ΠΡΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ
Ελθόντες εις την τράπεζαν λέγομεν:
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γής. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς, από του πονηρού. -- ‘Οτι Σού εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ
Μετά δε το γεύσασθαι, ανιστάμενοι και τω Θεώ ευχαριστούντες, λέγομεν:
Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός ημών, ότι ενέπλησας ημάς των επιγείων σου αγαθών, μη στερήσης ημάς και της αιωνίου σου βασιλείας, αλλ’ ως εν μέσω των μαθητών σου παρεγένου, Σωτήρ, την ειρήνην διδούς αυτοίς, ελθέ και μεθ’ ημών, και σώσον ημάς.
ΠΡΟ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται, και αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν, ζήσονται αι καρδιαί αυτών εις αιώνα αιώνος.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΑΓΕΙΝ
Εύφρανας ημάς, Κύριε, εν τοις ποιήμασι σου και εν τοις έργοις των χειρών σου ηγαλλιασάμεθα. Εσημειώθη εφ’ ημάς το φώς του προσώπου σου, Κύριε, έδωκας ευφροσύνην εις τας καρδίας ημών. Από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών ενεπλήσθημεν. Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθησόμεθα, και υπνώσομεν, ότι συ Κύριε, κατά μόνας επ’ ελπίδι κατώκισας ημάς