Ποιήματα της 'Αννας Σεραφειμίδου, γραμμένα σε καιρούς ξεχασμένους

back to Timarete's  all poems page

Το πλήρωμα του χρόνου

Ότι όμορφο
ότι απλό
ότι τρυφερό και άδολο
εντός μου,
Θεέ μου, ας μη το χάσω
τώρα που είναι ώρα
να ξεχάσω.

Θεέ μου , Θεέ μου πώς πονάω
πως να ξέρω
αν γεννιέμαι
ή γεννάω.

*********************

’γγισέ με

Αν ήμουνα δέντρο
μοναχική ελιά στον κάμπο
να μ’έλουζε η βροχή
να θρόιζε ο αέρας τη φυλλωσιά μου
ν΄ άπλωνα ασημιά κλαριά  στον ήλιο
τότε μπορεί και να μου αρκούσε.

Νά μουνα βράχος  γρανιτένιος
στο φρύδι του βουνού,
να σφύριζε ο αέρας ένα γύρω
να μ' έδερνε η βροχή
να διαγραφόμουνα αδρά
στη δύση του ήλιου,
τότε θα μου έφτανε.
 

****************

Αραχνοϋφαντα

Στις τέσσερεις γωνιές όρισα ξωτικά
το δρόμο να φυλάνε
φώναξα αερικά, μαγνάδι αραχνοϋφαντο
να απλώσουνε στο δίαβα σου,
πρόσταξα τα άνθη
ολόδροσα να ανθούν στο πέρασμά σου.
Πως λαμπυρίζουν οι δροσοσταλιές στον ήλιο.

Και διάβηκες
μεριάζοντας τις αραχνιές , αδιάφορα
διαλέγοντας τα βήματά σου,
προτού προφτάσω
να βγώ απ’τις σκιές.

***************************
 

Ολιγάρκεια

Μέρες τώρα
την σκέψη μου έχει αδράξει
ένα φυτό
ραδίκι θαρρώ
με φύλλα διχαλωτά
πρασινοκόκκινα
που χαμοσέρνεται
αγγιστρωμένο
σε μιά σπιθαμή
στέρφας γής.

Τι να έχουμε κοινό
ο πικρό βοτάνι και εγώ;
Θέ μου κάνε νάναι εκείνα
τα βαθυγάλαζα ανθάκια
που ανοίγουνε θριαμβικά
στον πρωινό αέρα
πρωτού χτυπήσει ο ήλιος
 
 
 
 

*************************

Της έμμορφης
 

Απ’ του μοναστηριού την πύλη, δες
στο πρώτο φως του πρωινού, στον όρθρο,
η μέρα γεννά τον κόσμο απ’εξ’αρχής:
σαν τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας
τα λαδιά, τα καστανά του κάμπου χρώματα
τα αχνά γαλάζια του ορίζοντα
ανακλαδίζονται απ’τον διάφανο αέρα.
Και να, είναι όλα νεα.

Πες μου καλή κυρά σαν καλογέρεψες
τι ήταν που’θελες ν’απαρνηθείς;
Το πρώτο καρδιοχτύπι του έρωτα;
το πρώτο σκίρτημα της σάρκας;
το βύζαγμα του πρώτου σου μωρού;
Ή σαν καλά , αυτά δεν θέλησες
ούτε και να τα νοιώσεις;
Τυφλή η ψυχή σου στο πρώτο  θαύμα της ημέρας.
 
 
 
 

**************************

Του ξενιτεμένου

Νά'μουνα κόρη μάγισσας, μάγισσας θυγατέρα
νά ζευα τον ήλιο την αυγή
τον άνεμο χαλινάρι
νά περνα δρόμους τρίστρατα
να ρθώ να σ’ανταμώσω

Κιάν τύχη σ’εύρω σε χαρά
σαν τη σκιά να φύγω
κι’αν σ’εύρω μόνο κ’έρημο
νά’χεις την θύμισή μου
να σου χαϊδέψω τα μαλλιά
με την πνοή της αύρας
πριν σε κεράσω μόνη μου
της λησμονιάς νερό
Τι’δρόμοι μας χωρίσανε
κι’ανώφελος ο πόνος.

*******************

Μυθικά πρόσωπα

Δεν είναι πια της μόδας
οι Πηνελόπες
φθονώντας την τύχη του Οδυσσέα
νιές και γρηές ξεχύθηκαν στις στράτες
σχεδιάζοντας
δικούς τους γυρισμούς.
Κι άν τύχη ράθυμα
και μείνουν στην Ιθάκη
κλείνουν τους αργαλειούς
διαλέγοντας στα γρήγορα
έναν απ’τους μνηστήρες
τον όποιο λάχει.

Αυτά καλά τα ξέρεις.
Γιατί λοιπόν τις νύχτες
ξηλώνεις μ’επιμέλεια
όση αυτοπεποίθηση
ύφανες όλη μέρα;
Δεν τόνοιωσες καϊμένη ακόμα
που δεν υπάρχουνε
ούτε κ’οι Οδυσσέες.

*************

Φυγείν αδύνατον

Φευγαλέα
στις κινήσεις ειδώλων στις οθόνες
βλέπω καθρεφτίσματα
απ΄τα πρώτα μου παιδιά
τα αγέννητα
Δύο αγόρια θαρρώ
στην εφηβία
που ακόμα φέρνουνε στον νου
ξαφνιασμένα ελαφάκια.

Στον ύπνο μου προχτές
είδα και το στερνό
π’ακόμα δεν εχρόνισε.
Και ξυπνητή διαισθάνομαι
την ερωτηματική του   παρουσία.

*********************

Πρόσωπο με πρόσωπο

Αλλεπάλληλα κύματα πανικού
θάψανε την ψυχή μου
βαθειά στην άμμο
σε καιρούς ξεχασμένους.

Εφιάλτες
Εκείνα τα πάλευκα κόκκαλα
που ξέθαψαν οι σκύλοι στο γυαλό.
Το κρανίο ήταν αυτό
που τα ξεχώριζε από τα φύκια
μια μεταλική πλακίτσα πούδειχνε
πως ήτανε εχθρός
κι ένας λεπτός χρυσός σταυρός.

Λένε πως οι Ερινύες
παίρνουν και την μορφή σκυλιών
σαν κυνηγάνε
μέχρι δεκάτης τετάρτης  γεννεάς
το κρίμα.

******************

Επίκληση

Απόψε
πούναι η σελήνη στην γέμιση
και πλέκει ανάερες ομορφιές
από τα καθημερινά
θέλω
να αναπολήσω
το τριπλο σου πρόσωπο
να αναμετρήσω
τα ονόματά σου
τελετουργικά:
Περσεφόνη , Δήμητρα, Εκάτη
Κλωθώ, Λάχεσις , ’τροπος
κι όλες οι επώνυμες και ανώνυμες
νύμφες , νεράιδες-νηριήδες , γοργόνες
όλες οι καταχθόνιες, επίγειες, ουράνιες
μικρές θεές,
ακόμα και οι Ερινύες,
μορφές δικές σου.
Λίλιθ, ο παλμός της ζωής
πέρα από την λογική
και πάνω από την σκέψη
που κοιμάται στην Κόρη
και θεριεύει στην Μάνα
τώρα
πριν έρθει η ώρα της Βάβως
κράτησέ με
στον δρόμο μου.

********

Κάποτε

Ακουσα
κούκο να καλεί
αντίκρυ στο φαράγγι
και το φαράγγι ν’αντηχεί
στις πιο βαθείες του νότες
ν’ανασαλεύουν σάτυροι
να τρέμουν οι νεράιδες
τον Πάνα με την σύριγγα
να παίρνει αναπνοή.

*************

 ’φρων , ’φρων

Όταν
καιρό τώρα
υψώνεις με περίσκεψη
τείχη ψηλα ολόγυρά σου
Όταν
ηθελημένα
σκληραίνεις την καρδιά σου
σε κέλυφος οστρακοφόρου,
και νεκρώνεις όλα
τα εξωτερικά σου αισθητήρια,
πως περιμένεις
να αναγνωρίσεις
το άγγιγμα της ζωής?

Σαν θα ηχήσουν
οι σάλπιγγες της αγάπης
και σωριαστουν τα τείχη γύρω σου,
ίσως φανείς
χλωμή και χαμένη
να πλανιέσαι
στ’ανήλιαγα χαλάσματα.
Μάταια προσμένεις όμως
πως θα προβάλεις απ΄το κουκούλι
πανέμορφη στης άνοιξης το κάλεσμα.

******************

 

Περιμένετέ με

Χθές βράδυ
έννοιωσα πάλι
καλπασμό αλόγων στο πλακόστρωτο
οπλές να αντηχούνε ρυθμικά,
ρουθουνίσματα νοτισμένου αέρα,
αγριεμένες χαίτες ν’ανεμίζουνε.

Μη να κινάν για πόλεμο;
Μη νά'ρχονται από συμφορά;
Μη να πηγαίνουνε
μαντάτα νίκης;
Δεν έμαθα ποτέ.

Ως να ξεμανταλώσω
χάνονται
άλογα , καβαλάρηδες
κι αντικρύζω
μόνο την άσφαλτο
να ξετυλίγεται στο φεγγαρόφωτο
βουβά.

Κι όμως
αυτή τη φορά
περάσανε τόσο κοντά.
 

*****************

Θρύψαλλα

Είπες
γράμματα γράφω
μόνο σαν έχω κάτι να πώ
και μ’άφησες
μ’έναν  μονόλογο
μπροστά στον καθρέφτη.

Κρίμα
Το ξεχείλισμα πού’νοιωσα
ήταν μια λακούβα στην άμμο.
 Οι κόσμοι που σούφερνα
ανεμομαζώματα
στροβιλίζονται γύρω μου
σ’αναμνήσεις και σκέψεις.
Για πόσο ακόμα;
 

**********

 

Τα τρία ταύτα

Εκείνο το πράσινο
το διάφανο
των ανοιξιάτικων βλασταριών
που διαγράφονται στον  ήλιο
σαν διστακτικά απλώμένα
δάκτυλα μικρού παιδιού
γραμμένα με κερί
εκείνο το πράσινο
είναι το χρώμα της ελπίδας.

Οι ρίζες
που εισχωρούν βαθειά στην γή
με μια βεβαιότητα
καταλυτική
οι κορμοί των κυπαρισσιών
που υψωμένοι πεισματικά στο φώς
μονάχοι ορίζουν την κάθετο,
καθρεφτίζουν την πίστη.

Μα πουθενά
στο βασίλειο των φυτών
δεν υπάρχει εικόνα
που να δίνει
την φωτιά  και την αντάρα
της αγάπης
εκτός κι αν είναι
όλα μαζί
τ’άλικα λούλουδα της φύσης.
 

******************
 

Κατ’ εικόναν και ομοίωσιν
 
 

Ακόμα νοιώθω τον πυλό
στα ακροδάκτυλά μου
απ΄όταν σ’έπλασα.
Ακόμα η ανάσα μου
είναι κομμένη.

Με παιδική αφέλεια
κι άπειρη εμπιστοσύνη
με μια βαθειά ανάγκη
για κατανόηση
σούδωσα σάρκα και οστά
και πλήρη αυτονομία.

Τώρα
που υπάρχεις άσχετα
από την θέλησή μου
και αγνοείς
κι αυτή την ύπαρξή μου
κατάλαβα
πόσο ήταν αδύνατο να ταυτισθεί
της φαντασίας μου το πρόπλασμα
με σένα.

Ούτε μπορώ να πω πια
πως σ’απελευθερώνω.

Ύπαγε εν ειρήνη.

******************

Και καπνόν θρώσκοντα

Ας μου έφερνε ο άνεμος
την ηχώ της φωνής σου
ας γινόταν
στου νερού το καθρέφτισμα
να δω την μορφή σου
Σαν μια ξένη στο πλήθος
να περνούσα κοντά σου
Ξένη ολότελα
μα ποτέ φορτική
 

*********

Ρίμες

Ξεράθηκε η ψυχή μου
ξέχασα πως να διψώ
στάχτ’ είναι το κορμί μου
σ’αρχαία λήκυθο.
Σαν μόνη λύση μένει
να μετουσιωθώ.
Δές, μεταμορφωμένη
σε πυροστιάς καπνό
η ζωή μου αργοανεβαίνει
στο φώς το πρωινό

Δεν έχω πια αέρα,
δεν έχω αναπνοή,
κάθε καινούργια μέρα
ξανά απ΄την αρχή
του Σίσυφου την πέτρα
να σπρώχνω στην κορφή.
Φτερά νέα θα βγάλω
νωρίς κάποιαν αυγή,
θα ζώσω ένα γύρω
ολόκληρη την γή

*************

Γρύφος

Ισως
αν μπορούσα
να τον λύσω
να μπορούσα
ήρεμα να σάντικρύσω
σωστά, και με συνέπεια.

*******

Τα μάτια σου

Χθές
               ήτανε μαλακά
βελούδινα
ένας κάμπος ηλιόλουστος
μιά ανοιχτή αγκάλη

Σήμερα
               ήταν σκληρά
ατσάλινα
ένας τοίχος μαρμάρινος
μία πόρτα χτισμένη.

Αύριο
σίγουρα θά'ναι απροσδιόριστα
μακάρι νά'τανε
ένας καθρέφτης γυάλινος
της αδιαφορίας μου
 

**************

Ως δια πυρός

Προσάναμα, βέβαια, πρέπει να βρείς.
Ο έρωτας θέλει κάποιο αντικείμενο
και γιαυτό
διάλεξέ το ανάλαφρα
με κάποια δόση γοητείας
και πολλα υπονοούμενα
από χαρές μελλοντικές.

Αυτά όμως που θέλεις να κάψεις
τον σωρό από ασύνδετα βάρη
που σε πλακώνουν,
δεν σου αφήνουν εκλογή.

’λλα τα μάζεψες πολύ παλιά
όταν ήσουν λιγότερο εκλεκτική,
και άλλα, δεν ξέρεις καν
πως βρέθηκαν εκεί
και με τον όγκο τους καλύπτουνε
τον ζωτικό σου χώρο

Παρανάλωμα λοιπόν
Απο τις φλόγες σμιλεμένο
ας μείνει ότι είναι απέριτο
μεταλικό και δυνατό
σ’αυτό που ονομάζεις
εγώ

Προσάναμα όμως
οπωσδήποτε χρειάζεσαι.

*****************

Έρωτας κάθε λογής

Κάποτε είπες επιγραμματικά, και άρεσε πολύ
«Έρωτας έιναι η εκδίκηση της φύσης,
η αντίδραση στους νόμους τουσ συλλογικούς
που θέτει ο νούς»
Εκείνη η τυφλή ορμή αναπαραγωγής
που διαχωρίζει τα έμψυχα απο τα άψυχα
δεν υποκύπτει
σε τεχνιτούς κοινωνικούς φραγμούς.
Συνεπαίρνει το ίδιο το μυαλό
που αψηφά
του ζευγαρώματος το κάλεσμα
Αλλάζει την δομή της λογικής
και φτιάνει νέους νόμους, ατομικούς.
Ορίζει όπου βρίσκεται το ταίρι
τον ομφαλό της γής
Την μέρα
όταν ξυπνά αυτό
για ήλιο
την θωριά του
Και άν η πληθωρική παρόρμηση
ξεχυθεί σε δρόμους αδιέξοδους,
άν λαθέψει και στο ταίριασμα,
μικρό το κακό
Η αναπαραγωγή του είδους
είναι φαινόμενο
στατιστικό.

*************

Σύγχρονη Γέννα

να μπρορούσε να φύγει
να βρεί μια γωνιά καταγής
ναι
μια κόχη στρωμένη με σανό
χίλιες φορές καλύτερη
από αυτή
την κλίνη την ασηπτική
όπου ανήμπορη
σκαλωμένη ψηλά
γεννάει για πρώτη φορά.

Δεν ειν’ η ντροπή
για την στάση που βρίσκεται
την αφύσικη
μπροστά σε ξένους ανθρώπους
Αυτή ξεθώριασε
με τους πρώτους τους πόνους
Και εκείνος ο φόβος του θανάτου
ο αταβιστικός
που σηκώνει κεφάλι παρ’όλες τις γνώσεις,
κι αυτός υποχωρεί
στο ανελέητο σφυροκόπημα
της νέας ζωής.

Μόνο να,
σκαλωμένη ψηλά
αγωνιά
πως το παιδί θα πέσει
αν δεν το πιάσει κανείς.
Και αυτή ανίσχυρη
δεμένη
μπορεί μόνο να σπρώχνει
να σπρώχνει με το κύμα
μέχρι λιγοθυμιάς

Που είναι η μάνα
η αδερφή
ο χορός των μαυροντυμένων
συγγενικών θηλυκών
η μαμή
που θα πιάσει το παιδί;
Έπρεπε νά’ναι  πολυ πιο κοντά στην γή.

Σε αυτό το σκλήρά φωτισμένο
εχθρικό περιβάλλον
οι μοίρες
παλιές καταχθόνιες θεές
και να’ρθούνε
θα χαθούν σαν σκιές
Έπρεπε νά’ναι πολύ πιο κοντά στην γή.

Μια ύστατη προσπέθεια
χωρίς ανάσσα
ως να ελευθερωθει.
Μεθυσμένη απ΄την κούραση
Ακούει
την κραυγή του μωρού
και το βλέπει θολλά
κρεμασμένο ανάποδα
απ’τα χέρια μιάς φιγούρας
στα άσπρα ντυμένης.

Της φαντάζει μαρμάρινο
το ον αυτό
που με πολύ πιο πολύ κόπο
από την αμοιβάδα
διαχώρισε απο το κορμί της.
Καλλιμάρμαρο, με μπλε νερά

Κι όταν αργότερα
της το φέρνουν πλυμένο απ΄τα λίπη
ροδαλό
και λίγο ταλαιπωρημένο
αναπαμένη
το θωρεί, ώρα πολλή
μέσα στην κατάσπρη κούνια
δίπλα στο κρεββάτι της
στο φωτεινό και πρόσχαρο δωμάτιο
το ασηπτικό

Την μοίρα του
μονάχο να μοιράνει
Έτσι και αλλοιώς
από τις τρείς να θάρρευε καμιά να’ρθεί
καλόδεχτή ‘χε μόνο την Κλωθώ

*************

Επικοινωνίας Επίλογος

Ο καθένας κινείται
στους δικούς του ρυθμούς
τους αξεδιάλυτους

Παλίρροιες που ταράζουν
εμένα συθέμελα
είναι φλοίσβος κυμάτων για σένα

Αδυσώπητες κινήσεις ουρανίων σωμάτων
θρυματίζουν
το δικό μου το συμπαν
Στο δικό σου
είναι ανταύγειες
αστεριών που πεθαίνουν.

Απορώ
μα τον Δία
πως ανάβλισε
στη πρωτόγονη κοινωνία
αυτό που λέγεται
λόγος

*************

Τρίμματα

’γραφα ποιήματα
με βαραίνουν,
βουβά τραγούδια
στεναγμοί τ΄αέρα.

Στα πόδια μου νωπά
φύλλα φθινοπωρινά
η μυρωδιά της σήψης.

Η προσφορά μου
νερός στις χούφτες,
άκαιρη και αχρείαστη
Η ανταπόδοση
πέτρες αντί ψωμί.

Περπατώ άσκοπα
με την ηχώ της προσμονής
και άδεια τα χέρια.

*****************

Γαίαν έχε ελαφράν

Για να γλυτώσει την οργή
του αφέντη και άρχοντά της
δεκαπεντάχρονη λεχώ
κρύφτηκε
κατ’ απ’της κουζίνας το τραπέζι
Ένοχη
που γέννησε κορίτσι

Αργότερα
καλομάνα
γέμισε το σπίτι
μ’αρσενικά παιδιά
εξιλεώθηκε
μ’αδιάκοπη δουλειά.

Μετά σαράντα χρόνια
απο την ίδια μήτρα
την καρπερή
την βρήκε ο θάνατος.

Στο μνήμα της μπροστά
αναλόγίζομαι
αυτή την ύστατη φυγή
κι άν είναι θρήνος των αρσενικών
ή καλυμμένη οργή.

****************

Επίλογος (21/2/74)

Ούτε λόγια πολλά
ούτε μαυσωλεία
ένα απέριτο μνήμα αρκεί
για την ιστορία:
ενθάδε κείται
εις έδαφος πάτριον
η δημοκρατία.

***************

Σφαγή   (στις 17/11/1973)

Οσμή ευωδίας
αναδύεται
απ΄την άσφαλτο,
σπονδή,
το καυτό αίμα,
και ο θύτης ανώνυμος.
’ραγε προσμένει εξιλάσμό
ούριο άνεμο για την Τροία;
Ανελέητος θεός του Αβραάμ
του ώπλισε το χέρι;
Μάλλον
η τεκνοκτόνα μορφή του Τάνταλου
αναδύθηκε απ΄τις στάχτες του Φοίνικα
και ετοιμάζει τραπέζι,
στο λαό
Πυθία
οραματίζεται
λαό τιμωρό.
Βαυκαλίζεται;

***************

Αυτόπτης μάρτυς

Αφουγκράζοντας
το κοχύλι του χρόνου
αναπλάθω
σκηνές περασμένες
με πιστότητα.
Ναν’αλήθεια
πως τα κοχύλια
αντηχούν
στον παλμό της καρδιάς μου
και μόνο;

*******

Υπόθεση

Αν είναι η ζωή
τριδιάστατη
ένας ιστός
που δονείται
με παλμούς
των παρελθόντων
και παλμούς
πρόδρομους
των μελλοντων,
πιασμένοι στο δυδιάστατο τώρα
αναρωτιώμαστε
αν υπάρχει η αράχνη
στην αρχή των αξόνων.

*****************

Στο βυζαντινό μουσείο

Βλέπω πως
με την άλωση
η μορφή του Χριστού άλλαξε
στα  εικονίσματα.
Σκυθρώπασε
κι ασκήτεψε στην όψη
σαν οι Ρωμιοί γινήκανε
Ραγιάδες.

Είναι λοιπόν ανεξίτηλη
η σφραγίδα του κατακτητή
στα χρωμοσώματά μας
κι ακόμα δεν διαγράφεται
αχνό χαμόγελο
στα άλικα τα χείλη
όπως παλιά;

Στου χρόνου τα γυρίσματα
ίσως το εικοσιένα
να είναι απλό καθρέφτισμα
απόηχος
της θύμισης της λευτεριάς
πρωτου να αποκτήσουμε του σκλάβου την ψυχή,
Ραγιάδες.

*******************