ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΗΣ |
Για Όσους Αγαπάνε Την Ποίηση Και Επειδή Μπορεί Να Ανοίγει Δρόμους |
![]() |
![]() |
"Πάνω σ' ένα χιονισμένο λόφο, πότε κρυμμένος μες στη χιονοθύελλα, πότε ξεπροβάλλοντας, στεκόταν ο άγνωστος ποιητής: πίσω του ερημιά. Έφυγαν όλοι εδώ και καιρό. Αυτός δεν έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψει την πόλη. Ας τρέχουν οι άλλοι, ας πέφτει θανατικό, αυτός θα μείνει και θα διαφυλάξει το ιερό του Απόλλωνα. Γύρω του βλέπει να σχηματίζεται ένας εναέριος ναός από χιόνι κι ο ίδιος να στέκεται πάνω σ' ένα χάσμα, στο κενό" |
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΒΑΓΚΙΝΟΦ |
"Τα χρόνια θα περάσουν, όλη αυτή η εποχή θα χαθεί, όλα θ' αλλάξουν και πάντα θα γελούν με τον άγνωστο ποιητή, θα τον αποκαλούν βάρβαρο, τρελό, αλλοπαρμένο, άμυαλο, που βάλθηκε να καταστρέψει τη θαυμάσια γλώσσα μας. Οι μαθητές που γράφουν άθλια στιχάκια στις μαθήτριες, ο υπαλληλάκος του γραφείου, που στα διαλείμματα της αντιγραφής χαρτιών κάνει ερωτική εξομολόγηση στις δακτυλογράφους, οι διευθυντές των τραστ και οι αντιπρόσωποι των τοπικών επιτροπών θα λένε: "Τι παρακμή ήταν εκείνη και πόσο δεν είχαν μυαλό αυτοί οι αργόσχολοι άνθρωποι! Η ποίηση πρέπει να σου μεταδίδει ιδέες, να ακολουθεί τα βήματα της επιστήμης. Π.χ. ανακαλύφθηκε το ραδιόφωνο; Γράψε για το ραδιόφωνο. Ανακαλύφθηκε ο ασύρματος τηλέγραφος; Δόξασε τον πολιτισμό"" |
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΒΑΓΚΙΝΟΦ |
"Τα τελευταία χρόνια ο άγνωστος ποιητής συνήθισε την ερημωμένη πόλη, τους άψυχους δρόμους, τον φωτεινό γαλάζιο ουρανό. Δεν πρόσεχε ότι ο περιβάλλων χώρος άλλαζε. Τα τελευταία δύο χρόνια πέρασαν μέσα σε κλίμα διαμόρφωσης και συνειδητοποίησης, όπως νόμιζε, της πραγματικότητας των γιγαντιαίων αναπαραστάσεων. Σταδιακά όμως η ανησυχία συσσωρευόταν στην ψυχή του. Κάποια στιγμή ένιωσε πως τον εξαπάτησαν και το μεθύσι και η αντιπαραβολή των λέξεων. Στις όχθες του Νέβα, με φόντο την πόλη που ξαναγέμιζε κόσμο, στράφηκε και πέταξε τα χαρτιά του. Τότε ξαναλικνίστηκαν οι ψηλές φοινικιές. Ο άγνωστος ποιητής έσκυψε το κεφάλι, ένιωσε ότι και η πόλη ποτέ δεν ήταν όπως του φανερωνόταν κι άνοιξε σιγά-σιγά το υποσυνείδητό του" |
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΒΑΓΚΙΝΟΦ |
"Ένα κοχύλι είσαι ποιητή, όπου αφουγκράζεσαι κι όπου ξαναγεννάς τον λόγο" |
ΑΡΗΣ ΑΡΓΕΣΤΗΣ |
"Στίχο το στίχο σμιλεύει τα τραγούδια του ανάμεσα σ' ανθρώπους με βλέφαρα κλειστά, μ' αυτιά που μόνο ορυμαγδούς μπορούν να ξεχωρίζουν πλέον" |
ΑΡΗΣ ΑΡΓΕΣΤΗΣ |
"Τα ποιήματα είναι λίγα κυκλάμινα που ανθίζουν στα ρήγματα της μνήμης" |
ΑΡΗΣ ΑΡΓΕΣΤΗΣ |
"Φοβηθείτε τον καιρό που και η ποίηση θα λογαριάζεται παράβαση" |
ΑΡΗΣ ΑΡΓΕΣΤΗΣ |
"Η Μπουμπουλίνα ήταν μια όμορφη, ασπρόμαυρη γάτα, που περνούσε όλη τη μέρα στο μπαλκόνι της, ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια. Δεν υπήρχε γάτος του λιμανιού που να μην περνούσε αργά από μπροστά της, μοστράροντας το λυγερό κορμί του, το σχολαστικά γλειμμένο τρίχωμά του που λαμποκοπούσε, τα μεγάλα του μουστάκια ή τη χάρη της ορθωμένης ουράς του, για να την εντυπωσιάσει, αλλά η Μπουμπουλίνα έμενε ασυγκίνητη και δεχόταν χάδια μόνο από τον άνθρωπο που καθόταν στο μπαλκόνι της με τη γραφομηχανή του. Ήταν ένας άνθρωπος παράξενος, που καμιά φορά γελούσε μ' αυτά που μόλις είχε γράψει κι άλλες φορές τσαλάκωνε, χωρίς να τα διαβάσει, τα χαρτιά που έβγαζε από τη γραφομηχανή. Απ' το μπαλκόνι του πάντα έβγαινε μια μουσική απαλή και μελαγχολική που νανούριζε τη Μπουμπουλίνα και προκαλούσε βαθιούς αναστεναγμούς στους γάτους που περνούσαν από 'κει. "Τον άνθρωπο της Μπουμπουλίνας;!", νιαούρισε ο Κολονέλο, "γιατί αυτόν;". "Δεν ξέρω", νιαούρισε ο Ζορμπάς, "αυτός ο άνθρωπος μου εμπνέει εμπιστοσύνη. Τον έχω ακούσει να διαβάζει αυτά που γράφει. Είναι ωραία λόγια, που άλλοτε προξενούν χαρά κι άλλοτε θλίψη, αλλά είναι πάντα ευχάριστα στ' αυτί κι όλο θες ν' ακούσεις κι άλλα". "Ένας ποιητής!", νιαούρισε ο Ξερόλας. "Και πώς σου μπήκε η ιδέα πως αυτός ο άνθρωπος ξέρει να πετάει;", νιαούρισε ο Γραμματικός. "Μπορεί να μην ξέρει να πετάει με φτερά", νιαούρισε ο Ζορμπάς, "αλλά όταν τον ακούω, σκέφτομαι πως πετάει με τα λόγια του"" |
LUIS SEPULVEDA |