ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΕΩΤΟΥ (+2/12/1011)
«… άλλοτε μεν ανεγίνωσκε τα ιερά βιβλία, άλλοτε
δε έψαλλε τους ψαλμούς του Δαβίδ
άλλοτε
πάλιν προσήυχετο εις τον Θεόν, ποιών και πολλάς
γονυκλισίας. Απέφευγε δε τας συναναστροφάς των
ατάκτων συνομηλίκων του και δια μεν της σιωπής
διώρθωνε τας πολυλογίας, δια δε της ησυχίας του
διώρθωνε την ταραχήν, την οποίαν λαμβάνει η ψυχή
από τας συναναστροφάς. Επίσης εις την θείαν
Λειτουργίαν ίστατο με πολλήν ευλάβειαν,
συλλογιζόμενος τον Θεόν, προς τον οποίον
κατέφευγε ζητών με πίστιν και ελπίδα την παρ’
αυτού βοήθειαν. Όθεν και καθώς ήλπιζεν επί
Κύριον, ούτω και την παρά Κυρίου βοήθειαν
ελάμβανεν. Απέκτησε δεν και το πένθος δια να
φυλάττη την κατά Θεόν σιωπήν, ήτις είναι μήτηρ
εννοιών σοφοτάτων επειδή το πένθος, όχι μόνον
εργάζεται την προκοπήν εις το έμπροσθεν, αλλά και
φυλάττει, δια μέσου της ταπεινώσεως, την
προκοπήν, την οποίαν έχει ήδη αποκτήσει. Πένθος
δε είναι η κατά Θεόν λύπη, την οποίαν γεννά η
μετάνοια.»
«…έλεγε καθ’ εαυτόν
«Φεύγε, Κυριακέ, τους επαίνους
και εντρέπου τας κατηγορίας και μη θέλεις να
γίνης ματαιόφρων, επιζητών τον έπαινον των
ανθρώπων διότι, όστις είναι τοιούτος, άς
μη ελπίζη να λάβη άλλον μισθόν από τον Θεόν»…
διότι καθώς ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε τιμήν,
ούτε την ατιμίαν, ούτω και ο Χριστιανός δεν
πρέπει να προσβάλλεται ούτε από την δόξαν και
τους επαίνους, ούτε από την καταφρόνησιν και τας
ύβρεις Είναι δε αδύνατο να μη θυμωθή τις, όταν τον
υβρίζουν και τον κατηγορούν, ή να νικήση με
μακροθυμίαν τον πειρασμόν, όταν θλίβεται, άν
πρότερον δεν νομίζη τον εαυτόν του κατώτερον
πάντων και δεν έχη άκραν ταπείνωσιν. Παρακαλών δε
ο νεός τον Θεόν δια να του δίδη υπομονήν εις τας
κατηγορίας, έλεγε «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι
μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου μη
εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του
προφασίσεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ’
3-4). Ο δε καρδιογνώστης Θεός, βλέπων την
αγαθοπροαίρετον γνώμην του, προσέθεσεν εις αυτόν
πόθον επάνω εις τον πόθον και προθυμίαν επάνω εις
την προθυμίαν όθεν και ήτο ο Όσιος ως ελαία
κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού εστώς και
προσευχόμενος (Ψαλμ. να’ 10).»
«Έλεγε δε πολλάκις ο μακάριος και ταύτην την
διδασκαλίαν δια να δικαιολογήση την άρνησιν του
δια την Ιερωσύνην
«Καλόν είναι να δώση τις χείρα
βοηθείας εις εκείνον, ο οποίος κρημνίζεται, αν
βεβαίως δύναται να κρατηθή και να μη
συγκρημνισθή και αυτός ομού μετ’ εκείνου εάν
όμως ακολουθή να πάσχη εκείνος, όστις φαίνεται
πως συμπονεί τον άλλον, τότε άς σπεύση να
προτιμήση το ιδικόν του συμφέρον από το συμφέρον
του άλλου διότι δεν είναι άλλος κανείς
τόσον πλησίον ημών όσον είναι πλησίον μας ο ίδιος
ο εαυτός μας. Και εκείνος, όστις δύναται να
διορθώση και άλλους, άς συναναστρέφεται μετά των
πονηρών και άς διορθώνη αυτούς εκείνος
δε, όστις είναι, καθώς εγώ, ασθενής, άς φεύγη από
τους κακούς, δια να μη μολυνθή από την πονηρίαν
και βλάβην εκείνων». Λέγει δε και ο Μέγας
Βασίλειος, ότι «Εκείνος, ο οποίος θέλει να
σηκώσει κάποιον πεσμένον, πρέπει βέβαια να είναι
δυνατώτερος εκείνου εάν δε και αυτός είναι
πεσμένος, τότε χρειάζεται άλλον δια να τον σηκώση διότι
λέγει είς εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, ότι εάν
δεν έχης έργα, μη ομιλήσης περί αρετής επειδή
και ο Ιησούς, όταν ήρχισε την διδασκαλίαν Του,
«ήρξατο» λέγει η Αγία Γραφή «ποιείν τε και
διδάσκειν» (Πραξ. Α’.1). Και ημείς λοιπόν, κατά την
προκοπήν των λόγων μας, πρέπει να έχωμεν ομοίαν
και την ζωήν μας. Εν όσω δε είμεθα εμπαθείς,
πρέπει να υποτασσώμεθα εις άλλους και να
παρακαλώμεν τον Θεόν, δια να καθαρισθώμεν από τα
πάθη διότι μόνον με την θείαν
βοήθειαν δυνάμεθα να πολεμήσωμεν τα πάθη μας. «Η
γαρ σοφία του πένητος εξουδενωμένη και οι λόγοι
αυτού ούκ εισίν ακουόμενοι», λέγει ο
Εκκλησιαστής (θ’ 16). Επειδή πώς είναι δυνατόν να
κυβερνά τους άλλους κατά τους θείους νόμους
εκείνος, όστις δεν δύναται να εξουσιάζη τον
εαυτόν του; Το να σώσωμεν δε άλλους δεν είμεθα
υπόχρεοι όλοι το να σώσωμεν όμως τον εαυτόν
μας όλοι βέβαια έχομεν χρέος».
«Αφού δε εγέννησαν υιόν, ήρχισεν ο Άγιος να
ομιλή προς αυτήν περί σωφροσύνης, λέγων ότι δεν
είναι δίκαιον να φαινώμεθα αλογώτεροι των αλόγων
ζώων
καθότι εκείνα συνουσιάζονται
άπαξ του έτους και εις καιρόν διωρισμένον, ημείς
δε οι λογικοί πώς θέλομεν συχνάκις να ποιώμεν
τούτο δια φιληδονίαν, την οποίαν εγώ ονομάζω και
ακολασίαν; πλην, εάν δεν δυνάμεθα να σωφρονώμεν,
άς γίνεται τούτο δις ή τρις ή τετράκις κατ’ έτος άν
και αυτό είναι ανάρμοστον εις τους εγκρατείς,
όμως ο Θεός θέλει μας συγχωρέσει ως ασθενείς και
δεν θέλει μας κατακρίνει ως ακολάστους διότι
σώφρων λέγεται ουχί ο απέχων από τας
απηγορευμένας ηδονάς, αλλ’ ο απέχων και απ’
αυτάς τας συγχωρημένας
όθεν επειδή από νεκροί
όπου είμεθα εγίναμεν ζώντες δια του Βαπτίσματος,
ας ποιήσωμεν τα μέλη μας όπλα δικαιοσύνης και
αγιασμού, διότι ο Θεός Άγιος έστι και εις τους
Αγίους αναπαύεται και δεν πρέπει να φοβώμεθα το
ύψος της εγκρατείας, αλλά μάλλον να φοβώμεθα το
βάθος και τον κρημνόντης ακρασίας και
εγκράτεια αισθητή είναι το να απέχη κανείς όλων
των παραλόγων πράξεων, αίτινες ενεργούνται δια
μέσου του σώματος εγκράτεια δε νοητή είναι το να
απέχη ο νους της ηδονής των εμπαθών νοημάτων όμως
δεν είναι δυνατόν να κατορθωθή η αισθητή
εγκράτεια, χωρίς την μελέτην και φύλαξιν της
νοητής εγκρατείας, ήτις πρέπει να είναι
αχώριστος από την ψυχήν».
«…διότι αρχή του έρωτος είναι η όρασις
ο δε
πόθος της απολαύσεως αυξάνει το πάθος, η
ενθύμησις το τρέφει και η συνήθεια το φυλάττει ώστε
από το «οράν, τίκτεται το εράν», όπως λέγουν οι
Πατέρες, από το να βλέπη δηλαδή κανείς εμπαθώς το
προκαλούν τον σκανδαλισμόν πρόσωπον γεννάται ο
έρως και από το εράν γίνεται η συγκατάθεσις και η
πράξις της αμαρτίας. Γνωρίζων δε ο Όσιος, ότι
είναι αδύνατον να νικήση τα υπογάστρια πάθη,
εκείνος όστις νικάται από γαστριμαργίαν, πρώτον
μεν εξηροφάγει, κατά τους θείους Κανόνας,
Τετάρτην και Παρασκευήν και πάλιν μόνον κάθε
βράδυ έτρωγε και έπινε μόνον ύδωρ, έπειτα
παρελθόντος του χρόνου, εξηροφάγει ομοίως και
την Δευτέραν και Τρίτην και Πέμπτην το
δε Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγεν από όλα τα
φαγητά και έπινεν ολίγον οίνον έτρωγε
δε με μέτρον το φαγητόν του και με μέτρον έπινε το
ποτόν του και εις διωρισμένον καιρόν, φυλάττων
επακριβώς τον κανόνα της ασκήσεως και κατ’ αυτάς
τας Δεσποτικάς εορτάς έπειτα πάλιν έκαμεν αποχήν
τελείως του οίνου, διότι ο οίνος, κατά τον
Θεολόγον Γρηγόριον, δεν ηξεύρει ποτέ να
σωφρονίζη την φύσιν, αλλά κινεί αυτήν προς
ηδονήν.»
«Απείχε δε ο Όσιος και από τον χορτασμόν της
κοιλίας, διότι δεν δύναται κανείς να αποκτήση
απάθειαν, όταν χορταίνη από φαγητά
απάθεια
δε λέγεται όχι το να απέχη κανείς από την κατά
πράξιν αμαρτίαν, (διότι αύτη ονομάζεται
εγκράτεια και όχι απάθεια), αλλά το να ξερριζώνη ο
άνθρωπος από την καρδίαν του τα εμπαθή νοήματα,
λέγεται δε η απάθεια και καθαρότης της καρδίας.
Επίσης καθ’ εκάστην αγρυπνούσεν ο μακάριος,
ψάλλων, προσευχόμενος και αναγινώσκων τους Βίους
των Αγίων και μάλιστα εις τας εορτάς, διότι
εγνώριζεν, ότι η αγρυπνία λεπτύνει τον νούν και
τον καθιστά άξιον να βλέπη θεωρίας ψυχωφελείς,
ενώ ο πολύς ύπνος τον παχύνει. Επτάκις δε της
ημέρας έψαλλε τους Ψαλμούς του Δαβίδ, ποιών και
πολλάς γονυκλισίας και συχνάκις έλεγε το «Ουαί
και αλλοίμονον», κινών την κεφαλήν και ήναπτεν η
καρδία του από την Χάριν του Θεού όθεν
και κόπους δεν ησθάνετο ο μεγαλόψυχος εις τους
αγώνας, τους οποίους εποίει, αλλ’ ηφραίνετο εις
τας κατά Θεόν θλίψεις του περισσότερον από τους
εμπαθείς, οίτινες χαίρονται εις τας ηδονάς τας
σαρκικάς.»
«… επειδή καλύτερον είναι να υποταχθή κανείς
εις μαθητήν, παρά να ζη μόνος με ιδιορρυθμίαν και
να τρυγά τους ανωφελείς καρπούς του ιδικού του
θελήματος. Όθεν υπηρέτει ο Άγιος τον πλοίαρχον
μετά του πληρώματος ως Αγγέλους Θεού εκτελών
κάθε υπηρεσίαν, την οποίαν τον προσέτασσον και
ήτο εις όλους ως δούλος ηγορασμένος, χωρίς να
αντιλέγη ή να φιλονική ή να παρακούη
παρ’
όλον δε ότι τον περιέπαιζον οι ανόητοι και τον
ύβριζον πολλάκις, εκείνος υπέμενεν όλα μετά
χαράς μάλιστα δε αν δεν τον ύβριζον,
ελυπείτο, ως να έχανε θησαυρόν, διότι απέβλεπεν
εις την μέλλουσαν μισθαποδοσίαν. Πιστεύων δε ο
Όσιος, ότι οι ονειδισμοί και αι ατιμίαι είναι
ιατρικά της υπερηφανείας, παρεκάλει τον Θεόν δ’
εκείνους, οι οποίοι τον ητίμαζον, οίτινες ήσαν
αληθινοί ιατροί του. Αν και κατηγορείτο ως
υποκριτής και ψευδοευλαβής και νηστευτής από
τους ασυνέτους, όμως δεν έλυσε ποτέ την νηστείαν
του ή την ολιγοφαγίαν και λιτοφαγίαν του, ούτε
έτρωγεν ενωρίτερον παρά μόνον το εσπέρας. Και
εκείνοι μεν έτρωγον τα παχέα κρέατα και τους
ιχθείς και απελάμβανον όλα τα φαγητά, ο δε Όσιος
έτρωγε κρόμμυα μετά άρτου ή σκόρδον ή ραφανίδας
(ραπανάκια) ή άλλο άγριον χόρτον και με αυτά
ανεπαύετο και ήτο πάντοτε χαρούμενος. Έλεγε δε
προς αυτούς «Εγώ, αδελφοί, είμαι ασθενής
και δεν δύναμαι να σωφρονίζω την σάρκα μου με τα
λιπαρά φαγητά, διότι αυτά μου ανάπτουν την φλόγα
των παθών»… και πηγαίνων εις τόπον, εις τον
οποίον δεν τον έβλεπε κανείς, προσηύχετο εις τον
Θεόν, έκαμνε γονυκλισίας και εκτύπα τους μηρούς
του και τους ώμους του άλλοτε με σχοινίον και
άλλοτε με ξύλον, καθώς ο ίδιος το διηγείτο εις εμέ
(λέγει ο συγγραφεύς) ενώπιον του Θεού πλην
με την Χάριν του Θεού δεν ερεθίσθησαν αι πληγαί δερόμενος
δε έκλαιε γοερώς, επικαλούμενος τον Θεός εις
βοήθειαν του έδιδε δε τον δαρμόν τούτον εις
τον εαυτόν του, όταν τον ηνώχλει εμπαθής λογισμός
επιθυμίας ή θυμού.»
«…εκάθητο εις τινά γωνίαν του πλοίου και
διελογίζετο τας αμαρτίας του λέγων καθ’ εαυτόν
«Έως
πότε, ταλαίπωρε, θα αναβάλης τον καιρόν δια να
ποιήσης τα ευάρεστα εις τον Θεόν; Ποίαν ηλικίαν
αναμένεις; Συ δεν είσαι είκοσιν ετών νέος, αλλ’
είσαι ανήρ τέλειος και εάν αμελήσης τώρα, δίδων
αναβολήν από ημέρας εις ημέραν, δεν θέλεις
προκόψη ποτέ αλλά τοιουτοτρόπως έχεις να
πλανάσαι, έως ου φθάση το τέλος σου σπεύσον
λοιπόν να αγωνισθής εις την άσκησιν διότι
εδώ είναι ο αγών και μόνον τώρα είναι παρών όθεν
αργοπορία δεν χρειάζεται. Ταύτα και άλλα
παρόμοια διαλογιζόμενος δεν ηδυνήθη να κρατήση
τον εαυτόν του, αλλ’ ήρχισε να κλαίη μεγαλοφώνως
και να κτυπά το πρόσωπον του, διότι η καρδία του
εκαίετο ως από πυρός … είπε προς αυτούς «Εάν
είχετε και σεις τόσας αμαρτίας, όσας έχω εγώ και
εμένετε αμετανοήτοι, ως εμέ, θα εκλαίατε
περισσότερον εμού… Αυτός ο ποταμός, τον οποίον
βλέπετε, εξέρχεται, καθώς έχω ακούσει, από τον
Παράδεισον και περικυκλοί όλην την γην εσκέφθην
λοιπόν ότι αυτός είναι ως χαρτίον και έχει επ’
αυτού αναγεγραμμένας όλας τας αμαρτίας μου και
ότι αυταί γεμίζουν και μολύνουν όλην την
οικουμένην και δια τούτο κλαίω»».
«…καταγινόμενος εις την νηστείαν, την
ψαλμωδίαν και την παντοτεινήν προσευχήν. Όμως
δια να μη πίπτη εις αμέλειαν, έκαμνε και
εργόχειρον και κατεσκεύαζε τα δίκτυα των
γειτόνων του, όχι δια να λαμβάνη μισθόν, αλλά δι’
αγάπην των αδελφών. ’Έλεγε δε ταύτα προς ευατόν
«Ταπεινέ,
κάν κινής τας χείρας σου εις εργασίαν, άς ψάλλη η
γλώσσα σου και ο νους ας προσεύχηται διότι
ο Θεός ζητεί από μας χρέος το να έχωμεν αυτόν
πάντοτε εις τον νουν μας και εις την ενθύμησιν
μας και εάν θέλης τα έργα των
χειρών σου να είναι θεϊκά και όχι γήϊνα, μετάδιδε
αυτά εις τους πτωχούς». Έδεσε δε και σίδηρον βαρύ
ο Όσιος εις το σώμα του, με το οποίον εσφίχθη
τόσον πολύ, ώστε επληγώθη το σώμα του, από δε τας
πληγάς εξήρχετο δυσοσμία όλα όμως αυτά τα
υπέφερε ο Όσιος μετά χαράς και έλεγε «Ταύτα
εις τους θέλοντας να μετανοήσουν αληθώς είναι
ευτελή και ελαφρά, άν και φαίνονται φορτικά και
καταγέλαστα εις τους φιλοσάρκους και αμελείς διότι
λέγει ο Απόστολος «Ούκ άξια τα παθήματα του νυν
καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι
εις ημάς» (Ρωμ. η’ 18)»
«Από την υπερβολική νηστείαν, την άκραν ησυχίαν
και τους πολλούς κλαυθμούς είχε νεκράς τας
αισθήσεις του σώματος και ζώσας τας εσωτερικάς
δυνάμεις της ψυχής
διότι καταλαμπόμενος ο νους
του από την συνεχή ενθύμησιν του Θεού και από την
παντοτεινήν προσευχήν, ηρπάζετο εις θείας
θεωρίας, ερχόμενος δε εις την θεωρίαν των νοητών
είχεν αχώριστον την προς ταύτα προσήλωσιν και
ηδονήν. Αφήνων δε πολλάκις τας νοητάς θεωρίας,
έλεγε καθ’ εαυτόν «Άφες τα άνω ακάθαρτε διότι
ακάθαρτος είναι κάθε παράνομος και υπερήφανος
ενώπιον του Θεού κατάβα νοερώς εις τον άδην να
ίδης εκεί τους ομοίους σου και τα οδυνηρά βάσανα
εκείνων, με τους οποίους έχεις να συναριθμηθής
μετ’ ολίγον και συ, ελεεινέ. Ιδού έφθασεν εις την
θύραν ο απεσταλμένος από τον Θεόν Άγγελος τί
κάθεσαι; Αναχώρησις είναι αυτή από την οποίαν δεν
επιστρέφει κανείς οπίσω. Ω! Πώς θέλεις υποφέρει
τότε τον σκώληκα τον ακοίμητον; Πώς θέλεις
υπομείνει το πυρ το άσβεστον; Πώς έχει να σε
σκεπάση το σκότος εκείνο το ψηλαφητόν; Ω! Πώς
θέλει σε χωρίσει ο Θεός από τους δικαίους και πώς
θέλει σε βάλει ομού με τους δαίμονας, των οποίων
τα έργα έπραξας! Συ Θεόν δεν εφοβήθης ανθρώπους
δεν ησχύνθης, εαυτόν δεν ηλέησας και ποιός θέλει
σε ελεήσει; διότι δίκαιος ών ο Θεός, δικαίας έχει
και τας κρίσεις του δια τούτο θέλει αποδώσει και
εις σε κατά τα έργα σου».
«Πενθών δε πολλάκις ο Όσιος έλεγε με θρήνους και
οδυρμούς την ευχήν ταύτην
«Ελέησον, ελέησον,
ελέησον με, Χριστέ μου καρδιογνώστα, ήμαρτον, μη με
καταδικάσης πρόσδεξαι τον κλαυθμόν μου εκ
της πικρίας της ψυχής μου, την οποίαν ο ιός, οίμοι,
της αμαρτίας ενέβαλε. Τοις πάθεσι σου, Κύριε,
ίασαι τα πάθη της ψυχής μου τοις τραύμασι Σου,
τα τραύματα θεράπευσον του νοός μου τω
τιμίω Αίματι Σου, το εμόν αίμα καθάγνισον, ως
γνωρίζεις, και μέτοχον ποίησον με του θείου
Σώματος Σου. Η χολή την οποίαν παρά των εχθρών
εποτίσθης, Χριστέ μου, άς με λυτρώση το ταχύτερον
εκ της πικρίας του όφεως. Το Σώμα Σου το τανυσθέν
επί του Ξύλου του Σταυρού Σου, άς αναπετάση τον
νούν μου προς την Σην θεωρίαν. Η κεφαλή Σου, την
οποίαν έκλινας επί Σταυρού, αυτή άς υψώση την
κεφαλήν μου κατά των αντιπάλων. Αι καθηλωθήσαι
παναμώμητοι χείρες Σου, άς με αναγάγουν εκ του
λάκκου της απωλείας και ας με οδηγήσουν ενώπιον
Σου. Το ραπισθέν και εμπτυσθέν υπό των καταράτων
πρόσωπον Σου το Άγιον, αυτό άς μου στιλβώση το
πρόσωπον το μιανθέν υπό της ανομίας. Η ψυχή Σου,
την οποίαν επί του Σταυρού παρέθεσες εις τον
Πατέρα Σου, αυτή άς με οδηγήση προς Σε δια της
Χάριτος Σου, όπως εκλυτρωθώ της γλυκυπίκρου
τροφής, εις την οποίαν οι ως εμέ χοίροι μετ’
ευχαριστήσεως εντρυφώσιν αξιωθώ δε δια Σου
να τραφώ, ω Χριστέ μου, με το θέλημα Σου το άγιον
νυν και εις τους αιώνας». Τοιουτοτρόπως
προσευχόμενος και ελεεινολογών και μεμφόμενος
εαυτόν, δεν ήθελε να θεωρή τα άνω, αλλά να
φροντίζη ημέραν και νύκτα δια τας αμαρτίας του…»
«Έλεγε δε ο Όσιος, ότι πρέπει να ελεή τις τους
αξίους ελέους μετά διακρίσεως και οχι εξ αδικιών
εάν
δε κανείς δεν έχη να προσφέρη ελεημοσύνην,
υπομένει όμως την αδικίαν, την οποίαν του έκαμον
και παρακαλεί τον Θεόν δια τους αδικούντας,
εκείνος ελεήμων θέλει ευρεθή και ηλεημένος. Εάν
δε κανείς ίδη ή ακούση πράγμα τι, το οποίον λυπεί
τον αδελφόν του και λυπηθή η καρδία του, και αυτό
θέλει το λογαριάσει ο Θεός ως ελεημοσύνην. Ομοίως
και άν κανείς υβρισθή αυτός δε δεν εναντιωθή εις
τον επιτιθέμενον και να τον λυπήση, αλλά με
πραότητα και μακροθυμίαν φέρη αυτόν εις
ημερότητα, και τούτο της αληθούς ελεημοσύνης
είναι ίδιον. Προς δε την σύζυγον του έλεγε «Το
να ευεργετή κανείς τους άλλους, εξομοιώνει τον
εαυτόν του προς τον Θεόν η δε προς τον
πλησίον αγάπη γνωρίζεται όχι μόνον με την
μετάδοσιν των χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερον
δια των παρηγορητικών λόγων και της σωματικής
υπηρεσίας. Καλόν δε είναι να ευεργετή κανείς
πάντας και μάλιστα τους μη δυναμένους να
ανταποδώσουν επειδή και ο Αβραάμ, καθήμενος
έμπροσθεν της σκηνής αυτού, προσεκάλει όλους
τους διαβάτας ανεξαιρέτως, φιλοξενών αυτούς διο
και ηξιώθη να φιλοξενήση όχι μόνον Αγγέλους, αλλά
και αυτόν τούτον τον Δεσπότην των Αγγέλων, επειδή
όσους δύναται κανείς να ευεργετή και δεν θέλει,
τόσους αδικεί και καθιστά εαυτόν υπόδικον της
Δεσποτικής κατακρίσεως
λοιπόν και ημείς πρέπει
να ευεργετώμεν όλους μετά πάσης προθυμίας».
«Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να προσποιήται τον
μωρόν και ανόητον δια τον Θεόν, δια τούτο φεύγων
από τον Ναόν της Θεοτόκου, επήγεν εις το χωρίον,
το καλούμενον Νεάπολις
και ερωτηθείς παρά του
εξουσιαστού του χωρίου, ποίος είναι και πόθεν
έρχεται, εσιώπα και προσεποιείτο ότι είναι
άλαλος. Ο δε εξουσιαστής ερωτών αυτόν δις και
τρις και μηδεμίαν απόκρισιν λαβών τον εκτύπησε
λέγων « Ειπέ ποίος είσαι»; Ο δε Όσιος
άλλοτε μεν δια της κεφαλής, άλλοτε δε δια της
χειρός εδείκνυε τον ουρανόν τότε θυμωθείς ο
εξουσιαστής τον εκτύπησε πάλιν, έπειτα τον
έβαλεν εις την φυλακήν και εσφάλισε τους πόδας
του εις το ξύλον, επειδή ενόμιζεν ότι ήτο
κατάσκοπος. Αφ’ ου δε έμεινεν ο Όσιος δύο
νυχθήμερα εις την φυλακήν, κατ’ οικονομίαν Θεού,
διήλθεν εκείθεν εις φίλος του και θαυμάζων του
είπεν «Άνθρωπε του Θεού, τί κακόν
έπραξες και ευρίσκεσαι εις τοιούτον τόπον»; Ο δε
Όσιος απεκρίθη «Ο τόπος δεν σεμνύνει την
αρετήν, αλλ’ η αρετή σεμνύνει τον τόπον διότι
ο Θεός δεν αισχύνεται, αλλά ζητεί διάνοιαν θερμήν
και ψυχήν σωφρονισμένην. Πλην με την χάριν του
Χριστού μου, ουδέν κακόν έπραξα, αλλά με την
θέλησιν του Χριστού και του εξουσιαστού κάθομαι
εδώ και πάλιν όταν θέλη ο Χριστός μου θέλει με
εκβάλει εντεύθεν.» Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής
προσέπεσεν εις τον Όσιον και ζητήσας συγχώρησιν
απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη.»
«…επειδή η ταπεινοφροσύνη δεν είναι κατηγορία
της συνειδήσεως και αυτομεμψία, αλλ’ είναι
επίγνωσις της Χάριτος του Θεού.»
«Όσον καιρόν είναι κανείς δούλος των παθών, δεν
λογίζεται δούλος του Θεού
αλλ’ επειδή ο
Προφήτης λέγει, ότι τα τέκνα της Εκκλησίας
θέλουσιν είναι όλοι διδακτοί Θεού (Ησ. νδ’ 13), θα
διδάσκωσι δηλαδή τας θείας αληθείας, άκουσον τί
είπεν ο Δανιήλ εις τον Ναβουχοδονόσορ «Βασιλεύ,
αν σου αρέση η βουλή μου, εξάλειψον τας αμαρτίας
σου με ελεημοσύνας και τας αδικίας σου με
οικτιρμούς πενήτων» (Δαν. Δ’ 24). Και ο Δαβίδ λέγει «Εσκόρπισεν,
έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη Αυτού μένει εις
τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια’ 9). Και ο Σολομών «Ελεημοσύναι
και εμπιστοσύναι ας μη λείπουν από σε κρέμασε
δε αυτάς εις τον τράχηλόν σου ως εγκόλπιον προνοού
καλά ενώπιον Κυρίου και ανθρώπων και θέλεις
εύρει χάριν» (Παρ.γ’ 3). Την ζωήν του πτωχού μη
αποστερήσης και ψυχήν πεινώσαν μη λυπήσης δούλον,
όστις θλίβεται, μη αποστρέφου και μη γυρίσης το
πρόσωπον σου από πτωχόν
διότι «Δανείζει Θεώ ο
ελεών πτωχόν» (Παρ. ιθ’ 17). Και ο Μέγας Βασίλειος ο
ουρανοφάντωρ λέγει «Ουκ ηλέησας; ουκ ελεηθήση ούκ
ήνοιξας την οικίαν; αποπεμφθήση της Βασιλείας ουκ
έδωκας τον άρτον; ού λήψη την αιώνιον ζωήν.»
«…η Κομνηνή είπε προς αυτόν
«Θέλω
να φανερώσω εις την αγιωσύνη σου, Πάτερ, τους
λογισμούς μου, αλλά φοβούμαι μήπως δεν φυλάξω
τους λόγους σου και σφάλω εις τον Θεόν». Ο δε
Όσιος είπε «Δεν είναι δυνατόν να έχη
δειλίαν, εκείνος όστις φοβείται τη αληθεία τον
Θεόν, ως δε γράφει ο Σολομών «Πλην αυτού (του
Θεού δηλαδή) μη φοβού άλλον» (Παρ. ζ’ 1) το
δε να φανερώνη κανείς του λογισμούς του εις
άνδρας πνευματικούς, τούτο είναι σημείον, ότι
εκείνος θέλει να διορθώση την ζωήν του ενώ
το να τους κρύπτη, τούτο δηλοί ότι είναι εμπαθής διότι
όστις συγκοινωνεί με τους κλέπτας, δεν θέλει να
τους φανερώση ποτέ, επειδή αγαπά τα πάθος εκείνος
δε, όστις ερωτά και ακούει και παρακούει, όμως
κατακρίνει τον εαυτόν του, ότι παρακούει και ούτω
ταπεινούται, δια της ταπεινώσεως του αυτής,
ευρίσκει ολίγον έλεος αλλ’ όστις δεν ερωτά, ούτε
ακούει, ούτε παρακούει, ούτε ταπεινούται, δεν
ευρίσκει έλεος διότι καθώς ένας ασθενής όστις
αηδιάζεται και δεν δέχεται τα πολλά φαγητά, τα
οποία του δίδουν, ύστερον δε ευρίσκεται φαγητόν,
το οποίον δέχεται με ευχαρίστησιν, το τρώγει και
υγιαίνει, ούτω και μία ψυχή οκνηρά, αν και
πολλάκις ακούη και παρακούη, αλλ’ όμως με την
πολυκαιρία αισχύνεται και τοιουτοτρόπως, όταν
κάποτε ακούση λόγον τινά καλόν, της αρέσει και
τον κάμνει και σώζεται.».»
«Η Κομνηνή ταύτα ακούσασα είπεν
«Ούτως
έχει η αλήθεια πλην ας είναι γνωστόν εις σε,
ότι τα αμαρτήματα, τα οποία φαίνονται μικρά,
φοβούμαι περισσότερον από τα μεγάλα όπως
την αργολογίαν, την καταλαλιάν, το περιγέλασμα
και τα τούτοις όμοια». Ο δε Όσιος της είπεν «Όστις
είναι αμελής εις τα μικρά, πίστευε ότι είναι
αμελής και εις τα μεγάλα μεγάλον δε
ονομάζεται το αμάρτημα εκείνο, το οποίον νικά τον
άνθρωπον. Αν όμως ο διάβολος καταφρονήση τα
μικρά, δεν δύναται να ρίψη τον άνθρωπον εις
μεγάλον αμάρτημα επειδή τα μεγαλύτερα
αμαρτήματα γεννώνται από τα μικρότερα δια
τούτο ακολουθούν τα μεγαλύτερα, διότι δεν
λαμβάνουν τα μικρότερα την πρέπουσαν διόρθωσιν.
Συ δε προφυλάττου από τα μικρά και με την χάριν
του Χριστού δεν θέλεις πέσει εις τα μεγάλα.» »
Μετά που τον λήστεψαν έλεγε στον εαυτό του:
«Εάν υπομείνης, Κυριακέ, την αρπαγή ταύτην
ευχαρίστως, θέλεις λάβει τόσον μισθόν, όσον
ήθελες λάβει, αν τα έδιδες εις τους πτωχούς.»
«Ηθέλησε δε ποτέ ο Όσιος να ίδη τα ολίγα αμπέλια,
τα οποία είχε και τους εργάτας, οίτινες τότε
ειργάζοντο αυτά
ιδών δε αυτούς από μακράν, ότι
δεν ειργάζοντο, αλλ’ ήσαν πεσμένοι κάτω, έπεσε
και αυτός κάτω και έκαμεν εως τρεις ώρας επειδή
δε τον επολέμει έσωθεν ο λογισμός αυτού να είπη
τί εις αυτούς, εκείνος ανθίστατο και έλεγεν εν
εαυτώ «Εάν πιστεύης ότι ο Θεός έχει
την πρόνοιαν σου, διατί φροντίζεις συ; Ενός μόνον
πράγματος υπάρχει ανάγκη, και συ φροντίζεις πώς
να γίνη η άμπελος σου καρπερά και δεν φροντίζεις
πώς να μη αφήσης την ψυχήν σου άκαρπον, τρισάθλιε;
Και λοιπόν διατί τότε ζης και τον τόπον
καταργείς; «επίρριψον επί Κύριον την μέριμναν
σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ’ 23). Και «έλπισον
επί Κύριον και ποίει χρηστότητα» (Ψαλμ. λστ’ 3).
Επειδή δε ο λογισμός του έλεγε και πάλιν, ότι τα
πράγματα, τα οποία έχει, τα έχει δια να
κυβερνώνται οι ξένοι αδελφοί, οίτινες
μεταβαίνουσιν εις αυτόν και εις την οικίαν του,
και αν τα αμελήση, υστερεί τους αδελφούς, αυτός
ανταπεκρίνετο λέγων «Ας μας παρηγορή ο Απόστολος,
όστις λέγει «Δεν ζητώ τα υμέτερα πράγματα,
αλλ’ υμάς τους ιδίους» (Β’ Κορ. ιβ’ 14). Δεν
δυνάμεθα να ευεργετήσωμεν τους αδελφούς
σωματικώς; ας τους ευεργετήσωμεν ψυχικώς και με
την προαίρεσιν και βέβαια ο Θεός θέλει μας
λογίσει τούτο εις αρετήν διότι λέγει αυτός «Εργάζεσθε
μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν
την μένουσαν» (Ιωάν. στ’ 27). Μένουσα δε βρώσις και
φαγητόν αληθινόν είναι η πραότης, η ταπείνωσις, η
απροσπάθεια, η ανεξικακία, η φιλαδελφία και τα
όμοια τούτοις. Ταύτα λέγων ο Όσιος εις εαυτόν, δεν
ηγέρθη από την γην έως ου είδε τους εργάτας, ότι
ηγέρθησαν μόνοι των και ειργάζοντο. Έπραξε δε
τούτο ο μακάριος, διότι δεν ήθελε να τους
προσβάλη ότι ήσαν αργοί…»
«…έξωθεν δε εκείνου (του κελλίου του) δεν
εξήρχετο πλέον, διότι ηγάπα πολύ την ησυχίαν και
την μοναξίαν
καθότι η μοναξία είναι μήτηρ
της ησυχίας και η ησυχία πάλιν είναι μήτηρ θείων
νοημάτων και θείας θεωρίας, δια των οποίων
ενούται ο νους του ανθρώπου μετά του Θεού.=
«…πλην τούτου, καίτοι εις τοιαύτα μέτρα αρετής
ανήρχετο, πάλιν εμέμφετο τον εαυτόν του δια την
μοναξίαν, λέγων
«Τώρα ποίους έχεις να
υπηρετήσης; ποίους έχεις να νίψης; από ποίον
έχεις να γίνεις κατώτερος; εις ποίον να δείξης
ευσπλαχνίαν; πώς να γυμνασθής εις την υπομονήν,
εφόσον δεν υπάρχει κανείς να αντισταθή εις τα
θελήματα σου; αλλοίμονον εις τον ένα, όταν πέση
εις ακηδίαν ή αμέλειαν ή εις άλλο τι και δεν
υπάρχει κανείς να τον σηκώση δια τούτο προτού
να καταδικασθής εις την δικαίαν κρίσιν του Θεού,
καταδίκαζε τον εαυτόν σου και τους λογισμούς σου
εις το κριτήριον της καρδίας σου, εξετάζων
αυτούς, ποίοι είναι ιδικοί σου και ποίοι των
εχθρών και τους ιδικούς σου
λογισμούς, ήτοι τους καλούς, φύλαττε ως θησαυρόν
εις το βάθος της καρδίας σου, τους δε εναντίους
κτύπα με την ράβδον του νοός σου και εξόριζε
αυτούς έξω από την καρδίαν σου, χωρίς να αφήσης
εις αυτούς τελείως τόπον ή κατοικίαν εις την
περιοχήν της καρδίας σου ή να είπω
καλλίτερα, σφάζε αυτούς τελείως με την μάχαιραν
της προσευχής και με την θείαν μελέτην, δια να
φοβηθή και ο πρωτοκλέπτης διάβολος, όταν ίδη ότι
εθανατώθησαν οι άλλοι σύντροφοι του κλέπται και
πονηροί λογισμοί το κριτήριον ήμων είναι η
συνείδησις λοιπόν μη θελήσης ποτέ να την
παραβλέψης, διότι σε διδάσκει γνώσιν θείων και
ανθρωπίνων πραγμάτων όταν αύτη είναι
ακατηγόρητος ει δε παραβλέψης την
συνείδησίν σου, θέλεις γεμίσει από σκότος».»
«…ειργάζετο δε πολλάκις δια να διώκη την
αμέλειαν και την ακηδίαν
επειδή η ακηδία
γεννάται από το να διασκορπίζηται ο νους εδώ και
εκεί ο δε διασκορπισμός του νοός
γεννάται από την αργίαν των χειρών, από τας
ματαίας συνομιλίας, από το να μη επιδίδεται
κανείς εις την ανάγνωσιν, από την πολυφαγίαν,
πολλάκις δε και από τον κατά Θεόν πολύν αγώνα και
κόπον. Η δε υπομονή, την οποίαν κάμνει εις τους
κόπους ο αγωνιζόμενος, διώκει την ακηδίαν. Όταν
δε ήθελεν υπάγει κανείς εις αυτόν χάριν ωφελείας,
του έδιδε και ευλογίαν από το εργόχειρον του,
λέγων, ότι η ανάπαυσις και η αργία είναι απώλεια
της ψυχής και δύνανται να την βλάψουν
περισσότερον από τους δαίμονας.»
«Συνεβούλευε δε και τους αδελφούς του
Μοναστηρίου να δέχωνται μεθ’ ιλαρότητας τους
ξένους, οίτινες επεσκέπτοντο αυτούς κατ’
εντολήν του Θεού και να μη νομίζουν εμπόδιον της
ησυχίας αυτών την ενόχλησιν αυτών, δια να μη
παραβούν τον νόμον της αγάπης, αλλά να
περιποιώνται αυτούς όσον το δυνατόν, ωσάν να ήσαν
υποχρωμένοι προς τούτο, ωσάν να λαμβάνουν χάριν
εξ αυτών και όχι να δίδουν προς αυτούς. Δεν πρέπει
όμως να τους προσφέρουν διάφορα φαγητά ή να τους
λέγουν επιτηδευμένα λόγια, αλλά να τους
περιποιούνται με ευτέλειαν και φαγητών και λόγων
και
εάν μεν εκείνοι είναι σοφώτεροι, αυτοί να
σιωπούν, εάν δε είναι όμοιοι αυτών, να τους
ομιλούν με συμμετρίαν πλην το καλλίτερον είναι να
τους νομίζωμεν όλους μεγαλυτέρους μας. Εκείνους
δε, οι οποίοι περιπατούν και περιτριγυρίζουν εδώ
και εκεί (οίτινες ονομάζονται και κυκλευταί) δεν
πρέπει να τους δεχώμεθα με τοιούτον τρόπον
φιλόξενον όχι ως μισούντες αυτούς, μή γένοιτο!
καθότι ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος
εστίν, αλλά δια να φύγωμεν την βλάβην και το
εμπόδιον, το οποίον ακολουθεί εις ημάς εξ αιτίας
αυτών, διότι «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι
κακαί» (Α’ Κορ. ιε’ 33) όθεν δεν πρέπει να δίδωμεν
παρρησίαν εις αυτούς, επειδή εκείνοι,
τοιουτοτρόπως πολιτευόμενοι, όχι μόνον τους
εαυτούς των βλάπτουσιν, αλλά και τους
απλουστέρους αδελφούς. Είναι όμως και μερικοί οι
οποίοι περιπατούσι δια τον Κύριον, ένεκα
πνευματικού τινός λογισμού ή δια πόθον
προσκυνήσεως Αγίων και όστις δέχεται αυτούς,
δέχεται αυτόν τούτον τον Χριστόν, κατά το «Εφ’
όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).
«’Αλλοτε πάλιν εκρέμασε το ένδυμα του έξω από
το κελλίον του και ιδών αυτό εις πτωχός, εισήλθε
κρυφίως και το έκλεψεν
ο δε Όσιος, καθώς τον είδεν,
εκρύβη δια να μη εντροπιάση τον αδελφόν και έλεγε
καθ’ εαυτόν «Έπρεπεν αυτοπροαιρέτως να
δώσω το ένδυμα μου εις πτωχόν τινά, δια τον
ειπόντα «Ο έχων δύο χιτώνας, μεταδότω
τω μη έχοντι» (Λουκ. γ’ 11) επειδή δε εγώ δεν
ηθέλησα να φυλάξω αυτήν την εντολήν, έστειλεν ο
Θεός τον πτωχόν να γίνη συνεργός μου εις την
τήρησιν της άλλης εντολής, ήτις λέγει «Από
του αίροντος τα σα μη απαίτει» (λουκ, στ’ 30) μη
ζητής δηλαδή το πράγμα σου εξ εκείνου, όστις θα
σου το πάρη πλην και τώρα δεν ετήρησα εγώ
την εντολήν, διότι το ένδυμα που επήρεν ο πτωχός
δεν ήτο ιδικόν μου, αλλά του Χριστιανού εκείνου,
όστις μου το έδωκε». Τόσον ταπεινός εις το
φρόνημα ήτο ο Όσιος, ώστε πάντοτε εσυλλογίζετο
σφαλερόν και πεπλανημένον το ιδικόν του θέλημα
και φρόνημα.»
Κάποιου είπε να πάει κάπου με πλοίο, αυτός
επέμενε δια ξηράς: «Θέλημα Κυρίου είναι τα
προστάγματα του, θέλημα της λογικής φύσεως είναι
το να ποιώμεν το θείον θέλημα, θέλημα δε σαρκικόν
είναι η παράβασις του θείου Νόμου
θέλημα
δε του Θεού λέγεται και το θέλημα των δούλων
αυτού, από το οποίον συ αποφεύγεις, εγώ λοιπόν
είμαι αθώος συ δε εάν θέλης να πηγαίνης,
πήγαινε και ο Θεός έχει να οικονομήση το συμφέρον
της ψυχής μας πλην τούτο γνωρίζω, ότι κάθε
κρίσις και απόφασις του ιδίου θελήματος του
ανθρώπου είναι σφαλερά.» Πήγε δια ξηράς παρά τη
συμβουλή του Οσίου και τον σκότωσαν.
«…και αληθώς, όστις δεν πράττει το ίδιον αυτού
θέλημα, αλλά το του πνευματικού αυτού πατρός, δια
την εντολήν του Κυρίου και δια την γύμνασιν της
αρετής, αυτός γίνεται νεκρός εις όλα τα πράγματα
του κόσμου και η ψυχή του, ελευθερωθείσα από των
δεσμών του κόσμου, φωνάζει με τον Δαβίδ
«Διέρρηξας
τον σάκκον μου και περιέζωσς με ευφροσύνην»
(Ψαλμ. κθ’ 12)…»
«Ημείς υπεσχέθημεν εις τον Θεόν να
ελευθερωθώμεν όχι μόνον από τα υπάρχοντα μας,
αλλά και από το ίδιον σώμά μας, δια να αποκτήσωμεν
την καθαρότητα της ψυχής και δεν πρέπει να
δεχθώμεν τα ξένα και να κάμωμεν τα δεσμά της ύλης
βαρύτερα
διότι εκείνοι οι οποίοι μας
κυνηγούν είναι ελαφροί περισσότερον από τους
αετούς, ως άϋλοι και ανίσως ημείς γινώμεθα βαρείς
με υλικά πράγματα, είναι φανερόν, ότι εις την οδόν
κινούμεθα αργότερα και ακολούθως θέλομεν
συλληφθή ευκόλως από τους εχθρούς.»
«Επήγε ποτέ εις τον Όσιον Μοναχός τις από το
Κοινόβιον και του είπεν
«Αββά, τί να κάμω δια
τας αμαρτίας μου; πώς να τας ιατρεύσω; πώς να σωθώ
από την κακίαν; και τί να μεταχειρισθώ δια να γίνω
άξιος του Θεού;» Και ο Όσιος του απεκρίθη «Κύριε
μου, (διότι τούτο συνήθιζε να λέγη εις όλους)
κακάς ημέρας πρέπει να διέρχεσαι και κακάς
νύκτας και δεν γνωρίζω αν φθάση το πλοίον σου εις
τον λιμένα της σωτηρίας
πλην α ζητής ιατρείαν,
επιμελήσου την συνείδησιν σου και ό,τι σου λέγει
κάμνε και θέλεις εύρεις ωφέλειαν. Γνώριζε δε, ότι
κακία ή πάθος δεν υπάρχει εις την φύσιν διότι
ο Κύριος δεν έκτισεν εις ημάς πάθη, αλλ’ αρετάς
πολλάς, εκ των οποίων είναι και αι εξής: η
ελεημοσύνη, επειδή και οι ειδωλολάτραι ελεούν η
αγάπη, επειδή και τα άλογα ζώα πολλάκις δακρύουν,
όταν χωρίσουν το έν από του άλλου η
πίστις, διότι την εμπιστοσύνην γεννώμεν ημείς
και πιστεύομεν εις τους λόγους, τους οποίους
ακούομεν, φερ’ ειπείν από τους γονείς μας και
άλλα τοιαύτα, η ελπίς, διότι όταν δανείζωμεν ή
ταξιδεύωμεν ή σπερνωμεν, ελπίζομεν ότι έχομεν να
απολαύσωμεν. Εφόσον λοιπόν η αγάπη είναι φυσική
αρετή εις ημάς, πλήρωμα δε νόμου είναι η αγάπη,
λοιπόν αι αρεταί δεν είναι μακράν από την φύσιν
ημών όθεν άς αισχυνθούν οι
λέγοντες, ότι δεν δύνανται να πράξουν τας αρετάς.
Κατά φύσιν είναι η παρθενία, η αοργησία, η
ταπεινοφροσύνη, η προσοχή, η αγρυπνία, η νηστεία,
η παντοτεινή κατάνυξις
συ όμως, εάν θέλης να
σωθής από την κακίαν, πολέμησον τους εχθρούς, δια
να κόψης τα πάθη και έπειτα αγωνίσου ν’
αποκτήσης τας αρετάς και πρόσεχε να τας φυλάξης.
Εάν λοιπόν θέλης να γίνης άξιος του Θεού, μη
ποιήσης πράγμα τι ανάξιον του Θεού.» Αυτά και
άλλα πολλά ακούσας ο αδελφός από τον Όσιον και μη
ελθών εις αίσθησιν, μετά καιρόν ανεχώρησεν από το
Κοινόβιον, διότι δεν ήθελε να υποταχθήκαι να κόψη
το θέλημα του επήγε δε εις έρημον τόπον και
κατώκησεν εις μικρόν ευκτήριον, τάχα κατά Θεόν,
αλλά μετ’ ολίγον συνεφιλιώθη μετά των κλεπτών
και γενόμενος κλεπταποδόχος, συνήργησε μετ’
αυτών και διέπραξαν φόνον διότι οι δαίμονες
τοιουτοτρόπως γνωρίζουν να πληρώνουν εκείνους,
οι οποίοι πείθονται εις αυτούς και ποιούν τα
θελήματα των.»
«…ηκολούθησε παροξυσμός τις μεταξύ των αδελφών
και του Ηγουμένου αυτών, τόσον ώστε ήλθον και εις
φωνάς μεγάλας
προσκαλών δε αυτούς ο Όσιος
είπε προς τον Προεστώτα
«Ούτω διδάσκεις τα
τέκνα σου; Ο πατήρ δια τούτο ονομάζεται πατήρ,
διότι τηρεί και φυλάττει τα τέκνα του εκείνος
δε όστις πράττε τα εναντία, πρέπει να ονομάζηται
με άλλο όνομα. Ανίσως κατορθώση τις όλας τας
αρετάς, αμελεί δε τας ψυχάς, αίτινες εδόθησαν από
τον Θεόν εις την επίσκεψιν του, δεν θέλει
ωφεληθεί τίποτε από τα ιδικά του κατορθώματα,
αλλά θέλει κατακριθή δια την αμέλειαν, την οποίαν
μεταχειρίζεται εις εκείνους. Μη γίνεσαι βαρύς
εις τας επιτιμήσεις επειδή η σφοδρά επίπληξις δεν
είναι ωφέλιμος, ούτε πάλιν η τελεία ανεπιτίμησις και
μήτε ταχέως να ελέγχης, μήτε εμπαθώς διότι
το τοιούτον είναι αυθάδεια ούτε να
καταδικάζης τους αδελφούς εις τα παραμικρά, ως
ακριβοδίκαιος, αλλά να διορθώνης πατρικώς τους
αμαρτήσαντας, καθώς λέγει ο Απόστολος «Σκοπών
σεαυτόν, μη και συ πειρασθής» (Γαλ. Στ’ 1) και
βίαζε τους ατάκτους να μη χαλούν την πρέπουσαν
τάξιν και τους διωρισμένους νόμους.» Ο δε
Ηγούμενος είπεν «Εγώ είμαι αμαρτωλός…»
«Είπες, αδελφέ, ότι είσαι αμαρτωλός, όμως εις τα
έργα δεν έχεις ούτω τον εαυτόν σου διότι
όστις έχει τον εαυτόν του αμαρτωλόν και αίτιον
κακών, δεν αντιλέγει εις ουδένα, δεν μάχεται, δεν
θυμούται εναντίον τινός, αλλ’ έχει όλους
καλυτέρους εαυτού και φρονιμωτέρους και
αν οι λογισμοί σε περιπαίζουν, ότι έχεις τον
εαυτόν σου αμαρτωλόν, τότε πώς κινούν την καρδίαν
σου εναντίον των καλυτέρων σου; Πρόσεχε, αδελφέ δεν
είναι αληθινά αυτά τα οποία λέγεις ακόμη
δεν εφθάσαμεν εις τούτο το μέτρον, να έχωμεν τον
εαυτόν μας αμαρτωλόν αν είσαι αμαρτωλός, τί
κατηγορείς τον αδελφόν σου και λέγεις, ότι δι’
αυτόν σου προξενείται η θλίψις; δεν γνωρίζεις ότι
έκαστος άνθρωπος πειράζεται από την ιδίαν αυτού
συνείδησιν και αυτή είναι εκείνη η οποία του
προξενεί την θλίψιν; άφησον το δικαιολόγημα και
άν είπης τί, μη λέγης, καλώς είπα και
αν επινοήσης τι, μη λέγης, καλώς το επενόησα καλώς,
καλώς και πού το καλώς; αφού δεν εννοούμεν ότι
πρέπει και να μη λυπήσωμεν κανένα, ούτε με λόγον,
ούτε με έργον, και ότι ο Θεός μας βοηθεί εις όλα τα
πάντα. Καθώς οι αδελφοί μας υπηρετούν δια τον
Θεόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν να βαστάζωμεν το
βάρος των, δια να αναπληρώσωμεν τον νόμον του
Χριστού. Όταν δε τις ταράττεται και λυπήται και
θυμούται κατά του αδελφού δια πρόφασιν τάχα
ευλόγου πράγματος και ψυχωφελούς, είναι φανερόν,
ότι δεν γίνεται το πράγμα εκείνο κατά Θεόν διότι
όλα τα του Θεού είναι ειρηνικά και φέρουν τον
άνθρωπον εις ταπείνωσιν και εις το να κατακρίνη
εαυτόν και όχι τον αδελφόν του και να οργίζετια
κατ’ αυτού.» Ταύτα και άλλα παρόμοια πολλά ειπών
προς τον Ηγούμενον, εστράφη προς τους αδελφούς
και είπεν «Όστις Μοναχός έχει υπακοήν,
μιμείται τον Ιησούν Χριστόν και όστις
υποτάσσεται, μιμείται τους Αγγέλους όστις
δε αντιλέγει και εναντιούται, αποξενούται απο
τον Ιησούν και συμφιλιούται με τον διάβολον όθεν
σας παρακαλώ, τέκνα μου, αποκτήσατε υπακοήν,
χωρίς αντιλογίαν, διότι η υπακοή είναι μήτηρ της
αιωνίου ζωής, η δε παρακοή είναι μήτηρ της
απωλείας και ας μη είναι κανείς από σας
αργολόγος ή φλύαρος, ή κατάλαλος, ή υβριστής, ή
γογγυστής, διότι αυτά όλα και τα τοιαύτα είναι
καρποί του διαβόλου. Και άν θέλητε ν’ αρέσητε εις
τον Θεόν, πρέπει να κόψητε εις όλα τα θελήματά σας
και να υποταχθήτε εις τον κατά Θεόν Προεστώτα
σας, ως εις αυτόν τον Χριστόν και ας μη ευρεθή
κανείς από σας Ιούδας, αλλά να είσθε, καθώς ήσαν
οι Απόστολοι, οίτινες υπετάσσοντο εις τον Κύριον διότι
οι ανθιστάμενοι εις τον Προεστώτα θέλουν λάβει
μεγάλην καταδίκην. Να μη κατηγορή δε ο εις τον
άλλον και μάλιστα τον Πνευματικόν σας Πατέρα,
διότι, όστις τον κατηγορεί, καν λέγη την αλήθειαν,
υπάγει εις απώλειαν, αλλά να τον αγαπάτε ως
πατέρα σας και πάλιν να τον φοβήσθε ως
εξουσιαστήν σας και μήτε δια την πολλήν αγάπην
να τον καταφρονήτε και να μη τον φοβήσθε, μήτε δια
τον πολύν φόβον να μη τον αγαπάτε διότι
όστις είναι αληθινός μαθητής, αυτό αγαπά τον
Γέροντα του και υπακούει εις αυτόν έως θανάτου
και επαναπαύεται εις όλα, όσα και άν πράξη ο
Γέροντας του και δεν τολμά να διακρίνη εκείνα, τα
οποία κάμνει και δεν λέγη: διατί τούτο και
εις τί τούτο; διότι εάν είπη ούτως, δεν είναι
μαθητής αλλά κριτής του Γέροντος του όλα
δε τα κακά γίνονται από το κατηραμένον θέλημα. Μη
πλανάσθε, αδελφοί, και μένετε εις το θέλημά σας,
διότι το θέλημα δεν γίνεται ποτέ εις καλόν αλλ’
όταν αφήσητε το θέλημα σας δια τον Θεόν, τότε και
ο Θεός κάμνει αυτό καθώς θέλει.» »
«…ήλθεν τις αδελφός από το Κοινοβιον και του
είπεν
«Ήκουσα από ιατρόν, ότι τα σύκα
είναι ωφέλιμα να τα τρώγη ο άνθρωπος το πρωί και
δια τούτο τα τρώγω». Ο δε Όσιος είπεν «Αλλοίμονον
και εις τον ιατρόν όστις σε παρεκίνησε και εις
την ωφέλειαν την οποίαν έχεις να λάβης! Ανίσως,
αδελφέ, και δεν νικάς την κοιλίαν σου, τί και τον
τόπον καταργείς και τους αγωνιστάς αδυνατίζεις;
Δεν ήκουσας τί παραγγέλλει εις τους Μοναχούς ο
Μέγας Βασίλειος; ότι μίαν ώραν διωρισμένην
πρέπει να εξοδεύουν εις το φαγητόν από τας είκοσι
τέσσαρας ώρας του μεσονυκτίου, τας δε λοιπάς
πρέπει να μεταχειρίζωνται εις την εργασίαν του
νοός διότι ό,τι δώσης εις το σώμα,
ευθύς το χάνεις και ό,τι δώσης εις την ψυχήν το
έχεις πάντοτε λοιπόν χωρίς επιτακτικήν
ανάγκην του σώματος, μη θέλης να φάγης ή να πίης και
μη σου φανή βαρεία η εντολή αύτη, διότι δεν είναι
τοιαύτη άφησον το θέλημα σου και κάμε
το θέλημα του Προεστώτος κόψον την
προσπάθειαν και δέσον τον εαυτόν σου εις την
αγάπην του Θεού, του αληθινού ιατρού των ψυχών
και των σωμάτων. Διότι όστις ακολουθεί τον ιδικόν
σου ιατρόν, όχι μόνον θέλει δουλωθή εις την
γαστριμαργίαν τόσον, ώστε να τρώγη, ως οι χοίροι,
από της μιάς πρωίας έως της άλλης, αλλ’ ομού μετά
της γαστριμαργίας θέλει πέσει και εις όλα τα
ακάθαρτα πάθη» …«…Παρακαλώ σε, αδελφέ, εάν
δύνασθε, αποκόψατε αυτό, ή τουλάχιστον μη το
ονομάζητε αγιοζώμιον, διότι υβρίζετε τους
Αγίους, αν και ημείς υβρίζομεν τον εαυτόν μας και
δεν το αισθανόμεθα, επειδή το πλήθος των φαγητών
γεννά πλήθος λογισμών κακών και αισχρών
ενυπνίων».
«…Εγώ δε του είπα
«Διατί, Αββά, δεν καταλύεις καν
τας Δεσποτικάς εορτάς εις ανέλαιον μαγείρευμα»;
Και μου είπεν «Εγώ είμαι ασθενής και άν λύσω
τον εαυτόν μου, δεν δύναμαι πλέον να τον
συγκρατήσω, διότι εκείνοι οι οποίοι δύνανται να
λύσουν και να δέσουν εαυτούς, αυτοί είναι
ελεύθεροι από τα πάθη και από την
κοιλιοδουλείαν» ταύτα δε έλεγεν ο Όσιος
ταπεινοφρονών. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι ο χορτασμός
του άρτου και του ύδατος προξενεί εις τον
άνθρωπον χαύνωσιν, ως επίσης και τα πολυποίκιλα
φαγητά όστις δε γλυκαίνεται εις το να
τρώγη τον άρτον και να πίνη το ύδωρ με εγκράτειαν,
αυτός δεν θέλει επιθυμήσει διάφορα φαγητά και
ποτά διότι η πείνα και η δίψα
λησμονούν εκείνα εμέ όμως δεν με ενοχλεί τόσον η
πείνα, όσον η δίψα.»
«…και όταν ήθελε να κοιμηθή έλεγεν
«Ο
Θεός μου μη εγκαταλίπης με, αλλά ρύσαι με εκ του
σώματος του θανάτου τούτου». Συμβουλεύων δε
εαυτόν, έλεγε τα του Μεγάλου Βασιλείου «Κοιμάσαι;
και όμως ο χρόνος σε παρατρέχει έξυπνος
είσαι; και όμως αφήνεις τον νουν σου να πλανάται
εις τα μάταια. Αλλ’ η ζωή σου ολιγοστεύει, κάν και
συ δεν το καταλαμβάνης βέβαια από άλλο τι δεν
υστερούμεθα τόσον, όσον από τον χρόνον, διότι η
ζωή μας είναι ολίγη και η τέχνη της σωτηρίας μας
είναι μακρά και πολλή και το τέλος της ζωής μας
είναι εγγύς. Αγρύπνησον, ω αμελή, και μη κοιμηθής,
προ του να εξετάσης εκείνα τα οποία έπραξες όλην
την ημέραν ήτοι ποίας εντολάς του Θεού
παρέβης; ποία έργα εποίησας κατά το θέλημα του
Θεού και ποία δεν εποίησας καθώς έπρεπε; και εάν
μεν έπραξες κακά, θλίψον και βασάνισον τον
εαυτόνο σου με στεναγμούς και δάκρυα και με
πικράν μετάνοιαν εάν δε έπραξες καλά, χαίρε και
ευχαρίστησον τον Θεόν, όστις σε εβοήθησεν. Εάν δε
θέλης να αποφύγης τα κακά, χρεωστείς πρώτον να
μισήσης όλα τα πράγματα του κόσμου διότι
αδύνατον είναι να αγαπά κανείς αυτά και να μη
μετέχη από τα κακά, τα οποία γεννώσιν αυτά.».
«Έλεγε δε εκ μέρους της ψυχής του εις κάθε μέλος
του και ταύτα τα ωραία λόγια
«Σας παρακαλώ, ω
πόδες μου, να μη τρέχετε εις την κακίαν, αλλ’ εως
ου δύνασθε και στέκεσθε και κινείσθε, προ του να
δεθήτε και να γενήτε ακίνητοι, στέκεσθε πρόθυμοι
εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Σεις, ως χείρες
μου, μη γίνεσθε πλήρεις από αίματα και αδικίαας,
αλλά να εκτείνεσθε προς τον Θεόν με οσιότητα και
δικαιοσύνην διότι θέλει έλθει η ώρα κατά
την οποίαν θα μείνετε ακίνητοι και δεδεμέναι η
μία μετά της ετέρας. Σεις, οφθαλμοί μου, μη
βλέπετε τα κακά, αλλά προ του να σβύσουν αι κόραι
σας, κυττάζετε τα κτίσματα του Θεού εις δόξαν
Αυτού. Σεις, ώ ώτα μου, μη ακούετε τους
ψιθυρισμούς του εχθρού, αλλά κάθε σωτήριον και
ωφέλιμον. Σεις, ω χείλη μου, μη λαλήτε λόγια δόλια
και φαρμακερά, αλλά μελετάτε τον νόμον του Κυρίου
ημέραν και νύκτα, δια να χυθή η Χάρις του Θεού εις
σας και δια να αγαλλιάσθε, όταν ψάλλητε εις τον
Θεόν. Συ, ω γλώσσα μου, μη γίνεσαι μαχαίριον
κοπτερόν, δια να γίνης κάλαμος γραμματέως
οξυγράφου, μελετώσα την δικαιοσύνην του Θεού.» .»
«Έλεγε δε και προς το σώμα του
«Και
συ όλον το σώμα μου, προ του να χωρισθώμεν και να
μακρύνωμεν το εν από του ετέρου και εγώ μεν αν
υπάγω εις τον άδην, συ δε να διαλυθής εις βρώμαν
και κονιορτόν, στάσου ανδρείον και προσκύνει τον
Θεόν προ του να σε βαστάσουν άλλοι
νεκρόν, βάστασον συ εμέ, δια να δοξολογώ τον Θεόν
και να εξομολογώμαι εις αυτόν μήπως, θέλον συ να
κείτεσαι και να στρέφεσαι επάνω εις το κρεββάτι
και να κοιμάσαι, καταδικάσης εμέ εις την αιώνιον
κόλασιν διότι θέλει έλθει καιρός κατά
τον οποίον ο ύπνος, όστις είναι τώρα γλυκύτατος,
θέλει μεταβληθή εις πίκραν αιώνιον. Και εάν
πεισθής εις αυτά τα οποία σου λέγω, θέλομεν
κληρονομήσει αμφότεροι την αιώνιον ζωήν ει
δε μη, αλλοίμονον, διότι συνεδέθης μετ’ εμού!
Αλλοίμονον, διότι η εξορία μου αύτη έγινε μακρά
μαζί σου! Αλλοίμονον, ότι δια σε έγινα εγώ
κατάδικος και αθλία! Λοιπόν εάν μου ακούσης,
θέλεις γίνει ναός Θεού και ο Θεός θέλει μας δώσει
γνώσιν περισσοτέραν και θέλει μας οδηγήσει εις
πάσαν την αλήθειαν σου λέγω γνώριζε ότι δεν
θέλω παύσει από του να είμαι εχθρός σου και με
κάθε τρόπον να σε βασανίζω έως ότου να νεκρώσω, με
την βοήθειαν του Θεού, τας νεκροποιούς πράξεις
σου και με τους πόνους να αναστήσω τον εαυτόν μου
εκ των παθών».
«Και πάλιν έλεγε
«Γνώριζε ακόμη, ω σώμα μου, ότι
ο Θεός, αν και μέλλη να μας αναστήση εις την
Δευτέραν Παρουσίαν Του, όμως ζητεί από ημάς και
άλλην ανάστασιν, ήτοι να ανακαινίσωμεν την
πολιτείαν μας εις την παρούσαν ζωήν, η οποία
κατορθούται με την μεταβολήν της γνώμης και των
τρόπων μας. Διότι, όταν ο αμελής και υπνώδης γίνη
πρόθυμος και έξυπνος, ο εργάτης της αδικίας και
κακίας γίνη εργάτης δικαιοσύνης και αρετής, τότε
αυτός ανασταίνεται απ’ εδώ και αποκτά ανάστασιν,
η οποία είναι προοίμιον της μελλούσης
αναστάσεως. Και πώς γίνεται αύτη η ανάστασις;
όταν νεκρωθή η αμαρτία και αναστηθή η αρετή όταν
η παλαιά ζωή αφανισθή και πολιτευθή η καινουργής
και αγγελική. Μα δεν δύνασαι, ω σώμα μου, να
αγρυπνήσης όλην την νύκτα ψάλλον Ψαλμούς και
Τροπάρια, ποιούν γονυκλισίας και λέγον
προσευχάς, θρηνούν και κλαίον τας αμαρτίας σου,
δοξολογούν τον Θεόν και αναγινώσκων; αγρύπνησον
τουλάχιστον την ημίσειαν μόνον. Μη χαύνωσης και
σκοτίσης με τον πολύν ύπνον και χονδρύνης τον
νουν μου, μηδέ θελήσης «να υπνώσω εις θάνατον,
μήπως είπη ο εχρθός μου, ιδού τον ενίκησα» (Ψαλμ.
ιβ’ 4-5), δια να δύναμαι και εγώ μετά παρρησίας να
λέγω ως ο Δαβίδ «Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα,
εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου» (Ψαλμ. γ’
6) και «Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός ορφανώ
συ ήσθα βοηθός» (Ψαλμ. θ’ 35) και σου
δεδόξασται το πανάγιον όνομα νυν και εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν». Έπειτα έλεγεν εις τον
ύπνον «Ελθέ κακέ δούλε δούλου» και
απολαμβάνων ολίγου ύπνου, ευθύς ηγείρετο και
εδοξολόγει το πολυϋμνητον όνομα του Πατρός και
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.»
«… όμως γνώριζε ότι τα δάκρυα τα προξενούν η
προθυμία, ο πόθος, η νέκρωσις του σώματος και η
καθαρά και αμετεώριστος μελέτη του νοός
τα
δάκρυα δε πάλιν καθαρίζουν την ψυχήν από τα πάθη.
Δεκαοκτώ έτη είναι τώρα, αφ’ ότου μου τα εχάρισεν
ο Θεός, κατά τον ειπόντα
«Εγεννήθη τα δάκρυα μου
εμοί άρτος ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. μα’ 4). Διότι
αφού τελειώσω το απόδειπνον, το μεσονυκτικόν και
τον όρθρον, κλαίω, κατά δε την ημέραν, συν Θεώ
Αγίω, οσάκις θελήσω, κλαίω». Εγώ δε του είπα «Συγχώρησον
με, Πάτερ, τί ενθυμείσαι και κλαίεις»; Και μου
είπε «Άλλοτε μεν ενθυμούμαι τας
αμαρτίας μου, άλλοτε πάλιν ενθυμούμαι τα Πάθη του
Χριστού αλλά πολλάκις ενθυμούμαι και
τας θλίψεις των αλόγων ζώων διότι και αυτά
έχουν ψυχήν άλογον και ακολούθως πονούν. Ή δεν
γνωρίζεις ότι η καρδία εκείνου, όστις πενθεί και
κλαίει, όσον πυρούται εκ των δακρύων, τόσον
καθαρίζει από τα πάθη και γίνεται φωτεινοτέρα
και τότε ελεεί και λυπείται όλα τα λογικά και
άλογα ζώα, μάλλον δε όλα τα κινητά και αυξητικά,
ήτοι και τα φυτά, πλην πώς είναι δυνατόν να
φανερώσω με λόγον την γλυκύτητα του μέλιτος, εις
εκείνους, οίτινες δεν την εγεύθησαν; Άλλα δε
είναι τα δουλικά και ευγνωμονικά δάκρυα, τα οποία
γίνονται από τον φόβον των πληγών και της
κολάσεως άλλα τα εκ της αγάπης δάκρυα και
άλλα τα εκ δαιμονικής ενεργείας και
αυτά τα λέγω δουλικά μόνον και όχι ευγνωμονικά τα
οποία είθε να καταργήση ο Κύριος εξ ημών. Και
πρώτον μεν ακολουθούν τα εκ του φόβου δάκρυα, ως
λέγουν οι Πατέρες, και πυρώνουν την καρδίαν,
άλλοτε μετρίως και άλλοτε υπερβολικά και
ξηραίνουν το σώμα και εάν φυλάξη ο άνθρωπος την
ευταξίαν του, (αύτη είναι η ζωή η οποία γίνεται
μετά λόγου και γνώσεως και η οποία γεννά και
φυλάττει το πένθος) και επιμείνη εις την ησυχίαν
και εις τον κατά Θεόν κόπον, άλλοτε έχων τα δάκρυα
αυτά και άλλοτε μη έχων, ανοίγεται εις αυτόν παρά
Θεού η θύρα των Μυστηρίων της αγάπης αυτού διότι
τα του Θεού έρχονται εις τον άνθρωπον χωρίς αυτός
να το προγνωρίζη, εάν έχη καθαράν την καρδίαν του.
Εκ της αγάπης λοιπόν γεννώνται τα δάκρυα της
παρακλήσεως και της παρηγορίας, διότι λέγει ο
Κύριος «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι
αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ.ε’ 4). Παρηγορία δε
είναι η Χάρις του Θεού, ήτις έρχεται εις τας
καρδίας των πενθούντων από την θείαν έλλαμψιν
του Αγίου Πνεύματος το δε πρόσωπον του τοιούτου
ανθρώπου γίνεται πυρωμένον από την χαράν, ως από
μέθην (έτσι κάποτε ενόμισε κάποιος
εμέ τον μηδαμινόν, πως είμαι μεθυσμένος) διότι
ομού μετά της καρδίας πυρούται και το σώμα και
τότε ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πλέον φόβον εις
τον Θεόν ή εντροπήν εις τους ανθρώπους, αλλ’
αγαπά διότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον»
(Α’ Ιωάν.δ’ 18).
«Και πόθεν γνωρίζει κανείς, Πάτερ, ότι έφθασεν
εις αυτήν την αγάπην;» Ο δε Όσιος μου είπεν
«Όταν
κινηθή εντός αυτού η μνήμη του Θεού, ευθύς
κινείται η καρδία του εις την αγάπην Αυτού και οι
οφθαλμοί του εκχέουσι δάκρυα δαψιλώς (διότι
η αγάπη συνηθίζει να εκχέη δάκρυα από την
ενθύμησιν των ηγαπημένων της) εκείνος
δε όστις αγαπά τον Θεόν, δεν υστερείται ποτέ τα
δάκρυα διότι δεν λείπει εξ αυτού
αιτία, ήτις να μη τον φέρη εις την ενθύμησιν του
Θεού, ώστε και εις τον ύπνον του συνομιλεί με τον
Θεόν (επειδή η αγάπη έχει συνήθειαν
να πράττη τα τοιαύτα εις εκείνους, τους οποίους
αγαπά και θέλει να τους προσκυνή και να τους
ασπάζεται εν φιλήματι αγίω και είναι πρόθυμος
εις τον καιρόν εκείνον να θυσιάση και την ζωήν
του δια τους φίλους του)
δια τούτο λοιπόν θέλει
να ευρίσκεται εις τόπον ερημικόν, δια να συνομιλή
μόνος με μόνον τον Θεόν και τότε εγείρεται απ’
αυτού η δύναμις εκείνη, ήτις συσσωρεύει τον νουν
και γίνεται εκστατικός, επειδή έχει τα άνω
νοήματα του και η γλυκύτης της θεωρίας του και η
συχνή εργασία της αρρήτου εκείνης συνομιλίας του
δεν κόπτεται απ’ αυτόν
αι δε έξω αισθήσεις
αυτού είναι εκτός του κόσμου διότι αυτός είναι
εντελώς απορροφημένος από την μέθην της αγάπης
του Θεού, τόσον ώστε να θεωρή ως ουδέν και αυτόν
τον φοβερόν θάνατον».
«Μακάριος είναι ο άνθρωπος όστις γευθή και ίδη,
ότι «χρηστός ο Κύριος» καθώς λέγει ο Δαβίδ (Ψαλμ.
λγ’ 9). Γεύσασθε δε είπε, και όχι χορτασθήτε
διότι
τώρα μεν εκ μέρους γνωρίζομεν και βλέπομεν, ως
δια μέσου καθρέπτου και αινίγματος, την αλήθειαν θέλει
δε έλθει καιρός, όταν ο νυν αρραβών και το γεύμα
της Χάριτος καταντήση εις την τελειότητα της
απολαύσεως. Ταύτα δε τα δάκρυα γεννώσιν η κατά
Θεόν ησυχία και η συνεχής εγκράτεια της κοιλίας
από άρτον και ύδωρ και αι πολλαί θλίψεις, αίτινες
γίνονται με γνώσιν, τας οποίας στερεώνει η
υπομονή. Την δε υπομονήν στερεώνει η ανυπόκριτος
μέμψις του εαυτού μας από την αυτομεμψίαν αυτήν
αναβλύζουσι τα κατά Θεόν δάκρυα, ως εκ πηγής, έως
ου να μας λευκάνουν υπέρ χιόνα εκείνοι
δε οίτινες ελευκάνθησαν τοιουτοτρόπως, ούτοι
είναι εκείνοι οι οποίοι εσαββάτισαν και
κατέπαυσαν διότι η αληθινή κατάπαυσις των
Χριστιανών είναι η ελευθερία από τα πάθη της
αμαρτίας και η του Αγίου Πνεύματος πληρεστάτη
και ενεργητική κατοίκησις εις καθαράν καρδίαν.
Δια τούτο λέγει ο Απόστολος «Ας σπουδάσωμεν
να εισέλθωμεν εις εκείνην την κατάπαυσιν» (Εβρ.
δ’ 11). Ταύτην δε την χάριν του πένθους και των
δακρύων ευρήκαν πολλοί, αλλ’ ύστερον την
απώλεσαν διότι εξεθάρρευσαν εις την
καρδίαν των και προ του καιρού επλησίασαν εις τον
κόσμον και ενικήθησαν από τα κολακεύματά του και
τας ηδονάς του και δικαίως το έπαθον διότι
εκείνο, το οποίον δεν αποκτήση κανείς με κόπον,
δεν το αγαπά με πόθον και δια τούτο το καταφρονεί,
είτε χάρισμα της πράξεως είναι, είτε της θεωρίας,
επειδή νομίζει, ότι εύκολα πάλιν το αποκτά και
διότι ο νους δεν στέκεται επιστάτης επάνω εις τας
αισθήσεις και ως εκ τούτου δια των αισθήσεων
πίπτει πάλιν εις τα κακά».
«Είπον δε πάλιν εγώ προς τον Όσιον
«Αββά,
διατί δεν είπες και δια τα εξ επηρείας δαιμόνων
δάκρυα»; Και μου είπε «Ποιά η ανάγκη να ομιλήσω δια
τα άχρηστα; όμως, εάν θέλης να μάθης, σου λέγω κατά
ψιλήν γνώσιν, την οποίαν έχω περί τούτων. Τα
δάκρυα ταύτα κατ’ άλλον τρόπον ακολουθούν εις
τους κοσμικούς και κατ’ άλλον εις τους Μοναχούς διότι
οι κοσμικοί, όταν υστερηθούν κανένα από τα καλά
του κόσμου τούτου, λυπούνται και κλαίουν εκ της
αγάπης την οποίαν έχουν εις αυτά πολλάκις
δε κλαίουν και από την μέθην οι δε Μοναχοί
νομίζοντες ότι με τας αρετάς τας οποίας έχουν
είναι κάτι, χωρίς να είναι, δια τούτο δε
δικαιούντες απολόγιστα τους εαυτούς των,
υπερηφανεύονται εναντίον των αμελεστέρων
Μοναχών και έχουν ζήλον ου κατ’ επίγνωσιν και
θέλουν να ελέγχουν και να επιτιμούν πολλάκις και
αυτούς τους Αγίου και φαινόμενοι ότι τάχα τους
λυπούνται, κλαίουν ενώ αυτοί οι ίδιοι είναι άξιοι
πολλών δακρύων κλαίουν δε πολλάκις και δια
τας ιδικάς των αμαρτίας, τας οποίας όμως ουδόλως
αισθάνονται διότι, αν τας ησθάνοντο, ότι
είναι βαρύτεραι ενός βαρελίου μολύβδου, δεν θα
ησθάνοντο τας αμαρτίας των άλλων. Οι τοιούτοι
νομίζουν ότι έχουν και θείαν αγάπην και
όταν τους φουσκώση ο διάβολος με την οίησιν και
υπερηφάνειαν, τους κάμνει κατανυκτικούς, δια να
τους θανατώση και πληθύνη τα δάκρυα εις
αυτούς και ούτοι πάλιν είναι πρόθυμοί
εις το να κλαίουν, ποιούντες αόκνως και τον
πρακτικόν των κανόνα, μέχρι του σημείου εις το
οποίον δεν εμποδίζει ούτος τον διάβολον, αλλά και
συνεργεί εις αυτόν, έως ου επιτύχει να ρίψη
αυτούς εις κάποιαν πτώσιν καλότυχος δε
είναι εκείνος, όστις δεν νικηθή από τα τοιαύτα
δάκρυα, αλλ’ αξιωθή ν’ απολαύση τα δουλικά και
ευγνωμονικά δάκρυα και τα εξ αγάπης».
«Γνωρίζεις ότι ο μαθητής μου, επειδή είναι
Ιερεύς, δέχεται λογισμούς και εξομολογέι
όθεν
αυτός, εξωμολογούμενος, μου διηγήθη ανωνύμως
φιληδόνων τινών λογισμούς και παρευθύς εγνώρισα
την καρδίαν μου, ότι εγλυκάνθη εις τους λογισμούς
εκείνους μαζί με ολόκληρον το σώμα μου δια
τούτο ελυπήθην και θυμωθείς κατ’ εμαυτού, έβαλα
κάρβουνα και έκαυσα τους μηρούς μου επειδή,
καθώς λέγει ο σοφός Νείλος, ο πνευματικός εκείνος
που θέλει να καταστήση καθαράς τας πράξεις των
εις αυτόν εξομολογουμένων, είναι ανάγκη να λάβη
και αυτός μολυσμόν τινά
καθότι ο διαλεγόμενος
περί των σαρκικών παθών και καθαρίζων άλλους εκ
των μολυσμών, δεν είναι δυνατόν να διέλθη
αμόλυντος διότι και αύτη μόνη η
ενθύμησις μολύνει φυσικά την επιφάνειαν του νοός
του». Ταύτα ειπών εγύμνωσε τους μηρούς του και
είδον θέαμα φοβερόν διότι η πρώτη οπή της πληγής,
την οποίαν έκαμεν, ήτο τόσον μεγάλη, ώστε εχώρει
εντός αυτής η χειρ μου η δε άλλη οπή ήτο μικροτέρα,
διότι δεν ηδυνήθη να την καύση τόσον, επειδή
ωλιγοθύμησεν από τον πολύν πόνον και έπεσε κατά
γης οδυνώμενος. Βλέπων εγώ τας πληγάς ταύτας
είπον «Άραγε χαίρεται ο Θεός εις
αυτά»; Και ο Όσιος μου είπε «Βέβαια χαίρεται επειδή
κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «Κατ’ ουδένα άλλον
τρόπον δεν θεραπεύεται ο Θεός τόσον, όσον
θεραπεύεται με κακοπάθειαν και ότι με τα δάκρυα
ανταποδίδοται το φιλάνθρωπον» διότι
δεν είναι Μάρτυρες μόνον εκείνοι, οι οποίοι
εδέχθησαν τον θάνατον δια την πίστιν του Χριστού,
αλλά και εκείνοι, οι οποίοι αποθνήσκουν δια την
φύλαξιν των εντολών του Χριστού. Και εις μεν τους
λυπηρούς λογισμούς πρέπει να φερώμεθα
αμνησικάκως και χωρίς έχθραν εις
δε τους φιληδόνους πρέπει να είμεθα εχθροί και
πολέμιοι διότι ουδείς γίνεται νικητής,
εάν φοβηθή καθώς και ο στρατιώτης, εάν
φοβηθή θάνατον, δεν θέλει επιτύχει καμμίαν
ανδραγαθίαν λέγει δε και ο Άγιος Ισαάκ, ότι
η ολίγη θλίψις, η γενομένη δια τον Θεόν, είναι
καλλιτέρα από μεγάλον έργον το οποίον γίνεται
άνευ θλίψεως, διότι η εκούσιος θλίψις φανερώνει
την δοκιμήν της πίστεως και της αγάπης μας.
Πιστεύω δε και εγώ ούτω, καθώς έχει η αλήθεια,
διότι οι Μάρτυρες με την θέλησίν των εξέοντο και
έπασχον δια την αγάπην του Χριστού, από την
οποίαν ουδέν πράγμα δεν ευρίσκεται εις τον
κόσμον δυνατώτερον και ο Χριστός με την θέλησιν
του έπαθε δι’ ημάς όθεν δεν χρεωστούμεν και ημείς
να πάσχωμεν δι’ αυτόν, δια να μη εκπέσωμεν από
την αγάπην του; επειδή εάν πάσχωμεν δι αγάπην του,
θέλομεν συμβασιλεύσει μετ’ αυτού, ως λέγει ο
Απόστολος» (Β’ Τιμ. Β’ 11-12).
«…και έλεγε
«Κάν έχης ένα άρτον μόνον και
έλθη κάποιος πτωχός και ζητή, λάβε τον άρτον
εκείνον εις τας χείρας σου, και βλέπων εις τον
ουρανόν ειπέ «Κύριε, ένα άρτον μόνον έχω,
καθώς βλέπεις και κινδυνεύω από την πείναν όμως
εγώ προτιμώ την εντολήν Σου περισσότερον από την
ζωήν μου και δια τούτο δίδω από τούτον εις τον
πεινασμένον αδελφόν μου όθεν και Συ δος
εις εμέ τον κινδυνεύοντα ηξεύρω την
αγαθότητα Σου, και θαρρώ εις την δύναμίν Σου,
διότι δεν αργοπορείς τας Χάριτας Σου, αλλ’ όταν
θέλης, δίδεις πλουσίως τα χαρίσματα Σου». Εάν
ποιήσης ούτως, ο άρτος εκείνος, τον οποίον δίδεις
εκ του υστερήματός σου, θέλει γίνει ως σπέρμα
γεωργίας και θέλει γεννήσει πλούσιον τον
καρπόν».
«Συνήθειαν είχεν ο Άγιος, όταν ήθελε να φάγη, να
χαιρετίζη την Υπεραγίαν Θεοτόκον και τον Τίμιον
Σταυρόν και να λέγη
«Χαίροις, Σταυρέ των Σεραφείμ
και των Χερουβείμ τιμιώτερε διότι ο Κύριος μου
δεν ετανύσθη γεγυμνωμένος εις αυτά εν τω καιρώ
του Πάθους Του, αλλ’ εις σε χαίροις, χαίροις,
χαίροις, ότι εκείνος, όστις σε εγείρει εις τους
ώμους του και πιστέυει εις την δύναμιν σου με
ευθείαν καρδίαν, δεν θέλει περιπατήσει εν τη
σκοτία, αλλά θέλει έχει το φως της ζωής». Έλεγε δε
και προς την Θεοτόκον «Χαίροις καύχημα μου, ελπίς
μου, καταφυγή μου και δύναμίς μου, πύργος ισχύος,
από προσώπου εχθρών παροικήσω εν τη σκέπη σου ότι
σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός και συ είσαι η
ύμνησις μου δια παντός, ει και ως τέρας εγεννήθην
τοις εχθροίς αλλά συ βοηθός μου κραταιός διό
πλήρωσον το στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω την
δόξαν σου πάσας τας ολιγοστάς ημέρας της ζωής μου ότι
δεδόξασται σου το πανάγιον όνομα παρά Πατρός,
Υιού και Αγίου Πνεύματος».
«Αληθινός ευγενής είναι εκείνος όστις
καταφρονεί ηδονήν, πλούτον, δόξαν, και αυτήν έτι
την ζωήν και επιζητεί τα εναντία τούτων, πόνον,
πτωχείαν, αδοξίαν και θάνατον. Εκείνος δε είναι
αληθώς πλούσιος, όστις έχει φίλους πολλούς, ήτοι
τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους
πτωχός
δε όστις χωρίζεται και από τον φίλον του, ήτοι τον
φυλάσσοντα αυτόν Άγγελον. Αξίωμα δε μέγιστον
είναι όχι το να έχη κανείς τιμάς, αλλά το να είναι
άξιος δια τας τιμάς και άρχων και εξουσιαστής
είναι εκείνος όστις εξουσιάζει εαυτόν και
υποτάσσει εις το λογικόν την ψυχήν και το σώμα.
Και όταν ο άρχων δεν κυριεύεται υπ’ ουδενός
πάθους, τότε δύναται να ποιή δικαίαν κρίσιν ήξευρε
δε ότι δεν πρέπει να εξουσιάζη τις άλλους, ανίσως
δεν είναι καλλίτερος εκείνων, τους οποίους
εξουσιάζη. Και συ λοιπόν, αν θέλης να είσαι φίλος
Θεού, άρχε κραταιώς ήτοι να μη νικάσαι με δώρα, ή
με φιλίαν, ή με έχθραν, ή με άλλο τι εις τας
κρίσεις, τας οποίας ποιείς, καθότι η κρίσις η
ιδική σου πρέπει να λογίζεται ως κρίσις Θεού πρέπει
να κρίνης ορθά και κατά τους νόμους δια
τούτο λέγει ο Δαβίδ. «Εμοί λίαν ετιμήθησαν οι
φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί
αυτών» (Ψαλμ. ρλη’ 17).
«Ευσεβής είναι όχι εκείνος, όστις ελεεί τους
πολλούς, αλλ’ εκείνος όστις δεν αδικεί ουδένα
και
όστις δεν παιδεύει τους κακούς, αυτός αδικεί τους
καλούς. Όσοι δε παιδεύουν τους αδικούντας, αυτοί
εμποδίζουν τους άλλους, ώστε να μην αδικούν όθεν
συ ας είσαι απαραίτητος δικαστής εις εκείνους
οίτινες αδικούν τους άλλους εις εκείνους δε,
οίτινες σε αδικούν, ας είσαι συμπαθέστατος διότι
δια το πρώτον θέλεις αποκτήσει όνομα, ότι
φυλάττεις τους νόμους δια δε το δεύτερον θέλεις
φανερώσει την φιλανθρωπίαν και συμπάθειαν της
γνώμης σου. Πλην την σήμερον βλέπομεν ότι γίνεται
το εναντίον. Αν ίσως δε θέλης και το ανοίκειον
θέλημα, το οποίον είπα εις την αρχήν, ήτοι εάν
θέλη ο Θεός να σε αξιώση να γίνης Μοναχός, δεν
είναι αδύνατον πλην κατά το παρόν υπηρέτησον
εις τον Θεόν με φόβον, κατά την δύναμιν σου, την
οποίαν βιάζου να καθοδηγής πάντοτε εις το καλόν.
Και όταν ίδη αυτήν ο Χριστός μας, θέλει έλθει προς
σε, καθώς και εις τον Ζακχαίον και τότε θέλει σου
είπη: «Σπεύσας κατάβηθι» (Λουκ. ιθ’ 5), και ούτω
θέλεις αφήσει την συκομορέαν και θέλεις
ακολουθήσει Αυτόν και αν μείνη εις τον οίκον σου,
με πολλήν χαράν θέλεις δώσει τα ημίση των
υπαρχόντων σου εις τους πτωχούς και
εάν τινά επλεονέκτησες, θέλεις το πληρώσει
τετραπλάσιον και θέλεις ακούσει και συ «Σήμερον
σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» (Λουκ. ιθ’ 9) και
τότε θέλεις δυνηθή να μισήσης τον κόσμον».
«Εκκλησίαν έχει έκαστος τον νουν και την
καρδίαν του και εις αυτήν χρεωστούμεν να τελώμεν
τας Ακολουθίας της Εκκλησίας. Ομοίως και συ,
όστις και αν είσαι, εάν μεν γίνεται σύναξις εις
την Εκκλησίαν, πήγαινε
ει δε μη, ανάγνωσον Ψαλμούς, ή
Απόστολον, ή Ευαγγέλιον. Εγώ δε, αν είχον φως,
ήθελε μετρώ τα ξύλα της σκέπης του κελλίου μου μάλιστα
το φως είναι σημείον εκείνων οίτινες έχουν
φωτεινήν ζωήν εγώ δε, επειδή και έπραξα και
έτι πράττω έργα άξια σκότους, δια τούτο κάθημαι
εις το σκότος δεόμενος του ΘΕού δια τας αμαρτίας
μου. Ανίσως δε και δια το πρόσκαιρον φως, το
οποίον δεν βλέπω, αξιωθώ να ίδω εις τον μέλλοντα
αιώνα ακτίνα τινά του ανεσπέρου εκείνου Φωτός,
καθώς ελπίζω ο ανάξιος, ας είναι δεδοξασμένον το
όνομα του Αγίου Θεού ημών, εάν δε όχι, πάλιν ας
είναι δόξα εις την δικαιοκρισίαν του διότι
εις εμέ είναι πολύ και το να βλέπω το φως του
ηλίου και δια τούτο δεν παύω από το να ευχαριστώ
τον Θεόν, όστις ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί
δικαίους και αδίκους».
«…γνώριζε, ότι, καθώς λέγει ο Άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος, δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι
απαθείς, όμως δύνανται όλοι να σωθούν και να
φιλιωθούν με τον Θεόν, διότι λέγει ο θείος
Χρυσόστομο
εγώ υπόσχομαι και βεβαιώνω,
ότι ανίσως πας αμαρτωλός αφήση τα πρότερα του
κακά και υποσχεθή εις τον Θεόν με αλήθειαν να μη
πράξη πλέον αμαρτίας, άλλο τι δεν ζητεί εξ αυτού ο
Θεός εις απολογίαν, επειδή είναι φιλάνθρωπος και
καθώς η γυνή, ήτις κοιλοπονεί, επιθυμεί να
γεννήση, ούτω και ο Θεός επιθυμεί να χύνη εις
όλους το έλεος του. Και ο Θεολόγος Γρηγόριος
λέγει, ότι εκείνος, όστις ευρίσκεται εις τον
κόσμον και κατώρθωσεν ολίγα καλά, υπερέβη
πολλάκις εκείνον, όστις ευρίσκεται εις
ελευθερίαν και δεν κατώρθωσεν όλα τα καλά καθώς
είναι παραδοξότερον, το να περιπατή έστω και
ολίγον εκείνος, όστις είναι δεδεμένος με αλύσεις,
παρά να τρέχη πολύ εκείνος όστις δεν έχει ουδέν
βάρος όπως επίσης παραδοξότερον
είναι και το να λασπούται ολίγον εκείνος ο οποίος
περιπατεί εις το μέσον της λάσπης, παρά το να
είναι καθαρός εκείνος, ο οποίος περιπατεί εις
καθαράν οδόν. Απόδειξις του λόγου μου τούτου
είναι η Ραάβ η πόρνη (Ιησ. Ναυή β’ 1-21), την οποίαν
εδικαίωσε μόνη η φιλοξενία αυτής, καίτοι κατά τα
άλλα δεν επαινείται. Αλλά και τον τελώνην μόνη η
ταπείνωσις τον ύψωσε, διότι δεν έχει μαρτυρηθή,
ότι είχε κανέν έτερον καλόν διατί; δια να
μάθωμεν και ημείς να μην απελπίζωμεν τον εαυτόν
μας. Είπας, Δέσποτα μου, ότι από τας φροντίδας του
κόσμου δεν ενθυμείσαι τον Θεόν εγώ
δε σου λέγω, ότι δια της χάριτος του Χριστού μου,
πάντοτε τον Θεόν ενθυμείσαι…«Μνήμη Θεού είναι
πόνος καρδίας υπέρ ευσεβείας γινόμενος, ως λέγει
ο Άγιος Μάρκος». Όθεν και η φροντίς, την οποίαν
έχεις, δια την σύστασιν της Αγίας ημών Πίστεως
και των Εκκλησιών και των Μοναστηρίων και του
κόσμου, τον οποίον σου ενεπιστεύθη ο Θεός, πόνος
καρδίας είναι, γινόμενος δια την ευσέβειαν».
«Αληθώς αύται (φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία)
είναι αι τρεις πρωτότοκοι θυγατέρες του σατανά
και της συζύγου αυτού κακίας, αι οποίαι γεννώσιν
εις ημάς πάσαν πονηρίαν
και με αυτάς ηθέλησεν ο
σατανάς να πειράξη τον Κύριον μας, αφού εβαπτίσθη αλλ’
ο Κύριος ημών ενίκησεν αυτάς και τοιουτοτρόπως
έγινε τύπος και παράδειγμα εις ημάς καθώς
είπεν «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν,
ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε»
(Ιωάν. ιγ’ 15) και «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος
είμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’ 29), διότι η
πραότης ημερώνει το θυμικόν της ψυχής, η δε
ταπείνωσις ελευθερώνει ημάς από την κενοδοξίαν,
και όστις έχει ταύτας τας αρετάς δεν θέλει
δουλωθή ούτε από την φιληδονίαν, ούτε από την
φιλαργυρίαν. Ο βασιλεύς ο αληθινός δεν
γνωρίζεται από την πορφύραν, την ζώνην και στον
στέφανον, τον οποίον φορεί, αλλ’ από την
βασιλικήν αρετήν την οποίαν έχει όστις
δε εξουσιάζεται από τα πάθη, και είναι δούλος της
αμαρτίας, δεν είναι άξιος να εξουσιάζη άλλους.
Αληθινός βασιλεύς είναι εκείνος, όστις νικά τα
πάθη, κυβερνά τα εις αυτόν ανήκοντα κατά τον
Νόμον του Θεού και φυλάττει ελευθέραν την ψυχήν
του σημεία δε της ελευθέρας ψυχής
είναι το άδολον, το ήμερον, το φιλάνθρωπον, το
ανδρείον, το δίκαιον, το σώφρον, το
συγκαταβατικόν, το μεταδοτικόν, το να κρίνη όχι
κατά χάριν, αλλά κατά το δίκαιον. Ο τοιούτος
λοιπόν βασιλεύς δεν ηξεύρει να αποδιώκη τον
ζητούντα ή να λέγη προς τον πτωχόν «Πήγαινε
τώρα και ύστερον επίστρεψον και θέλω σου δώσει,
αλλά δίδει εις έκαστον κατά τας ανάγκας του καθώς
και συ, Χάριτι Θεού, και εποίησας και ποιείς και
μάλιστα εις το ορφανοτροφείον του Αγίου Παύλου,
όπου και τους πεινώντας τρέφεις και τους
διψώντας ποτίζεις και τους ξένους συναθροίζεις
και τους γυμνούς ενδύεις και τους ασθενείς
επισκέπτεσαι και τους αιχμαλώτους εξαγοράζεις
όχι μόνον από τα αισθητά έθνη, αλλά και από τα
νοητά, ήτοι τους δαίμονας. Διότι πολλοί οίτινες
ηχμαλωτίσθησαν από τα έθνη, παρέδωκαν εις τον
αιώνιον θάνατον ομού με τα σώματα και τας ψυχάς
αυτών, με το να έσμιξαν με τα έθνη και έμαθον τα
έργα αυτών. Τούτους, όστις εξαγοράση,όχι μόνον
αισθητώς φυλάττει τας εντολάς του Χριστού, αλλά
και νοητώς διότι αυτοί είναι κατ’
αλήθειαν οι πεινώντες και διψώντες να ακούσουν
λόγον Θεού αυτοί είναι οι ξένοι και
γυμνοί από την πολιτείαν των Χριστιανών, τους
οποίους θέλει ο Θεός να τους συγκεντρώνωμεν και
να τους ενδύωμεν αυτοί είναι οι ασθενείς,
οίτινες κινδυνεύουν να απολέσουν την ζωτικήν
πίστιν των αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι
εφυλακίσθησαν εντός της σκοτεινής φυλακής της
αθείας και ποθούν να εξέλθουν εξ αυτής και να
ίδουν το φως του Ηλίου της Δικαιοσύνης και
όστις ποιεί ταύτα, δια της χάριτος του Θεού είναι
ισαπόστολος».
«…και μία ψυχή, ήτις κερδηθή, λέγει ο θείος
Χρυσόστομος, δύναται πολλάκις ν’ αφανίση τον
όγκον των αμαρτιών και να γινει εις ημάς
αντίλυτρον κατ’ εκείνην την ημέραν. Και εάν εκεί
όπου γίνεται ελεημοσύνη με έξοδα χρημάτων,
προξενούνται τόσοι στέφανοι και τόσοι μισθοί,
εκεί όπου γίνεται ωφέλεια ψυχών, πώς δεν θέλουν
προξενηθή όλα τα αγαθά; Διότι ο τοιούτος θέλει
γίνει στόμα Θεού, κατά το «Εάν εξαγάγης τίμιον
από αναξίου ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε’ 19).»
«Το πάθος της φιλαργυρίας γίνεται φανερόν εις
τον άνθρωπον από το ότι χαίρεται ούτος όταν
παίρνη και λυπήται όταν δίδη. Ο άνθρωπος αυτός
δεν δύναται να είναι οικονόμος και να επιμελήται
της προστασίας των πτωχών, δεν δύναται να γίνη
προνοητής των πτωχών. Διότι λέγει ο θείος Μάξιμος
τρία
είναι τα αίτια της αγάπης των αργυρίων, η
φιληδονία, η κενοδοξία και η απιστία, η οποία
είναι χειροτέρα των άλλων δύο, διότι ο φιλήδονος
αγαπά τα χρήματα δια να πληρώνη με αυτάς τας
κακάς επιθυμίας του ο κενόδοξος δια να δοξασθή και
ο άπιστος δια να τα φυλάξη φοβούμενος την
πτωχείαν, το γήρας, την ασθένειαν και την
ξενιτείαν περισσότερον δε ελπίζει εις
αυτά, παρά εις τον Θεόν τον προνοούντα έως και
δι’ αυτά τα μικρότατα ζωϋφια. Κατά Θεόν δε
οικονόμος είναι εκείνος, ο οποίος συνάζει τα
χρήματα δια να δίδη αυτά εις τους έχοντας ανάγκην
και ούτω να μη υστερηθή ποτέ κανείς, νομίζει δε
ιδικήν του την ανάγκην του άλλου. Όθεν σας
παρακαλώ να είσθε οικονόμοι κατά Θεόν, δια να
ελευθερωθήτε από την φιληδονίαν, την κενοδοξίαν
και την απιστίαν. Πρέπει να γνωρίζετε ότι ο Θεός
δια την οικονομίαν αυτήν έφερεν εδώ τους
βασιλείς, δια να δώσουν και ούτοι και οι άνθρωποι
αυτών έως και αυτά τα φορέματα των εις τους
πτωχούς. Ημείς δε καίτοι είδομεν αυτούς,
τοιουτοτρόπως πράξαντας, δεν θέλομεν να δώσωμεν
εις τους πτωχούς τα ξένα, διότι ξένα είναι αφού
ημείς ουδέν εφέραμεν εις τον κόσμον και ουδέν
πάλιν δυνάμεθα να λάβωμεν μαζί μας, αναχωρούντες
από του κόσμου τούτου. Δια τούτο, καθώς σας είπα,
δώσετε και τα επίλοιπα δέκα και ο πανάγαθος Θεός
θέλει σας δώσει τα ελέη του εκατονταπλάσια».
«…αφού έγινα Μοναχός δεν εχόρτασα ύδωρ και
επειδή εκόλλα η γλώσσα μου εις τον λάρυγγα, έπινα
με τα άκρα των χειλέων μου έν ή δύο ρουφίσματα
ύδωρ, δια να δύναμαι να καταπίνω τον άρτον».
«Κύριοι μου, όλας τας αμαρτίας του ανθρώπου τας
βαστάζει ο Θεός, τους δε γογγυστάς και αχαρίστους
δεν τους βαστάζει, εάν δεν τους παιδεύση».
«Αδελφέ, όστις θέλει να κρατήση την αληθινήν
ταπείνωσιν, δεν πρέπει να υπολογίζη τον εαυτόν
του εις ουδέν πράγμα
διότι αύτη είναι η αληθινή
ταπείνωσις».
«…διότι ο εχθρός, μη δυνάμενος να απατήση τους
νοερούς σου οφθαλμούς, καθώς απατά τους ιδικούς
μου και των ομοίων μου, εφάντασε τους αισθητούς
σου, το οποίον είναι απόδειξις της αδυναμίας του
όθεν
πίστευσόν μας, διότι ο καλός καραβοκύρης
ουδέποτε συντρίβεται, σπανιώτατον δε είναι ο
περιπατών εις τον δρόμον να μη προσκόπτη συ
γνωρίζεις, Πάτερ, ότι οι ενάρετοι, αν ποτέ πέσουν,
δύνανται πάλιν να εγερθούν και να μη
μικροψυχούν».
«Κοινωνία ονομάζεται, διότι μας ενώνει με τον
Χριστόν και μας ποιεί κοινωνούς της Βασιλείας
του
και ότι εις μάγος Εβραίος,
Δανιήλ ονόματι, την ώραν κατά την οποίαν ήθελον
να τον καύσουν, εφώναξεν ω βία! Ιδού
Άγγελος Κυρίου με βασανίζει, δια να είπω εις τους
Χριστιανούς, εκείνα τα οποία δεν ήθελον. Σας
βεβαιώ εις την ώραν ταύτην του θανάτου μου, ότι
ποτέ δεν κατώρθωσαν τα μαγικά μου να ενεργήσουν
εις Χριστιανόν, κοινωνούντα καθ’ εκάστην
ημέραν».
«…Μακάριος είναι εκείνος όστις πλησιάζει μετά
φόβου και τρόμου εις τα θεία Μυστήρια και
συλλογίζεται ότι λαμβάνει ζωήν αιώνιον…»