Πρωτοβρόχια Μα, που πήγε το καλοκαίρι; Ήρθαν πάλι τα πρωτοβρόχια και ‘μεις δεν ζήσαμε κι άλλο ένα καλοκαίρι. Τι όμορφη, δυνατή και σοφή η φύση κι οι δυνάμεις της! Μας διδάσκουν την εναλλαγή και αυξομείωση των πάντων, συνεχώς. Κι εμείς, αφήνουμε το μάθημα γι αργότερα, το αντικαθιστούμε με αλλόκοτες ιδέες και παραφροσύνες. Εκεί που η φύση μας δίνει φως προστρέχουμε σε λύσεις από το σκοτεινό μυαλό μας, εκεί που η απάντηση χωρά τη διανόηση αισθανόμαστε το σκοτάδι, την έλλειψη του κάθε ήλιου. Κι όταν ο Ήλιος διδάσκει, ανακαλύπτουμε κι ακολουθούμε σκοταδιστές, μοιρολάτρες κι ανόητους. Μας βάλανε καλά στο μεδούλι τη πίστη, μας ξεριζώσαν τη φλόγα, ακόμα η φλόγα της πίστης δεν καίει, δεν νουθετεί, δεν ξυπνά! Καμαρώνει ο πιστός στην «σιγουριά» της άπυρης φλόγας, όχι πως την ένοιωσε, καθησυχάζει όμως στην ιδέα της λήθης, του θανάτου, της απραξίας. Περάσανε γενιές, πολλές δεκάδες, αυτοί απού ΄χαν το μυστήριο στο νου, εκείνοι που λαξεύανε το νου με εργαλεία μυστικά βίαια αποχωριστήκανε την ύλη. Όσοι δεν λούφαξαν ή δεν προσκύνησαν, χωρίς ταφόπλακα συνάντησαν τη λύτρωση, μα τα κύτταρα του Έλληνα κρατούν τους κωδικούς! Μεταγυρνούν, δίχως νόμους, όρους και κανόνες. Έχουν δική τους συχνότητα και το καθένα ξεχωριστή. Χωρίς να υποκύπτουν σε χώρο και σε χρόνο, δημιουργούν αλυσίδες λογικής, σε βωμό το σώμα που συνθέτουν, έννοια τους μοναχά να εξασφαλίζουν την επιβίωση, τη ζωή, το μεγαλείο, το αθάνατο, το θείο. Οι αντιξοότητες ελάχιστες. Οι οχθροί: άπειροι, ένας, το σκοτάδι. |