Απάντηση |
Η σχέση που
συνδέει την Οικονομία με την Πολιτική είναι ένα από τα βασικότερα
αντικείμενα που έχουν απασχολήσει τη Διεθνή Οικονομική. Αυτή η σχέση έχει
αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο και για τις τρεις βασικότερες Αντιλήψεις της
Πολιτικής Οικονομίας. Επιγραμματικά, αν φανταστούμε την Οικονομία και την
Πολιτική ως σφαίρες, η Φιλελεύθερη Αντίληψη θα τις τοποθετήσει τη μία δίπλα
στην άλλη, (θεωρητικά ) χωρίς να τέμνονται, ή στη χειρότερη περίπτωση απλώς
να εφάπτονται. Σύμφωνα με την Εθνικιστική Αντίληψη (ή
αλλιώς εμποροκρατία), η σφαίρα της Πολιτικής πρέπει να επικαλύπτει τη σφαίρα
της Οικονομίας, καθώς τα οικονομικά συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται στα
συμφέροντα του κράτους.
Αντίθετα, η Μαρξιστική αντίληψη διακηρύσσει πως η σφαίρα της Οικονομίας
επικαλύπτει τη σφαίρα της Πολιτικής, καθώς θεωρεί πως όλες οι κοινωνικές
συγκρούσεις στην ιστορία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της μάχης για τη
διανομή του πλούτου. Εξαιτίας της πάλης των αντιθέσεων, ο Μαρξισμός
προβλέπει πως αυτές οι συγκρούσεις δε θα σταματήσουν ποτέ, καθώς τα
συμφέροντα της ισχυρής τάξης (όποια και αν είναι αυτή) θα συγκρούονται πάντα
με της αδύναμης, εκτός αν η (μεγάλης μορφής) ιδιοκτησία περιέλθει στα χέρια
των εργατών, οι οποίοι εξάλλου είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή και για την
πορεία της Οικονομίας γενικότερα. Εξετάζοντας αναλυτικά τη σχέση Πολιτικής ̵
Οικονομίας που συναντάμε σε κάθε Αντίληψη διαπιστώνουμε τα εξής :
Η Φιλελεύθερη αντίληψη, σε όλες τις εκφάνσεις της, πρεσβεύει την ελευθέρια
των αγορών, και προσδίδει στο κράτος, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο,
ένα ρυθμιστικό ρόλο, σε περιπτώσεις που η αγορά αποτυγχάνει ή δε τη συμφέρει
να παράγει κάποια αγαθά. Η πολιτική παρέμβαση του κράτους πρέπει να
περιοριστεί, καθώς αυτή διαταράσσει την ισορροπία των αγορών. Βασικό δόγμα
της φιλελεύθερης αντίληψης είναι πως το άτομο είναι κοινωνικό όν. Έτσι,
καθώς επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του δικού του συμφέροντος (αγοράζοντας τα
προϊόντα που του προσφέρουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση στις χαμηλότερες
δυνατές τιμές) φέρνει αυτόματα και την αγορά σε ισορροπία (καθώς τα χρήματα
που δαπανά λειτουργούν σαν ψήφος για τις καλύτερες επιχειρήσεις). Ένα άλλο
σημείο - κλειδί είναι η έννοια της αυτορύθμισης της αγοράς. Οι φιλελεύθεροι
οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η αγορά διαθέτει μηχανισμούς κατάλληλους ώστε
να αναπροσαρμόζεται σε εξωτερικούς παράγοντες και να αυτορυθμίζεται κάτω από
διαφορετικές συνθήκες (Σε περίπτωση π.χ. απότομης αύξησης της θερμοκρασίας,
θα αυξανόταν η ζήτηση για αναψυκτικά οπότε οι επιχειρήσεις με σκοπό την
αύξηση του περιθωρίου του κέρδους θα «έπιαναν το μήνυμα» της αγοράς και θα
αύξαναν την αγορά μέχρι να επέλθει μία νέα ισορροπία). Σε καμία διαδικασία
δε φαίνεται να απαιτείται η παρέμβαση του κράτους. Παρ̵ όλα αυτά, η εμπειρία
έχει δείξει πως σε πολλές περιπτώσεις η αγορά αδυνατεί να ισορροπήσει, καθώς
δε τηρούνται πολλές από τις προϋποθέσεις του πλήρους ανταγωνισμού, ή δεν
εξασφαλίζεται πλήρως η κοινωνική λειτουργία της αγοράς, όπως π.χ. η φροντίδα
για τους ηλικιωμένους, τα άτομα με εδικές ανάγκες, ειδικές κατηγορίες
πληθυσμού κλπ, οπότε απαιτείται η παρέμβαση του κράτους. Παρ̵ όλα αυτά, οι
φιλελεύθεροι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν αυτές τις δυσκολίες και τις
συγκρούσεις ως προσωρινές, και πιστεύουν πως με το «άνοιγμα» των αγορών σε
παγκόσμιο επίπεδο θα επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, καθώς
μέσω του εμπορίου θα προωθηθεί η συνεργασία και η αλληλεξάρτηση.
Αντίθετα, από τη Φιλελεύθερη, η Εθνικιστική Αντίληψη ( ή αλλιώς
μερκαντιλισμός) πρεσβεύει ότι η οικονομία πρέπει να είναι υποταγμένη στη
σφαίρα της πολιτικής (δηλαδή στα κρατικά συμφέροντα). Πρωτεύον ζήτημα για
τους εθνικιστές είναι η στρατιωτική ισχύς ώστε να εξασφαλιστεί η κυριαρχία
της χώρας. Αυτή η πεποίθηση για τη στρατιωτική υπεροχή είναι κατάλοιπο της
πολιτικής που εφαρμόστηκε τον 16, 17 και 180 αιώνα. Όπως είναι φυσιολογικό,
διακρίνουμε διάφορες εκφάνσεις της εθνικιστικής αντίληψης: Μερικοί
εθνικιστές θεωρούν την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων ως ελάχιστη
οικονομική προϋπόθεση για την ασφάλεια και την επιβίωση του κράτους. Άλλοι
βλέπουν την διεθνή οικονομία ως στίβο ιμπεριαλιστικής επέκτασης της εθνικής
μεγέθυνσης. Παρ̵ όλες τις διαφορές τους, βασικός στόχος των υποστηριχτών
όλων των εθνικιστικών τάσεων (ήταν και είναι) η εκβιομηχάνιση αφ̵ ενός γιατί
πίστευαν ότι η βιομηχανία είχε θετικές εξωτερικές επιδράσεις σ̵ όλη την
οικονομία , αφ̵ ετέρου συνέδεαν την απόκτηση βιομηχανίας με την οικονομική
αυτάρκεια ενώ τέλος, είχαν τη βιομηχανία σε μεγάλη εκτίμηση γιατί αυτή
αποτελούσε τη βάση της στρατιωτικής ισχύος.
Η Μαρξιστική αντίληψη, όπως και οι δύο προηγούμενες, εμφανίζεται με διάφορες
παραλλαγές. Ο τρόπος που εφαρμόστηκε η Μαρξιστική Αντίληψη στη Σοβιετική
Ένωση ήταν σε πολλά σημεία διαφορετικός από αυτόν που εφαρμόζεται στην Κίνα.
Χαρακτηριστικό σημείο στη θεωρία και την πρακτική του Μαρξισμού (αλλιώς
Διαλεκτικού Υλισμού) είναι ακριβώς αυτή η διαλεκτική προσέγγιση στη γνώση,
με βάση την οποία επιχείρησε να ερμηνεύσει την ανθρώπινη ιστορία και την
ανθρώπινη πορεία. Ο Μαρξισμός διατείνεται ότι η σφαίρα της Οικονομίας
ελέγχει την Πολιτική που μπορεί να ασκήσει ένα κράτος. Τα κράτη είναι
εξαρτώμενα από τα καρτέλ εταιριών και τις πολυεθνικές, ενώ αναπόφευκτα τα
καπιταλιστικά κράτη θα οδηγηθούν στη σύγκρουση, καθώς θα συγκρουστούν μεταξύ
τους τα διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα. Η Μαρξιστική Ανάλυση
επιχειρηματολογεί αυτή της τη θέση με τρεις νόμους , οι οποίοι είναι
χαρακτηριστικοί της αδυναμίας του Καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο πρώτος
νόμος, συνεπάγεται την άρνηση του νόμου του Say, ο οποίος υποστηρίζει ότι η
προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση. Ο Marx αρνήθηκε ότι υπάρχει τάση
προς την ισορροπία και υποστήριξε ότι η κοινωνία έχει την τάση να
υπερπαράγει ορισμένα είδη αγαθών. Υπάρχει όμως όπως υποστήριξε ο Marx μια
εγγενής αντίθεση στον καπιταλισμό και ανάμεσα στην ικανότητά του να παράγει
αγαθά και την ικανότητα των καταναλωτών να τα αγοράζουν. Ο δεύτερος νόμος
διακηρύσσει πως Ο ανταγωνισμός αναγκάζει τους καπιταλιστές να αυξάνουν την
αποτελεσματικότητα τους και να επενδύουν κεφάλαια γιατί διαφορετικά
κινδυνεύουν να εκτοπιστούν από την αγορά. Έτσι συγκεντρώνεται ο πλούτος στα
χέρια λίγων αποτελεσματικών καπιταλιστών. Ο τρίτος νόμος εξηγεί πως Καθώς το
κεφάλαιο συσσωρεύεται και γίνεται περισσότερο άφθονο, η απόδοσή του
μειώνεται κι έτσι μειώνεται το κίνητρο για επενδύσεις. Η συμπεριφορά αυτή θα
οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας και «εξαθλίωση» του προλεταριάτου. Ως
αποτέλεσμα αυτής της εξαθλίωσης, η εργατική τάξη ,όταν συνυπάρξουν κάποιες
κατάλληλες συνθήκες, θα οργανώσει την επανάσταση. Ο Λένιν θα έρθει να
προσθέσει ένα ακόμα νόμο, καθώς οι προβλέψεις του Μαρξ περί κατάρρευσης του
Καπιταλισμού δε θα επιβεβαιωθούν: Ο νόμος είναι ότι καθώς ωριμάζουν οι
καπιταλιστικές κοινωνίες, συσσωρεύεται το κεφάλαιο και μειώνεται το ποσοστό
κέρδους, οι καπιταλιστικές οικονομίες αναγκάζονται να κατακτήσουν αποικίες
και να δημιουργήσουν εξαρτημένες χώρες που χρησιμεύουν ως αγορές ̵ διέξοδοι
επενδύσεων και πηγές τροφίμων και πρώτων υλών. Αυτή όμως η συνεχής
προσπάθεια για την ανεύρεση άλλων αγορών είναι πολιτικά ασταθής και θα
οδηγήσει στην πολιτική σύγκρουση μέχρις ότου η εργατική τάξη ξεσηκωθεί και
περάσει η εξουσία στα χέρια του λαού. |