένιο τά­λαντο που το έκλειναν μέσα σε ένα δο­χείο, κλπ., όπως όλα αυτά απαν­τώνται απαν­τα­χού μέ­σα στο «ιερό και θεόπνευστο» βιβλίο της Παλαιάς Δι­αθήκης, τον πρόδρομο της «μό­νης αλη­θινής θρη­σκείας του Χριστιανι­σμού».

Την εποχή του ζηλωτή Γιοκχαννάν (Ιωάννου του Προδρόμου ή Βα­πτιστού), αρχές του 1ου αιώνος, ήταν ήδη εν ενεργεία και η πλέον αποτελεσματική μέθοδος αφέσεως αμαρτιών διά πλύσεως (βαπτισμού) εντός δε­ξαμενών ύδατος ή εντός λιμνα­ζόντων υδάτων ποταμών και υδάτων λιμνών, όπως μας έχουν παρουσιάσει οι Χριστι­ανοί το θέμα αυτό στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. (Ο Ιώσηπος στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία XVIII, 116-119 και XX 200, παρουσι­άζει το ίδιο θέμα διαφορετικά.). Η αποτελεσματική αυτή μέθοδος είχε εισα­χθεί πριν τον Γιοκχαννάν από τους συνοδοι­πόρους του Εσσαίους. Ενώ λοιπόν ο ακρι­δοτραφείς ημιά­γριος ζη­λωτής Γιοκ­χαννάν δεν πλενό­τα­νε ποτέ του από το γόνατο και πάνω, ξέ­πλενε τις αμαρ­τίες των άλλων λες και ήταν η κασίδα που ο ίδιος κουβαλούσε πάνω του!

Εν συνεχεία καταγγέλλομε τον εξής ση­μαντικότατο παράλογο και άδικο νόμο της ενοχής του αθώου: Η πρώ­τη ομο­λο­γία των ούτω κα­λου­μέ­νων «Δέ­κα Εντο­λών» απο­κα­λύ­πτει κά­τι που σε κά­θε άλ­λη «ψευ­δή» θρη­σκεία αναμφι­βό­λως θα εκλαμ­βα­νό­ταν πως έχομε να κάνομε με μια τρο­με­ρή και άδι­κη θε­­ό­τη­τα· ενταύθα την θε­ό­τη­τα Γιαχβέχ του Εβραιοχριστιανισμού! Συ­γκε­κρι­μέ­να στη δεύ­τε­ρη εντο­λή, Έξο­δος 20: 4-5, στον στί­χο 5 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 9 [όπως και Έξο­δος 34: 7] δια­βά­ζου­με:

«Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχ­βέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ο οποί­ος επι­βάλ­λει τι­μω­ρί­ες στα τέ­κνα για τις αμαρ­τί­ες των γο­νέ­ων μέ­χρι τρί­της και τε­τάρ­της γε­νε­άς, αυ­τών που με μι­σούν.».

          Εί­ναι η ίδια θε­ό­τη­τα η οποία σύμ­φω­να με την απο­κα­λυ­πτι­κή «ιστο­ρία» της Εδέμ, κα­τα­ρά­στη­κε ολό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα «εις πά­ντας τούς αιώ­νας» επειδή μια άπει­ρη γυ­ναί­κα, αφού απα­τή­θη­κε από «έ­ναν ομι­λού­ντα όφιν», έφα­γε τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως προς ανυ­πα­κοή του πρώ­του «δέν θά...» και είναι η ίδια θε­ό­τη­τα που αρ­γό­τε­ρα έπνι­ξε σχε­δόν όλη τη δη­μιουρ­γία της ένε­κα της οργής της για τα σε­ξουα­λι­κά πα­ρα­πτώ­μα­τα «των υιών των Ελω­χίμ» (Γέ­νε­σις 6: 4). Τώ­ρα λοιπόν η ίδια θε­ό­τη­τα γρά­φει στην πέ­τρα την αμε­τά­κλη­τη δια­τα­γή της πετρω­μέ­νης καρ­διάς της ότι το αγέν­νη­το αθώο θα πλη­ρώ­σει την τι­μω­ρία εκεί­νων των ενό­χων που δεν αγα­πού­σαν έναν τέ­τοιο Θε­ό, όπως ακρι­βώς το Δευ­τε­ρονό­μιον 7: 10 μας λέ­γει γι’ αυ­τούς ότι:

«Έ­τσι ο Γιαχβέχ αντα­πο­δί­δει προ­σω­πι­κώς σ’ αυ­τούς που τον μι­σούν και εξο­λο­θρεύ­ει αυ­τούς. Δεν θα βρα­δύ­νει επί­σης να τι­μω­ρή­σει προ­σω­πι­κώς τους μισού­ντας αυ­τόν και να αντα­πο­δώ­σει σ’ αυ­τούς κα­τά τα έρ­γα των.».

          Εν τού­τοις, εί­τε η εβρα­ϊ­κή θε­ό­τη­τα σε κα­το­πι­νές επο­χές έγι­νε πιο πο­λι­τισμέ­νη εί­τε οι γραμ­μα­τείς της έπε­σαν σε άλ­λη μια από αυ­τές τις ακα­τά­παυ­στες πανταχού παρούσες αντι­φά­σεις οι οποί­ες κα­λύ­πτουν ένα τε­ρά­στιο μέ­ρος των θε­ο­πνεύ­στων απο­κα­λύ­ψε­ων του Γιαχ­βέχ τους. Διό­τι θε­τι­κώς ανα­φέ­ρε­ται, π. χ. Ιε­ζε­κιήλ 18: 1, 20 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 24: 16, ότι:

«Και μί­λη­σε Γιαχ­βέχ προς εμέ ξα­νά λέ­γων... Δεν θα τι­μω­ρη­θούν διά θα­νά­του πα­τέ­ρες εξ αι­τί­ας των τέ­κνων των, ού­τε και τα παι­διά εξ αι­τί­ας των πα­τέ­ρων των. Ο κα­θέ­νας θα τι­μω­ρεί­ται διά τη δι­κήν του αμαρ­τί­α.».

Κα­νο­νι­κή Βα­βυ­λω­νία αντι­φά­σε­ων δη­λα­δή! Μα τί κάνει τελικά αυτό το Άγιο Πνεύμα; Δεν προσέχει καθόλου; Προς τούτο βλέπε και Β΄ Παρα­λειπομένων 25: 4, κ. α. Πάν­τως αυτός ο Θεός ετιμώρησε τον Δαυίδ και την Βηρσαβεέ με το να θα­να­τώσει το αθώο πρώτο τέκνο τους, ένεκα των φοβερών αμαρ­τιών τους (μοιχεία κατά συρ­ρο­ήν και σατανική δολοφονία συζύ­γου, Β΄ Σαμουήλ ή Β΄ Βασιλει­ών 11: 1-27 και 12: 9-19. Ανάλογα επεισόδια με τέ­τοιου είδους τιμωρίες υπάρχουν και αλλού μέσα στη θε­οφώτιστη Βίβλο.). Εδώ οι εντολές «ού μοιχεύ­σεις», «ού φο­νεύ­σεις» και «ούκ επι­θυ­μήσεις...» δεν είχαν καμίαν ισχύν αφού βε­βαίως επρόκειτο για τον εκλεγ­μένο βα­σι­λέα, εκλεκτό φίλο και σύμφωνο της καρ­δίας του Γιαχβέχ (Πράξεις 13: 22)...! Κανο­νι­κά έπρεπε να θα­νατωθούν και οι δύο διά λιθοβολισμού σύμφωνα με τις δια­τά­ξεις του Θεόδοτου Μωσαϊκού Νόμου (Λευιτικόν 20: 10, Αριθ­μοί 35: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22 κλπ.).

Συνεχίζομε με το να αναφέρομε ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατήρ Γιαχβέχ ζητεί από τον εκλεκτό, εκλεγμένο και προκαθορισμένο λαό του (διαβάστε την αναφορά: Δευτερονό­μιον 7: 6-7) να διαπράξει 11 γενοκτονίες στη Γένεσιν 15: 18-20 και 7 στο Δευ­τε­ρο­νόμιον 20: 17. Η χριστιανική θεολογία δικαιολογεί αυτές τις 11 ή 7 γενοκτονίες με το να κατηγορεί αυτούς τους 11 ή 7 λαούς ως ειδωλολά­τρες! Δη­λαδή αν δεν είσαι σαν εμένα, τότε θα εξα­φανιστείς. Καμία συγχώρεση και κανένας οίκτος! Το πλήθος σφαγών, θηριωδιών, ζηλωτισμού, εγκλημάτων πολέμου και ποι­νι­κών εγκλη­μά­των σε όλη την Παλαιά Διαθήκη και όχι μόνο στην Πεντάτευχον μαζί με το πνεύμα άμετρης εκ­δί­κησης και ζηλωτισμού είναι απέ­ραν­το. Δεν θα κατα­γράψομε τις εκατον­τά­δες (αν όχι χιλιάδες) ανα­φο­ρές με αυτά τα φρικιαστικά επει­σόδια σφα­γών, βασα­νι­στηρίων, οργής, ζηλωτισμού, αι­σχύνης και συμπλεγματισμού, αλλά θα αναφέρομε μόνο τα εξής δύο περί του πνεύ­ματος ακράτου και νομοθετημένης εκδι­κή­σεως με κα­νένα ίχνος συγχωρήσεως: Έξο­δος 21: 23-25, Λευι­τι­κόν 24: 17-21, Δευ­τε­ρο­νό­­μιον 19: 21, διάταξη του θεϊκού Μωσαϊκού Νόμου: «Θα δώ­σεις ψυ­χήν αν­τί ψυ­χής, οφθαλ­μόν αντί οφθαλ­μού, οδόν­τα αντί οδό­ντος, χεί­ραν αν­τί χει­ρός, πό­δαν αντί πο­δός, έγκαυ­μα αντί εγκαύ­μα­τος, μώ­λω­πα αντί μώ­λω­πος.». Ψαλμοί 57:11 ή 58: 10 «ευφραν­θήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν· τας χείρας αυτού νίψεται εν τω αίματι του αμαρ­τωλού.», Ψαλμοί 109 (ή 110): 5-6 «Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα ορ­γής αυτού βασιλείς· κρινεί εν τοις έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών.», Ψαλμοί 136 (ή 137): 7-9 «μνήσθητι, Κύριε, των υιών Εδώμ την ημέραν Ιε­ρουσαλήμ των λεγόν­των· εκ­κε­νούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυ­τής. Θυ­γάτηρ Βαβυλώνος η ταλαί­πωρος, μα­κάριος ος ανταποδώσει σοι το ανταπό­δο­μά σου, ό αντα­πέδωκας ημίν· μα­κάριος ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.».

(Μια παρένθεση: Οι κατάλογοι των δέκα εντολών των δύο πα­ραπάνω κεφα­λαίων παρουσιάζουν μερικές διαφορές. Όποιος θέλει ας τους συγκρίνει λέξη προς λέ­ξη και ας τους κρίνει. Δη­μιουρ­γούνται σίγουρα μερικά σοβαρά ερωτη­ματικά, αλλά δεν θα το κάνουμε μεγάλο ζή­τημα εδώ. Υπάρχει όμως κάτι πολύ πα­ρά­ξενο με το κε­φάλαιο 34 της Εξόδου. Εδώ αν­τι­καθίστανται οι πρώτες πλάκες που έσπασε ο Μωυ­σής πάνω στον θυμό του (Έξοδος 32: 19, διά τον χρυσούν μόσχον όν εποίησε ο αδελ­φός του Ααρών..., άλλο μεγάλο ερωτη­μα­τικό, Έξοδος 32: 1-6, 35) με νέες, κατ’ εντο­λήν του ίδιου του Θεού Γιαχβέχ. Δεν βλέ­πουμε όμως τις δέκα εντο­λές των δύο άλ­λων κεφαλαίων. Εκτός από δυο-τρεις που μοιά­ζουν, οι άλλες εντολές είναι εν­τελώς άσχε­τες και ανήθικες. Διαβάστε λοιπόν τα τρία αυ­τά κεφάλαια περί των δέκα εν­το­λών και ρωτήστε τους πνευμα­τι­κούς σας φωστήρες ποιος είναι επί τέλους ο σωστός κα­τά­λο­γος των δέκα εντολών. Στην Έξοδο 34: 28 ανα­φέ­ρεται σαφώς η απάν­τηση ότι αυτός είναι ο κατάλογος των δέκα (άλλων αντί άλλων) εντολών! Άλ­λη μια θεόπνευ­στη αν­τί­φαση μεγάλης ολκής! Τί να σημαίνουν άραγε όλα αυτά;... Όταν βρείτε την απάν­τη­ση πολύ θα θέλαμε να μας την ανακοι­νώ­σετε για να την μάθουμε και εμείς οι άσχε­τοι. Επίσης, από τις δέκα πο­λυδια­φη­­μισμένες εντο­λές, Έξοδος 20: 1-17, Δευτε­ρο­νόμι­ον 5: 1-33 οι τέσ­σε­ρις πρώ­τες δεν έχουν καμία παγκόσμια ηθική αξία. Είναι απλώς κανόνες της ιδιοσυστα­σίας του τότε εβραϊκού λαού. Στην παρούσα παράγραφο κα­ταγγέλλομε την αδικία και την βαρβα­ρότητα του δευ­τέρου μέρους της δευτέρας εν­το­λής. Επίσης, με το πρώτο μέρος αυτής της εντολή κα­ταδικάστηκαν άπαξ οι τέ­χνες της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι υπόλοιπες έξη εντολές είναι στη γενι­κό­τη­τά τους τόσο κοινή λογική ώστε να υπάρχουν σε κάθε νομοθεσία οιουδήποτε έθνους πριν και μετά τη μωσαϊκή νομοθεσία και χωρίς αυτό το έθνος να έχει χρειαστεί την θε­ϊκή απο­κά­λυψη ή επιφοί­τηση!

Έχομε κά­που 7000 αντι­φατικά ζεύγη στίχων και λαθών μέσα στο «θεόπνευ­στο βι­βλίο»! Το φαινόμενο της αντίφασης, του λάθους και της ανακολουθίας μέσα σε ολόκληρη τη Βίβλο όπως και σε ολόκληρο τον Εβραιοχριστιανισμό και την ιστορική διαδρομή του είναι τόσο συχνό και πυκνό που έχομε κουρα­στεί, βαρεθεί και αηδιάσει να το επανα­λαμ­βά­νομε. Τελικά εκτός από τα αντιφατικά λόγια του ίδιου του Ιησού με μια προσεκτική με­λέ­τη των Ευαγγελίων διαπιστώνομε και το γεγο­νός ότι εκτός ίσως της σεξου­αλικής αγνό­τητος ούτε ο ίδιος τη­ρούσε τις εν­τολές που έδινε στους άλλους! Κλείνει η παρένθε­ση.).

 

8. Η αγάπη και η συγχώρεση στη ιστορία του Χριστιανισμού

 

Σε όλη την ιστορία και θεολογία του Εβραιχριστιανισμού ο διαχωρισμός πι­στών και απί­στων τίθεται κατηγορηματικώς, είναι σαφής και αδιάλλακτος, όπως έχο­με ήδη αναγράψει πολλές φορές. Οι άπιστοι δεν θα βρούνε καμία συγ­χώ­ρε­ση και έχει ήδη αποφασισθεί ότι κατά την κρί­ση θα βρεθούν ένοχοι. «Εν δέ τώ άδη ούκ έστι με­τά­νοια»· δεν υπάρ­χει συγχώρεση και δεύτερη ευκαιρία. Θα καταδικα­στούν αιω­νί­ως. Ακόμα η πληθώρα αναφορών βίας και μισαλ­λο­δοξίας σε όλη την Καινή Διαθήκη (αφήνοντας κατά μέρος την Παλαιά), πολλές των οποίων έχομε ήδη εδώ και αλλού κα­τα­γράψει, φανερώνει αυτό που είπα­με στην αρχή, ότι δηλαδή η συγ­χώ­ρεση ήταν επι­λε­κτική και μεταξύ των μελών της ομάδας και εφ’ όσων αυτά τα μέ­λη συνεμορ­φούντο με τη γραμμή. Στην ιστορία της χριστιανικής λαί­λαπας δεν υπήρ­χε καμία συγ­χώρε­ση, λύπη, οίκτος, κατα­νόηση, κλπ. προς κάθε αλλό­θρη­σκο, μέλος άλλου πολιτι­σμού, ή όποιον δεν επείθετο για να υπακούει τις χρι­στι­ανικές επι­τα­γές, διδασκαλίες και δεισι­δαι­μο­νίες και να γίνει μέλος του εθνισμού των. (Ματ­θαίoς 12: 30 και Λoυ­κάς 11: 23, «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.»).

Εσχάτως διάφοροι ιερωμένοι και απολογητές δεν ημπορούν να καλύψουν τη σχιζοφρενική αντίφαση μεταξύ της αγάπης και φιλευσπλαχνίας ενός παντοδυνάμου, φιλευσπλάχνου και πα­να­γάθου Θεού και της ατελεύτητης τιμωρίας, της μη συγχωρή­σεως, του εκφοβισμού, της κα­ταδίκης στην αιώνια κόλαση της φωτιάς των βασανι­στηρίων και των διαβόλων και όλα όσα αναφέρομε εδώ. Έτσι βρήκαν διάφορα πο­νη­ρά και δόλια μέσα για ψευτοδικαιολογίες. Π. χ. λένε:

(α) Δεν υπάρχει κόλαση αλλά μια κατάσταση λύπης και ενοχής ένεκα της απομακρύνσεως από τον Θεό και διάφο­ρα τέτοια παρεμφερή. Όχι κύριοι να είστε σταθεροί και ειλικρινείς! Δεν μιλάτε καθό­λου για κάποια κατάσταση και επ’ αυτού σας ρωτάμε: Τα σχετικά χωρία της Καινής Διαθή­κης αυτά γρά­φουν; Έχετε διαβάσει τα γραπτά περί κολάσεως του θεολόγου σας Τερ­τυλλιανού και πολλών άλλων; Αν δεν τα έχετε διαβάσει γιατί δεν κάνετε τον κόπο να τα δια­βάσετε και να μας ανακοινώσετε τί καταλάβατε; Τα δόγ­μα­τα και οι αποφάσεις περί κολάσε­ως των συνόδων σας αυτά δηλώνουν; Τί τα κάνατε τώρα όλα αυ­τά; Τα δια­γράψατε, τα σβήσατε ή κάνετε πως τα ξεχάσατε; Έχετε ποτέ ανα­κοινώσει ότι αυτή είναι τώρα η επίσημη θέση σας;

(β) Ακούμε ακόμα το εξής σοφιστικοειδές σό­φισμα: Καταδικά­ζο­με την κακή πράξη και την αμαρτία, αλλά όχι τον πράξαντα και τον αμαρτωλό. Μα καλά, γίνεται πράξη και αμαρτία χωρίς υποκεί­μενο; Έτσι βγαίνει μια πράξη μόνη της χωρίς κανείς να την έχει σκεφθεί και μετά να την διαπράξει; Δη­λα­δή πώς τιμωρείτε μόνο την κακή πράξη και αμαρτία; Απλώς ως ιδέα και αφήνετε τον αμαρτωλό ελεύ­θερο και όπως ήταν και πριν αμαρτήσει; Τότε γιατί συνεχώς αναγ­γέλλετε τις αιώνιες τιμωρίες και τα φρικτά βασανιστήρια; Γιατί επανα­λαμ­βά­νετε φρά­σεις όπως: «Θα σε τι­μω­ρήσει ο Θεός», «Θα έχεις να δώσεις απολογία επί του φο­βε­ρού βήματος του Χριστού», «καί καλήν απολογίαν τήν επί τού φοβερού βήματος τού Χριστού αιτησόμεθα» κλπ; Γιατί εκφοβίζετε τον κόσμο με τέτοιες φράσεις; Πολλές φορές έχει συμβεί κάποιος κακοποιός ή εγκληματίας να ξεφύγει από τις τιμωρίες που προβλέπουν οι ανθρώπινοι νόμοι και δικαστήρια ακόμα και σε περιπτώσεις εσχάτων και ειδεχθών εγκλη­μάτων. Οι αντιφατικοί Χριστιανοί τότε αντί να βρούνε τα σημεία στα οποία το σύ­στημα είναι τρύπιο και να το διορθώσουν ώστε να μην ξεφεύγει κανέ­νας, παρηγορούνται με το να λένε ότι μπορεί να τη γλίτωσε τώρα αλλά δεν θα γλι­τώσει από θεϊκό δικαστήριο όταν έλθει η ώρα! Εκεί δεν περνάνε δικη­γόροι, μάρτυρες, δωροδοκήσεις και αθέμιτες διευθετήσεις! Θα έχει να δώσει απολο­γία για τις πράξεις του μπροστά στον τον ανώτατο δικαστή Χριστό με την «σιδηρά ράβδον»! Κλπ, και μετά το θέμα ξεχνιέται τελείως.

Κύριοι, πάρτε το χαμπάρι: «Δεν μπορείτε να έχετε και την πί­τα γερή και τον σκύ­λο χορ­­τά­το», «μονά ζυγά δικά σας»! Σταματήστε επί τέλους να στρεψοδικείτε και μεί­νε­τε σταθεροί και ειλι­κρι­νείς στα δόγματά σας. Αλλιώς εγκαταλείψετε αυτή την ανόητη και καταστροφική θρησκεία και σταματήστε να εκφοβίζετε τον αδαή λαό!

 Η ιστορία του Χριστιανισμού από το 313 Κ. Ε. μέχρι και σήμερον δι­δάσκει κάθε άλλο από συγχώρεση και αγαθή ή ανυπόκριτη αγάπη που τα πάντα υπομένει. Όταν ο μονο­κράτορας Κωνσταντίνος έδω­σε το πρά­σινο φως στους χριστιανούς η επι­λογή κάθε ανθρώπου που βρέθηκε κοντά τους ήταν ή χριστια­νός ή νεκρός. Δεν θα υπεισέλθομε σε λεπτομέρειες εδώ. Η διεθνής βιβλιογραφία σ’ αυτά τα θέματα είναι απέραντη και πλήρης αν κανείς ενδιαφέρεται να ερευνήσει. Απλώς με αδρές και πε­ρι­ληπτικότατες γραμ­μές αναφέρομε ότι: Για 250 χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο, αλλά και πολύ μετά, χριστιανικοί νόμοι επί νόμων εθε­σπί­σθησαν για τη βίαια μετατροπή του κόσμου στη νέα θρησκεία. Οι νόμοι αυτοί έχουν διασωθεί και μπορούν να μελε­τη­θούν. Οι σφαγές εναντίον των εθνικών και ελ­ληνι­ζόντων αποτε­λούν κάτι απερίγρα­πτο. Ακόμα χειρότερες ήταν οι σφαγές με­ταξύ των χριστιανικών αιρέσεων. Η ισοπέ­δωση του αρχαίου κόσμου ήταν ολοκληρω­τική. Κα­μία μεγάλη βι­βλιοθήκη δεν δια­σώθηκε. Όλες εκάησαν. Τα εγκλήματα των χρι­στι­α­νι­κών εκκλησιών είτε μεταξύ των είτε εναντίον των άλλων θρησκειών και λαών εί­ναι το χειρότερο κα­κό που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο υπερχι­λι­ετής Μεσαίων, το σφαγείο της Σκυ­θόπολης, η ολοκληρωτική αμορφωσιά, η καύση των μά­γων και μα­γισ­σών, οι σταυρο­φορίες, η ιερά εξέ­ταση, η σωματική και η ηθική τυ­ραννία των ατό­μων, οι εξοντώσεις των αιρετικών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ο εκ­χρι­στιανισμός της Ευρώπης και της Αμερικανικής ηπεί­ρου, η εναντι­ό­τη­τά του κατά της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της προόδου και πά­ρα πολ­λά άλλα τοι­αύτα απο­τελούν τις πλέον φρικιαστικές σελίδες της ιστο­ρίας. Τα ανά τον κόσμο αθώα αν­θρώπινα θύ­ματα της χριστια­νικής μάστιγας και λαίλαπας υπολογί­ζον­ται περί τα 200 εκατομ­μύ­ρια σε 1700 χρόνια.

Μόνο η Ιερά Εξέτασις έπραττε την αιμοδιψή εργασία της για 15 αιώνες μετά τον Κωνσταντίνο τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση. (Εδώ δεν εννοούμε μόνο τις ιερές εξετάσεις από τον 12ον αιώνα και μετά. Εννοούμε όλες όπως αυτές άρχισαν με τον Κωνσταντίνο το 325 Κ. Ε. και τελείωσαν το 1860 Κ. Ε.). Άπαν­τες οι Ιερο­ε­ξε­ταστές σε όλες τις χριστιανικές χώρες κατά την διάρκεια αυτών των αιώνων, κατα­πιά­στηκαν με την εξής θαυμάσια δουλειά. Έδιναν στα θύματά τους μια ευκαιρία να εξα­γορά­σουν ατελεύ­τη­τους αιώνες «βασάνων και πυρός» στην επερχόμενη ζωή, διά μίας σύν­τομης περιόδου βασανιστηρίων και καύσεως στην παρούσα ζωή. Όλοι τους ακο­λου­θούσαν τις διδα­σκαλίες και παραδείγματα: Της Παλαιάς Διαθήκης, του Ιησού των Ευ­αγγελίων, του Πέ­τρου, του Παύλου, του Τερτυλλιανού, του Ιερωνύμου, του Ιε­ρού Αυγουστίνου, κ. α. Καταπιά­στη­καν με την καταστροφή ενός τεραστίου αριθμού σω­μάτων, για να σω­θεί ένα τεράστιο πλή­θος ψυχών κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού (Α΄ Προς Κο­ριν­θίους 5: 5). Είναι οι θέ­σεις του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, του Ιη­σού Χρι­στού και των Αποστόλων. Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες επεξέ­τει­ναν όλα αυτά έτι περαιτέρω, αν ήταν δυνατόν!

Και οι Εβραί­οι πλήρωσαν πο­λύ ακρι­βά αυ­τή την χριστιανική αγάπη στα χέ­ρια των χρι­στια­νι­κών εθ­νών. Παρ’ όλον που ο Χριστιανισμός είναι αίρεση, παιδί δηλαδή, της εβραϊκής θρησκείας, έγινε το κακό παιδί που εστράφη εναντίον των γονέων του. Η Ιστορία αυτή μας διδάσκει για άλλη μια φορά ότι: «Ο πόλεμος με­ταξύ αδελφών ή με­τα­ξύ γονέων και τέκνων είναι πάντα πιο σκληρός!». Εδώ όμως πρέπει να πούμε ότι η σχέ­ση Χριστιανισμού και Εβραϊσμού ήταν και είναι πέρα για πέρα μια σχιζοειδής κατάσταση. Καθόλου παράξενο αφού και οι δύο αυτές θρησκείες είναι σχιζοειδείς! Από τη μια μεριά ο Χριστιανισμός βοήθησε την επιβίωση του Εβραϊσμού διά μέσου των 20 αιώ­νων κατά τους οποίους το Εβραϊκό έθνος ζούσε εντός των χωρών των άλ­λων εθνών. Αυτό συνε­τε­λέ­σθη διά ειδικών διατάξεων όπου άφηναν τις Εβραϊκές κοι­νότη­τες σχεδόν αυτόνομες και επέτρεπαν μόνο σε Εβραίους να χειρίζονται τα χρημα­τιστι­κά, τρα­πεζιτικά και εμπορικά ζητήματα, αφού κατά την στενοκεφαλιά των Χρι­στια­νών το χρήμα στα χέρια ιδιωτών Χριστιανών είχε καταταγεί στον κατάλογο των αμαρτιών. Τέλος, τον 20ον αιώνα τα έθνη αυτά ανέστησαν και πάλι τον Εβραϊσμό σαν αυτοδύναμη γεωπο­λι­τι­κή οντότητα ύστερα από 1950 χρόνια. Σήμερα δε πολλές χρι­στιανικές αιρέσεις (όλες οι ευαγ­γε­λι­στικές, κλπ.) έχουν γίνει ιουδαϊκότερες των Ιου­δαίων, διατυμπανίζοντας συνεχώς ότι οι Εβραίοι είναι ο Εκλεκτός και Περιούσιος λα­ός του αληθινού Θεού Γιαχβέχ και ως εκ τούτου άμεμπτοι και άθικτοι. Ακόμα περι­μέ­νουν τον Αρμαγεδώνα, την Νέα Ιερουσαλήμ και τη Δευτέρα Παρουσία να λάβουν χώρα εντός του Ισραήλ μαζί με την τρίτη ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντος!. Επί πλέον όλες οι χριστια­νι­κές εκκλησίες σήμερα κατηγορηματι­κώς δηλώνουν ότι δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα με τον Εβραϊσμό! Αντιθέ­τως τον έχουν κυ­ρι­ο­λεκτικώς μετατρέψει σε ένα ταμπού που πρέπει κανείς να το προ­φέρει με μεγάλη προσοχή και απόλυτη «πολιτική ορθότητα». Από την άλ­λη με­ριά όμως, κατά τους τέσσερις πρώτους αιώνες οι διάφορες χριστιανι­κές κοινότητες αντι­μετώπισαν μια απροσπέ­λα­στη εβραϊκή αντιπαράθεση και επιχει­ρηματολογία εναντίον τους. Η πρώτη ριπή εναντίον των Εβραίων ήταν ένα διάγγελμα του ανισόρροπου αυτοκράτορα Κων­σταν­τίνου. Ύστερα απ’ αυτό, εκτός από κάθε κακία, περιφρόνηση και διαβολή, οι χρι­στιανοί εξα­πέ­λυ­σαν κατά τόπους και εποχές πολλούς θη­ριώδεις διωγμούς κατά των Εβραίων. Κύ­ριοι λόγοι ήταν να αρ­πάξουν τα πλούτη τους και το ότι οι Εβραίοι πα­ρα­μένοντες πι­στοί στην θρησκεία τους ηρνούντο, τις πιο πολλές φορές μέχρι θανά­του, να ασπα­στούν την χρι­στιανική αίρεση και βλακεία παρά τις συνεχείς προσπάθει­ες των Χριστιανών να τους προσηλυτίσουν. Άλλοι λόγοι ήταν διάφορες τρελές δεισι­δαι­μο­νίες και αποτυχίες των Χριστιανών για τις οποίες υπαίτιοι εθεωρήθησαν οι Εβραί­οι, κλπ.

Οι Εβραίοι σήμερα δεν ανασκαλεύουν αυτή την οδυνηρή ιστορία και προτι­μούν να τη­ρούν σιγή. Ενώ έχουν την γνώση, την ικανότητα και τα στοιχεία να δώ­σουν ένα ανε­πανόρθωτο κτύπημα στην χριστιανική αίρεση η οποία τους έκανε τρομε­ρά κακά, όπως και σ’ όλους τους άλλους, εν τοσούτω δεν το κάνουν. Ημπορούν να την ξεμ­προστιάσουν και να την τσακίσουν κυριολεκτικά Όμως ικανοποιήθηκαν με κάτι συγ­γνώμες που τους ζήτησε ο Πάπας της Ρώμης, Ιωάννης Παύλος ΙΙ, και το θέ­μα μπήκε στο ψυγείο. Από την άλλη, όπως προαναφέραμε, οι χριστιανοί σήμερα έχουν με­ταλ­λάξει τον Εβραϊσμό σε ένα ταμπού που κανείς δεν επιτρέπεται να τον αγ­γίξει, ει μη μόνο διά προε­ξο­φλη­μένου και προβλεψίμου λόγου και αποτελέσματος. Έτσι και οι μεν και οι δε αλληλοβοηθούνται για την ώρα και προσέχουν το συμφέρον τους εις βάρος της αλήθειας. Το ερώτημα όμως παραμένει, μέχρι πότε θα κρατήσουν αυτές οι λυκοφιλίες. Όλα αυ­τά τα σχι­ζο­ειδή Εβραιο­χρι­στιανικά φαινόμενα είχαν, έχουν και θα έχουν τε­ρά­στιες συνέ­πει­ες για ολό­κλη­ρη την ανθρωπότητα!

Πριν ολίγα χρόνια λοιπόν η Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία διά του Πολωνού Πά­πα Ρώ­μης Ιω­άννου Παύλου ΙΙ, ζήτησε συγγνώ­μη και άφε­ση αμαρ­­τιών από τον Εβρα­ϊ­κό λαό για τα τρομερά εγκλήματα και τις βιαιοπραγίες που η καθολική εκκλησία είχε δια­πράξει κα­τά του Εβραϊκού έθνους κατά τους τελευταίους 17 αιώνες. Μάλιστα δε, αφαί­ρε­σε τον στί­χο «τό αί­μα αυ­τού εφ’ ημάς καί επί τά τέ­κνα ημών» από το Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέλιον 27: 25. Αυ­τή η αφαίρεση απο­δει­κνύ­ει για άλ­λη μια φο­ρά τη «θε­ο­πνευ­στία» των αντιφα­τι­κών γρα­φών και της χριστιανικής εκ­κλη­σί­ας! Τί νόη­μα εί­χε αυ­τός ο στί­χος μαζί με τους στίχους Ματ­θαί­ος 26: 24-25 «ο μεν υιός του αν­θρώ­που υπάγει κα­θώς γέγραπται περί αυτού· ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο υιός του ανθρώ­που παραδίδοται· καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. αποκριθείς δε Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν είπε· μήτι εγώ ειμι, ραββί; λέγει αυτώ, συ είπας.», (βλέπε και Μάρκος 14: 21) αν ο ίδιος ο Χρι­στός από τον σταυρό συγ­χώ­ρε­­σε όλους τους διώ­κτες του κλπ. (Λου­κάς 23: 34) και στην «Επί του Ό­ρους Ομι­λία» μας δι­δά­σκει να αγα­πά­με, ευλογούμε και συγχωρούμε τους εχ­θρούς μας, αυτούς που μας κα­ταριόνται, αυτούς που μας μισούν και όσους θέ­λουν το κα­κό μας και όλα αυτά τα τοι­αύτα; (Ματ­θαί­ος 5: 39, 44, Λου­κάς 6: 27-29, 35, Παύλος Προς Ρω­μαίους 12: 14, 17-21). Ας μας εξηγήσουν αυτή την κραυ­γαλέα αντίφαση οι φωστήρες του Χριστιανι­σμού. Ευτυ­χώς που υπήρ­χαν αυ­τές οι δι­δα­σκα­λί­ες και στί­χοι, αλ­λιώς ποιος ξέ­ρει τί πε­ρισ­σό­τερα και χειρότερα κα­κά θα πά­θαι­νε η ταλαίπωρη αν­θρω­πό­τη­τα στα χέ­ρια αυτών που αγαπάνε αλ­λή­λους και τους εχθρούς των ακόμα ;!... {Καλόν όμως θα είναι να με­λετήσει κανείς το εξαιρετικό σύγγραμμα του Gerald Friedlander The Jewish Sour­ces Of The Sermon Of the Mount (Οι Ιουδαϊκές Πηγές της «Επί του Όρους Ομιλίας»), London: George Routledge & Sons, Limited, New York: The Bloch Publishing Co, 1911, republished by Kessinger.}.

Οι κα­ταστροφές πολιτισμών, έργων κοινής ωφελείας και τέχνης, η ολοσχερής καύση βι­βλι­οθηκών, τα 200 εκατομμύρια αθώων θυμάτων, η αποκήρυξη της επι­στή­μης, της φι­λο­σοφίας, της λογικής, της κριτικής, κλπ., έχουν καταγραφεί σε πάρα πολ­λούς τό­μους της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και έρευνας. Η ιστορία αυτή της Χριστια­νικής λαίλα­πας, μάστιγας και σκότους τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή είναι το χει­ρό­τερο κα­κό που συνέβη μέχρι στιγμής στην ανθρώπινη ιστορία. Ο κάθε ενδι­α­φε­ρό­με­νος μπορεί να ερευ­νήσει και να μελετήσει ανεπηρέα­στα, αρκεί να το θελήσει. Δεν θα επαναλάβομε τα ήδη γεγραμμένα στην παρούσα μελέτη. Ας μην ξεχνάμε τις πρά­ξεις του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, πάρα πολλών κληρι­κών όλων των βαθμίδων, μοναχών, καλογήρων, λαϊκών πιστών, κλπ., τόσο στην Δύ­ση όσο και στην Ανα­τολή, (π. χ., το σφαγείο στρατόπεδο συγκεν­τρώ­σε­ως της Σκυ­θο­πόλεως της Πα­λαι­στί­νης, τους χριστιανικούς νόμους από τον Κωνσταντίνο μέχρι και προ τίνος μπορούμε να πούμε και πόσα πολυάριθμα άλλα... Υπάρχουν πολλοί εκτε­τα­μένοι κατάλογοι των εγκλημάτων των χριστιανών ανά την υφήλιο στη διεθνή βιβλιο­γραφία. Βρείτε μερικούς απ’ αυτούς και μελετήστε τους, αν αντέχετε!).

 

8. Συμπέρασμα: το πραγματικό, ουσιαστικό και

θεμελιώδες θεολογικό μήνυμα του Χριστιανισμού

 

          Το ότι: «Ο Χριστιανισμός είναι η τέλεια και αληθινή, ευγενής και ανθρωπιστι­κή θρησκεία της αγάπης» αποδει­κνύεται, για μια ακόμα φορά, ότι είναι ένα, αλλά όχι το μόνο, μεγάλο ψέμα της χρι­στι­ανικής προπα­γάνδας. Αυτό που ισχυρίζονται πολλοί, ότι τον τέ­λειο Χριστιανι­σμό τον χάλασαν οι άνθρωποι, και ειδικά μετά το μέγα τέρας τον Κων­σταντίνο, δεν ευσταθεί καθόλου, ούτε από θεολογικής ούτε από ιστορικής, κοι­νωνι­κής και ψυχολο­γικής απόψεως. Πριν τον Κωνσταντίνο, αλλά και μετά, υπήρ­χαν πολλοί Χριστιανισμοί όπου ο καθένας έλεγε ό,τι νόμιζε και ό,τι τον συνέφερε. Ο Ειρηναίος στο έργο του Κατά των Αιρετικών (180-185 Κ. Ε.) αποκαλεί τους κατά τον ορισμό του μη ορθοδόξους αιρετικούς και όργανα του διαβόλου, κλπ.

Χωρίς να επεκταθούμε, αναφέρομε ότι η αποτυχία και το χάλασμα του Χρι­στι­α­νι­σμού λόγω των ανθρώπων δεν στέκει καθόλου θεολογικώς για πολλούς λόγους. Εδώ ανα­φέρομε τον κυριότερο λόγο, ότι δηλαδή σύμφωνα με τα χριστιανικά δόγματα κατά τα έτη του Κυρίου και της Χά­ρι­τος η Εκκλησία, ο Κλήρος και ο Πιστός λαός προστατεύονται και καθοδηγούνται από την Θεία Προστα­σία και Πρόνοια και το Άγιο Πνεύμα. Άρα δεν μπορεί να υποπί­πτουν σε σφάλματα. Ο ίδιος ο αληθινός Θεός μπή­κε άμεσα και ενεργά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας! Το βάπτι­σμα, το σημείο του σταυ­ρού, τα μυστήρια, η Παναγία και όλοι οι άγιοι εκδιώκουν τον Σατανά. Μετά αφού ο Γιαχβέχ είναι παντοδύναμος και πανάγαθος γιατί με μια κίνη­σή του δεν βγάζει τον Σατανά με τους Διαβόλους του από τη μέση ώστε εις το εξής η ατελής δημιουργία του να μείνει ήσυχη;

          Αν και μπορούμε να πούμε ότι η σημερινή μορφή του Χριστιανισμού φτιά­χτηκε από τον αγριάνθρωπο Κωνσταντίνο, τον αρχιψεύτη Ευσέβιο και τα επιτελεία τους, οι θεολογικές θέσεις, αντιφάσεις, πολλές εντολές και πάρα πολλές πράξεις και «ιστορίες» της Παλαιάς Διαθή­κης καθώς και πολ­λές θε­ο­λογικές θέσεις, αντιφάσεις, διδασκαλίες, εντολές, και πρά­ξεις του ιδρυτή Ιησού Χριστού και των διαδόχων του Αποστόλων, της Καινής Δια­θή­κης, κλπ., εί­χαν ήδη καταδικάσει τον Χριστιανισμό σε πατα­γώδη αποτυχία από πάσης απόψεως και εκ προοιμίου. Όλα όσα συνέβησαν ήταν λογικά και αναπό­φευ­κτα παρε­πό­μενα, αποτελέσματα και προεκτάσεις όλων όσων έγιναν αρχές της χρι­στι­ανικής πί­στεως και εδογματίσθησαν από τα εντός και τα εκτός της Βίβλου. Το μόνο που έμε­νε ήταν να δοθεί στους χριστιανούς το πράσινο φως. Αυ­τό ακρι­βώς τους δό­θηκε από τον Κωνσταν­τί­νον και την μάνα του την Ελένη. Τα όσα έγραψαν, είπαν και έπραξαν οι επί­­σκοποι, οι πα­τριάρχες, οι πάπες, οι πα­τέρες, οι κα­λόγηροι και κάθε αξιωματούχοι της εκκλησίας γενικώς πριν και μετά τον Κωνσταν­τί­νον, όπως και πολλοί αυτο­κράτο­ρες και κυβερ­νή­­τες που τον διαδέχθηκαν, ήταν από­λυτα ευθυ­γραμμισμένα με αυτή την κατα­στρο­φική θεο­λο­γία και παρά­λο­γη «λογική». Δεν πρό­κει­ται καθόλου για πα­ρέκ­κλιση ή πα­ρε­ξήγηση.

Περιληπτικότατα αναφέρομε ότι ο Χριστιανισμός ήταν καταδικασμένος σε πλήρη αποτυχία εν τη γενέσει του. Τον Χριστιανισμό δεν τον χάλασαν οι άνθρωποι από τον Κωνσταντίνον και μετά, αλλά ήταν ήδη χαλασμένος εν τη γενέσει του. Για το εκ των υστέρων φταίξιμο των ανθρώπων ευθύνεται ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Η κατα­στροφή και η αθλιότητα που επακολούθη­σαν, όπου επε­κρά­τησε, ήταν συνέπειες της αλλοπρόσαλλης, παράλο­γης και σχιζο­ει­δής διδασκα­λίας και ηθικής του μαζί με τον απεριόριστο εκφοβισμό και την αιώνια τιμωρία. Η ολοκληρωτική καταστροφή που επήλ­θε οφειλόταν στη λογική και πιστή εφαρ­μογή όλων όσων εξάγγειλε ο Χριστιανι­σμός. Όπως έχομε αναπτύξει λε­πτομερώς και με πλήθος αναφορών σε άλ­λες μελέτες μας αυτή η παταγώδης αποτυ­χία οφείλεται κυρίως στα ακόλουθα:

 

1.     Ήταν Ιουδαϊκή αίρεση που βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να έχει απήχηση στους άλλους λαούς. Η Παλαιά Διαθήκη έγε­με θηριωδιών, βλακειών και κακουργημάτων και έτσι είχε πλέον ξεπέσει ακόμα και μεταξύ πολλών Ιουδαίων. Ήταν πλέον ανεφάρμοστη.

2.     Ήταν μεσσιανική, μεταφυσική και άμεσα εσχατολογική αίρεση με ξύλινη και καταστροφική ηθική και ανόητες αποκαλύψεις. Όλα βασίζονταν στον άκρατο φόβο και την αιώνια τιμωρία Το τέλος του κόσμου αναμε­νόταν από στιγμή σε στιγ­μή. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκε στον σατανά, στους διαβόλους του και στην αμαρτία.

3.     Εκτός από ολίγες ανεφάρμοστες, ακραίες και μερικές καταστροφικές εντολές δεν φρόντισε διά την ου­σι­αστική δι­ευθέτηση και λύση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων. Αντ’ αυτών εξαίρεται η πα­ραίτηση από τα εγκόσμια, η αδιαφορία διά την αύριον, ο αναχωρητισμός, ο μο­να­χισμός, ο ασκητισμός, το πένθος, η αθλιότητα, η αφύσι­κη νηστεία, ο αντιερωτισμός, κλπ.

4.     Τα βιβλία και τα κηρύγματά του εκτός από αναμασήματα, κοινοτοπίες και τε­τριμμένα γέμουν λαθών, αντιφάσεων, υπερβολών, εκφο­βισμού, κλπ. Δεν είχε καμία εγγενή λογική και συνέπεια. Τα πάντα έγιναν μαντάρα...!

5.     Δεν έλαβε καμία μέριμνα για την γνώση, την φιλοσοφία, την επιστήμη, την ιατρική, την ψυχολογία, την πρόοδο, κλπ. Μόνη αρχή ήταν το «πίστευε και μη ερεύνα» και όλη η σκέψη ανα­λωνόταν για τον θάνατο και την άλλη ζωή. Οι φυσικές καταστροφές και οι αρρώστιες, σωματικές ή ψυχολογικές, οφείλον­ταν στις αμαρτίες και ήταν ενέρ­γειες των διαβόλων ή της οργής του Πανά­γα­θου. Η θερα­πεία ήταν το ευχέ­λαιο, το θαύμα, το σημείο του σταυρού, η ελιά και το βάιο του σταυρού, ο αγιασμός, ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση, η λι­τανεία, ο εσπε­ρινός, η παρά­κληση, το φυλαχτό, η προσευχή, η νηστεία, το θυ­μίαμα, το τάμα, η από­τα­ξη του σατανά, η ανάγνωση και αποστήθιση απο­σπα­σμάτων της Βίβλου και άλ­λων διαφόρων χριστιανικών βιβλίων, οι εξορκισμοί, οι ευχές, οι μετάνοιες, οι εικόνες και οι μπογιές τους, τα άχραν­τα μυστήρια και τα διάφορα παρεπόμενα όλων αυτών των με­θόδων.

6.     Καταδίκασε τον έρωτα ως αμαρτία. Εξαίρει την παρθενία και τον ευνουχισμό. Κατάστρεψε, δηλαδή, την μεγαλύτερη κι­νητήρια δύναμη της ζωής, διέρ­ρηξε τις ρίζες των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και των οικογενειακών σχέσεων και έτσι δημιούργησε έναν τεράστιο αριθμό ψυχοσωματικών διαταραχών και νευρώσεων. Ει δυνατόν «παρελθέτω ο κό­σμος ούτος» και να επέλθει η εξά­λει­ψη του ανθρω­πίνου γένους τη σωτηρία του οποίου επαγγέλθηκε.

7.     Για να κερδίσομε την άλλη ζωή πρέπει να μισήσομε ετούτη.

 

Για να καταδείξομε τα οικτρά χάλια του Χριστιανισμού ένεκα των αρχών του και όχι ένεκα του ότι τον χάλασαν εκ των υστέρων οι άνθρωποι θα τελειώσομε με την καταγγελία ότι κάθε «ιερά εξέταση» από τον 4ον αιώνα και εφεξής θεμε­λι­ώ­θηκε και δι­­καιολογήθηκε θεο­λογι­κώς διά των «ιερών κειμένων» της Βίβλου και των Πατέρων. Η κάθε ιερά εξέταση τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή από τον 4ο αιώνα και με­τά, και όχι μόνον η ισπα­νική των 12ου-19ου αιώνων, βασίστηκε σε:

 

1.     Πολλά χωρία της Πα­λαιάς και της Καινής Δια­θήκης.

2.     Έργα Πατέ­ρων (πρωτί­στως του Τερτυλλιανού, Ιερωνύμου, Αμβροσίου και του Αυ­γουστί­νου, και άλλων).

3.     Νομο­θε­σίες από τον «Άγιο!» Κωνσταν­τίνον μέχρι τον εμ­πα­θή θεο­λόγο αυτο­κράτορα Ιου­στινιανόν, αλλά και διάφορες άλλες μετά.

4.     Απο­φά­σεις συνόδων και συμβουλίων.

5.     Στους Ιησού, Πέ­τρο, και Παύλο.

 

Όλα αυτά εκ­θέ­τονται με πλήθος αναφορών και στοιχεί­ων στο εξαι­ρε­τικό βι­βλίο του ερευνητή Charles B. Waite, The History of Chris­ti­an Reli­gion to the Year 200, (Η ιστορία της Χριστιανικής Θρη­σκείας μέχρι το Έτος 200), σε­λί­δες 519-537.

 

          Ένα απλούστατο παράδειγμα σχιζοφρενικής λογικής και καταστροφικής θεο­λογίας το οποίο έχει σχέση με το εδώ θέμα μας και ακούμε συχνά είναι το εξής. Η χρι­στι­α­νι­κή θεολογία, εκτός από την ύπαρξη των απειραρίθμων και πανταχού παρόν­των δια­βόλων, δικαιολογεί την ύπαρξη κάθε κακού στον κό­σμο (δισε­κα­τομ­μυρίων επι­βλα­βών ιών και μικροβί­ων, εκατομμυρίων ασθενειών, χιλιάδων φυ­σικών κατα­στρο­φών, συνεχών κατασπαράξεων ζώων από άλλα ζώα, απείρων αδικι­ών, πόνου, θλίψης, πέν­θους, λύπης, στεναγμού, ... και ο κατάλογος συνεχίζεται επ’ άπειρον) διά της ατε­λεύ­τητης ορ­γής του Θεού της (Γιαχβέχ), ένεκα των ανθρω­πί­νων αμαρτιών και κυ­ρίως λό­γω του προπα­τορικού αμαρτήματος. Ο Θεός λόγω του προπα­τορικού αμαρ­τήματος του Αδάμ και της Εύας καταράστηκε εσαεί ολόκληρη τη δημιουργία Του και συνεχώς εξορ­γίζεται μαζί της ένεκα νέων ανθρωπί­νων αμαρτιών ώστε να παίρνει συ­νε­χώς εκδί­κη­ση μέσω των απείρων κακών που δημιουργεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά επιτρέπει ακόμη στον σα­τανά και στους υπηρέτες του διαβόλους να σκαν­δαλί­ζουν συνεχώς τους ανθρώπους, να τους ωθούν προς την αμαρτία και το κα­κό, να τους προ­ξε­νούν πολ­λά κακά και έτσι να υπο­νο­μεύουν συνεχώς την «τέλεια» δη­μιουργία του Παν­τοδυνάμου. Π. χ. οι ασθένει­ες είναι προϊ­όν­τα των δαι­μό­νων (Ματ­θαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26, Πράξεις 8: 7, κλπ.). Ένα άλλος λόγος για τον οποίον ο Θεός των Χριστιανών επιτρέπει στους διαβόλους και τον σατανά να διαπράττουν όλα αυτά, όπως οι Χριστιανοί ισχυρίζονται, είναι το ότι ο Θεός θέλει να μας δοκιμάζει! Απο­ρού­με με την ακατάπαυστη επιμονή και συνεχή άγνοιά Του! Ποιος ξέρει τί άλλα θα ακούσομε ακόμα! Ακόμα η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία, δηλαδή η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, Ματ­θαίος 12: 31-32 και Μάρκος 3: 28-29, έγινε η αιτία ανιά­των ενοχών, καταρρακώσεως της προσωπι­κό­τη­τας και κατα­στρο­φής της ζωής χιλι­ά­δων ανθρώπων. Όλα αυτά όμως δεν στάθηκαν αρ­κε­τά για τον φιλεύ­σπλαχνο Θεό Πα­τέρα και έτσι μας έχει επιφυλάξει πολλά άλλα πολύ χειρότερα για την μετά θάνατον ζωή! Είναι αδύνατο να βρεθεί θρησκεία τόσο κα­τα­στρο­φική, κατα­πιεστική, αντιφα­τι­κή, εκδικητική, εκφοβιστική και εκβιαστική όσο η εβραιοχρι­στια­νική! Με­τά όμως γυρ­νάνε οι χριστιανοί, αρχής γενομένης με τον Ιωάννη τον Ευ­αγγελιστή και Θεολόγο να μας ανα­κοι­νώ­σουν με απόλυτη βε­βαι­ότητα, χιούμορ και θράσος ότι «ο Θεός αγά­πη εστί όλως» και ότι ήταν ο Χρι­στια­νι­σμός εκείνος που έφε­ρε το μή­νυ­μα της αγάπης και της συγχώρεσης στον κόσμο. Μας λένε επίσης με «πλή­ρη γνώ­ση και βεβαιότητα» ότι όλα αυτά τα άπειρα και ανατριχιαστικά κακά τα επι­τρέπει ή τα προκαλεί ο Πανά­γαθος διά παι­δα­γωγικούς λόγους!

 

«Έλα να σε κάψω Γιάννη,

να σε κάψω για να ‘γιάνεις!»

 

          Από κοινωνικής, ψυχολογικής, και πάσης απόψεως, στα μέρη όπου επι­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός έκανε τα πάντα μαντάρα. Προέκυψαν: Άνευ προηγουμένου δεισι­δαι­μο­νία, πόνος, θλί­ψη, φό­βος, τρόμος, αναχωρητισμός, ερημιτισμός, ενίοτε ευ­νου­χι­σμός και στηλιτισμός, φό­νος, καταστροφή, αθλιό­τητα, βασανιστήρια, αγραμ­μα­το­σύ­νη, αντιεπιστημονικότη­τα, βρωμιά, απλυσιά, αρρώστια, αντιερωτι­σμός, μισογυ­νι­σμός, μυστικοκοπάθεια, νεύ­ρωση, καχυπο­ψία, μισαλλοδοξία, ενοχή, δυστυχία, εκ­με­τάλ­λευ­ση, αιρέσεις, εξο­στρα­κισμοί, αφορι­σμοί, θρησκευτικοί και μη θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, εκατομ­μύρια αθώα θύματα και όλο το κακό συν­α­πάντημα Τα πράγματα έγι­ναν τρισ­χειρότερα από ότι ήταν πριν!

          Πολλοί αμαθείς ή πιθηκίζοντες θα ρωτήσουν, αν δεν είναι η αγάπη, τότε ποιο είναι το μήνυμα του Χριστιανισμού στον κόσμο; Η απάντηση είναι σύντομη και απλή. Πρώτα απ’ όλα ο Χριστι­α­νι­σμός δεν μας είπε τίποτα για την εδώ ζωή ή για την αγά­πη που δεν το είχαμε σκεφτεί, συζητήσει, αναπτύξει, και φιλοσοφή­σει πριν απ’ αυτόν. Όλη η θεολογική δικαιολογία υπάρξεως του Χρι­στι­ανισμού, με δυο λέξεις, βα­σί­ζε­ται στο προ­πα­το­ρικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας και την απολύτρωση του ανθρω­πί­νου γέ­νους από την αμαρτία και την ολοκληρωτική κατάρα του Πανά­γα­θου Θεού Πατρός Γιαχβέχ, ο οποίος «αγάπη εστί!». Με το «προπατορικό αμάρτημα» η αμαρτία, ωσάν Πλατωνική ιδέα, εισήλθε στον κόσμο και όλος κόσμος έπρεπε υπο­χρεωτι­κά να σωθεί απ’ αυτήν και την τρο­με­ρή οργή του Πανάγαθου Θεού, ο οποίος εκτός από τον Αδάμ και την Εύα καταράστηκε όλη τη δημιουργία και όλους τους απογόνους των εις πάντας τους αιώνας. Ο πρώτος θεολόγος του Χριστιανισμού, ο απόστολος Παύλος, υπερτονίζει αυτό το σημείο στις επιστολές του και η θεολογία του στρέφεται γύρω απ’ αυτό. Βλέπε π. χ. Προς Ρω­μαί­ους 5: 6-21 και κεφάλαια 6, 7, κ. α. Έτσι ο Θεός Πατήρ «σω­τη­ρίαν ηργάσατο εν μέσω της γης». Ο εξ­ευ­μενισμός της οργής του Φιλεύσπλαχνου έπρεπε να επιτευχθεί διά του θείου δρά­ματος. Όπως πε­ρι­γράφει η Καινή Διαθήκη, διά τεσσάρων τρόπων, αυτό παί­χτηκε διά της θυ­σίας του «ομοουσίου τω Πατρί» Υιού Του Θεού, Ιησού. Από δω και μπρος η Θε­ό­τη­τα μπήκε ενεργώς στο ιστο­ρικό γίγνε­σθαι της ανθρωπότητας. (Πριν άραγε απλώς έριχνε καμιά ματιά απ’ έξω όπως έλεγε και ο αρχιαιρεσιάρχης χριστια­νογνω­στι­κιστής Μαρκίων;!). Από κει και πέρα αν πι­στέ­ψομε και κολλήσομε σ’ αυ­τή την ιστορι­ούλα έχομε σωθεί. Ειδάλλως, μας πήρε και μας σήκωσε!... Ο «καταρα­μέ­νος όφις» του μύ­θου των πρω­το­πλά­στων τον οποίον η χριστιανική θε­ολογία ταύτισε με τον Σατανά (ή τον Εω­σφόρο!) και οι υπη­ρέτες του διάβολοι (εκπεσόντες αστέρες!) μας περι­μέ­νουν στο άσβε­στο πυρ της αιωνίου κολάσεως για να μας περιποι­ηθούν με κάθε βασα­νι­στή­ριο που μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί κάθε νοσηρά φαντασία. Αυτή εί­ναι η θε­ο­λο­γι­κή δικαι­ολό­γηση και κα­τα­ξίωση του Χριστια­νισμού όπως την διατύπωσαν οι φω­στή­ρες του. Αυ­τή έγινε και η αιτία κάθε βίας, μι­σαλ­λο­δο­ξίας, και συμφο­ράς! Η σχε­τι­κή αγά­πη και συγχώρεση λοιπόν έξω από τις κατά τό­πους κλει­στές ομά­δες των θρη­σκο­λή­πτων του Χριστιανισμού είτε δεν υπ­ήρχε ευ­θύς εξ’ αρχής είτε λησμονήθηκε γρή­γο­ρα... Ήταν κού­φια λό­για και φούμαρα, όπως σα­φώς φα­νε­ρώ­νουν τα γραπτά ολο­κλή­ρου της Βί­βλου και ειδικά της Καινής Δια­θή­κης, ολόκληρη η Χριστιανική Ιστορία και χίλια δυο άλλα κανονικά ή αιρετικά και απόκρυφα γρα­πτά!... Αν υπάρχει κάτι που να καθορίζει την κεντρική ιδέα και το άξονα περιστροφής της θεο­λογίας του Χρι­στι­α­νι­σμού αυτό είναι η άνευ ορίων οργή του «Παντοδυνάμου και Παναγάθου Γιαχβέχ» και ο συνεχής και άκρατος εκφοβι­σμός μαζί με τον αέναο αγώνα κατά του σατανά και την από στι­γμή σε στιγμή εσχατολογική κρίση. Οργή, φόβος, τρό­μος, σατανάς, διά­βολοι, την προ­σμονή της εσχάτης κρίσεως από στιγμή σε στιγμή... Πάνω απ’ όλα όμως ο εκφοβισμός! «...και εγέ­νετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκ­κλησίαν και επί πάντας τους ακού­ον­τας ταύτα.», Πράξεις 5: 5, 11.

 

Μήνυμα λοιπόν: Θέλετε δεν θέλετε, υποχρεωτική σωτηρία από την ασυγκρά­τη­τη οργή του πανά­γαθου Γιαχ­βέχ, συμμετοχή στον αδιάκοπο αγώνα κατά του Σατανά και των διαβόλων, απόλυτη προετοιμασία εν όψει μιάς άμεσης εσχατολογίας συγκαλυμ­μέ­νης με μια αποκαλυπτική, καταστροφική και σωτηριολογική θεολογία περί θεϊκής δικαι­οσύνης και αιωνίου τιμωρίας!

 

          Αντί του εντός των χριστιανικών ομάδων περιορισμένου ή του γενικώς αορί­στου «αγαπάτε αλλήλους» η κεντρική ιδέα του Χριστιανι­σμού, πέραν από εκδίκηση κατάρα και έσχατη τιμωρία, αντιπρο­σωπεύεται πλήρως με το «εκφοβίζετε αλλή­λους». Στον Χριστιανισμό παντού και πάντοτε δια­χέ­εται ένας διαρκής, έντονος και αγχώδης φόβος, γεγονός κυριολεκτικά αποδεδειγ­μέ­νο από τη θεωρία, τη διδα­σκα­λία και την ιστορική δια­δρομή του! Ο απροκάλυπτος και άκρατος εκ­φο­βι­σμό­ς δη­λα­δή. Πέραν των όσων έχομε ήδη καταγράψει ή αναφέρει εντός του κειμένου ιδού ακόμα μερικά συμπληρω­μα­τικά χωρία: Β΄ Προς Θεσσαλονικείς 1: 8-9 «εν πυρί φλο­γός, δι­δόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγ­γε­λίω του Κυρίου ημών Ιη­σού Χριστού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προ­σώ­που του Κυρί­ου και από της δόξης της ισχύος αυτού,», Προς Εβραίους 10: 27 «φο­βε­ρά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζή­λος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναν­τίους.» και 10: 31 «φοβερόν το εμπεσείν εις χεί­ρας Θε­ού ζώντος.», και αμέτρητα άλλα τέτοια που απαντώνται στα λόγια όλων και του Ιησού συμπεριλαμβανομένου...! Λοιπόν και ‘σεις αγαπητοί ανα­γνώστες μελετήσετε, κρίνε­τε και καταγ­γείλετε.

 

Διδάκτωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος,

Καθηγητής Μαθηματικών

Ερευνητής Βιβλικών και Χριστιανικών ζητημάτων,

Ιανουάριος 2008

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΓΙΑ­ΤΙ Ο ΘΕ­ΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ­ΣΟ ΣΚΛΗ­ΡΟΣ

ΣΤΙΣ ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΦΙ­ΔΙΑ

 

Άρ­θρο του Clarence Darrow [7], του έτους 1929

 

 

[Υποσημείωση 7: O Clarence Darrow, 1857-1938, ήταν Α­με­ρι­κα­νός δι­κη­γό­ρος, λέ­κτο­ρας συγ­γρα­φέ­ας και μέγας σκε­πτικιστής. Έγινε πολύ διάσημος λόγω των πολιτικών και θρησκευτικών τοποθε­τή­σε­ών του και λόγω του Νόμου της μαϊμούς (Monkey Law) και της σχετικής δίκης. Ο Νόμος αυτός ή­ταν ο Νό­μος της Πο­λι­τεί­ας Tennessee που απα­γό­ρευε τη δι­δα­σκα­λία της Θε­ω­ρί­ας της Εξε­λί­ξε­ως του Charles Darwin και άλ­λων σε όλα τα σχο­λεία της εν λό­γω πο­λι­τεί­ας. Ο Νό­μος αυτός προ­σε­βλή­θη από τον κα­θη­γη­τή γυ­μνα­σί­ου-λυ­κεί­ου John Tho­mas Scopes, ο οποίος ήταν δάσκαλος της βιο­λο­γίας και προπονητής της ομάδας αμερικανικού football του σχολείου της μικρής πόλης Dayton. Ο Scopes επίτηδες ισχυρίστηκε ότι δί­δα­ξε τη θε­ω­­ρία της εξε­λί­ξε­ως στο σχο­λείο του, πα­ρά τη ρη­τή απα­γό­ρευ­ση του Νό­μου. Στο δι­κα­στή­ριο, τον Ιού­λιο του 1925, κύ­ριος ενά­γων και υπε­ρα­σπι­στής του Νό­μου ήταν ο πο­λι­τι­κός των Δημο­κρα­τι­κών (τρεις φορές υποψήφιος για την προεδρία, αλλά αποτυ­χών) Wil­l­iam Jen­nings Bryan. Οι λόγοι του ήταν, ως συ­νή­θως, ψη­φο­θη­ρι­κοί αφού η αδα­ής και θρη­σκό­λη­πτη πλειοψη­φία του λα­ού ήταν υπέρ του Νό­μου, αλλά ήταν και θρη­σκολη­πτι­κοί καθώς διακα­τείχετο από ατυ­χείς θρησκευτικές και αν­τιεπιστημονικές αντιλήψεις. Εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ έβρα­ζαν από θρησκευτικές διαμά­χες και φανα­τισμό, πράγμα που ισχύει και σήμερα. Υπε­­ρα­σπι­στής του κα­τη­­γο­ρου­μέ­νου ήταν ο πασίγνω­στος, φι­λε­λεύ­θε­ρος, σκεπτικιστής δι­κη­γό­ρος Clarence Darrow. Εκεί βρή­κε την ευ­καιρία να γελοι­ο­ποιήσει τον Bryan και τις πίστεις του. Για τα προσχήματα όμως, ο Scopes κρί­θη­κε ένο­χος από το δι­κα­στή­ριο και τι­μωρή­θη­κε με ένα ευ­τε­λές χρη­μα­τι­κό πρό­στιμο. Η κα­τα­δί­κη του τελικά αν­τε­στρά­φη δύο χρόνια αρ­γό­τε­ρα κατά την έφεση, ένεκα τε­χνι­κών λό­γων όπως προ­φα­σί­στη­καν. Ο Νόμος μετά απ’ αυτά τα γε­γο­νό­τα τέθηκε στο περιθώριο. (Ο Bryan συμπτωμα­τικώς απέ­θα­νε μια εβδο­μά­δα με­τά τη δί­κη. Όπως είπαν μερικοί σκεπτικιστές, ο Θεός έριξε ένα βέλος για να σκοτώσει τον Dar­row αλλά αστόχησε και σκό­τωσε τον Bryan.). Η δί­κη αυ­τή έμει­νε στα χρο­νι­κά των ΗΠΑ, όπως και στα παγ­κόσμια χρονικά, υπό τον τί­τλο Monkey Trial (Η Δί­κη της Mαϊμούς). Το κανάλι PBS της αμερι­κανικής τηλεόρασης έχει κυ­κλοφορήσει και μία τηλεοπτική ταινία με τίτλο “Monkey Trial”. (Μή­πως αυ­τή η ιστο­ρία σας θυ­μί­ζει άλ­λες πα­ρό­μοιες;).]

 

          Τε­λευ­ταία έχω διε­ρω­τη­θεί αρκε­τά γύρω από μια θε­ο­λο­γι­κή ερώ­τη­ση που ίσως εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποιος ανα­γνώ­στης να απα­ντή­σει. Ίσως κά­ποιος άλ­λος να έχει βρει το μπε­λά του μ’ αυ­τήν πρω­τύτε­ρα, αλ­λά εγώ δεν έχω δει αυτό το θέ­μα πο­τέ γραμ­μέ­νο και εί­ναι δυ­να­τό να εί­ναι κα­θα­ρά δι­κή μου ανα­κάλυψη. Εί­ναι φυ­σι­κό ότι, εν­δια­φέ­ρο­μαι πά­ρα πο­λύ για τη θρη­σκεία και έχω με­λε­τή­σει κα­λά την Γέ­νε­σιν, όπως κά­θε ένας οφεί­λει να το κά­νει. Το πώς προ­ήλ­θε το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, για να μη μι­λή­σου­με για τη Γη, κα­θί­στα­ται πολύ απλό ερώ­τη­μα στο θε­ό­πνευ­στο βιβλί­ο.

Όταν ο Θε­ός εποί­η­σε τον Αδάμ κα­τά τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο που μπο­ρού­σε, με­τά ανα­κά­λυ­ψε ότι ο Αδάμ ήταν μό­νος, και γι’ αυ­τό έφτια­ξε την Εύα για να του κά­νει πα­ρέ­α. Με­τά πλέ­ον δεν ήταν πο­τέ ξα­νά μο­να­χός του. Ο Θε­ός επί­σης δη­μιούρ­γη­σε όλα τα εί­δη των φυ­τών και των ζώ­ων, και ανά­με­σα σ’ όλα τα ζώα έφτια­ξε «τον όφιν» (το φί­δι), και εί­τε ο Θε­ός εί­τε ο γραμ­μα­τέ­ας του ή κά­ποιος άλ­λος, εί­πε ότι το φί­δι ήταν το «ε­φυέ­στε­ρον» από όλα τα ζώα του αγρού. Εν­νο­εί­ται πως αν εξαι­ρέ­σουμε αυ­τή την ιστο­ρι­ού­λα, με με­γά­λη δυ­σκο­λία θα πί­στευα ότι το φί­δι ήταν το πιο έξυ­πνο από τα ζώ­α. Του­λά­χι­στον δεν έχει το μυα­λό που πολ­λά άλ­λα ζώα διαθέ­τουν. Παρ’ όλα ταύ­τα, αυ­τό δεν εί­ναι το ση­μείο που με απασχολεί. Ο Θε­ός έβα­λε τον Αδάμ και την Εύα στον κή­πο και τους έδω­σε δι­καί­ω­μα να τρώ­νε τα πά­ντα εκτός από τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως. Αυ­τό μου φαί­νε­ται αρκε­τά εύ­λο­γο, αφού οι εκλεγ­μέ­νοι πρά­κτο­ρες του Θε­ού εδώ στη Γη εί­ναι πάν­το­τε απασχο­λη­μέ­νοι με το να εμπο­δί­ζουν τον κό­σμο από το να φά­γει αυ­τό τον καρπό. Σ’ αυ­τή την προ­σπά­θεια έχουν κα­τα­πλη­κτι­κή επι­τυ­χί­α. Αλ­λά αυ­τό όπως και πριν δεν εί­ναι το κύ­ριο ση­μεί­ο. Μια μέ­ρα το φί­δι ήλ­θε στην Εύα και της εί­πε κά­τι για να φά­ει αυ­τό τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Εκεί λοι­πόν η Εύα εί­πε στο φίδι —η γλώσ­σα στην οποία συ­νο­μί­λη­σαν δεν έχει κα­τα­γρα­φεί— ότι ο Θε­ός της εί­χε πει, ή του­λά­χι­στον τον εί­χε ακού­σει αφού απ’ αυ­τόν προ­ήλ­θε: «Ε­σείς δεν θα φά­τε απ’ αυ­τόν ού­τε θα τον αγ­γί­ξε­τε για να μην απο­θάνετε.». Και τό­τε λοι­πόν το φί­δι λέ­γει ότι ακό­μα και αν έτρω­γε δεν θα απέθνησκε. Ού­τε αυτό με εν­δια­φέρει. Ποιος έχει δί­κιο θα το αφή­σω με­τα­ξύ του Θε­ού και του φιδιού. Αλ­λά, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ο Αδάμ και η Εύα άκου­σαν τη φω­νή του Θε­ού που περι­πα­τού­τε μέ­σα στον κή­πο κα­τά το δει­λι­νό εκεί­νης της ημέ­ρας και κρύ­φτηκαν ανά­με­σα στα δέ­νδρα. Και ο Θε­ός μί­λη­σε στον Αδάμ και τους ρώ­τη­σε για­τί έφυ­γαν να κρυ­φτούν, και ο Αδάμ απά­ντη­σε επειδή ήταν γυμνοί. Σ’ αυ­τό το ση­μείο ο Θε­ός εί­χε ένα προ­αί­σθη­μα ότι δεν θα είχαν ανα­κα­λύ­ψει πως ήταν γυ­μνοί εάν δεν εί­χαν φά­γει τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Ο Θε­ός ρώ­τη­σε τον Αδάμ για­τί τον έ­φαγε. Και ο Αδάμ έρι­ξε όλο το βά­ρος στην Εύα που τον δε­λέ­α­σε. Και όταν ο Θε­ός μί­λη­σε στην Εύα γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα, εκεί­νη έρι­ξε όλες τις ευ­θύ­νες στο φί­δι. Έτσι δεν έμει­νε τί­πο­τα για τον Θεό πα­ρά να αναγ­γεί­λει κα­τα­δί­κη, και αρ­χί­ζο­ντας από το φί­δι του λέ­γει: «Εί­σαι κα­τα­ρα­μέ­νο πά­νω από όλα τα ζώα και πά­νω από κά­θε θη­ρίο του αγρού. Πά­νω στην κοι­λιά σου θα προ­χω­ράς και χώ­μα θα τρως όλες τις μέ­ρες της ζω­ής σου. Και θα βάλ­λω εχ­θρό­τη­τα ανά­με­σα σε σέ­να και την γυ­ναί­κα, και ανά­με­σα στο σπέρ­μα σου και το δι­κό της σπέρ­μα. Αυ­τό θα σου συ­ντρί­βει την κε­φα­λή και συ θα του δα­γ­κώ­νεις [8] τη φτέρ­να». Θα ήταν πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θου­με πως το φί­δι προχω­ρού­σε πριν από αυ­τή την κα­τά­ρα, αλ­λά δεν υπάρ­χει τί­πο­τα γι’ αυ­τό μέ­σα στη Γέ­νε­σιν ή κα­νέ­να άλ­λο μέ­ρος του αγί­ου βι­βλί­ου. Θα ήταν επί­σης πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θου­με πως το φί­δι με­τά απ’ αυ­τή τη στιγ­μή τα κα­τά­φε­ρε να ζει τρώ­γο­ντας χώ­μα, αλ­λά ού­τε κι’ αυ­τό έχει πο­τέ εξη­γη­θεί, μέ­χρις ότου οι φυ­σιο­δί­φες ανα­κά­λυ­ψαν ότι έτρω­γε άλ­λες τρο­φές.

 

[Υποσημείωση 8: Προσέξετε τους εξακολουθητικούς τύπους των μελλόντων χρόνων των ρημάτων. Δεν είναι χρόνοι στιγμιαίοι όπως τους παραφράζουν οι διάφορες χριστιανικές μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης διά να εξυπη­ρε­τήσουν δήθεν χριστιανικές προφητείες και την πρώτη αναγγελία περί του Μεσσία Χριστού. Βλέπετε στους εβδομήκοντα(δύο) και γενικώς στην αρχαία ελληνική γλώσσα ο στιγμιαίος και ο εξακο­λου­θη­τι­κός μέλλων έχουν τον ίδιο τύπο και έτσι οι χριστιανοί διάλεξαν αυτόν που τους βόλευε. Στις Εβραϊκές γραφές όμως έχομε χρόνους συνεχείας.]

 

Με­τά την αναγ­γε­λία της κα­τα­δί­κης πά­νω στο ερ­πε­τό, ο Θε­ός γύ­ρι­σε στην Εύα και εί­πε: «Θα πολ­λα­πλα­σιά­σω σε με­γά­λο πλή­θος τις λύ­πες σου, τις θλί­ψεις σου και τους στε­ναγ­μούς σου. Με πό­νους θα γεν­νάς τα παι­διά σου, θα εξαρ­τάσαι πά­ντο­τε από τον άν­δρα σου και η επι­θυ­μία σου θα εί­ναι του αν­δρός σου και αυ­τός θα εί­ναι ο κύ­ριος σου.».

Όταν πλη­σί­α­σε τον Αδάμ του εί­πε: «Ε­πει­δή άκου­σες την κα­κή συμ­βου­λή της γυ­ναί­κας σου και έφα­γες από τον καρ­πό του δέν­δρου, από το οποίο και μό­νον σου έδω­σα εντο­λή να μην φας, κα­τα­ρα­μέ­νη θα εί­ναι η γη με τα έρ­γα σου. Με λύ­πες και κό­πους θα κερ­δί­ζεις την τρο­φή σου από τη γη όλες τις μέ­ρες τις ζω­ής σου. Αγκά­θια και τρι­βό­λια θα σου φυ­τρώ­νει η γη και θα τρέ­φε­σαι με τα χόρ­τα του αγρού. Σε όλο το διά­στη­μα της ζω­ής σου με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου θα τρως το ψω­μί σου, μέ­χρις ότου απο­θά­νεις και το σώ­μα σου επι­στρέ­ψει στη γη από την οποί­αν έχεις πλα­σθεί. Διό­τι χώ­μα εί­ναι το σώ­μα σου και στο χώ­μα θα κα­τα­λή­ξει και χώ­μα θα γί­νει.».

          Το χω­ρίο εί­ναι λί­γο ασα­φές ως προς το λό­γο για τον οποί­ον ο Αδάμ έγι­νε καταρα­μένος. Επει­δή άκου­σε τη γυ­ναί­κα του ή επει­δή έφα­γε τον καρ­πό; Αλ­λά και αυ­τό δεν αξί­ζει να συ­ζη­τηθεί διε­ξοδικώς. Ένε­κα αυ­τής της φο­βε­ρής θε­ο­λο­γι­κής αμαρ­τί­ας του φα­γώ­ματος του καρ­πού του δέν­δρου της γνώ­σε­ως, όλοι οι άν­θρω­ποι από κει και πέ­ρα εγεννήθηκαν με το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα και μέ­σα στην αθλιό­τη­τα και προ­ορί­σθη­καν για τη φλε­γό­με­νη κό­λα­ση αιω­νί­ως. Για πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες δια­βά­στε το βι­βλίο West­minster Catechism [9] ή οποια­δή­πο­τε άλ­λη ορ­θό­δο­ξη εγκε­κρι­μέ­νη πη­γή (κα­τηχήσεως).

 

[Υποσημείωση 9: Westminster Catechism: Εί­ναι η κα­τή­χη­ση που προ­σφέ­ρει στους νε­ο­φωτί­στους της η Πρε­σβυ­τε­ρια­νή Εκ­κλη­σί­α. Πρό­κει­ται για ένα με­γά­λο συγ­γρα­φικό έρ­γο που πε­ριέ­χει όλα όσα δι­δά­σκουν οι Πρε­σβυ­τε­ρια­νοί στα κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεία τους. (Α­πο­τε­λούν και αυ­τοί μια από τις χι­λιά­δες αι­ρέ­σεις της μό­νης αλη­θι­νής θρη­σκεί­ας, του Χρι­στια­νι­σμού!...). Οι Ορθόδοξοι έχουν τις δικές τους κατηχήσεις, κ.ο.κ.]

 

          Κα­θέ­νας με αί­σθη­ση δι­καιο­σύ­νης ίσως να έλε­γε ότι ο Αδάμ και η Εύα και το φί­δι έλα­βαν ότι τους άξι­ζε. Ότι η τι­μω­ρία δεν επήκει­το μό­νο για τον Αδάμ και την Εύα και το φί­δι, αλ­λά και για όλους τους «α­πο­γό­νους και κλη­ρο­νό­μους των» μέ­χρι της συ­ντε­λεί­ας του χρό­νου. Προ­φα­νώς όμως ο Θε­ός μα­λά­κω­σε λι­γάκι, και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό για να σταυ­ρω­θεί έτσι ώστε οι άν­θρω­ποι να ανα­κου­φι­στούν από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως και να ει­σέλ­θουν στη χα­ρού­μενη κα­τά­στα­ση της αιω­νί­ας ευ­λο­γί­ας υπό τον μό­νο και απλόν όρο ότι θα πι­στεύουν αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Σί­γου­ρα τί­πο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πιο δε­κτό απ’ αυ­τό, και δεν θα πε­ρί­με­νε κα­νείς κα­μιά με­γα­λύ­τε­ρη αμοι­βή σε φτη­νό­τερη τι­μή. Αλ­λά αυ­τό δεν εί­ναι έτσι.

          Να τι εί­ναι αυ­τό που με ενοχλεί. Επει­δή λοι­πόν ο Μέ­γας Ιε­χω­βάς μα­λά­κω­σε και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό να απο­θά­νει στο σταυ­ρό, όλοι εμείς σω­θή­κα­με από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως εκτός εάν εί­μα­στε τό­σο αμαρ­τω­λοί και διε­φθαρ­μέ­νοι που να μην πι­στεύ­ου­με αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Αλ­λά τί τρέχει με την Εύα και το φί­δι; Οι θυ­γα­τέ­ρες της Εύ­ας ακό­μα φέ­ρουν την κα­τά­ρα και κά­θε μω­ρό που γεν­νιέ­ται από τό­τε [α­κό­μη και με­τά τον σταυ­ρι­κό θά­να­το του υιού του Θε­ού] έρ­χε­ται στον κό­σμο με πό­νους και τα­λαι­πω­ρί­ες της μά­νας του, και όλα αυ­τά ένε­κα της κα­τά­ρας που απο­δό­θη­κε στην αρ­χι­κή μη­τέ­ρα του αν­θρω­πί­νου γέ­νους.

          Και με το φί­δι τί έγι­νε; Για­τί ο Θε­ός δεν έδω­σε στην Εύα και στο φί­δι μια ευκαι­ρία όταν ακό­μα ασχο­λιό­ταν με αυ­τά τα πράγ­μα­τα και εί­χε μα­λα­κώ­σει η καρδιά του; Για­τί πρέ­πει όλα τα μι­κρά φι­δά­κια που έρ­χο­νται στον κό­σμο, αιωνί­ως να εί­ναι ανα­γκα­σμέ­να να προ­χω­ρούν πά­νω στις κοι­λιές τους αντί να περπα­τούν πά­νω στις ου­ρές τους όπως πι­θα­νόν να έκα­ναν πριν από την κα­τά­ρα; Για­τί άρα­γε πρέ­πει ακό­μα το σπέρ­μα της γυ­ναί­κας [οι από­γο­νοί της] να συ­ντρί­βει τις κε­φα­λές ή τα στό­μα­τα των φι­διών με πέ­τρες ή άλ­λα αντι­κεί­με­να;

 

          Ε­άν κα­νείς ήθε­λε να κα­θο­ρί­σει τα κί­νη­τρα του Θε­ού όπως κα­θέ­νας θα έκα­νε σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, θα έλε­γε ότι κά­ποιο γρα­νά­ζι του Θε­ού ξε­γλί­στρη­σε ή ότι ο Θε­ός έχει κά­ποια ιδιαί­τε­ρη έχθρα ενα­ντί­ον των γυ­ναι­κών και των φι­διών.

 

Ο μεταφραστής

Διδάκτωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος

Καθηγητής Μαθηματικών

Ερευνητής Βιβλικών και Χριστιανικών ζητημάτων

 

 

Google

 

 

Copyright © 2007. Ιωάννης Ρούσσος.

Sponsored by Γιάννης Φραγκούλης.

http://www.oocities.org/epsilonband