Θαλλώ 9, 1997, 243-251.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ
ΑΣΥΛΛΗΠΤΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο, 2 τόμοι, Αθήνα 1995 : Νέα θέσις, σσ. 588
'Οταν έπεσε στα χέρια μου το παραπάνω βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας κ. Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου, ομολογώ ότι μου προκάλεσε θυμηδία, καθώς διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι γεμάτο από ανεύθυνους λογισμούς, παραλογισμούς και αντιεπιστημονικές θέσεις, οι οποίες δεν αξίζουν καν αντίκρουσης. Ο λόγος για τον οποίο έκρινα σκόπιμο να ασχοληθώ με το έργο αυτό είναι ότι το είδα να εκτίθεται σε ένα μεγάλο Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Eλληνικής Γλώσσας και Γραφής που έγινε τον Οκτώβριο του 1996 στη Γερμανία (Ohlstadt της Βαυαρίας) στο οποίο έλαβα μέρος ως εισηγητής. Αυτό σημαίνει ότι η συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδοτικός οίκος που το διακινεί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εκτίθενται ανεπανόρθωτα και συγχρόνως εκθέτουν και τη χώρα μας, αφού διερωτάται κανείς εύλογα πώς είναι δυνατόν να κυκλoφορεί στην Ελλάδα του 2000 ένα τέτοιο απαράδεκτο βιβλίο, το οποίο είναι διαποτισμένο από εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες, διανθισμένες με κενολογίες και ρητορικό στόμφο. Αν η Ελληνική γλώσσα έχει τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, διερωτώμαι τι τους χρειάζεται τους εχθρούς.
Σε μια εποχή που οι λαοί νιώθουν την ανάγκη να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλο, ιδιαίτερα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, σεβόμενοι τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους, γίνονται ακόμα πιο αισθητές οι παραφωνίες του απομονωτισμού. Στόχος του κρινόμενου εδώ βιβλίου είναι η χιμαιρική «επανελλήνισις της οικουμένης» (βλ. σ. 22), με σαφή συνυποδήλωση ότι οι άλλοι λαοί είναι «βάρβαροι» και χρειάζονται τον πολιτισμό και τα φώτα μας. Αυτή η «θεοποίηση» της Ελληνικής γλώσσας (βλ. στη σ. 32 την αναφορά στο «θεϊκό οικοδομικό υλικό» που είναι ο Λυκαβηττός!) και η συνειδητή υποβάθμιση όλων των άλλων γλωσσών, δεν οδηγεί παρά στην «περιθωριοποίηση» όσων σκέπτονται τόσο αλαζονικά για τη γλώσσα τους. Η ακόλουθη διατύπωση είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που διακατέχει ολόκληρο το βιβλίο: «Η ελληνική παρέχει λέξεις υψηλών διανοημάτων και ενδύει λεκτικά τις αφηρημένες έννοιες. Επιγραμματικά: Είναι η γλώσσα του πολιτισμού» (σ. 23). Η ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται δικαίως από ξένους ερευνητές, αλλά και από το ευρύτερο μορφωμένο κοινό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ως μια από τις σημαντικότερες πολιτισμικές γλώσσες. Ο ισχυρισμός όμως ότι είναι η μοναδική γλώσσα του πολιτισμού (βλ. στην παραπάνω διατύπωση την εμφατική χρήση του οριστικού άρθρου) δείχνει κουφόνοια και αμετροέπεια ουκ ολίγη.
Δεν διστάζει μάλιστα η συγγραφέας, για δημιουργία εντυπώσεων, να πετάξει στους αφελείς και ανίδεους ( στους οποίους ασφαλώς απευθύνεται το βιβλίο ) απίστευτες πομφόλυγες του τύπου: «Τα ποτάμια και τα ρυάκια...» διαμόρφωσαν «την ήπια, εύκαμπτη, πολύμορφη, μελωδική, γεμάτη φωνήεντα και ποικιλία εκφράσεων, ελληνική γλώσσα» (σ. 17). Υποστηρίζει ακόμα, στην ίδια σελίδα, ότι η γλώσσα μας είvαι «... ικανή να μιμηθή παντοειδείς ήχους, κάτι που δεν συμβαίνει με όλες τις γλώσσες. Οι Άραβες λ.χ. δεν έχουν «π». Οι Ρώσοι δεν έχουν «θ». Oι Κινέζοι δεν έχουν «ρ». Αδυνατούν ακόμα και να τα προφέρουν». Το παρατιθέμενο απόσπασμα επιδιώκει να υποβάλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι οι παραπάνω γλώσσες μειονεκτούν έναντι της Ελληνικής. 'Ομως, αν η κ. Τζιροπούλου (εφεξής κ. Τζ.) έκανε τον κόπο να ξεφυλλίσει απλώς ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο για τις γλώσσες αυτές, θα έβλεπε ότι κάθε άλλο παρά υστερούν. Tι θα πει ότι οι Ρώσοι δεν έχουν «θ»; Γνωρίζει άραγε ότι χρησιμοποιούν πολλά συριστικά σύμφωνα και συμφωνικά συμπλέγματα και μια σειρά από ουρανικοποιημένα και μη ουρανικοποιημένα σύμφωνα; Η Αραβική περιέχει μερικούς λαρυγγικούς φθόγγους (φαρυγγικά και γλωττιδικά τριβόμενα σύμφωνα) και ένα σημαντικό αριθμό Τριβόμενων υπερωικών συμφώνων τα οποία είναι άγνωστα στην Ελληνική, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για την ποιότητα ή την αξία των δύο γλωσσών. Και η Κινεζική διαθέτει από 4 ως 9 (ανάλογα με τη διάλεκτο) διαφορετικούς μουσικούς τόνους. Τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι απαράδεκτες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο για να δει την πληθώρα των φθόγγων (και όχι «ήχων», όπως αφελώς γράφει η κ. Τζ.) που υπάρχουν στις ανθρώπινες γλώσσες, για να αντιληφθεί ότι δεν κρίνεται η υπεροχή μιας οποιασδήποτε γλώσσας στο φωνητικό -φωνολογικό επίπεδο. Η κ. Τζ. είναι τόσο καλά ενημερωμένη στις σύγχρονες φωνολογικές θεωρίες που καταφεύγει στον Κρατύλο του Πλάτωνα (414, C) για να εξηγήσει, όπως λέγει (σ. 26), «τον διαφορετικό τρόπο απόδοσης των ήχων», τονίζοντας ότι «εξαρτάται από τη στοματική κοιλότητα, τις φωνητικές χορδές και τον τρόπο αναπνοής, χωρίς να παραβλέψουμε την σύμφυτη διακύμανση κάποιας μουσικής τονικότητας ...».
Για να δείξει την εξάρτηση όλων των ανθρώπινων γλωσσών από την Ελληνική, η συγγρ. αυτού του παράλογου βιβλίου διατείνεται ότι «Έχει γίνει κοινώς παραδεκτό και συνεχώς ακούγεται όλο και πιο συχνά, στα σχετικά παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια, ότι η γλώσσα μας είναι ο συνδετικός κρίκος με όλες σχεδόν τις γνωστές γλώσσες, λατινικές, αγγλοσαξωνικές, σκανδιναυικές, σλαβικές, ανατολικές, ινδικές κ.λπ. κ.λπ.» (σ. 45). Σ’αυτή τη διατύπωση βλέπουμε την αποθέωση της παραπλανητικής χρήσης της γλώσσας, την προσπάθεια χειραγώγησης και επιβολής μιας άποψης, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Στη συνέχεια δεν υπάρχει καμιά απάντηση στα ερωτήματα: «Από ποιους έχει γίνει κοινώς παραδεκτό»; «Ποια είναι αυτά τα παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια» στα οποία έγιναν δεκτές αυτές οι αντιεπιστημονικές και σοβινιστικές θέσεις; Πληροφορούμαστε ακόμα (σ. 48) ότι «ο καθηγητής Humbol είναι βέβαιος ότι οι Ίνκας μιλούσαν ελληνικά». Δεν ξέρω ποιος είναι ο κ. Humbol, η ευθύνη όμως για τέτοια ανιστόρητα πράγματα βαρύνει εξίσου και αυτόν που τα παραθέτει και τα αποδέχεται. Όπως θα δούμε πιο κάτω, συχνά η κ. Τζ. επικαλείται γνώμες «ειδικών» κατά τρόπο παραπλανητικό. Μέσα σ’αυτή την παραζάλη δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι η συγγρ. αποφαίνεται επιγραμματικά: «Λύεται και το “μυστήριο” γύρω από την Βασκική γλώσσα» (σ. 49). Με τη φόρα που έχει πάρει εξηγούνται ιλαροτραγικά και οι αφελείς υπεργενικευτικές τοποθετήσεις της κ. Τζ. που καταφέρνει σε κάθε σελίδα του βιβλίου της να μας αφήνει ενεούς: «Όλα εξηγούνται» ( σ. 28). «Μιμήθηκαν οι πάντες τα πάντα» (σ. 37). Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια των «αυταπόδεικτων παραλογισμών» παραθέτω απλώς, χωρίς κανένα σχόλιο ένα ακόμα καταπληκτικό (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) συμπέρασμα (βλ. σ. 40): «Eίvαι πλέον αυταπόδεικτο ότι η σανσκριτική γλώσσα δεν είναι τόσο αρχαία όσο θα χρειαζόταν για να της αποδοθή η μητρότης της ελληνικής. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πράγμα που το παραδέχονται οι Ινδοί και μάλιστα υπερηφανεύονται γι’αυτό». Μπράβο λοιπόν, στα εκατομμύρια των Ινδών που υπερηφανεύονται για την καταγωγή της γλώσσας τους από την Ελληνική. Ευτυχώς που δεν παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτές τις φαιδρότητες, διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί τεράστιο διπλωματικό θέμα.
Μετά απ’αυτά, δεν εκπλήσσεται κανείς, όταν η κ. Τζ. προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία της Λατινικής (μιας σπουδαίας πολιτισμικής γλώσσας, μέσω της οποίας έφτασαν στις σύγχρονες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες χιλιάδες αρχαίες ελληνικές λέξεις) με το να παραθέτει γνώμες οι οποίες επιβεβαιώνουν δήθεν ότι «η λατινική είναι μία αιολική διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας» (σ. 32). Αν είχε διαβάσει η κ. Τζ. το υπέροχο βιβλίο του ακαδημαϊκού Ν. Χρ. Κονομή, Από την Ιστορία της λατινικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1993, δεν θα αποτολμούσε ίσως τέτοιες αλχημικές προσπάθειες μείωσης της σημασίας της Λατινικής ως αυτοτελούς ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η ελιτίστικη αντίληψη για τη γλώσσα διαφαίνεται στην ακόλουθη διατύπωση, η οποία και πάλι αποσκοπεί στη μείωση της αξίας των λατινικών γλωσσών» (σ. 27): «.Οι λεγόμενες λατινικές γλώσσες εξελίχθηκαν σε μεγάλο μέρος από την τραχειά λαϊκή λατινική (latin vulgaire) την οποία διέδωσαν στις επαρχίες όχι φιλόλογοι ή ποιηταί, αλλά στρατιώτες, έμποροι, ταξιδιώτες, ναυτικοί, που προσάρμοσαν στον δικό τους προφορικό και γραπτό λόγο, τα αλλότρια ονόματα». Τη γλώσσα δεν την διαμορφώνουν τελικά ούτε οι φιλόλογοι, ούτε οι ποιητές, αλλά ο απλός λαός, τον οποίο φαίνεται από τη διατύπωση αυτή να περιφρονεί η κυρία φιλόλογος.
Η κ. Τζ. πιστεύει ότι ακούει «τους τριγμούς της καταρρεύσεως του σαθρού οικοδομήματος της λεγόμενης ‘ινδοευρωπαϊκής’ θεωρίας» (σ. 32 κ.ε.), αλλά, καθώς έχει άγνοια των βασικών μηχανισμών λειτουργίας της γλώσσας και της επαφής των γλωσσών, δεν καταλαβαίνει ότι η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται – με βάση τα σημερινά τουλάχιστoν επιστημονικά δεδομένα – στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος «γλωσσικού συνδέσμου», για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια το δικό της δρόμο. Μερικοί ερευνητές έχουν πράγματι αρνηθεί την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος Ν. Trubetzkoy, ο οποίος αμφισβήτησε την αρχική κοιτίδα των ινδοευρωπαίων με το σκεπτικό ότι φυλές και λαοί δεν αυξάνονται μόνο με πολλαπλασιασμό, καθώς διδάσκει η πείρα, αλλά και με την ένωση διαφόρων ομάδων. 'Οπως όμως τόνισε ο Α. Nehring, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες παρουσιάζουν πολλές φορές ομοιότητες στις ρίζες των λέξεων οι οποίες έλαβαν στις διάφορες γλώσσες διαφορετικά επιθήματα. Η θεωρία του Trubetzkoy καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών. Η άγνοια της πλούσιας σχετικής ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας οδηγεί την κ. Τζ. σε υπεραπλουστεύσεις και αφοριστικές διατυπώσεις οι οποίες δεν έχουν θέση στην επιστήμη. Και στο πρόσφατο (1996) συνέδριο στην πόλη Ohlstadt της Βαυαρίας τριάντα κορυφαίοι ερευνητές από ολόκληρο τον κόσμο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία διαθέτει ισχυρότατα επιστημονικά ερείσματα τα οποία δεν μπορούν να κλονιστούν τόσο εύκολα.
Στο ίδιο Συνέδριο έγιναν σημαντικές ανακοινώσεις για τη φοινικική καταγωγή τoυ ελληνικού αλφαβήτoυ (καθώς μαρτυρεί η μoρφή των γραμμάτων και η φωνητική τους αξία, η ονομασία και η σειρά με την οποία εμφανίζονται, ακόμα και η κατεύθυνση της γραφής από τα δεξιά προς τα αριστερά στα αρχαιότερα γραπτά μνημεία της Ελληνικής, όπως δηλ. και στη Φοινικική, στοιχεία τα οποία αμφισβητεί η κ. Τζ.), τονίστηκε όμως αυτό που αποσιωπούν ή αγνοούν οι όψιμοι υπερασπιστές της ελληνικότητας του αλφαβήτoυ, ότι δηλ. οι Έλληνες μετέτρεψαν το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο δεν δήλωνε τα φωνήεντα, σε φωνολογικό, θέτοντας έτσι τη σφραγίδα της ιδιοφυΐας τους στην ιστορία της γραφής. Λόγω της ανακάλυψης από τους Έλληνες της γραφηματικής απόδοσης των φωνηέντων, γίνεται δικαίως λόγος για «ελληνικό αλφάβητο», το οποίο μετέφεραν άποικοι από την Εύβοια στην Κύμη της Ιταλίας, για να αποτελέσει με τη σειρά του τη βάση διαμόρφωσης του λατινικού αλφαβήτου. Και το παλαιότερο Ετρουσκικό αλφάβητο (γύρω στο 700 π.Χ.) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ελληνικό. Το φρυγικό και το λυδικό αλφάβητο είχαν επίσης ως πρότυπό τους το ελληνικό.
Μια από τις βασικότερες αδυναμίες του κρινόμενου εδώ έργου είναι η συχνά εμφανιζόμενη άποψη ότι η ελληνική γλώσσα παραμένει αναλλοίωτη από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από ελάχιστους, ευτυχώς, εναπομείναντες σήμερα γλωσσαμύντορες, οι οποίοι επιμένουν σε μια εξιδανικευμένη γλώσσα του παρελθόντος που τη λατρεύουν σαν ταριχευμένη μούμια. Σε μια ηπιότερη μoρφή εμφανίζεται η αντίληψη αυτή σε πολλούς μητρικούς ομιλητές, οι οποίοι ταυτίζουν την υποτιθέμενη γλωσσική παρακμή και κατάπτωση της γλώσσας με τις αλλαγές που μοιραία υφίσταται κάθε γλώσσα, αφού είναι ζωντανός οργανισμός και παρακολουθεί τις ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις. Το πόσο μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα βρίσκεται η συγγρ. του έργου αυτού, διαφαίνεται από την ακόλουθη διαπίστωσή της (σ. 18), η οποία μόνο ως «μαύρο χιούμορ» μπορεί να εκληφθεί: «Η γλώσσα που μιλούσε ένας βοσκός στην Πελοπόννησο 1.200 χρόνια πριν να γεννηθεί ο Χριστός, είναι με μικρές διαφορές, η ίδια γλώσσα με την ελληνική που μιλιέται σήμερα». Δεν γνωρίζω αν η κ. Τζ. είναι θαυμάστρια των Φαναριωτών και του Παναγιώτη Σούτσου, αντιγράφει, πάντως, ωραία τις ανεδαφικές και οπισθοδρομικές σκέψεις τους με τον ίδιο και μεγαλύτερο ζήλο, 150 χρόνια αργότερα, οπότε η οπισθοδρόμηση είναι διπλά οδυνηρή.
Ο Σούτσος επισκέφτηκε ένα χωριό κοντά στους Δελφούς στο οποίο τον οδήγησε ένας βοσκός και κατέγραψε τις εντυπώσεις του: «...φιλοξενηθείς εις την καλύβαν αυτού ολίγον εστερείτο της βουκολικής γλώσσας του Θεοκρίτου και σχεδόν έλεγέ μοι:
Δεύρ’ υπό ταν πτελέαν εσδώμεθα, τω τε Πριήπω
καί τάν κρανιάδων κατεναντίον, άπερ ο θώκος
τήvος ο ποιμενικός και ται δρύες».
Μέσα σ’αυτό το παραλήρημα αρχαιοπληξίας ο ρομαντικός ποιητής αναφέρει στη συνέχεια ότι ο ρουμελιώτης βοσκός πρόφερε τα μακρά και βραχέα φωνήεντα και χρησιμοποιούσε πληθώρα αρχαίων λέξεων, έτσι ώστε να νομίζει ότι έβλεπε μπροστά του τον Αιπόλο του Θεοκρίτου. (Το παράθεμα είναι από τη Νέα Σχολή τoυ γραφομένoυ λόγου ή Ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων, Αθήνα 1853. Βλ. Χρ. Χαραλαμπάκης, Νεοελληνικός λόγος, Μελέτες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Αθήνα 1992, σ. 165).
Η προκλητική διαστρέβλωση της πραγματικότητας εμφανίζεται συχνά. Στη σ. 18 η κ. Τζ. αναφέρεται στις «8 πτωτικές καταλήξεις της Ελληνικής», για να ισχυριστεί λίγο πιο κάτω: «Με ιδιαίτερη μνεία στο ότι οι καταλήξεις αυτές δεν έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα». Διατείνεται ακόμα ότι «Οι περισσότερες ομηρικές εκφράσεις επιζούν σχεδόν αναλλοίωτες στο στόμα των Ελλήνων». Ανάμεσα στα άλλα επικαλείται τη λ. χλαίνη, τονίζοντας ότι «λυπάται» γιατί τώρα πληροφορήθηκε ότι λέγεται τζάκετ. Αν άνοιγε, η κ. Τζ. ένα οποιοδήποτε ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας Ελληνικής, θα έβλεπε ότι η λ. χλαίνη, για την οποία κόπτεται, είναι κατά την πιθανότερη εκδοχή ξενικό δάνειο, άγνωστης προέλευσης. Ας επέλεγε τουλάχιστο μια άλλη ακραιφνώς ελληνική λέξη. Μερικές φορές η συγγρ. νομίζει ότι επιβιώνουν αρχαίες λέξεις στην κοινή νεοελληνική, χωρίς να υποψιάζεται ότι πρόκειται για λόγιες λέξεις που δημιουργήθηκαν τον περασμένο μόλις αιώνα. Έτσι τονίζει ότι «το συχνά δεν το λέμε θαμά, εκείνος όμως που συχνάζει κάπου, αποκαλείται θαμών» (σ. 20). Η λ. θαμών, αρχικά με τον τύπο θαμώνης, πλάστηκε το 1846, για να αντικαταστήσει το τουρκ. μουστερής.
Η πρόκληση της άγνοιας και της διαστρέβλωσης αποκορυφώνεται στις ετυμολογίες που επικαλείται η κ. Τζ. θέλοντας να δείξει σώνει και καλά τη μονομερή «γονιμοποίηση του δυτικού λόγου» (σ. 30) από την Ελληνική, προχωρεί σε κατ’εξακολούθηση βιασμούς της ιστορίας των λέξεων, δείχνοντας ακόμα μια φορά άγνοια των μηχανισμών λειτουργίας της επαφής των γλωσσών, ενώ φαίνεται ότι δεν έχει ακούσει τίποτε για τα νεότερα μεταφραστικά δάνεια της νεοελληνικής από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, και ιδιαίτερα από τη γαλλική και την αγγλική. Αναμασά ξεπερασμένες απόψεις ερασιτεχνών γλωσσολόγων, μερικές από τις οποίες βρίσκονται και σε νεοελληνικά λεξικά. Θα μπορούσαν να αναφερθούν εκατοντάδες λέξεις που ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία. Έτσι, για παράδειγμα, οι λέξεις μικρόβιο και οικολογία δεν παράγονται από το μικρός + βίος και οίκος + λογία, αντίστοιχα, αλλά προέρχονται από τα γαλλ. microbe και ecologie (ή αγγλ. ecology) με βάση λεξικά και γραμματικά μoρφήματα της αρχαίας Ελληνικής. 'Ηδη από το 1900 τόνισε ο Στ. Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, (βλ. λ.) ότι το μικρόβιο (η λ. εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1889) προέρχεται από το γαλλικό microbe, και ότι το επίθ. μικρόβιος δεν είχε βέβαια στην αρχαία γλώσσα τη σημερινή επιστημονική σημασία. Και το αντιβιοτικό (η κ. Τζ. γράφει αντιβιωτικό) προέρχεται από το γαλλ. antibiotique (αγγλ. antibiotic) και όχι αντίστροφα. Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία 1880-1889 για να περιγράψει «τη βλαπτική επίδραση ενός οργανισμού σε έναν άλλο με την έκκριση τοξικών ουσιών». Η λ. άρχισε να χρησιμοποιείται με τη σημασία της θεραπείας σοβαρών λοιμώξεων μόλις το 1941. Το να μιλάμε, επομένως, για «αρχαίες» λέξεις που «γονιμοποίησαν» τις ευρωπαϊκές γλώσσες, χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία των λέξεων, δείχνει έλλειψη μεθόδου και σοβαρότητας. Το επίθ. αντιβιοτικός, δεν ανάγεται στο «αντί + αρχ. βιοτικός < βίοτος (= ζωή) », όπως μας πληροφορεί και το Λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Τεγόπουλου -Φυτράκη. Η Ά. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (Νεολογικός δανεισμός της νεοελληνικής. Άμεσα δάνεια από τη γαλλική και αγγλοαμερικανική. Μορφοφωνολογική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 38 κ.ε.), έδειξε ότι οι διεθνισμοί που σχηματίζονται από στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής ενσωματώνονται απρόσκοπτα στη νεοελληνική. Μερικά από τα παραδείγματα που αναφέρει: αεροδρόμιο, αλογόνο, θρόμβωση, μαγνητόφωνο, τεχνολογία, φωτογραφία, ψυχόδραμα κ.ά. Αφού το αντικείμενο αναφοράς χιλιάδων λέξεων, όπως οι παραπάνω, δεν ήταν γνωστό στον αρχαιοελληνικό κόσμο, πώς μπορεί κανείς να μιλά για «αρχαίες λέξεις» που δανείστηκαν σύγχρονες γλώσσες υψηλού πολιτισμού; Με βάση την εσφαλμένη αυτή αντίληψη δεν μας ξαφνιάζει καθόλου η διαπίστωση της κ. Τζ. (σ. 44) ότι «Οι κρουνoί της ελληνίδος φωνής έχουν πλημμυρίσει κατά ένα τουλάχιστον 85% τις δεξαμενές των ευρωπαϊκών γλωσσών». Ευτυχώς για τις ευρωπαϊκές γλώσσες που δεν υπήρξε τέτοια «βιβλική πλημμύρα».
Η κ. Τζ. δεν αρκείται στην παραποίηση της πραγματικότητας για ξένες λέξεις που σχηματίστηκαν από αρχαιοελληνικά μορφήματα και εισήχθησαν στη γλώσσα μας. Προχωρεί πιο πέρα. Ανακαλύπτει λ.χ. ότι το ουίσκυ (whisky) δεν είναι τίποτε άλλο από το ελληνικό ύδωρ. Προέρχεται όμως από το σκοτσέζικο whiskybae και αυτό με τη σειρά του από το σκοτικό γαελικό (αρχ. κελτικό) uisge beatha που σημαίνει «ύδωρ ζωής». Τη γερμανική λέξη Taube = «περιστέρι» την ανάγει εντελώς αυθαίρετα στο τιτίς = «βραχύ ορνίθιον» (Φώτιος). Στο Etymologisches Woerterbuch der deutschen Sprache του Fr. Kluge, 21η έκδ., Βερολίνο 1975, βλ. λ., μπορεί να δει κανείς με άριστη τεκμηρίωση ότι πρόκειται για το αρχ. γερμ. tuba, αγγλ. dove, λέξη που σημαίνει ό,τι το αρχ. ελλην. πέλεια.
Επικαλούμενη η συγγρ. αποδεδειγμένα εσφαλμένες γνώμες άλλων ερευνητών, δεν απαλλάσσεται η ίδια, όπως προανέφερα, της ευθύνης για τη σαβούρα που συγκέντρωσε. Αναφέρει λ.χ. (σ. 42) ότι «Κατά τον Φυρετιέρ, ακόμη και η γαλλική «argot» ετυμολογείται από το «Άργος» ως περιέχουσα πολλές ελληνικές λέξεις». Η λ. ανάγεται πιθανότατα στο argoter = «μαλώνω», αρχ. γαλλ. argoter < ergο». Παραπέμπει επίσης (βλ. σ. 47) σε κάποιον Τσιούλκα («Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων»), του οποίου προφανώς ασπάζεται τις ετυμολογίες: «Δεν είναι τουρκικό το χατήρι. Είναι το ήτορ. Δεν είναι σλαυικό το ρεζίλι. Είναι το ‘αίσυλα ρέζειν’». Ακόμα και βυζαντινοί ετυμολόγοι θα ζήλευαν αυτές τις «υπέροχες» ετυμολογίες. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται με τέτοιο γελοίο τρόπο τα τουρκ. hatir και rezil και γίνονται οι ίδιοι ρεζίλι; Σήμερα είναι πια ανόητο να προσπαθεί να αποκρύψει κανείς ότι λαοί που συγχρωτίστηκαν επί πoλλoύς αιώνες δεν μπορούν παρά να αλληλοεπηρεάστηκαν και γλωσσικά.
Η βιβλιογραφία στην οποία στηρίζεται η εργασία αυτή (βλ. σσ. 584 κ. ε.) είναι εντελώς ασήμαντη. Δεν υπάρχει καμιά σχεδόν αναφορά σε σύγχρονους έλληνες ή ξένους γλωσσολόγους. Προτιμά να παραπέμπει σε μελέτες του κ. Ηλιόπουλου και του Δ. Ζακυθηνού. Η συγγρ. δεν ξέρει καλά καλά να παραπέμψει στα βιβλία που αναφέρει, ούτε καν στο περίφημο λεξικό των Liddell-Scott-Jones. Και στον Ησύχιο παραπέμπει αόριστα στην «έκδ. Ιένας 1934», χωρίς ίσως να έχει ακούσει ή να δει ποτέ την έκδοση Κ. Latte. Παραθέτει στοιχεία του τύπου: «Χατζιδάκι Γ. ‘Ελληνικαί μελέται’», χωρίς καμιά άλλη βιβλιογραφική ένδειξη. Για δημιουργία εντυπώσεων αναφέρεται στον «ακαδημαϊκό κ. Ντελόπουλο» (σ. 45), ενώ πρόκειται για συνταξιούχο συντάκτη του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι εξοργιστικές οι ανεξακρίβωτες πληροφορίες που παρατίθενται φύρδην μίγδην, χωρίς καμιά συνοχή και λογικό ειρμό.
Το αποκορύφωμα του θράσους βρίσκεται στη σ. 51, όπου η Κ. Τζ. ζητά και τα ρέστα: «Σχετικά με όλα όσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, ουδεμία αναφορά υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως. Τα βιβλία με τα οποία «μορφώνονται» οι Ελληνόπαιδες επιμένουν στην προβολή παρωχημένων ινδοευρωπαϊκοσανσκριτικών θεωριών, που συμπληρώνονται από την μονόπλευρη και απολυταρχικά διατυπωμένη «άποψη» περί της καταγωγής του Ελληνικού αλφαβήτου» από τα «φοινικικά γράμματα» ...».
Ευτυχώς που υπάρχουν, κυρίως ξένοι, αλλά και έλληνες διαπρεπείς ερευνητές, οι οποίοι έχουν δείξει με τις αυστηρά επιστημονικές μελέτες τους ότι η Ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό ίσως φαινόμενο στην Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλιέται αδιάκοπα επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια, στον ίδιο περίπου γεωγραφικό χώρο. Στη γλώσσα μας γράφτηκαν αθάνατα λογοτεχνικά έργα. Ως ελληνιστική κοινή διαδόθηκε σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη. Αποτέλεσε τη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, που άλλαξε τη ροή της ανθρωπότητας, ενώ ως δεύτερη γλώσσα του Ανθρωπισμού επηρέασε για δεύτερη φορά τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος στηρίζεται στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να δανείζει ποικίλα μορφήματα για τη δημιουργία χιλιάδων επιστημονικών όρων και νεολογισμών. Αυτές οι αντικειμενικώς εξακριβώσιμες αλήθειες, για τις οποίες πρέπει να νιώθουν δικαιολογημένη υπερηφάνεια οι νεοέλληνες, απουσιάζουν εντελώς, ή δεν τεκμηριώνονται επαρκώς σε μια μελέτη που υποτίθεται ότι έχει στόχο να προβάλει την Ελληνική γλώσσα.
Το βιβλίο αυτό, γραμμένο από μια εν ενεργεία «φιλόλογο» (διερωτώμαι αν διδάσκει στους μαθητές της αυτά που η ίδια πρεσβεύει), περιέχει τόσες ανακρίβειες, προχειρότητες και ασυναρτησίες, που διερωτάται ευλόγως κανείς πώς είναι δυνατόν να βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια τόσο καλαίσθητη και πανάκριβη έκδοση, χωρίς να βρεθεί ένας άνθρωπος με την κοινή λογική να αποτρέψει τη δημοσίευσή του από ένα σοβαρό εκδοτικό οίκο, ο οποίος για την εκτύπωση ενός τόσο ογκώδους έργου δαπάνησε ασφαλώς αρκετά εκατομμύρια δραχμές.
Εν ονόματι της «φιλοπατρίας» και «του μεγαλείου της φυλής και της γλώσσας μας» έχει ζημιωθεί πολλές φορές η Ελλάδα. Το βιβλίο της κ. Τζιροπούλου καθώς είναι γραμμένο με έπαρση, αλαζονία, περιφρόνηση των άλλων γλωσσών και άγνοια βασικών αρχών της επιστημονικής μεθοδολογίας, και ειδικότερα της γλωσσολογικής έρευνας, δεν βοηθά στην προβολή της γλώσσας μας, αλλά στην περιθωριοποίησή της. Αν μη τι άλλο, δίνει λαβή σε μερικούς ξένους να επικαλούνται τέτοιου είδους ευτελή δημοσιεύματα για να αποδείξουν ότι υπάρχει στη χώρα μας γλωσσικός ιμπεριαλισμός.