Αδελφός τις ήτο εις την Λαύραν, Ρωμαίος το γένος,
ονόματι Αιμιλιανός, μετερχόμενος πολιτείαν
ενάρετον εκ νεότητος και εξόχως ήτο περισσώς
καθαρός εις την σάρκα και σωφρονέστατος τούτον
εφθόνησεν ο διάβολος και του έδωκε Κυριακήν τινά
χαλεπόν και άγριον πόλεμον εις την σάρκα, τον
οποίον μη δυνάμενος να υπομένη έκλινεν εις τους
αισχρούς λογισμούς και έκαμνε συγκατάθεσιν. Όταν
λοιπόν επήγε την αυγήν εις τον όρθρον ο Άγιος,
έτυχε πλησίον του ο ρηθείς αδελφός και τόσην
δυσωδίαν ησθάνθη εξερχόμένην απ’ αυτού, ώστε
ηννόησε την επιβουλήν του δαίμονος και
επιτιμήσας αυτόν έρριψε τον αδελφός εις την γην
και τον εσπάραττεν ο μισάνθρωπος ο δε οδυνώμενος
εξέβαλλεν αφρούς εκ του στόματος. Τότε ο Άγιος
είπε να φέρωσι φως, διότι ο τόπος ήτο σκοτεινός
και λέγει προς τους άλλους πατέρας "Βλέπετε,
αδελφοί, τούτον τον εκ παιδός σώφρονα και
ενάρετον, πώς κοίτεται τώρα, δια τους ρυπαρούς
λογισμούς, θέαμα φρικτόν και θρήνων άξιος; Ας
προσέχη πας τις να αντικρούη τους κακούς
λογισμού και να τους διώκη από την διάνοιαν αυτού
εξ αρχής, ότε δεν έχουσι δύναμιν ει δε και τους
υποδεχθώμεν με ηδονήν ευμενώς, ει και εις σώμα
αλλότριον δεν εγγίσωμεν, όμως με την ψυχήν
επορνεύσαμεν, κατά την παραγγελίαν του Κυρίου,
και ως μοιχοί θέλομεν καταδικασθή κατά την
ημέραν εκείνην, την φοβεράν, όταν τα απόκρυφα και
άδηλα φανερώνωνται. … Εδίδασκε δε τους αδελφούς
ο Όσιος (Ευθύμιος) να προσέχουν αεί και πάντοτε
την έξοδον της ψυχής ενθυμούμενοι, και να λάβουν
από τον Αιμιλιανόν και τους άλλους παράδειγμα,
ίνα μη και αυτοί τα όμοια πάθωσι. Ταύτα δε ειπών
εις νουθεσίαν αυτών, έκαμεν ευχήν εις τον
πάσχοντα, και ευθύς όλος ο τόπος επλήσθη ως από
ανυπόφορον δυσωδίαν καιομένου θείου έπειτα εις
την δυσωδίαν επηκολούθησε και φωνή λέγουσα
"Εγώ ειμί το πνεύμα της πορνείας". Έμεινε
λοιπόν ο Αιμιλιανός από τότε νήφων και
σωφρονέστατος, σκεύος εκλογής γενόμενος."
"Ήτο άνθρωπος τις εις την πόλιν υπό πάντων
βίου θαυμαστού νομιζόμενος και πολλήν αγιότητα
έχων εις το φαινόμενον, κρυφίως όμως παρώργιζε
τον Θεόν με τους φαύλους λογισμούς και με τα της
καρδίας κινήματα, εις τα οποία έκαμνε
συγκατάθεσιν ήτοι με το έργον μεν ποτέ του δεν
ήμαρτεν, αλλά με την διάνοιαν πολλάκις επόρνευεν
ήλθε λοιπόν ο τοιούτος εις βαρείαν και θανάσιμον
ασθένειανR τότε όλη η πόλις εθρήνει απαρηγόρητα
και πάντες εκόπτοντο, κοινήν συμφοράν νομίζοντες
τον εκείνου θάνατον έτυχε λοιπόν εις ταύτην την
πόλιν Άγιος τις και προορατικός γέρων, όστις
ακούσας τον κοινόν οδυρμόν και βλέπων τοσαύτην
λύπην εις τον λαόν, επήγε μετά σπουδής και αυτός
να λάβη ευλογίαν και συγχώρησιν απ’ αυτού.
Φθάσας λοιπόν εκεί και βλέπει τον Αρχιερέα με
όλους τους Κληρικούς και τους λοιπούς άρχοντας,
οίτινες κρατούντες λαμπάδας αναμμένας
επερίμενον της ψυχής εκείνης την έξοδον. Τούτους
παραδραμών ο Άγιος εκείνος γέρων προφθάνει τον
άνδρα ολίγον αναπνέοντα και βλέπει θαύμα φρικτόν
και εις τους πολλούς απόκρυφον, εις μεν την
όρασιν φοβερόν τινά γίγαντα, όστις κρατών εις τας
χείρας του περόνην πύρινον, την εκάρφωνεν εις την
καρδίαν του, την δε ψυχήν απέσπα βιαίως (φεύ) και
ασπλάχνως. Έπειτα ήκουσε και φωνήν άνωθεν, ήτις
έλεγε "Καθώς η ψυχή αύτη δεν με ανέπαυσεν ουδέ
μίαν ημέραν, ουδέ συ ν’ αμελήσης ποτέ, μήτε
παύσης σπαράττων αυτήν και δεινώς τιμωρών".