
|
Ίσραελ
Φινκελστάιν – Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν
Βίβλος
– Η Αλήθεια μέσα από τις Ανασκαφές
Τίτλος
πρωτοτύπου: Israel Finkelstein, Neil Asher Silberman:The Bible Unearthed: Archaeology's New Vision of Ancient Israel and the Origin of Its Sacred Texts
Μετάφραση:
Στέλλα Κωνσταντινέα
Εκδόσεις
Κάκτος
Αθήνα 2003
490 σελ. 17Χ24
cm,
24 Ευρώ
Τελειώνεις
την ανάγνωση ενός βιβλίου και βρίσκεσαι
αντιμέτωπος με το αμείλικτο ερώτημα: «Και
που το διάβασα, τι κατάλαβα;»
Εάν
επρόκειτο για πίνακα αφηρημένης
ζωγραφικής το ερώτημα θα ήταν τελείως
διαφορετικό: «Τι ακριβώς ήθελε να πει ο
καλλιτέχνης;»
Στην
περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου
τίθεται ένα παρόμοιο ερώτημα: «Τι ακριβώς
ήθελαν να πουν οι συγγραφείς του;»
Ο Ίσραελ
Φινκελστάιν (διευθυντής του Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου
Sonia and
Marco Nadler
του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ) και ο Νιλ
Άσερ Σίλμπερμαν (διευθυντής του τμήματος
ιστορικής ερμηνείας στο
Center
for Public
Archaeology and
Heritage Presentation
στο Βέλγιο)
ξεκαθαρίζουν τις προθέσεις τους από την
πρώτη ήδη σελίδα: στο βιβλίο, που
αποφάσισαν να γράψουν κάπου στις αρχές της
δεκαετίας του 1990 και που εκδόθηκε για πρώτη
φορά το 2000, θα ασχολούνταν με το θέμα της
ιστορικότητας της Βίβλου, παραθέτοντας τα
στοιχεία που θεωρούσαν «ατράνταχτα, από
αρχαιολογική και ιστορική σκοπιά, για την
άνοδο του αρχαίου Ισραήλ και την πρώτη
εμφάνιση των ιερών ιστορικών κειμένων του»
(σελ. 7). Καθιστούν δηλαδή σαφές, από την
πρώτη κιόλας σελίδα, ότι ο
τίτλος του βιβλίου τους είναι, σε κάποιο βαθμό,
παραπλανητικός (ελέω marketing;).
Δεν θα πραγματεύονταν την ιστορικότητα
όλων των βιβλίων της –χριστιανικής–
Βίβλου (Παλαιάς τε και Καινής Διαθήκης),
αλλά το θέμα της ιστορικότητας των βιβλίων
της εβραϊκής Βίβλου (περίπου των βιβλίων
που συναποτελούν και την –χριστιανική– Π.Δ.).
Και ούτε καν. Στο βιβλίο εξετάζουν «κυρίως
τα “ιστορικά” βιβλία της Βίβλου, την Τορά [Πεντάτευχο:
Γένεσις, Έξοδος, Λευϊτικόν, Αριθμοί,
Δευτερονόμιον] και τους Προγενέστερους
Προφήτες [Ιησούς, Κριταί, Σαμουήλ Α΄ και Β΄,
Βασιλέων Α΄ και Β΄], που αφηγούνται τη σάγκα
του λαού του Ισραήλ από τη γέννησή του
μέχρι την καταστροφή του Ναού της
Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ.» (σελ. 23).
Αλλά, έστω κι
έτσι, ο στόχος τους δεν ήταν λιγότερο
εύκολος. Τα κατάφεραν;
Η «Βίβλος»
των Φινκελστάιν-Σίλμπερμαν δεν είναι «κακό»
βιβλίο. Είναι πολύ κακογραμμένο. Ήδη από
την αρχή, έχεις την εντύπωση ότι το βιβλίο
σέρνεται, σελίδα τη σελίδα, παράγραφο την
παράγραφο, λέξη τη λέξη. Ο τρόπος γραφής του
είναι εξαιρετικά μονότονος – μέχρι ανίας.
Σε πάμπολλα σημεία, η φλυαρία του βιβλίου
είναι ακατάσχετη. Σελίδες επί σελίδων, όπου
καταγράφονται περιληπτικά τεράστια
τμήματα βιβλικών κειμένων, ενώ αμέσως μετά
ακολουθούν οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις
που αφορούν τις συγκεκριμένες βιβλικές
αφηγήσεις, και που τις περισσότερες φορές
ελάχιστη σχέση έχουν με τα κείμενα που
έχουν προηγηθεί. Τελικά, φτάνοντας στο
τέλος, έχεις την εντύπωση ότι, αν δεν υπήρχε
αυτή η ακατάσχετη φλυαρία, αν το μέγεθος
του βιβλίου ήταν το μισό θα ήταν σίγουρα
και πιο ευανάγνωστο.
Ως προς τη
φιλοσοφία των συγγραφέων και του βιβλίου.
Σε ποιους ακριβώς αναγνώστες απευθύνονται;
Ποιος ακριβώς θα ενδιαφερόταν για ένα
τέτοιο πόνημα; Το βιβλίο απευθύνεται σε
πιστούς: πιστούς εβραίους, πιστούς
χριστιανούς, πιστούς μουσουλμάνους, που
για πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με το «ιστορικό
υπόβαθρο» της Βίβλου. Για πολλούς από
αυτούς το βιβλίο θα είναι συγκλονιστικό
ίσως και διαφωτιστικό.
Ως προς την
ουσία του βιβλίου.
Η ιστορία
του Ισραήλ, σύμφωνα πάντα με την Παλαιά
Διαθήκη, αρχίζει με τους πατριάρχες.
Συνεχίζεται με τη διαμονή στην Αίγυπτο, την
Έξοδο και την σαραντάχρονη περιπλάνηση
στην έρημο. Ακολουθεί η κατάκτηση της
Χαναάν, η περίοδος των Κριτών, το ενιαίο
βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα, η
εποχή των δύο βασιλείων –του Ισραήλ και
του Ιούδα–, η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, η
κατάκτηση από τους Πέρσες.
Είναι η
Βίβλος ιστορία; Ποιες από τις βιβλικές
αφηγήσεις επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές;
Τι μας λέει
το ίδιο το βιβλίο;
Οι
Πατριάρχες (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ); Ξεχάστε
τους.
Η διαμονή
στην Αίγυπτο και η Έξοδος από αυτή;
Μυθοπλαστίες.
Η
περιπλάνηση χιλιάδων ιουδαϊτών επί
σαράντα χρόνια στην έρημο υπό τον Μωυσή;
Κανένα ίχνος.
Η κατάκτηση
της Χαναάν υπό την ηγεσία του Ιησού του
Ναυή; Μύθος. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο
που να επιβεβαιώνει ότι συνέβη η κατάκτηση
της Χαναάν (μεταξύ 1230 και 1220 π.Χ.). Ακόμα και
η Ιεριχώ, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν καν
περιτειχισμένη. Οι περίφημες σάλπιγγες δεν
ήχησαν ποτέ. «Για την Ιεριχώ οι ερευνητές
αναζήτησαν περιβαλλοντικές εξηγήσεις.
Πρότειναν ότι ολόκληρο το στρώμα που
αντιπροσώπευε την Ιεριχώ τον καιρό της
κατάκτησης, συμπεριλαμβανομένων και των
οχυρώσεών της, είχε διαβρωθεί και
αποσαθρωθεί ολοσχερώς»! (σελ. 117)
Οι Κριτές; «Η
συγκλονιστική εικόνα της Βίβλου με τους
ευσεβείς Ισραηλίτες Κριτές (…) πολύ μικρή
σχέση έχει με αυτά που πραγματικά
συνέβησαν στη λοφώδη περιοχή της Χαναάν
την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου». (σελ. 167)
Το τεράστιο
βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα;
Ανύπαρκτο. Η Ιερουσαλήμ εκείνης της
περιόδου (10ος αιώνας π.Χ.), ήταν ένα
μικρό χωριό, μετά βίας κωμόπολη, δίχως
ίχνος μεγαλείου και δημόσιων κτηρίων (Ναός
του Σολομώντα, ανάκτορα κ.λπ.). Ο «χρυσός
αιώνας» του Δαβίδ και του Σολομώντα δεν
υπήρξε ποτέ. Παρά τον θρυλούμενο πλούτο και
ισχύ τους, «ούτε ο Δαβίδ ούτε ο Σολομών
αναφέρονται έστω και σε ένα αιγυπτιακό ή
μεσοποταμιακό κείμενο». (σελ. 175) Το
μοναδικό αρχαιολογικό στοιχείο που
συνηγορεί υπέρ της ιστορικότητας του Δαβίδ
είναι κάποια θραύσματα ενός μνημείου από
βασάλτη, στα οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων,
γραμμένη στα αραμαϊκά, τη γλώσσα των
αραμαϊκών βασιλείων της Συρίας, και η
έκφραση «οίκος του Δαβίδ». Η επιγραφή
χρονολογείται περί το 835 π.Χ., εκατόν
πενήντα χρόνια μετά τη βασιλεία του Δαβίδ (περ.
1005-970 π.Χ., σύμφωνα με την επίσημη βιβλική
χρονολόγηση)… Τέτοιος πλούτος αποδείξεων…
Οι
συγγραφείς μας, με το τέλος του πρώτου
μέρους του βιβλίου τους, έχουν ήδη
προχωρήσει πολύ. Αργά (και κουραστικά όσον
αφορά στις βιβλικές αφηγήσεις) και
μεθοδικά (όσον αφορά στο αρχαιολογικό και
ιστορικό υλικό που έχουν στη διάθεσή τους)
έχουν κυριολεκτικά γκρεμίσει τα θεμέλια
των μονοθεϊστικών θρησκειών. Γιατί τι
απομένει άραγε από αυτά δίχως τους
Πατριάρχες, δίχως τις περί Αιγύπτου και
Εξόδου «ιστορίες», δίχως την επιστροφή στη
Γη της Επαγγελίας, δίχως τους Κριτές και
τους «μεγάλους» βασιλείς Δαβίδ και
Σολομώντα; Η Δημιουργία του Κόσμου;
Προτού όμως
προχωρήσουμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου,
θα κάνουμε δύο παρενθέσεις για να
εξετάσουμε κάποια ζητήματα τα οποία δεν
απασχόλησαν τους συγγραφείς, και όντας
άγνωστα στο ευρύτερο κοινό της χώρας μας θα
έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο κάποιας
εισαγωγής στο βιβλίο, κάτι που δεν συνέβη.
Επιλεγόμενα
Είναι
γεγονός ότι διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο
των Φινκελστάιν-Σίλμπερμαν διαπιστώνει
μια κάποια αμηχανία εκ μέρους τους. Το
αντικείμενο του βιβλίου τους είναι, ούτως ή
άλλως, ακανθώδες και λογικό είναι να το
προσεγγίζουν με κάποια αμηχανία, με
διάθεση εξισορρόπησης, αφού είναι σχεδόν
σίγουρο ότι, λόγω των συμπερασμάτων στα
οποία καταλήγουν, κάποιοι κύκλοι θα
στραφούν εναντίον τους.
Κι αυτοί οι
κύκλοι δεν ανήκουν απαραίτητα ούτε στον
ακαδημαϊκό χώρο ούτε σε εκείνον της
θεολογίας. Αλλά σε εκείνον της πολιτικής!
Όπως ήδη
αναφέρει στο οπισθόφυλλο ο Harvey
Cox,
της Θεολογικής Σχολής του Χάρβαρντ, η
έρευνα των συγγραφέων «αποφεύγοντας τις
ακρότητες και τη σκανδαλοθηρία, ενισχύει
μάλλον παρά μειώνει την αξία των κειμένων
αυτών» (σ.σ. των βιβλικών κειμένων). Ποιες
άραγε θα μπορούσαν να είναι αυτές οι
ακρότητες και τι θα αποτελούσε
σκανδαλοθηρία στο χώρο των βιβλικών
σπουδών; Υπάρχουν, δηλαδή, άλλες έρευνες
που διακρίνονται από αυτά τα
χαρακτηριστικά;
Οι ίδιοι οι
συγγραφείς στην πρώτη σελίδα του βιβλίου
του κάνουν επίσης έναν υπαινιγμό σ’ αυτές
τις «ακρότητες»: «Στα χρόνια που
μεσολάβησαν», από την απόφαση για την –και
μέχρι την– συγγραφή του βιβλίου, «η
αρχαιολογική διαμάχη γύρω από τη Βίβλο
κορυφώθηκε. Κάποιες φορές, μάλιστα, έπεσε
στο επίπεδο των προσωπικών διαφορών και
των πολιτικών αντιπαραθέσεων» (σελ. 7). Ενώ
οι συζητήσεις σχετικά με την ιστορικότητα
των βιβλικών αφηγήσεων «ξεστράτισαν από το
πεδίο της επιστημονικής αρχαιολογίας και
μεθόδου, προς τον υποκειμενικό και
φιλέριδα χώρο της θεολογίας και της
θρησκευτικότητας».(σελ. 7)
Και μετά από
αυτούς τους υπαινιγμούς οι συγγραφείς
συνεχίζουν για εκατοντάδες σελίδες χωρίς σχεδόν
ποτέ να αναφέρουν κάτι άλλο σχετικά μ’
αυτές τις διαμάχες. Σχεδόν
ποτέ. Διότι στη σελίδα 174 διαβάζουμε τα
εξής:
Τίτλος
υποκεφαλαίου: «Υπήρξαν πράγματι ο Δαβίδ
και ο Σολομών;» (Αποτελεί πάγια τακτική των
συγγραφέων να θέτουν ερωτηματικά σε
δεκάδες τίτλους κεφαλαίων και
υποκεφαλαίων, ενώ, στις περισσότερες
περιπτώσεις, είναι σαφές από τα όσα
εξετάζουν στη συνέχεια ότι η απάντηση
είναι αρνητική.)
Απόσπασμα: «Έτσι
ρητά που τίθεται αυτό το ερώτημα» (σ.σ.
σχετικά με την ύπαρξη του Δαβίδ και του
Σολομώντα) «μπορεί να ακούγεται σαν
συνειδητή πρόκληση. Ο Δαβίδ και ο Σολομών
αποτελούν τόσο κεντρικές θρησκευτικές
εικόνες του ιουδαϊσμού και του
χριστιανισμού, που οι πρόσφατες δηλώσεις
μερικών ριζοσπαστών κριτικών της Βίβλου,
ότι ο βασιλιάς Δαβίδ είναι ιστορικό
πρόσωπο όσο και ο βασιλιάς Αρθούρος,
συνάντησαν την οργή και τον αποτροπιασμό
των θρησκευτικών και πανεπιστημιακών
κύκλων.» Οργή και αποτροπιασμός
θρησκευτικών και πανεπιστημιακών κύκλων
για τις απόψεις κάποιων ριζοσπαστών
κριτικών της Βίβλου; Και τι ακριβώς
ισχυρίζονται αυτοί οι «ριζοσπάστες
κριτικοί»;
Αμέσως μετά:
«Άλλοι ιστορικοί της Βίβλου, όπως οι Τόμας
Τόμπσον και Νιλς Πέτερ Λέμχε, του
Πανεπιστημίου της Κοπενχάγης, και ο Φίλιπ
Ντέιβις του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ, που
χαρακτηρίστηκαν “μινιμαλιστές της Βίβλου”
από τους κακεντρεχείς, ισχυρίστηκαν ότι ο
Δαβίδ, ο Σολομών, η ενιαία μοναρχία του
Ισραήλ και ολόκληρη η βιβλική περιγραφή
της ιστορίας του Ισραήλ δεν είναι παρά
αριστοτεχνικές ιδεολογικές κατασκευές των
ιερατικών κύκλων της Ιερουσαλήμ, κάποια
στιγμή μετά την αιχμαλωσία (σ.σ. στη
Βαβυλώνα, δηλαδή μετά το 540 π.Χ.), ίσως και
κατά την ελληνιστική περίοδο (σ.σ. δηλαδή,
μετά το 330 μ.Χ.)»!
Οι «μινιμαλιστές»,
σύμφωνα με τους συγγραφείς, «έχουν κάποια
στοιχεία υπέρ τους», αφού ούτε ο Δαβίδ ούτε
ο Σολομών αναφέρονται έστω σε ένα
αιγυπτιακό ή μεσοποταμιακό κείμενο, ενώ οι
αρχαιολογικές ενδείξεις για τα περίφημα
κτήρια του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ είναι
«απλώς ανύπαρκτες». Το είδος της διαμάχης,
για τους συγγραφείς, άλλαξε για πάντα όταν
το 1993 ανακαλύφθηκε η επιγραφή με τη φράση «οίκος
του Δαβίδ», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη.
Η
Μινιμαλιστική Σχολή
Τα ονόματα
των Τόμπσον, Λέμχε και Ντέιβις αναφέρονται
άπαξ στο βιβλίο. Περί τίνων ακριβώς
πρόκειται;
Στον χώρο
της βιβλικής αρχαιολογίας και της ιστορίας
του Ισραήλ –όταν μιλάμε για την ιστορία
του Ισραήλ μιλάμε για τα κείμενα της Βίβλου–
υπάρχουν δύο κύριες σχολές. Από τη μία
πλευρά η «συντηρητική σχολή», που
ουσιαστικά ακολουθεί πιστά τα όσα
αναφέρουν οι βιβλικές αφηγήσεις για την
ιστορία του Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά,
υπάρχει αυτό που αποκαλείται «μινιμαλιστική»
σχολή.
Η βασική
διαφορά μεταξύ των δύο «στρατοπέδων»
έγκειται στο ότι οι «μινιμαλιστές»
ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί κάποια αφήγηση
της βίβλου να παρουσιάζεται ως ιστορία αν
αυτή η ιστορικότητα δεν αποδεικνύεται. Οι «μαξιμαλιστές»
ισχυρίζονται ότι μπορεί κάποιος να
παρουσιάζει ως ιστορία κάποιο θέμα της
βιβλικής αφήγησης,
εκτός από την περίπτωση που έχει
αποδειχθεί η αν-ιστορικότητά του. Εν
ολίγοις, για τους μεν ο Σολομών είναι
ανύπαρκτο πρόσωπο εφόσον δεν έχει, μέχρι
στιγμής, βρεθεί το παραμικρό στοιχείο που
να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του, ενώ για
τους δε ο Σολομών είναι υπαρκτό πρόσωπο,
εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία που να
αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε ποτέ. Τόσο απλά
είναι τα πράγματα…
Βέβαια, οι
όροι «μινιμαλιστές» και «μαξιμαλιστές»
δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα.
Εκπρόσωποι της «συντηρητικής σχολής» (πανεπιστημιακοί,
κληρικοί και θεολόγοι, κυρίως στις ΗΠΑ και
στο Ισραήλ) χρησιμοποίησαν τον όρο «μινιμαλιστές»
για να χαρακτηρίσουν, υποτιμητικά, μια
ομάδα ευρωπαίων ακαδημαϊκών, οι οποίοι
αρνούνται οποιαδήποτε ιστορικότητα της
Βίβλου, όταν αυτή δεν αποδεικνύεται από
άλλες πηγές, και οι οποίοι ισχυρίζονται ότι
η συμπίληση των βιβλικών κειμένων έγινε
πολύ αργότερα από ό,τι είναι «επισήμως»
παραδεκτό, και πάντως μετά τα μέσα του 6ο
π.Χ. αιώνα, ενώ ορισμένοι εξ αυτών θεωρούν
ότι αυτό συνέβη στους ελληνιστικούς
χρόνους.
Κάποιοι
άλλοι όροι που «εκτοξεύτηκαν» κατά των «μινιμαλιστών»
ήταν και οι εξής: «μηδενιστές», «σκεπτικιστές»,
«ρεβιζιονιστές» (παραπέμποντας εμμέσως,
πλην σαφώς, στους ρεβιζιονιστές ιστορικούς,
που αρνούνται το Ολοκαύτωμα), «ντιλετάντηδες»,
«Νεότουρκοι της Κοπενχάγης», «αντισημίτες»,
«αντισιωνιστές που φλερτάρουν με τον
αντισημιτισμό», «αφοσιωμένοι αναγνώστες
των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», «συμμορία
των τεσσάρων» (για τους τέσσερις
σημαντικότερους εκπροσώπους της «σχολής»:
Τόμπσον, Λέμχε, Ντέιβις και Γουάιτλαμ)… Ενώ
οι απόψεις των «μινιμαλιστών»
χαρακτηρίστηκαν ως «περαστική τρέλα», «μόδα»
και «φληναφήματα».
Οι
επιστημονικές διαφωνίες είχαν πια
μετατραπεί σε θρησκευτικές έριδες και,
ακόμη χειρότερα, σε πολιτικές διαμάχες,
όπως ήταν αναμενόμενο… Ή μάλλον δεν
επρόκειτο καν για διαμάχη. Μονομερής
επίθεση ήταν εναντίον εκείνων που τόλμησαν
να διατυπώσουν διαφορετικές επιστημονικές
απόψεις από εκείνες της «κατεστημένης
αληθείας».
Οι πολιτικές
συνιστώσες της διαμάχης είναι διακριτές
δια γυμνού οφθαλμού. Αν το «έθνος του
Ισραήλ», η «ιστορία» και τα «ιερά κείμενά»
του δεν αποτελούν παρά κατασκευάσματα του
κοσμικού και θρησκευτικού ιουδαϊκού
ιερατείου μετά την επιστροφή από τη
Βαβυλώνα, τότε σε ποια Γη της Επαγγελίας
έστειλε ο Γιαχβέ τους Αβραάμ, Μωυσή και
Ιησού του Ναυή, λέγοντάς τους να την
κατακτήσουν και να κατοικήσουν εκεί;
Η διαμάχη
ξέσπασε το 1992, μόλις εκδόθηκε το βιβλίο Σε
Αναζήτηση του “Αρχαίου Ισραήλ” (In
Search of Ancient Israel
) του Philip R. Davies, καθηγητή Βιβλικών Σπουδών στο
Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Για τον Ντέιβις
υπάρχουν τρία αρχαία Ισραήλ: εκείνο που
βρίσκεται στις αφηγήσεις της Βίβλου,
εκείνο που αποτελεί την ιστορία των
κατοίκων της Παλαιστίνης στην Ύστερη Εποχή
του Χαλκού και στην Εποχή του Σιδήρου, και
το τρίτο αποτελεί αμάλγαμα των δύο
προηγούμενων. Η Βίβλος δεν αποτελεί παρά
ιδεολογικό κατασκεύασμα της εποχής της
περσικής κατάκτησης της Παλαιστίνης, αν
και κάποιο υλικό θα πρέπει να προέρχεται
από τις προηγούμενες περιόδους.
Ο Ντέιβις
απορρίπτει τον όρο «μινιμαλιστική σχολή»,
τον οποίο χρησιμοποίησε η «σχολή Βίβλος=Ιστορία»
των «αντι-μινιμαλιστών». «Γιατί οι
αντίπαλοι του “μινιμαλισμού” δεν έχουν
κάποιο όνομα για τον εαυτό τους;»,
αναρωτιέται σε άρθρο του. Αρνείται ότι
υπάρχει κάποια σχολή, αφού ακόμα και τα
μέλη αυτής της υποτιθέμενης σχολής έχουν,
σε καίρια ζητήματα, τελείως διαφορετικές
απόψεις μεταξύ τους. Ενώ ο ίδιος, για
παράδειγμα, θεωρεί πως «η άποψή του ότι το
μεγαλύτερο μέρος της φιλολογίας της
εβραϊκής Βίβλου δημιουργήθηκε κατά τη
διάρκεια της Περσικής περιόδου, διαφέρει
ριζικά από την άποψη του Λέμχε ότι αυτό
συνέβη στην ελληνιστική περίοδο, ενώ ο
Γουάιτλαμ δεν ασχολείται καν με το ζήτημα
της χρονολόγησης».
Το
Δεύτερο και Τρίτο Μέρος του Βιβλίου
Μετά τις
απαραίτητες παρενθέσεις, τίθεται ένα
ερώτημα: σε ποια από τις δύο κύριες σχολές
ανήκουν οι Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν; Η
απάντηση δεν υπάρχει στο βιβλίο τους. Σε
μία συνέντευξη, ωστόσο, που παραχώρησε ο
Ίσραελ Φινκελστάιν στον Χέρσελ Σανκς (στα
ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του, Η
Περιπέτεια των Χειρογράφων της Νεκρής
Θάλασσας, εκδ. Ενάλιος), εκδότη του
Biblical Archaeology Review, αναφέρει: «Ως μελετητής τοποθετώ τον
εαυτό μου κάπου στο κέντρο, ανάμεσα στο πιο
συντηρητικό στρατόπεδο, από τη μια πλευρά,
και στο πιο κριτικό στρατόπεδο, από την
άλλη». Και πιο κάτω επαναλαμβάνει: «Σε κάθε
περίπτωση, θεωρώ πως βρίσκομαι στο κέντρο.
Όταν μιλάμε για δεξιά, αριστερά ή κέντρο,
μιλάμε για την ιστορία του Ισραήλ. Όταν
μιλάμε για την ιστορία του Ισραήλ, μιλάμε
για το κείμενο της Βίβλου. Βρίσκομαι στο
κέντρο. Από τη μια πλευρά έχουμε το
συντηρητικό στρατόπεδο, που ακολουθεί κατά
βάση τη γραμμή της βιβλικής περιγραφής της
ιστορίας του Ισραήλ, από την αρχή μέχρι το
τέλος. Από την άλλη πλευρά έχουμε το
μινιμαλιστικό στρατόπεδο…»
Η αυτο-τοποθέτηση
του Φινκελστάιν στο κεντρώο στρατόπεδο των
βιβλικών μελετών, εξηγεί με τον καλύτερο
τρόπο τις απόψεις τόσο του ίδιου όσο και
του Σίλμπερμαν, που αναπτύσσονται στα δύο
τελευταία μέρη του βιβλίου. Το έθνος του
Ισραήλ εμφανίζεται για πρώτη φορά στα δύο
μικρά ιουδαΐτικα βασίλεια: εκείνο του
Ισραήλ στο βορρά (930-720 π.Χ.) και εκείνο του
Ιούδα στο νότο (930-586 π.Χ.).
Όσον αφορά
το βασίλειο του Ισραήλ για πρώτη φορά
υπάρχουν κάποιες σημαντικές εξωτερικές
πηγές ιστορικών πληροφοριών, όπως τα
ασσυριακά αρχεία και τα αρχεία άλλων
μικρότερων δυνάμεων της Εγγύς Ανατολής.
Τον τελευταίο αιώνα της ύπαρξής του το
Ισραήλ θα συγκρουστεί με γειτονικά
κρατίδια και, τελικά, θα καταληφθεί από
τους Ασσύριους. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν
οι συγγραφείς, «είναι δύσκολο να επιμείνει
κανείς, από καθαρά αρχαιολογική σκοπιά, ότι
το βασίλειο του Ισραήλ, ως σύνολο, υπήρξε
ποτέ κατεξοχήν ισραηλιτικό, με την εθνική,
πολιτισμική ή θρησκευτική έννοια, όπως
ισραηλιτικό το αντιλαμβανόμαστε μέσα από
τα κείμενα των μετέπειτα συγγραφέων της
Βίβλου. Η “ισραηλιτικότητα” του βόρειου
βασιλείου υπήρξε από πολλές απόψεις
εφεύρεση της ύστερης ιουδαϊτικής
μοναρχίας.» (σελ. 255)
Για το
βασίλειο του Ιούδα δεν υπάρχει
αρχαιολογική ένδειξη μέχρι τον 8ο π.Χ.
αιώνα ότι διαδραμάτισε κάποιο σημαντικό
ρόλο στην περιοχή. Μετά την κατάκτηση, όμως,
του Ισραήλ από τους Ασσύριους θα
αναπτυχθεί σε ολοκληρωμένο κράτος, «με την
αναγκαία συνοδεία των επαγγελματιών
ιερέων και γραφέων» (σελ. 297), οι οποίο τον 7ο
π.Χ. αιώνα θα διαμορφώσουν τον ιστορικό
πυρήνα της Βίβλου. Και αυτός είναι ο λόγος
που το βασίλειο του Ιούδα κατέχει τόσο
εξέχουσα θέση στη Βίβλο. Η μεγάλη αυτή
μεταρρύθμιση θα συντελεστεί την περίοδο
639-586 π.Χ., επί βασιλείας του Ιωσία. Τότε
ακριβώς, σύμφωνα με τους συγγραφείς, και
μέσα σε ελάχιστες μόνον δεκαετίες, θα
εμφανιστεί η νέα θεολογία που θα θέσει τα
θεμέλια για τον μελλοντικό Ιουδαϊσμό και
Χριστιανισμό.
Ενδεικτικό
στοιχείο για την πορεία του μονοθεϊσμού
στη συνέχεια, πιστεύω πως είναι και η «συνταρακτική
ανακάλυψη», κατά τη διάρκεια της
ανακαίνισης του Ναού της Ιερουσαλήμ, το 622 π.Χ.,
ενός βιβλίου με τον
Νόμο, το οποίο βρήκε ο αρχιερέας του Ναού
και το έδωσε στο βασιλιά. Η επίδραση του
βιβλίου ήταν τεράστια, καθώς «αποκαλύφθηκε
ξαφνικά ότι ο παραδοσιακός τρόπος λατρείας
του ΙΑΒΕ (σ.σ. Γιαχβέ) στο Ιούδα ήταν
λανθασμένος… Οι θεϊκές εντολές
περιγράφονταν λεπτομερώς στο
νεοανακαλυφθέν βιβλίο». Πώς το είχε πει ο
Αίσωπος; «Συν Αθηνά και χείρα κίνει!»…
Το 586 π.Χ. οι
Βαβυλώνιοι θα καταλάβουν την Χαναάν-Παλαιστίνη-Ισραήλ
και θα σύρουν τους ιουδαΐτες στην
αιχμαλωσία. Όχι όλους. Τουλάχιστον το 75% του
πληθυσμού του Ιούδα, παρέμεινε στη χώρα. Ο
πληθυσμός του Ιούδα ανερχόταν τότε σε
μόλις 75.000 ανθρώπους. Μετά την κατάλυση της
Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας από τους
Πέρσες, ο Κύρος θα επιτρέψει το 538 π.Χ. την
επιστροφή κάποιων ιουδαϊτών στις εστίες
τους. Η ενέργεια αυτή είχε φυσικά ως στόχο
την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της
Περσικής Αυτοκρατορίας. Οι εξόριστοι θα
αρχίσουν πια να ονομάζονται Ιουδαίοι και η
χώρα τους Ιουδαία.
Τι ακριβώς
συνέβη τότε; «Πολλοί φιλόλογοι συμφωνούν
ότι οι Πέρσες βασιλιάδες ενθάρρυναν την
ανάπτυξη μιας νομιμόφρονας άρχουσας τάξης
στην Ιουδαία, λόγω της στρατηγικής και
ευαίσθητης θέσης της επαρχίας στα σύνορα
με την Αίγυπτο. Η έμπιστη αυτή ελίτ
επιλέχθηκε από την ιουδαϊκή κοινότητα στη
Βαβυλώνα, υπό την ηγεσία αξιωματούχων που
είχαν άμεση σχέση με την περσική διοίκηση
(…) Μολονότι οι επαναπατρισθέντες ήταν
μειοψηφία στην Ιουδαία, η θρησκευτική,
κοινωνικο-οικονομική και πολιτική τους
κατάσταση (…) τους έδωσε δύναμη πολύ
μεγαλύτερη απ’ όση δικαιολογούσε ο
αριθμός τους» (σελ. 395-6). Κι έτσι οι
επαναπατρισθέντες κατάφεραν να εδραιώσουν
την εξουσία τους επί του πληθυσμού της
Ιουδαίας. Το κοσμικό και θρησκευτικό
ιερατείο θα αναλάβει, για μία ακόμη φορά (ή
μήπως για πρώτη φορά;) να ξαναγράψει την
ιστορία του Ισραήλ και την προνομιακή
σχέση του με τον Γιαχβέ…
Η
τεχνογνωσία –το know-how–
αυτών των ιερατείων ίσως βοήθησε, μερικούς
αιώνες αργότερα, και κάποιους άλλους στη
θεμελίωση της δεύτερης μονοθεϊστικής
θρησκείας. Στη Ρώμη αυτή τη φορά…
Εν
Κατακλείδι
Η «Βίβλος»
των Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν δεν είναι «κακό»
βιβλίο. Παρά τα μειονεκτήματα και τις
ελλείψεις του (για παράδειγμα, δεν υπάρχει
ούτε ένα υποκεφάλαιο αφιερωμένο στην πρωτο-εβραϊκή
γλώσσα), είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Θα ήταν
σημαντικότερο αν είχαμε την ευκαιρία να
διαβάσουμε μεταφρασμένα στη γλώσσα μας και
κάποια βιβλία της «μινιμαλιστικής» σχολής.
Για να μπορούμε να συγκρίνουμε
επιχειρήματα και απόψεις.
Αλλά, πάλι,
ίσως στην Ελλάδα τα ξέρουμε όλα. Και η
έκδοση τέτοιων βιβλίων αποτελεί περιττή
πολυτέλεια…
|