Ένα αστείο παραμύθι
Μια φορά κι έναν
καιρό υπήρχε μια ποντικούπολη. Εκεί ήταν μια οικογένεια, ο πατέρας ήταν ο Ραν,
η μητέρα η Ρόζα και τα τέσσερα αδέρφια, ο Λαρτς, ο Νίνο και δυο κοριτσάκια, η
Λιλή και η μικρή τους αδερφή η Λούση.
Μέσα σ’
εκείνη την πόλη μπήκε μια γάτα και έχτισε τη φωλιά της. Την κορόιδευαν τα
ποντίκια.
Μια μέρα
λοιπόν όλα τα ποντίκια μαζεύτηκαν και της κάνανε μια παγίδα. Στάθηκε πίσω από
ένα γυάλινο κουτί ένα ποντίκι και της κτύπησαν την πόρτα: τικ τακ, τικ τακ. Το
ποντίκι είπε στη γάτα:
wΕε! γάτα έλα να με πιάσεις!
Η γάτα ξεγελάστηκε και έτρεξε και μπήκε
απευθείας μέσα στο γυάλινο κουτί. Την έκλεισαν μέσα και την άφησαν εκεί.
wΕε, γάτα τι κάνει νιάου νιάου και
είναι χαζό;
wΗ γάτα, λέει κοροϊδευτικά ένα ποντίκι.
wΚαι τι κάνει γαβ γαβ στα
κεραμίδια;
wΗ χαζόγατα, αποκρίνεται ένα μικρό ποντικάκι με τη συμμορία του.
wΠοιος είναι αδύνατος και είναι
μέσα σε γυάλινο κουτί;
wΔεν ξέρουμε! Εσύ ξέρεις; Όοχι!
Η γάτα σπάει
το γυάλινο κουτί. Αλλά τα ποντίκια το ήξεραν και έσκαψαν γύρω από το γυάλινο
κουτί και εκεί μέσα στις τρύπες έβαλαν πολλά λαχανικά. Η γάτα έπεσε μέσα και
είπε:
wΠοιος μου έκανε αυτό το κακό με
τ’ αγγούρια και τις ντομάτες;
wΕγώ, λέει ένα ποντίκι.
wΠοιος; Εγώ; Εγώ έσκαψα τις
τρύπες; Δεν το πιστεύω ότι το έκανα εγώ, ο εαυτός μου.
wΌχι ο εαυτός σου. Εγώ!
wΕε, ποιος είσαι εσύ;
wΔεν ξέρεις;
wΑλήθεια, όχι.
wΓιατί δεν καταλαβαίνεις το... δεν μπορώ να σου εξηγήσω, φεύγω, γεια
χαζόγατα!
wΌχι, μην τολμήσεις να φύγεις.
wΘα μου κάνεις τίποτα;
wΤι σας πειράζει από μένα, δεν είμαι καλή; Τι σας έχω κάνει; λέει
γελαστά η γάτα που σίγουρα κάτι είχε στο μυαλό της.
wΤίποτα.
wΣε παρακαλώ, βγάλε με από δω.
wΕντάξει, λέει το ποντίκι που ήταν ξεγελασμένο.
wΒοήθησέ με, άντε.
Η γάτα μπορούσε να ανέβει αλλά ήθελε να έχει πρώτα ένα
επιδόρπιο.
wΕντάξει, να σε βοηθήσω να βγεις αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα με έχεις
για επιδόρπιο γιατί έχω πολύ ωραίο σώμα!
wΕντάξει.
Η γάτα δεν
άντεξε στον πειρασμό και πετάχτηκε μόνη της πάνω από τις τρύπες και το
ποντικάκι έτρεξε πάρα πολύ δυνατά και δεν τα κατάφερε η γάτα. Το ποντικάκι πήγε
στην οικογένειά του.
Τα
ποντικάκια όμως δεν την γλίτωσαν. Για σταθείτε, να μια μικρή ουρά που
γλίτωσε... Όχι, ήταν μια ταμπέλα που έδειχνε το κέντρο της ποντικούπολης.
Είδατε τι
έπαθαν τελικά τα ποντίκια; Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν
δυνατά και αδύνατα ζώα, το ίδιο και άνθρωποι.
Μια φορά κι έναν καιρό στην Χώρα των Ζαχαρωτών, υπήρχε μια καμηλοπάρδαλη
που της άρεσαν πολύ τα ζαχαρωτά. Το ίδιο συνέβαινε και σε έναν μικρό ελέφαντα.
Τα δύο αυτά ζώα, ήταν φίλοι.
Μια μέρα καθώς περπατούσαν, είδαν ένα
τεράστιο δέντρο με ζαχαρωτά. Τότε ο ελέφαντας τρέχοντας έφερε μια σκάλα για να
ανεβεί. Όταν άρχισαν να κόβουν τα ζαχαρωτά άρχισαν να μαλώνουν λέγοντας:
-
Φύγε απ’ το
δέντρο μου, είναι δικό μου. Να πας να βρεις το δικό σου δέντρο, είπε η
καμηλοπάρδαλη στον μικρό ελέφαντα.
-
Και δε μου
λες, γιατί είναι δικό σου το δέντρο;
-
Επειδή το
δέντρο είναι ψηλό και εσύ είσαι χαμηλός, του είπε η καμηλοπάρδαλη.
Μετά τα ζώα γύρισαν στα σπίτια τους. Πριν
περάσει μια ώρα, ο μικρός ελέφαντας κατάλαβε το λάθος του και πήγε στο σπίτι
της καμηλοπάρδαλης για να της ζητήσει συγνώμη. Χτύπησε την πόρτα και η
καμηλοπάρδαλη του άνοιξε. Ο ελέφαντας τότε της είπε:
-
Μπορώ να
περάσω;
-
Ναι,
πέρασε. Όμως τι θες εδώ πέρα;
-
Να, ήρθα να
σου ζητήσω συγνώμη για ό,τι έγινε πριν. Μπορείς να με συγχωρέσεις;
Η καμηλοπάρδαλη έμεινε για λίγο σκεφτική και
μετά είπε:
-
Ναι, σε
συγχωρώ.
-
Σ’
ευχαριστώ που με συγχώρεσες. Φίλοι;
-
Ναι, φίλοι.
Μετά οι δύο φίλοι, πήγανε έναν περίπατο και
συνάντησαν ένα τεράστιο λουλούδι που χόρευε σαν τρελό. Εκείνοι άρχισαν να του
μιλάνε και αυτό τότε άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά.
Μετά από λίγη ώρα ο ελέφαντας και η
καμηλοπάρδαλη αποχαιρετίστηκαν και πήγε ο καθένας στο σπίτι του. Εκείνη την ώρα
η καμηλοπάρδαλη πήγε για ύπνο.
Τα δύο ζώα έμαθαν το μάθημά τους και κατάλαβαν
ότι δεν πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας αλλά να τα μοιραζόμαστε με τους
άλλους.
Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα.
Μια φορά κι ένα καιρό σε μια μικρή πόλη ζούσαν παράξενα μικρά ανθρωπάκια . Ήταν η πόλη των ζαχαρωτών. Αυτή η πόλη είχε καραμέλες, κεικ από σοκολάτα και άλλα ζαχαρωτά. Σε ένα μικρούτσικο σπιτάκι με σοκολάτα και πολλή ζάχαρη, ζούσε μια οικογένεια. Αυτή η οικογένεια αποτελείται από τη σοκολατίνα, τον Νίνο τον χυμό και τα δύο παιδιά τη Ντόρυ και το Ντόνι.
Μια
μέρα θα πήγαιναν για πικνίκ σε
ένα χωρίο που το λέγαν
Σοκλ. Στο δρόμο χάθηκαν
οι χυμοί και
τα σάντουιτς από
ζαχαρωτά και καραμέλες. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν
κι ο ένας κατηγορούσε τον
άλλο.
- Ντόρυ εσύ πήρες
τους χυμούς και
τα σάντουιτς;
- Όχι, μαμά
ο Ντόνι τα
πήρε.
- Ντόνι εσύ τα πήρες;
- Όχι, μαμά
ο μπαμπάς τα
πήρε;
- Νίνο εσύ τα
πήρες;
-Όχι, Ντόντι γλύκια
μου.
Έτσι ο
καυγάς συνεχιζόταν σε
όλο τον δρόμο
- Άου πονώ μαμά, λέει η Ντόρυ.
- Μην με
δέρεις κι εμένα, λέει ο Ντόνι.
Η
μητέρα είχε πιάσει
το ζαχαρωτό σκουπόξυλο που ήταν στο
καπό του καραμελένιου αυτοκινήτου. Άρχισε να
πέφτει ξύλο σε
όλους. Όταν μαθεύτηκε σε
όλο το χωριό, που να
φανταστείτε τι ξύλο
έπεσε! Τα παιδιά και
ο μπαμπάς είχαν
σπάσει τα πόδια
τους και για
να εκδικηθούν την
μαμά την έδερναν πίσω. Τελικά ο κλέφτης ήταν
ο ζαχαρωτός σκαντζόχοιρος που ήταν λιχούδης.
Γι’
αυτό πρέπει να
ρωτάμε πρώτα και
να μην κατηγορούμε τους άλλους χωρίς να ξέρουμε.
Ένα αστείο παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό βρισκόμασταν σε μια ποντικοφωλιά. Σε
μια τρύπα ήταν μια ποντικοοικογένεια. Πήγαμε μέσα, τους είδαμε και τους
ρωτήσαμε πώς τους λένε. Μας είπαν πως το μικρό τον λένε Λούστα, τον μεγαλύτερο
τον λένε Ήλιο, την μητέρα τους Παπογένα και τον πατέρα τους Παπογένο.
Εκεί
συνέβηκε ένα φοβερό πράγμα! Ήρθε ένα τέρας και έπιασε τον μικρό τον Λούστα και
τον πήρε μαζί του.
Στη
συνέχεια πήγαν να τον βρουν.
Σε λίγη
ώρα τον βρήκαν στο δρόμο πεσμένο κάτω. Είχε μαυρίσει κάπου κάπου και είχε
κλεισμένα μάτια.
Η μητέρα
του όταν τον είδε έτσι φώναξε και είπε:
wΓιε μου, γιατί χάθηκες και πήγες μακρια!
Ο πατέρας του τον είδε πως δεν ήταν πεθαμένος και είπε
στη γυναίκα του:
wΕ, γυναίκα, γιατί κλαις;
wΓιατί πέθανε ο γιος μου, ο ποντικός Λούστα.
Ο γιος της που την άκουσε της είπε:
wΜητέρα γιατί κλαις;
wΑ, ποιος μίλησε; λέει η Παπογένα.
wΕγώ, μητέρα, ο γιος σου.
wΜα εσύ πέθανες, λέει η μητέρα.
wΌχι απλά ήταν λιποθυμιά από το πολύ ξύλο, είπε
ο Λούστα. Σε λίγο:
wΕίμαι το φάντασμα του γιου σας!
Όταν φοβήθηκαν, εκείνος άρχισε να γελά.
wΣας κορόιδεψα, σας κορόιδεψα!
Όταν πήγαν
όλοι στη φωλιά τους βρήκαν ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Κι έζησαν αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα...
Μιa φορά κι ένα καιρό ήταν πέντε φίλοι, το αρκουδάκι, το γουρουνάκι, το τιγράκι, το γαϊδουράκι και το καγκουράκι.
Το αρκουδάκι είπε στο γουρουνάκι ότι άκουσε από κάποιον
να λέει πως θα έρθει χειμώνας.
“Πρέπει να
τον υποδεχτούμε.” Είπε το γουρουνάκι.
“Να του
κάνουμε πάρτι.” Είπε το αρκουδάκι.
“Ναi να του
κάνουμε πάρτι.” Είπε το
γουρουνάκι. “Πάμε να το πούμε στους
άλλους.”
Όμως δεν μπόρεσαν να πάνε και τους τηλεφώνησαν.
Την άλλη μέρα πήγαν και βρήκαν ένα χιονάνθρωπο και
νόμισαν ότι ήταν ο χειμώνας και τον έβαλαν στο έλκηθρο τους και τον πήραν στο
σπίτι τους. Και τον έβαλαν δίπλα στο
τζάκι γιa να ζεσταθεί. Όμως το
αρκουδάκι πήγε στην κουκουβάγια και τους είπε ότι είναι χιονάνθρωπος και θα
λιώσει στο σπίτι, και τον έβγαλαν έξω.