ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ


ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΙΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΚΑΙ Ο 'ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΛΟΙΩΝ' (ISM CODE)

"Δεν κληρονομήσαμε τη γη από τους γονείς μας,
τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας"

(Γνωμικό της Κένυας)

Γιάννης Ν. Κωστάρας

πτυχιούχος Πληροφορικής
πανεπιστημίου Αθηνών
MA in Management Studies

University of Essex

Εισαγωγή

Η μόλυνση είναι το τίμημα για την πρόοδο η οποία έχει οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια βιολογική φθορά και παρακμή. Ο κ. Harald Agerley, πρόεδρος μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εταιρείες της Δανίας, του οποίου η εταιρεία έκανε πολλές επενδύσεις στον καθαρισμό των απορριμάτων, τη μείωση της μόλυνσης, την ανακύκλωση του νερού κλπ., σημειώνει τη σημασία για "πρασινότερες" στρατηγικές στις επιχειρήσεις, αλλά επίσης πιστεύει ότι αυτό δεν επαρκεί (Alvesson & Willmott, 1996:200). Κατά την κρίση του κ. Agerley, η ιδέα ότι οι εταιρείες θα έπρεπε να αναδομήσουν την πολιτική τους για να γίνουν ηθικότερες και οικολογικότερες, τα οποία πολλοί θεωρούν απαραίτητα για να ανταγωνίζονται με επιτυχία, είναι δελεαστικό αλλά εσχάτως και ουτοπικό. Για να επιτευχθεί ουσιαστική αλλαγή, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μεσολαβήσουν για να αναμορφώσουν την πρακτική των επιχειρήσεων μέσω νoμοθεσίας, με το π.χ. να πιέσουν τις εταιρίες να παρέχουν πληροφορίες για τις οικολογικές συνέπειες των προϊόντων τους, φορολογώντας την κατανάλωση της ενέργειας και των πρώτων υλών που δεν υπάρχουν σε αφθονία, και απαιτώντας από τις εταιρείες να ξεφορτώνονται οι ίδιες τα προϊόντα τους όταν τελειώσει η χρήση τους. Η πρόκληση για κάθε βιομηχανία θα είναι να μιμείται τη φύση, επαναχρησιμοποιώντας και ανακυκλώνοντας κάθε υπόλειμμα (Bateson, 1972; Naess & Rothenberg, 1990; Shrivastava, 1995; Worldwatch Institute, 1996).

Ο Διεθνής Κώδικας Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (ή Κώδικας ISM - International Safety Management Code) είναι η πρώτη παγκόσμια νομοθεσία, η οποία ασχολείται με την πρόληψη της μόλυνσης και η οποία εφαρμόζεται σε μια βιομηχανία, αυτή της ναυτιλίας (LSM, 1994). Με άλλα λόγια, η βιομηχανία της ναυτιλίας είναι η πρώτη στην οποία μια παγκόσμια νομοθεσία, που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, τίθεται σε εφαρμογή από την 1η Ιουλίου 1998. Οι αλλαγές που επιφέρει ο Κώδικας στις ναυτιλιακές εταιρείες είναι το κύριο θέμα αυτής της εργασίας. Ερευνά και προσπαθεί να εξηγήσει την αντίδραση των ναυτιλιακών εταιρειών σε αυτόν το νέο παγκόσμιο νόμο.

Για τη διεκπεραίωση της εμπειρικού μέρους της μελέτης χρησιμοποιήθηκε μιας "μέσης κλίμακας" προσέγγιση (Laughlin, 1995) σύμφωνα με την οποία ένας θεωρητικός σκελετός χρησιμοποιείται για να δομήσει τα εμπειρικά δεδομένα, τα δε δεδομένα που συλλέγονται, με τη σειρά τους, χρησιμοποιούνται για να εμπλουτίσουν το θεωρητικό μοντέλο (Broadbent, 1992).

Η μελέτη ερευνά τα ακόλουθα θέματα:

  1. Αρχικές εμπειρίες και αποτελέσματα του Κώδικα ISM στη ναυτιλιακή βιομηχανία και εκτίμηση των αλλαγών που επέφερε,
  2. Να ερευνήσει το βαθμό στον οποίο τα μέλη των ναυτιλιακών εταιρειών έχουν αναπτύξει μια περιβαλλοντική συνείδηση και η συνεισφορά του Κώδικα σ' αυτό, και
  3. Είναι εφικτή μια "βιώσιμη ναυτιλία";

Θαλάσσια μόλυνση

Καίτοι η θαλάσσια μόλυνση δεν είναι κάτι το καινούργιο, μόλις πρόσφατα έχει προσελκύσει την κοινή γνώμη. Αυτή η ευαισθησία του κοινού δημιουργήθηκε μόλις το 1967 από την εκτεταμένη κάλυψη από τα Μ.Μ.Ε. του ατυχήματος του πολύ μεγάλου πετρελαιοφόρου Torrey Canyon.

H θαλάσσια μόλυνση, και γενικότερα η μόλυνση του περιβάλλοντος, έχει τις ρίζες της στους αρχαίους Έλληνες (Αγαπητίδης, 1986, Γαλάτη, 1993). Μάλιστα, πολλές από τις σημερινές νομοθεσίες και κανονισμούς έχουν προέλθει κατευθείαν από τους αντίστοιχους της ιστορίας. Π.χ. η έννοια της τεχνητής αλλαγής κλίματος έχει προέλθει από τις γραφές του Θεόφραστου και αποτέλεσε τη βάση για τις πρώτες πολιτικές προστασίας των δασών από τις Βρεττανικές αποικίες (Angell κ.ά., 1990; Huge, 1990).

Η προστασία της θάλασσας ήταν πρωταρχικής σημασίας στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι είχαν διαμορφώσει περιβαλλοντική συνείδηση και είχαν θεσπίσει μέτρα με τρεις θαλάσσιες θεότητες για την προστασία του (Κωστάρας, 1990):

  • η Ακταία, προστάτευε τις ακτές από τα ναυάγια και τα απορρίματα των πλοίων που μεταφέρονταν με τα κύματα,
  • η Αλκίππη, προστάτευε τον θαλάσσιο πυθμένα, και
  • η Ασίνηα, επέβλεπε τα πλοία. Στους καπετάνιους που ακολουθούσαν τους κανονισμούς και προστάτευαν τον πυθμένα και τις ακτές απονέμονταν η "Ασίνηος λίθος". Σύμφωνα με τους "Ασίνηους νόμους" εκείνοι που ρύπαιναν τις ακτές και τον θαλάσσιο πυθμένα τιμωρούνταν με εξάμηνη απαγόρευση απόπλου και υποχρεωνόντουσαν να καθαρίσουν την περιοχή από τις ρυπογόνες ουσίες. Η ίδια νομοθεσία υπάρχει και σήμερα, γνωστή ως "όποιος μολύνει πληρώνει".

  •  
Επίσης, στις εισόδους των λιμανιών έστηναν μαρμάρινες στήλες με την επιγραφή "ΑΛΟΝ ΣΕΒΟΥ", δηλ. να σέβεσαι τη θάλασσα (Πασπαλιάρη, 1993).
Σύμφωνα με τη GESAMP, την Ομάδα των Εμπειρογνωμώνων πάνω στις Επιστημονικές Απόψεις της Θαλάσσιας Μόλυνσης, η ναυτιλία είναι υπεύθυνη μόνο για το 12% της θαλάσσιας ρύπανσης (GESAMP, 1991; IMO, 1997; Lean & Hinrischen, 1992; Seager, 1990; UNEP, 1992). Το μεγαλύτερο ποσοστό μόλυνσης πηγάζει από τη στεριά και φθάνει στη θάλασσα μέσω των ποταμών, της ατμόσφαιρας κλπ. Μάλιστα, αυτό το γεγονός αντιλήφθηκε μόλις το 1980 και γι' αυτό το λόγο δεν υπάρχουν ακόμα αυστηροί διεθνείς νόμοι για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των αποβλήτων που οφείλεται στις βιομηχανίες της στεριάς (Μητσάτσος, 1991; UNEP, 1992).
     

Το συνολικό ποσό πετρελαίου που μεταφέρεται καθημερινά από τα λιμάνια των παραγωγών χωρών στις χώρες κατανάλωσης, εκτιμάται ότι ξεπερνάει τους 100 εκατομμύρια τόνους (Griffin, 1994). Το συνολικό ποσό πετρελαίου που απορρίπτεται στη θάλασσα κυμαίνεται μεταξύ 600 χιλιάδων και 3.2 εκατομμυρίων τόνων κάθε χρόνο (Clark, 1992:28; Domovic, 1996; Griffin, 1994; Robinson, 1993:314; Simpson, 1990:114; WECD, 1987).

Παρόλο που η ποσότητα πετρελαίου που μεταφέρεται δια θαλάσσης έχει αυξηθεί, το συνολικό ποσό πετρελαίου που εισέρχεται στη θάλασσα από πλοία έχει περικοπεί κατά 60% από το 1981 (IMO, 1990). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, από την παραπάνω ποσότητα, πάνω από το 60% οφείλεταιστις λειτουργικές διαδικασίες των πλοίων (π.χ. από νερά μολυσμένα με πετρέλαιο που χύνονται στη θάλασσα από τις μηχανές όλων των πλοίων), και μόλις το 20% από ατυχήματα πετρελαιοφόρων. Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη δεξαμενών υποδοχής καταλοίπων στα λιμάνια που να δέχονται τα λύματα των πλοίων (HELMEPA, 1995a, 1995c; Λως, 1990, 1991; Focus on IMO, 1995). Σε όσα λιμάνια υπάρχουν τέτοιες ευκολίες υποδοχής, οι κυβερνήσεις τους χρεώνουν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη χρήση τους. Έτσι, πολλά πλοία προτιμούν να ρίχνουν τα πετρελαιώδη κατάλοιπά τους στη θάλασσα παράνομα ρισκάροντας να συλληφθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η "ειδική περιοχή" της Μεσογείου, στην οποία σύμφωνα με το Παράρτημα V της διεθνούς σύμβασης MARPOL 73/78 κανένα πλοίο δεν επιτρέπεται να απορρίψει λύμματα και όπου η ύπαρξη εγκαταστάσεων υποδοχής καταλοίπων στα λιμάνια της είναι ανύπαρκτη. Έτσι, κάθε χρόνο χύνονται στη Μεσόγειο 635.000 τόννοι πετρελαίου, δηλ. 17 φορές περισσότερο από αυτό που έριξε το Exxon Valdez, 330.000 των οποίων προέρχονται απευθείας από τα πλοία (Κωστάρας, 1991; Σακελλαρίδης, 1990).

Πετρέλαιο μπορεί επίσης να εισέλθει στη θάλασσα από δεξαμενές έρματος (ballasting), δεξαμενές καυσίμων, πετρέλευση και λειτουργίες πλυσίματος δεξαμενών πετρελαίου, νερά με πετρελαιώδη κατάλοιπα και σεντινόνερα από το τμήμα της μηχανής (Clark, 1992; Domovic, 1996:7-8; Focus on IMO, 1996; Griffin, 1994; HELMEPA, 1995a; Ullring, 1996). Για να καταπολεμηθούν αυτές οι αιτίες ρύπανσης, ο ΔΝΟ εισήγαγε την σύμβαση MARPOL 73/78 (τη διεθνή σύμβαση για τη πρόληψη κατά της θαλάσσιας ρύπανσης από τα πλοία το 1973, όπως τροποποιήθηκε το 1978), με την οποία συνιστά την εισαγωγή καθαρών ή διαχωρισμένων δεξαμενών έρματος στα πετρελαιοφόρα, ή τη μέθοδο της φόρτωσης στην κορυφή (load on top -LOT) καθώς και τη χρήση ειδικού εξοπλισμού για να διαχωρίζει το πετρέλαιο από το νερό προτού το τελευταίο αποθετηθεί στη θάλασσα.
 

Προς μια "βιώσιμη ναυτιλία"

Η αναφορά της κυρίας Brundtland (γνωστή ως το "Κοινό μέλλον μας" - WECD, 1987), η οποία συστάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη για να εξετάσει μακροπρόθεσμες στρατηγικές για το περιβάλλον, κατέληξε στην ανάγκη για ριζικές αλλαγές σ' όλο τον κόσμο για να επιτευχθεί μια ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Για να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη, τρία θέματα χρειάζεται να απευθυνθούν στην κοινωνία (Welford, 1995:8; 1996:4; Ullring, 1996:5):
  • Το περιβάλλον (ολοκλήρωση της οικονομίας με το περιβάλλον): δεν πρέπει να φερόμαστε στο περιβάλλον σαν να είναι ένα ελεύθερο και ατέλειωτο αγαθό αλλά πρέπει να εισαχθεί κι αυτό στο οικονομικό σύστημα, με τρόπο που η χρήση των πρώτων υλών να γίνεται όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά και να διατηρείται η φυσική αρχή της ζωής. Τα οικοσυστήματα θα πρέπει να προστατεύονται και κάθε εξαφάνιση χλωρίδας και πανίδας να αποφεύγεται.
  • Ισότητα: με τον όρο αυτό εννοούμε να εξαλειφθούν οι ανισότητες μεταξύ των χωρών του Πρώτου και του Τρίτου κόσμου, των εργαζομένων και των ανέργων κλπ. Έτσι θα φθάσουμε σε ισότητα ευκαιριών, κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία σε κάθε επίπεδο.
  • Μελλοντικότητα: η κοινωνία, οι επιχειρήσεις και κάθε άτομο θα πρέπει να υιοθετήσουν μακροπρόθεσμους ορίζοντες που να λαμβάνουν υπόψη τους και την επιβίωση των μελλοντικών γεννεών.
Παρόλ' αυτά υπάρχει αξιοσημείωτη διαφωνία για την ακριβή σημασία του όρου "βιώσιμη ανάπτυξη" και για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να φτάσουμε σ' αυτήν (Gray κ.ά., 1993:281; Gladwin κ.ά, 1995). Για την επιχείρηση ο όρος "βιώσιμη ανάπτυξη" ορίζεται ως "υιοθέτηση στρατηγικών και δραστηριοτήτων που να καλύπτουν τις ανάγκες της επιχείρησης και των πελατών της σήμερα ενώ παράλληλα προστατεύουν, διατηρούν και επαυξάνουν τα ανθρώπινα και φυσικά αποθέματα που θα χρειαστούν στο μέλλον". Μια "βιώσιμη ναυτιλία" θα μπορούσε να οριστεί με τον ίδιο τρόπο (Ullring,1996:28). Χρειαζόμαστε διάφορες στρατηγικές για να μεταφράσουμε την έννοια της "βιωσιμότητας" σε πιο πρακτικούς τρόπους για να την επιτύχουμε στο επίπεδο της επιχείρησης. Μια τέτοια πρώτη προσέγγιση είναι αυτή του όρου "οικολογική αποτελεσματικότητα" (Schmidheiny κ.ά., 1996). Ενώ ο όρος "βιώσιμη ανάπτυξη" αποτελεί στόχο ολόκληρης της κοινωνίας, ο όρος "οικολογική αποτελεσματικότητα" (eco-efficiency) αναφέρεται στους στόχους που πρέπει να βάλει μια επιχείρηση για να συνδυάσει την οικολογία με την οικονομία. Αυτός ο όρος σημαίνει "... αύξηση προστιθέμενης αξίας ενός προϊόντος με ταυτόχρονη μείωση της ρύπανσης και της χρήσης πρώτων υλών" (Ullring, 1996:28). Μια "οικολογικά αποτελεσματική" ναυτιλιακή επιχείρηση θα βασίζεται στο πράσινο πλοίο. "Αυτό είναι ένα πλοίο το οποίο κατά την κανονική λειτουργία του δεν μολύνει τη θάλασσα ή τον αέρα σε ένα βλαβερό ποσοστό, και το οποίο έχει ενσωματωμένα συστήματα προστασίας για την αποφυγή απόρριψης βλαβερών ουσιών στη θάλασσα σε περίπτωση ατυχήματος" (Ullring, 1996:28). Πέρα απ' αυτό απαιτείται κατάλληλη εκπαίδευση του πληρώματος (Μητσάτσος, 1991; Παπαχρηστίδης, 1991) καθώς και η καλλιέργεια οικολογικής συνείδησης (Vesilind κ.ά., 1990). Έχει ήδη ψηφισθεί από τον ΔΝΟ μια σύμβαση για την άρτια εκπαίδευση των πληρωμάτων σε κάθε χώρα μέλος του και απομένει να δούμε τα θετικά αποτελέσματα της εφαρμογής αυτής της σύμβασης (Focus on IMO, 1995, 1996).

    Ο Διεθνής Κώδικας Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων ISM

O ΔΝΟ (Focus on IMO, 1992, 1997a; Mankabady, 1984; Simmonds, 1994) έχει δημιουργήσει, από την αρχή της λειτουργίας του το 1959, έναν αριθμό από συμβάσεις για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τα πλοία, είτε αυτή οφείλεται στην κανονική λειτουργία τους είτε σε ατυχήματα. Οι πιο σημαντικές είναι: η διεθνής σύμβαση για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τα πλοία γνωστή ως MARPOL 73/78 (Focus on IMO, 1995, 1996, 1997b), και ο, πιο σύγχρονος, διεθνής κώδικας ασφαλούς διαχείρισης των πλοίων ή Κώδικας ISM.

O Κώδικας ISM (Brookes, 1996; ICS, 1996; ISM, 1995) είναι μια αλλαγή στη στάση μας απέναντι στο πρόβλημα της ρύπανσης από τα πλοία (LSM, 1994:13).

Στο παρελθόν, οποτεδήποτε συνέβαινε ένα ατύχημα το φταίξιμο έπεφτε πάντοτε στο πλοίο και οι προσπάθειες επικεντρώνονταν στη βελτίωση του σχεδιασμού των πλοίων, των συστημάτων του κλπ. ώστε να κάνουν το πλοίο ασφαλέστερο. Αυτός ήταν ο στόχος της σύμβασης MARPOL 73/78 και των τροποποιήσεών της, π.χ. με την εισαγωγή διπλών τοιχωμάτων σε όλα τα πετρελαιοφόρα μετά την προσάραξη τουExxon Valdez (το 1989). Παρόλ' αυτά, μετά την πανωλεθρία του The Herald of Free Enterprise και ακόμα πιο πρόσφατα του Estonia, η έμφαση μεταφέρθηκε από το πλοίο στους ανθρώπους που το επανδρώνουν και το διαχειρίζονται και ο Κώδικας ISM είναι μια αντανάκλαση αυτής της έμφασης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην αποφυγή ατυχημάτων την είχε αναγνωρίσει η HELMEPA ήδη από τις πρώτες ημέρες της λειτουργίας της, το 1982, ενώ αναγνωρίστηκαν πολύ αργότερα από τον ΔΝΟ (το 1989) και από την Αμερικανική Ακτοφυλακή (μόλις το 1995) (HELMEPA, 1995a). Ο Κώδικας ISM αναπτύχθηκε από τον ΔΝΟ ως μια απάντηση στις πιέσεις που δεχόταν από την κοινωνία σαν αποτέλεσμα της απώλειας ανθρώπινων ζωών και της μόλυνσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από ατυχήματα όπως αυτό του Exxon Valdez, του Braer, του Sea Empress, του The Herald of Free Enterprise, του Estonia κλπ. Ο σκοπός του Κώδικα είναι η παροχή ενός παγκόσμιου προτύπου για την ασφαλή διαχείρηση και λειτουργία των πλοίων και για την αποφυγή της ρύπανσης. Αντικειμενικοί στόχοι του είναι να επιτύχει ασφάλεια στη θάλασσα, αποφυγή ανθρώπινης βλάβης ή απώλειας ζωής και αποφυγή ζημιάς στο θαλάσσιο περιβάλλον και σε ξένη ιδιοκτησία (LR, 1995; ISM, 1995; ICS, 1996; Spruyt, 1994). "Ο κρυμμένος στόχος του πάντως είναι να ελαττώσει τα ανθρώπινα λάθη, τις πρόχειρες αποφάσεις, οι οποίες οδηγούν είτε έμμεσα είτε άμεσα σε απώλειες ή ρύπανση, και αυτό σκοπεύει να το πετύχει με την εφαρμογή διαβεβαίωσης ποιότητας και αρχές ασφαλούς διοίκησης" (LSM, 1994:13).

Ο Κώδικας ISM εισάγει τις ακόλουθες απαιτήσεις σε μια ναυτιλιακή εταιρεία: ένα Σύστημα Ασφαλούς Διοίκησης (SMS), την ύπαρξη πολιτικής της εταιρείας για θέματα ασφάλειας και μόλυνσης, ένα καθορισμένο πρόσωπο υπεύθυνο για θέματα ασφάλειας και εμπόδισης της μόλυνσης, τη δημιουργία σχεδίων εκτάκτου ανάγκης, συντήρησητων πλοίων, την εκπαίδευση του πληρώματος, και τέλος έλεγχο ότι το σύστημα δουλεύει σωστά (LR, 1995; ICS, 1996). Κάθε ναυτιλιακή εταιρεία θα πρέπει να αναπτύξει, υλοποιήσει και συντηρήσει ένα Σύστημα Ασφαλούς Διοίκησης των πλοίων της. Αυτό είναι ένα δομημένο και τεκμηριωμένο σύστημα που δίνει τη δυνατότητα στο προσωπικό της εταιρείας να υλοποιήσει την πολιτική ασφάλειας των πλοίων της και προστασίας του περιβάλλοντος. Πολύ σημαντική είναι η θέση του καθοριζόμενου προσώπου ο οποίος θα έχει και την ευθύνη της υλοποίησης αυτού του συστήματος. Το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο. Αυτό σημαίνει ότι αν το καθοριζόμενο πρόσωπο γνωρίζει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα θα θεωρηθεί ότι και όλη η εταιρεία γνωρίζει για το πρόβλημα. Έτσι, δικαιολογίες όπως "δεν είναι αρμοδιότητά μου" ή "... κανείς δεν μου 'χε πει τίποτα για το θέμα ..." (Crainer, 1993) δεν μπορούν πια να τις επικαλεστούν οι διάφοροι διευθυντές έπειτα από κάποιο ατύχημα. Η κυβέρνηση κάθε χώρας ή ένας οργανισμός που έχεικαθορίσει η κυβέρνηση μιας χώρας είναι υπεύθυνη για να επαληθεύει την συμμόρφωση της εταιρείας με τις απαιτήσεις του Κώδικα. Με έναν συστηματικό έλεγχο κάθε πέντε το πολύ χρόνια σε κάθε ναυτιλιακή εταιρεία και τύπο πλοίου κάθε ναυτιλιακής εταιρείας, η κάθε κυβέρνηση απονέμει διπλώματα συμμόρφωσης και ασφαλούς διοίκησης σε όσους περάσουν με επιτυχία τους ελέγχους. Πλοία που δεν διαθέτουν αυτά τα διπλώματα δεν θα επιτρέπεται να αποπλεύσουν μετά την 1η Ιουλίου 1998. Όπως είπε και ο Γενικός Γραμματέας του ΔΝΟ "θα απαιτήσει μια ουσιαστική αλλαγή στη στάση πολλών τομέων της βιομηχανίας της ναυτιλίας. Αλλά τα πλεονεκτήματα θα είναι τεράστια" (Focus on IMO, 1996:8). Σύμφωνα με το ICS (1996:6), η εγκατάσταση ενός Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (SMS) έχει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα για μια εταιρεία:

  • "μια βελτίωση στην συνείδηση ασφάλειας και στις ικανότητες διοίκησης του προσωπικού για ασφάλεια,
  • η δημιουργία μια κουλτούρας ασφάλειας που καλλιεργεί μια συνεχόμενη βελτίωση σε θέματα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος,
  • μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τη μεριά των πελατών,
  • βελτιωμένο ηθικό της εταιρείας".
Οικονομία χρημάτων και ευνοϊκά ασφάλιστρα θα έρθουν μακροπρόθεσμα. Αυτό κυρίως θα οφείλεται στις καινοτόμες λύσεις που θα αναγκαστούν να εισάγουν οι ναυτιλιακές εταιρείες ως απάντηση στην αυστηρή νομοθεσία (Porter & Linde, 1995).

Παρόλ' αυτά ο Κώδικας ISM πέφτει κι αυτός στις ίδιες κριτικές που έχουν γίνει για το BS7750, την "οικολογική διοίκηση" και την "Διοίκηση Ολικής Οικολογικής Ποιότητας" (Welford, 1995:75-6; 1996:53-4):

  • Δεν προσδιορίζονται βασικές απαιτήσεις οικολογικής απόδοσης.
  • Τα πρότυπα σχεδιάζονται για να επιβραβεύσουνε αποδοτικά συστήματα ασφαλούς διοίκησης πλοίων και συστήματα διοίκησης προστασίας του περιβάλλοντος αντί για αποδοτική ασφαλή διοίκηση πλοίων και διοίκηση προστασίας του περιβάλλοντος.
  • Επιπρόσθετα, ο έλεγχος που γίνεται εστιάζει στο σύστημα, τις διαδικασίες, την τεκμηρίωση και τη διοίκηση αντί για την πραγματική καταστροφή που γίνεται στο περιβάλλον (είναι δηλ. ανθρωποκεντρικός και όχι οικολογικο-κεντρικός). Τα διάφορα διπλώματα απλώς κρεμούνται στον τοίχο και ξεχνιούνται μέχρις ότου οι ελεγκτές να έρθουν πάλι.
  • Τέλος, τα συστήματα διοίκησης για το περιβάλλον δημιουργούν επιπρόσθετη γραφειοκρατία που επιφέρει ισχυρές κριτικές στο κατά πόσο τα διάφορα πλεονεκτήματα τους υπερτερούν του κόστους.
Μπορούμε να ταξινομήσουμε τους ελέγχους που μπορούν να γίνουν για την προστασία του περιβάλλοντος σε πέντε επίπεδα (Welford, 1996:243, Πίνακας, 14.1):
  • Επίπεδο 1: Έλεγχος συμμόρφωσης, όπου ελέγχεται αν η εταιρεία απλώς συμμορφώνεται με τους υπάρχοντες νόμους. Ο τρόπος εξέτασης είναι στατικός.
  • Επίπεδο 2: Έλεγχος συστημάτων. Πέραν των ελέγχων του επιπέδου 1 ελέγχονται και το σύστημα διοίκησης για την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και οι διάφοροι αυτοκαθοριζόμενοι στόχοι που έχει θέσει η εταιρεία. Και εδώ ο τρόπος εξέτασης είναι στατικός.
  • Επίπεδο 3: Περιβαλλοντικός έλεγχος. Επιπλέον των ελέγχων του προηγούμενου επιπέδου ελέγχονται και οι άμεσες επιδράσεις στο θαλάσσιο, εναέριο και στεριανό περιβάλλον, σχέδια για την αντιμετώπιση κινδύνου κλπ. Κι εδώ ο τρόπος εξέτασης είναι στατικός.
  • Επίπεδο 4: Οικολογικός έλεγχος. Αναγνώριση της σημασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Μέτρηση και των έμμεσων επιδράσεων πάνω του καθώς και πιο διαχρονικών συνεπειών. Τώρα ο έλεγχος εξέτασης είναι δυναμικός.
  • Επίπεδο 5: Έλεγχος για βιωσιμότητα. Ισότητα και μελλοντικότητα, ίσα δικαιώματα, θεώρηση γενικότερων κοινωνικών και ηθικών ζητημάτων, αντιμετώπιση του ολικού προβλήματος. Ο τρόπος εξέτασης είναι κι εδώ δυναμικός.
Ο Κώδικας ISM φαίνεται να βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο σε ότι αφορά τους ελέγχους που επιβάλλει, καλύπτοντας και κάποιες από τις απαιτήσεις του τρίτου επιπέδου. Αυτές οι κατηγορίες ελέγχου χρησιμοποιούν στατικούς τρόπους εξέτασης, δηλαδή επικεντρώνονται στις άμεσες και εύκολα μετρήσιμες επιδράσεις στο περιβάλλον, εξετάζουν αν το σύστημα και η εταιρεία υπακούουν στο νόμο και λαμβάνει χώρα περιοδικά κάθε πέντε περίπου χρόνια. Παρόλ' αυτά δεν υποχρεώνει μια εταιρεία να εξετάσει τις άμεσες συνέπειες στη θάλασσα, τον αέρα και τη στεριά που προέρχονται από τη λειτουργία των πλοίων της (Callenbach κ.ά., 1993). Αντιθέτως, ο οικολογικός έλεγχος ή ένας έλεγχος για βιωσιμότητα είναι πολύ πιο κατάλληλος για την εξέταση αυτών των συνεπειών. Σ' αυτούς τους ελέγχους ο τρόπος εξέτασης είναι δυναμικός, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνονται υπόψη ότι τα οικοσυστήματα δεν είναι στάσιμα αλλά μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, λαμβάνονται υπόψη τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της οικολογικής καταστροφήςκαι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στο θαλάσσιο περιβάλλον, οι επιδράσεις της επιχείρησης τόσο στις αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες, σήμερα και στο μέλλον. Αναφέρονται σε πιο ευρεία οικολογικά θέματα όπως την ανάγκη να εκτιμούμε όλα τα ζώντα πλάσματα, να προστατεύουμε την ποικιλομορφία της ζωής και να δίνουμε έμφαση στην ομαλή συμβίωση με τη φύση.

Τα συστήματα διοίκησης για το περιβάλλον δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι όποια επιχείρηση τα υιοθετήσει θα βρίσκεται στην "κόψη του ανταγωνισμού" καίτοι σιγά σιγά θα αποτελέσουν ένα μέσο επιβίωσης. Ο ΟΟΣΑ, στην Αναφορά του για τη Ναυτιλία 1996, υποστηρίζει ότι εκείνοι οι εφοπλιστές που χρησιμοποιούν τα καλύτερα συστήματα ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος στα πλοία τους μειονεκτούν κατά $7,500 τη μέρα για ένα πλοίο γενικού φορτίου 30,000 τόννων και με $9,500 τη μέρα για ένα 40,000 τόννων τάνκερ (Κεφάλας, 1997:42-43). Γι' αυτό το λόγο η αποτελεσματική εφαρμογή του Κώδικα θα είναι κρίσιμη για την επιτυχία του.

Η εμπειρική έρευνα

H εμπειρική έρευνα ήταν ποιοτικής μορφής, δηλ. ο ερευνητής ήρθε σε προσωπική επικοινωνία με τους υπεύθυνους ενός μικρού δείγματος εταιρειών για να συζητήσει εκτεταμένα μαζί τους τα παραπάνω θέματα. Το δείγμα περιελάμβανε συνολικά δέκα οργανισμούς στους οποίους πάρθηκαν συνεντεύξεις έντεκα ατόμων. Από τους δέκα αυτούς οργανισμούς, έξι ήταν ναυτιλιακές εταιρείες (πέντε από τις οποίες έχουν τα γραφεία τους στο Λονδίνο και μια στον Πειραιά), ένας ήταν ένα P. & I. Club, και οι άλλοι δυο ο ΔΝΟ και η HELMEPA (Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος) (HELMEPA, 1982). Ερωτήσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και τη σημασία του κώδικα ISM επεβλήθηκαν σε εφοπλιστές, σε διευθυντές, καπετάνιους ή τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα πρόσωπα. Τέλος, από τα έντεκα πρόσωπα που συμμετείχαν στην έρευνα, οκτώ ήταν Έλληνες και τρεις Εγγλέζοι.

Όλες οι ναυτιλιακές εταιρείες του δείγματος γνώριζαν τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος και πίστευαν ότι πρέπει να διατηρηθεί. Αυτό ίσως να οφείλεται στην επιτυχία των συμβάσεων MARPOL 73/78, τις επιτυχίες της HELMEPA (HELMEPA, 1995c) καθώς και πιέσεις της κοινής γνώμης ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Exxon Valdez. Αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη συμβεί αλλαγή στην κουλτούρα των εταιρειών, έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια περιβαλλοντική συνείδηση. Παρόλ' αυτά, τον καιρό που έλαβε χώρα η έρευνα (αρχές Μαϊου έως τέλη Ιουνίου 1997) καμιά από τις ναυτιλιακές εταιρείες δεν είχε τελειώσει με το Σύστημα Ασφαλούς Διοίκησης των πλοίων που επιβάλλει ο Κώδικας.

Ο βαθμός των αλλαγών που θα επιφέρει ο Κώδικας στις διάφορες ναυτιλιακές εταιρείες εξαρτάται από το υπάρχον σύστημα διοίκησης που κάθε ναυτιλιακή εταιρεία έχει ήδη εγκατεστημένο. Καλά οργανωμένες εταιρείες θα χρειαστούν λίγες τροποποιήσεις ενώ μικρές ή πρόχειρα οργανωμένες εταιρείες θα χρειαστούν πολλές αλλαγές για να μπορέσουν να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις του Κώδικα (UGS, 1995). Όσων αφορά, πάντως, τις Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, οι απαιτήσεις του Κώδικα δεν θ' αλλάξουν σημαντικά τον τρόπο που αυτές λειτουργούν (Μανός, 1996). Το σίγουρο πάντως είναι ότι καμία εταιρεία δεν θα μπορέσει να αποφύγει τις αλλαγές και παράλληλα να συνεχίσει να κάνει μπίζνες μετά την 1η Ιουλίου 1998 όπου ο Κώδικας θα είναι πλέον νόμος. Ο λόγος που η βιομηχανία της ναυτιλίας είναι η πρώτη από τις βιομηχανίες που εφαρμόζεται ένας παγκόσμιος νόμος που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος είναι ότι "ιστορικά, η ναυτιλία τιμωρείται εύκολα επειδή είναι μια βιομηχανία που επενδύει σε κεφάλαια με λίγους υπαλλήλους σε σύγκριση με τα κεφάλαια που διακινε.

Ο λόγος που οι ναυτιλιακές εταιρείες διστάζουν να υλοποιήσουν τον Κώδικα ISM οφείλεται στο μεγάλο επιπρόσθετο κόστος, χρόνο και προσπάθεια που απαιτείται για να βάλουν τα πάντα σε μια τάξη, όπως απαιτεί ο Κώδικας, τόσο στα γραφεία όσο και στα πλοία. Επιπλέον, κάθε νέα αλλαγή δημιουργείυποψίες, σκεπτικισμό και περιστασιακή επιθετικότητα μεταξύ του προσωπικού το οποίο έχει δουλέψει με επιτυχία με το παλιό σύστημα. Άλλοι λόγοι είναι:

  • φόβος για αλλαγή (ιδιαίτερα από το προσωπικό μεγαλύτερης ηλικίας)
  • έλλειψη εμπιστοσύνης στο ότι ο Κώδικας θα εφαρμοστεί ομοιόμορφα σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας
  • ανησυχία ότι οι ασφαλιστές, φορτωτές, ναυλωτές, ελεγκτές κλπ. θα χρησιμοποιήσουν τον Κώδικα ως δικαιολογία για να "τιμωρήσουν" τους πλοιοκτήτες άδικα
  • επιπρόσθετο κόστος για να υλοποιηθεί ένα σύστημα ασφαλούς διοίκησης.
Έτσι, οι περισσότεροι ανέβαλαν την υλοποίηση του Κώδικα μέχρις ότου υποχρεωθούν να το κάνουν. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι πέρα από τους θεσμούς υπάρχουν και οι δυνάμεις του ελεύθερου ανταγωνισμού που εμποδίζουν τις ναυτιλιακές εταιρείες στο να προχωρίσουν σε ριζικές αλλαγές που θα έβαζαν την προστασία του περιβάλλοντος σε πρώτη θέση πάνω από κάθε οικονομικό όφελος. Γι΄ αυτό το λόγο, ένας καλός τρόπος για να παρακάμψουμε αυτό το πρόβλημα και να πετύχουμε μακρόχρονη βελτίωση και προστασία της θάλασσας θα ήταν να δοθούν οικονομικά κίνητρα, όπως μειωμένο κόστος, σε όσες εταιρείες και πλοία προστατεύουν το περιβάλλον. Π.χ. το πράσινο βραβείο που απονέμεται από το λιμάνι του Ρόττερνταμ και παρέχει μειωμένα έξοδα λιμένος και άλλες εκπτώσεις, και μειωμένα έξοδα στα πλοία που έχουν ενσωματωμένα συστήματα που να περιορίζουν τις εκπομπές υδρογονανθράκων κατά τη φόρτωση/ εκφόρτωση από το λιμάνι Stute της Νορβηγίας είναι τέτοια παραδείγματα (Ullring, 1996:27). Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, απαιτείται μια ολική προσέγγιση του προβλήματος (Welford, 1995). Οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι διάφοροι επενδυτές βρίσκονται σε μια θέση κλειδί για να μπορέσουν να επιβάλλουν στις ναυτιλιακές εταιρείες πιο μακροπρόθεσμα οράματα και ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για ν' ανταγωνίζονται. Παρόλ' αυτά, το P. & I. Club του δείγματος δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με περιβαλλοντικά θέματα την εποχή που έγινε η έρευνα. Κι αυτό είναι ένα πολύ λυπηρό γεγονός καθώς μας δείχνει ότι στην πραγματικότητα έχουμε πολύ δρόμο ακόμα ώστε να πετύχουμε μια αυτο-κινούμενη και αυτο-δημιουργούμενη ναυτιλία που να μπορεί από μόνη της να προοδεύει σε περιβαλλοντικά θέματα.

Ένα "ομαλότερο" ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν θα υποχρέωνε τις εταιρείες να "κόβουν τις άκρες" σε ότι αφορά θέματα ασφαλείας και θαλάσσιας προστασίας για να καταφέρουν να κερδίσουν το ναύλο και να επιβιώσουν βραχυπρόθεσμα (Shah, 1996; Welford, 1995). Δεν υπήρξε ολική συμφωνία μεταξύ των ατόμων του δείγματος γι' αυτό το θέμα. Κάποιοι συμφώνησαν, οι περισσότεροι όμως πιστεύουν ότι μια ελεύθερη οικονομία συνδυασμένη με αυστηρούς νόμους, που να υποχρεώσουν τις μετριότητες να εγκαταλείψουν, μπορεί να είναι αποτελεσματική.

Οι ναυλωτές έχουν να παίξουν επίσης έναν πολύ σημαντικό ρόλο σ' αυτό το σενάριο. "Αν η αγορά δεν λάβει υπόψη της το εάν μια εταιρεία ακολουθεί τον Κώδικα ή όχι, όσοι διαθέτουν τα χρήματα για να τον υιοθετήσουν, η ίδια η αγορά θα τους τιμωρήσει ... " (LSM, 1994:57). Οι ναυλωτές θα μπορούσαν να βελτιώσουν την συνολική απόδοση ασφαλείας των πλοίων με το να μη ναυλώνουν πλοία που δεν ακολουθούν τα πρότυπα. Παρόλ' αυτά στην πράξη κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ποτέ με τους ναυλωτές. Οι τελευταίοι προσπαθούν πάντοτε να πετύχουν το φτηνότερο ναύλο για να μεταφέρουν τα αγαθά τους. Ο Κώδικας θα έπρεπε να επιβάλλει και στους ναυλωτές τους ίδιους περιορισμούς που επιβάλλει και στους πλοιοκτήτες. Οι ναυλωτές θα έπρεπε να ενδιαφέρονται και για την ασφάλεια των πλοίων και για την προστασία του περιβάλλοντος αφού είναι κι αυτοί συνάδελφοι με τους πλοιοκτήτες στο ναυτιλιακό εμπόριο. Το βασικότερο παράπονο πάντως οφείλεται στο ότι σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος, το πλοίο είναι εκείνο που τα πληρώνει όλα ακόμα και στην περίπτωση που έχει πιστοποιητικό ασφάλειας σύμφωνο με τον Κώδικα ISM.

Ο Κώδικας έχει και κάποια άλλα μειονεκτήματα σε σχέση με άλλα πρότυπα ποιότητας (Spruyt, 1994:137):

  • Η εφαρμογή του προχωρεί αργά και δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά μέτριους στόλους
  • Δεν ενθουσιάζει τις εταιρείες να διαθέσουν τα απαραίτητα κεφάλαια και να προχωρήσουν στην υλοποίηση του Κώδικα
  • Υπάρχουν πολλές ασάφειες για τον τρόπο που θα γίνουν οι έλεγχοι
  • Η σωστή εφαρμογή του Κώδικα είναι ευθύνη των κρατών-μελών του ΔΝΟ και υπάρχουν πολλές "σημαίες ευκολίας", κρατών δηλ. που προσελκύουν πλοιοκτήτες επειδή δεν επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους ή φόρους στα πλοία τους. Συνεπώς, τα πιστοποιητικά που δίνουν στην ουσία δεν δηλώνουν τίποτα.
  • Ο Κώδικας μπορεί να δημιουργήσει μια λανθασμένη εντύπωση προόδου ενώ στην ουσία δεν κάνει τίποτα.
Ένα σύστημα διοίκησης για το περιβάλλον, όπως αυτό που επιβάλλει ο Κώδικας ISM, μπορεί να επιτύχει βιωσιμότητα στη ναυτιλιακή επιχειρήση μόνο αν καταφέρει να δημιουργήσει μια περιβαλλοντική ηθική στην εταιρεία. Αυτό θα σήμαινε μια αλλαγή στις αξίες και την κουλτούρα της επιχείρησης, κάνοντας τα μέλη της να δουν την εταιρεία και τις συνέπειες των πράξεών της από μια ολική σκοπιά, τον κόσμο ως ένα ζωντανό σύστημα και να λάβουν υπόψη τους και τις μελλοντικές γεννεές (Stead & Stead, 1992). Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται αρκετά δύσκολο να συμβεί με τον Κώδικα. Επίσης, ο Κώδικας έχει δύο σκέλη: ένα που αφορά στην ασφάλεια των πλοίων και άλλο ένα που αναφέρεται στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Υπάρχει κίνδυνος σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως φάνηκε και από την έρευνα, οι εταιρείες να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τουςστα ζητήματα ασφάλειας αφήνοντας την προστασία του περιβάλλοντος σε δεύτερη μοίρα (Welford, 1996).

Η βιομηχανία της ναυτιλίας έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με άλλες βιομηχανίες σε ότι αφορά την σύσταση αναφορών προόδου για την προστασία του περιβάλλοντος (Ullring, 1996). Μόνο μια από τις ναυτιλιακές εταιρείες του δείγματος κάνει απογραφή των συνεπειών των πλοίων της στο περιβάλλον. Παρόλ' αυτά, όλες οι ναυτιλιακές εταιρείες είχαν αναπτύξει μια οικολογική πολιτική, κι αυτή επειδή την επιβάλλει ο Κώδικας.

Όπως είπε ο διευθυντής του P. & I. Club για τα αποτελέσματα του Κώδικα: "Θα είναι όπως και κάθε άλλη νομοθεσία. Μερικοί θα ασχοληθούν μαζί του με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, άλλοι θα το κάνουν επειδή φοβούνται ότι είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν και σταδιακά θα τον υλοποιήσουν, και άλλοι θα προσπαθήσουν να τον αποφύγουν αλλά σταδιακά θα πρέπει να ακολουθήσουν τη γραμμή για να μείνουν στον ανταγωνισμό".

Περίληψη και συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, τα πρώτα ευρήματα δείχνουν ότι οι αλλαγές που επιφέρει ο Κώδικας δεν είναι ριζικές ώστε να αλλάξουν τα "πιστεύω" των ναυτιλιακών εταιρειών ώστε να θέσουν το θαλάσσιο περιβάλλον σε πρώτη μοίρα πάνω από κάθε οικονομικό κέρδος. Παρόλ' αυτά, εφόσον η προθεσμία για συμμόρφωση με αυτόν τον νόμο είναι η 1η Ιουλίου 1998, είναι ακόμα νωρίς να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Μόνο ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο ο Κώδικας θα πετύχει τους στόχους του και ποια θα είναι τα αποτελέσματά του.

Ένας δεύτερος στόχος της εργασίας ήταν να ερευνήσει πόσο "πράσινες" είναι οι ναυτιλιακές εταιρείες. Καίτοι δεν μπορούν να γίνουν γενικεύσεις, τα ευρήματα δηλώνουν ότι "πράσινα" ζητήματα κατέχουν πλέον μεγάλη σημασία στις ναυτιλιακές εταιρείες, αλλά όχι και σε άλλους τομείς της ναυτιλιακής βιομηχανίας. Αλλά οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς δεν επιτρέπουν στις εταιρείες να προχωρήσουν σε δραστικά μέτρα που θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά τις συνέπειες των ενεργειών τους στο θαλάσσιο και εναέριο περιβάλλον. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να βελτιωθεί η ασφάλεια των πλοίων και η αποδοσή τους ενάντια στη ρύπανση είναι μέσω αυστηρής νομοθεσίας και κανονισμών, όπως π.χ. ο Κώδικας ISM. Οι διευθυντές/πλοιοκτήτες θα λάβουν υπόψη τους τα περιβαλλοντικά θέματα μόνο αν εξωτερικές δυνάμεις τους το επιβάλλουν (Fineman, 1996).

Μια "βιώσιμη ναυτιλία" μπορεί να επιτευχθεί μέσω των ακόλουθων τριών προσεγγίσεων (Kolluru, 1994): νομοθεσία, κίνητρα της αγοράς και μόρφωση και εκπαίδευση που να επαυξάνει την οικολογική συνείδηση των υπαλλήλων της. Για την ώρα η ναυτιλία καθοδηγείται κυρίως από αυστηρή νομοθεσία. Περιβαλλοντική εκπαίδευση (HELMEPA, 1982, 1995a, 1995c) είναι απαραίτητη για να αναπτύξουμε όλοι οικολογική συνείδηση και να μάθουμε να σεβόμαστε και να προστατεύουμε το περιβάλλον.

Τελικά, η "πράσινη" ναυτιλιακή εταιρεία θα πρέπει να βασιστεί στην αρχή "το μικρό είναι όμορφο" (Shah, 1996; Schumacher, 1974; Peters & Waterman, 1982), δηλ. "λίγα πλοία και καλά" (Λως, 1990) κι όχι πολλά σαπιοκάραβα. Επιπλέον, χρειάζεται μια "συστημική" προσέγγιση διοίκησης των περιβαλλοντικών θεμάτων (Shrivastava, 1995; Welford, 1995, 1996.

Τέλος, όσον αφορά την ίδια την έρευνα, τα συμπεράσματα δεν μπορούν να γενικευτούν διότι το δείγμα περιελάμβανε κυρίως Έλληνες ναυτικούς και πλοιοκτήτες. Η συμπερίληψη ναυτιλιακών εταιρειών από άλλες χώρες κατέστη πολύ δύσκολο. Παρόλ' αυτά, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου από το 1970, το γεγονός ότι οικολογική συνείδηση έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στις Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, αποτελεί ευτύχημα καίτοι γενναία βήματα προς την επίτευξη βιωσιμότητας δεν έχουν ληφθεί ακόμη.

Ένα άλλο θέμα έχει να κάνει με το λίγο χρόνο που διέθεσαν τα διάφορα πρόσωπα του δείγματος για τις συνεντεύξεις. Μια πιο σωστή εικόνα θα μπορέσει να προέλθει μόνο μετά από μακροχρόνια μελέτη των προβλημάτων της ναυτιλίας (Broadbent, 1992). Μια μελλοντική οικολογική έρευνα πάνω στη ναυτιλία θα πρέπει να λάβει τα παραπάνω θέματα υπόψη.

Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες θεομηνίες στις "πολιτισμένες" χώρες του πλούσιου βορρά, και ο πιο απλός πολίτης έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι έχει φθάσει η ώρα που η φύση έχει αρχίσει την εκδίκησή της. Κρούουμε πλέον τον κώδωνα του κινδύνου. Έχει έρθει η ώρα για ριζικές αλλαγές σε κάθε τομέα της οικονομίας και της κοινωνίας και μάλιστα αμέσως. Η ναυτιλία είναι ένα μικρό κομμάτι της μόλυνσηςτου θαλάσσιου περιβάλλοντος που προέρχεται κυρίως από τη στεριά. Παρόλ' αυτά, η ρύπανση που προκαλείται από τα πλοία μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με την υπεύθυνη εφαρμογή όλων των απαιτήσεων που αφορούν την πρόληψή της από την κανονική λειτουργία και την ασφάλεια του πλοίου, καθώς και την ανάπτυξη μιας περιβαλλοντικής συνείδησης.

Γιάννης Ν. Κωστάρας
πτυχιούχος Πληροφορικής
πανεπιστημίου Αθηνών
MA in Management Studies
University of Essex

Βιβλιογραφία

  • Αγαπητίδης Σ. Ι. (1986), "Προστασία του περιβάλλοντος: Αρχαίοι και Νεοέλληνες", Ιστορία, Τεύχος 215, Μάϊος, σελ. 108-112.
  • Alvesson M., Willmott H. (1996), Making sense of management: A Critical Introduction, London: Sage.
  • Angell D.J.R., Comer J.D., Wilkinson M.L.N. (1990), Sustaining Earth: A Response to the Environmental Threats, Hampshire: Macmillan.
  • Bateson G. (1972), Steps to an ecology of mind, New York: Ballantine.
  • Broadbent J. (1992), "Change in Organisations: A Case Study of the Use of Accounting Information in the NHS", British Accounting Review, Vol. 24, σελ. 343-367.
  • Brookes E. (1996), "Safety and the ISM Code", Ship Management, Special issue of The Baltic, September, σελ. 34-37.
  • Callenbach E., Capra F., Goldman L., Lutz R., Marburg S. (1993), Eco-management: The Elmwood Guide to Ecological Auditing and Sustainable Business, San-Fransisco: Berrett-Koehler.
  • Clark R. B. (1992), Marine pollution, 3η έκδοση, Oxford: Oxford University Press.
  • Crainer S. (1993), Zeebrugge: Learning from disaster, London: Herald Charitable Trust.
  • Domovic D. (1996), "Sources of marine oil pollution", MEDIPOL 96, Athens: Mediterranean Action Plan.
  • Fineman S. (1996), "Emotional Subtexts in Corporate Greening", Organization Studies, Vol. 17, No. 3, σελ.479-500.
  • Focus on IMO (1992), IMO: the International Maritime ORganisation, February, London: International Maritime Organisation.
  • Focus on IMO (1995), MARPOL 73/78, October, London: International Maritime Organisation.
  • Focus on IMO (1996), Tanker safety: the work of the International Maritime Organisation, March, London: International Maritime Organisation.
  • Focus on IMO (1997a), Basic facts about IMO, January, London: International Maritime Organisation.
  • Focus on IMO (1997b), A summary of IMO Conventions, January, London: International Maritime Organisation.
  • Γαλάτη Π. (1993), "Και όμως στην Αρχαιότητα είχαμε οικολογική συνείδηση", Καθημερινή, 18 Απριλίου.
  • GESAMP (1991), The State of the Marine Environment, Oxford: Blackwell.
  • Gladwin T.N., Kennelly J.J., Krause T. (1995), "Shifting Paradigms for Sustainable Development: Implications for management theory and research", Academy of Management Review, Vol. 20, No. 4, σελ. 874-907.
  • Gray R., Bebbington J., Walters D. (1993) Accounting for the Environment, London: Paul Chapman Ltd.
  • Griffin A. (1994), "MARPOL 73/78 and Vessel Pollution: A glass half full or half empty?", Indiana University School of Law, αδημοσίευτο.
  • HELMEPA (1982), To Save the Seas Declaration of a Voluntary Commitment, Athens: Hellenic Marine Environment Protection Association.
  • HELMEPA (1995a), MARPOL ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι - ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ, Αθήνα: Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος.
  • HELMEPA (1995b), MARPOL ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ "Προληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από επιβλαβείς ουσίες σε συσκευασία", Αθήνα: Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος.
  • HELMEPA (1995c), Ετήσια Έκθεση 1995, Αθήνα: Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος.
  • HUGE D. (1990), "Και η οικολογία γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα", Οικονομικός, 5 Ιουλίου.
  • ICS (International Chamber of Shipping) (1996), Guidelines on the application of IMO International Safety Management (ISM) Code", 3rd edition, London: International Shipping Federation (ISF).
  • IMO Briefing (1990), "60% drop in oil pollution since 1981", IMO/B10/90, October, London: International Maritime Organisation.
  • IMO (1997), On Course for Cleaner Oceans, Technical assistance services for the protection of the marine environment, May, London: International Maritime Organisation.
  • ISM Code (1995), Greek Shipping Co-operation Committee, Σεπτέμβριος.
  • Κεφάλας Α. (1997), "Εμπορική Ναυτιλία: Προς μια διστακτική αναζήτητηση εκσυχρονισμού", Οικονομικός, Μάϊος, σελ. 41-43.
  • Kolluru R.V. (ed.), Environmental Strategies Handbook, New York: McGraw Hill.
  • Κωστάρας Ν.Ι. (1990), "Η θαλάσσια προστασία στην αρχαιότητα", Οικονομικός, Οκτώβριος, σελ. 65-67.
  • Κωστάρας Ν.Ι. (1991), "Η θαλάσσια ρύπανση στη Μεσόγειο", Ναυτικά Χρονικά, Σεπτέμβριος, σελ. 18-21.
  • Laughlin R. C. (1995), "Empirical Research in Accounting: Alternative Approaches and a Case for 'Middle-Range' Thinking", Accounting, Auditing and Accountability Journal, Vol. 8, No. 1, σελ. 63-87.
  • Lean G., Hinrichsen D. (1992), WWF Atlas of the Environment, Oxford: Helicon.
  • Λως Μ.Δ. (1990), Ναυτιλία 1980-1990: Κρίσεις και αποκρίσεις μιας πολυκύμαντης δεκαετίας, Αθήνα: Ακρίτας.
  • Λως Μ.Δ. (1991), Μεταπολεμική Ελληνική Ναυτιλία: Πορεία προς την κορυφή, Χίος: Ακρίτας.
  • LSM (1994), Lloyd's Ship Manager, September, σελ. 3, 13, 57.
  • LR (Lloyd's Register) (1995), Certification Scheme to the ISM Code, London: Lloyd's Register of Shipping.
  • Mankabady S. (1984), The International Maritime Organisation, London & Sydney: Croom Helm.
  • Μανός Δ. (1996), "Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία και η εφαρμογή του Κώδικα ISM", Το δελτίο της Ναυτιλίας, Τεύχος 143, Οκτώβριος - Δεκέμβριος, σελ. 16-19.
  • Μητσάτσος Δ. (1991), "Ναυτιλία και περιβάλλον", Ναυτικά Χρονικά, Ιανουάριος, σελ. 78-80.
  • Naess A., Rothenberg D. (1990), Ecology, Community and Lifestyle, Cambridge: Cambridge University Press.
  • Παπαχρηστίδης Β. (1991), "Νέοι διεθνείς ναυτιλιακοί κανονισμοί για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων",Ναυτικά Χρονικά, Νοέμβριος, σελ. 14-16.
  • Πασπαλιάρη Π. (1993), " .. ΑΛΟΝ ΣΕΒΟΥ ..", Εξάντας, Μάρτιος, σελ. 49.
  • Peters T.J., Waterman R.H. Jr. (1982), In Search of Excellence, New York: Harper & Row.
  • Porter M.E., Linde C. Van der (1995), "Green and Competitive: Ending the Stalemate", Harvard Business Review, September-October, σελ. 120-134.
  • Robinson N.A. (ed.) (1993), Agenda 21: Earth's action plan annotated, New York: Oceana.
  • Σακελλαρίδης Π. Οδ. (1990), "Ρύπανση περιβάλλοντος, Ο επερχόμενος θάνατος της Μεσογείου και η Ελλάς", Ελληνικός Ναυτικός Οδηγός, Αύγουστος, σελ. 25-30.
  • Schmidheiny S., Zorraquin F.J.L., with WBCSD (1996), "Financing Change. The Financial Community, Eco-Efficiency, and Sustainable Development", World Business Council for Sustainable Development, Cambridge/Massachussetts: The MIT Press.
  • Schumacher E.F. (1974), Small is beautiful, London: Abacus.
  • Seager J. (ed.) (1990), The State of the earth: an atlas of environmental concern, London: Unwin Hyman.
  • Shah A.K. (1996), "Corporate Governance and Business Ethics", A European Review, Vol. 5, No. 4, σελ. 225-233.
  • Shrivastava P. (1995), "Ecocentric management for a risk society", Academy of Management Review, Vol. 20, No. 1, σελ. 118-137.
  • Simmonds K.R. (1994), The International Maritime Organisation, London: Simmonds & Hill.
  • Simpson S. (1990), The Times Guide to the Environment, London: Times Books.
  • Spruyt J. (1994), Ship Management, 2nd edition, London: Lloyd's of London Press Ltd.
  • Stead W.E, Stead J.E. (1992), Management for a small planet: strategic decision making and the environment, Newbury Park: Sage.
  • Stevens E.F. (1962), Shipping practice: with a consideration of the law relating thereto, 8th edition, London: Pitman.
  • UGS (1995), "International Safety Management Code (ISMC)", Brochure of Annual Report, Piraeus: Union of Greek Ship Owners.
  • Ullring S. (1996), "Praise or Absolution - How will we be judged on our environmental stewardship?", Keynote presented at the 1996 annual congress of the International Union of Marine Insurance, Environment and Marine Insurance, Oslo: Det Norske Veritas.
  • UNEP (1992), "Marine pollution from land-based sources", Industry and the Environment, Vol. 15, No. 1-2, January-June.
  • Vesilind A.P., Peirce J.J., Weiner R.F. (1990), Environmental Pollution and Control, 3rd edition, Boston: Butterworth-Heinemann.
  • WECD (1987), Our Common Future, Report of the World Commission on Environment and Development, Oxford: Oxford University Press.
  • Welford R. (1995), Environmental Strategy and Sustainable Development: The Corporate Challenge for the 21st century, London: Routledge.
  • Welford R. (1996), Corporate environmental management: systems and strategies, London: Earthscan.
  • Worldwatch Institute (1996), State of the World 1996, Washington: Worldwatch Institute. 
 
Δημιουργός: Γιάννης Κωστάρας - email Mail.gif ikosta@rocketmail.com
Τελευταία τροποποίηση: 20 Ιουλίου 1998.

URL: http://www.oocities.org/jkostaras/ism.html