-
Norman
G.
Finkelstein: Εικόνα
και Πραγματικότητα της Ισραηλινο-Παλαιστινιακής
Διαμάχης
-
Μιχάλης
Κ. Δημητρίου: Ένορκος
στη Δίκη για τη 17Ν
-
Γρηγόρης
Τζιοβάρας – Βασίλης Χιώτης: Ο
Πολιτικός Χάρτης της Μεταπολίτευσης, 1974-2004
-
Διαβασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα!
-
Χρήστης Βιβλίων
|

|
Norman G. Finkelstein
Εικόνα
και Πραγματικότητα της
Ισραηλινο-Παλαιστινιακής
Διαμάχης
Εκδόσεις
του Εικοστού Πρώτου
Αθήνα
2004
Μετάφραση:
Γιάννης Καστανάρας
490
σελ. (μετά ευρετηρίου), 22,88 Eυρώ
Διαδικτυακός
τόπος συγγραφέα:
http://www.normanfinkelstein.com
Το βιβλίο
αυτό, κατά παράφραση του τίτλου του έργου
του Ροζέ Γκαρωντύ, θα μπορούσε κάλλιστα να
έχει τον τίτλο «Θεμελιώδεις Μύθοι της
Σιωνιστικής Πολιτικής για την Παλαιστίνη».
Ωστόσο, ο Νόρμαν Φινκελστάιν δεν
κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αντισημίτης
αφού είναι εβραϊκής καταγωγής. Παρ’ όλα
αυτά οι αντισιωνιστικές του πεποιθήσεις
του έχουν δημιουργήσει ουκ ολίγα
προβλήματα.
Ο Ν.
Φινκελστάιν δίδασκε επί μία δεκαετία
πολιτική θεωρία στο Τμήμα Πολιτικών
Επιστημών του Πανεπιστημίου της Νέας
Υόρκης. Όλα αυτά μέχρι τον Μάιο του 2001, όταν
και «απομακρύνθηκε» από το πανεπιστήμιο
εξαιτίας των αντιδράσεων που είχε
προκαλέσει το βιβλίο του Η
Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος. Το γεγονός
ότι οι εβραίοι γονείς του επιβίωσαν των
ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν
αρκεί, φαίνεται, για να του συγχωρήσουν
κάποιοι τη δριμύτατη κριτική που ασκεί
τόσο στην πολιτική των σιωνιστών στην
Παλαιστίνη όσο και στη σιωνιστική
προπαγάνδα στις ΗΠΑ. Σήμερα, διδάσκει
Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο DePaul του
Σικάγου.
Το βιβλίο «Εικόνα
και Πραγματικότητα» εκδόθηκε για πρώτη
φορά στις ΗΠΑ το 1994 και επανεκδόθηκε πέρυσι.
Ο Ν.
Φινκελστάιν δεν κρύβει τις προθέσεις του,
αφού ήδη από την «Εισαγωγή στην ελληνική
έκδοση» συμφωνεί με τη διαπίστωση του
κοινωνιολόγου Β. Kimmerling ότι η Γάζα είναι «το μεγαλύτερο
στρατόπεδο συγκέντρωσης που υπήρξε ποτέ»,
ενώ και «η Δυτική Όχθη βρίσκεται σε
ελάχιστα καλύτερη μοίρα». Στην «Εισαγωγή
στη δεύτερη έκδοση» ο συγγραφέας κάνει μία
κριτική αποτίμηση του «εβραϊκού ζητήματος»
από τη δεκαετία του 1930 μέχρι σήμερα, ενώ στο
πρώτο κεφάλαιο («Σιωνιστικοί
προσανατολισμοί») αναλύει το σιωνιστικό
κίνημα των πρώτων δεκαετιών του 20ου
αιώνα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, ήδη
πριν από την ίδρυση του Ισραήλ, υπήρχε μία
σαφής και ομόφωνη στρατηγική των σιωνιστών
όσον αφορά το ζήτημα της αντίστασης των
Αράβων στο σιωνιστικό εγχείρημα. Σύμφωνα
με αυτή τη στρατηγική, πρώτον, το
σιωνιστικό κίνημα δεν θα έπρεπε να
αναμένει ούτε να επιδιώξει την συγκατάθεση
των Παλαιστινίων Αράβων, δεύτερον, η
επιτυχία του σιωνιστικού εγχειρήματος
βασιζόταν στην υποστήριξη μιας (ή
περισσότερων) Μεγάλης Δύναμης και, τρίτον,
η διένεξη για την Παλαιστίνη θα έπρεπε να
επιλυθεί στο πλαίσιο μιας περιφερειακής
συμμαχίας υποκείμενης στα συμφέροντα μιας
Μεγάλης (ή των Μεγάλων) Δύναμης. Και
καταλήγει: «Το Ισραήλ δεν επέλυσε το
Εβραϊκό Ζήτημα» και το μόνο που κατάφερε
ήταν να μετασχηματίσει «τους Εβραίους του
Ισραήλ σε μια παρασιτική τάξη […] που
πλουτίζουν από την εργασία των Αράβων και
από τις τεράστιες επιχορηγήσεις από το
εξωτερικό. Το μέσον μετατράπηκε σε σκοπό.
Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης του Σιωνισμού
στο σύγχρονο κόσμο εκτός από τη λειτουργία
του ως προκεχωρημένου φυλακίου “αντιδραστικών
και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εναντίον της
αναγεννώμενης Ανατολής;”».
Στα επόμενα
τρία κεφάλαια του βιβλίου του ο Ν.
Φινκελστάιν επικεντρώνει την προσοχή του
στα έργα τριών συγγραφέων σχετικά με την
ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη που
εκθειάστηκαν από τα μέσα ενημέρωσης σε ΗΠΑ
και Ισραήλ. Το βιβλίο της Joan Peters,
From Time Immemorial,
αποκαλύφθηκε ότι ήταν απάτη, όμως ακόμα και
προοδευτικά περιοδικά στις ΗΠΑ αρνούνταν
επί μήνες να δημοσιεύσουν σχετικές
κριτικές. Στο βιβλίο της, που ακόμα και
σήμερα θεωρείται «σημαντικό» και
προβάλλεται κατά κόρον, η Peters ούτε
λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι η
Παλαιστίνη ήταν μία «έρημη χώρα» πριν
εγκατασταθούν σ’ αυτή οι εβραίοι. Βασική
θέση των έργων του επόμενου ιστορικού, του Benny Morris, είναι ότι η εκτόπιση των Παλαιστινίων
από τις εστίες τους ήταν «προϊόν πολέμου»
και όχι ενός προκαθορισμένου σχεδίου.
Τέλος, η Anita
Shapira προβάλει
κατά κόρον τους μύθους που χρησιμοποίησε ο
Σιωνισμός για να εκλογικεύσει την
κατάκτηση της Παλαιστίνης. Επρόκειτο, για
εποικισμό και όχι για κατάκτηση, λέει η «επικεφαλής
της σιωνιστικής ορθοδοξίας» ιστορικός.
Στα τρία
κεφάλαια του Δεύτερου Μέρους του βιβλίου
του ο Φινκελστάιν μελετά τη σιωνιστική
προπαγάνδα όσον αφορά τρία κομβικά σημεία
της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης: τον
πόλεμο του Ιουνίου 1967, τον πόλεμο του
Οκτωβρίου 1973 και τις «ειρηνευτικές
διαδικασίες» που δρομολογήθηκαν με τη
συμφωνία του Όσλο το 1993.
Η κριτική
που ασκεί ο Ν. Φινκελστάιν στη σιωνιστική
προπαγάνδα, που κορυφώνεται κάθε φορά που «το Ισραήλ
αντιμετωπίζει μια κρίση στις ΗΠΑ σε
επίπεδο δημοσίων σχέσεων –κάθε φορά, π.χ.,
που ένα ψήγμα της εμπράγματης βάρβαρης
πολιτικής του, διαφεύγει τον ιδεολογικό
έλεγχο», αποτελεί βασικό στοιχείο για την
κατανόηση του «παλαιστινιακού». Ο
συγγραφέας μελετά το σύνολο σχεδόν της
σιωνιστικής προπαγάνδας από τις απαρχές
του σιωνιστικού κινήματος μέχρι τον
περυσινό πόλεμο κατά του Ιράκ. Το ότι οι
σιωνιστές επικαλούνται το ολοκαύτωμα για
να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, ή το
γεγονός ότι όταν σταματούν οι
παλαιστινιακές τρομοκρατικές επιθέσεις το
Ισραήλ κλιμακώνει τις δολοφονίες
παλαιστινίων ηγετών, ή το ότι ένας ανώτερος
ισραηλινός αξιωματικός συμβούλευσε στις
αρχές του 2002 το στρατό να «αναλύσει και να
πάρει μαθήματα […] από τον τρόπο με τον
οποίο ο γερμανικός στρατός είχε πολεμήσει
στο γκέτο της Βαρσοβίας», δείχνουν ότι
κάποιοι αρνούνται να διδαχθούν οτιδήποτε
από την ιστορία. Τους αρκεί η προπαγάνδα.
|

|
Μιχάλης
Κ. Δημητρίου
Ένορκος
στη Δίκη για τη 17Ν
Εκδόσεις
Σταφυλίδη
Αθήνα
2004
638
σελ. (μετά ευρετηρίου), 17x24
cm, 28
Eυρώ
«Το μεγάλο
χασμουρητό»: έτσι χαρακτήριζα πέρυσι
(11-6-2003, «Θεαμαπάτες & Δικτυώματα», www.innernet.gr) τη δίκη των μελών της «17ης Νοέμβρη».
Είναι γεγονός ότι η δίκη έγινε κάπως πιο
ενδιαφέρουσα μετά τον Ιούνιο, με τις
καταθέσεις κάποιων μαρτύρων υπεράσπισης,
τις αγορεύσεις μερικών συνηγόρων
υπεράσπισης και τις διαρκώς
μεταλλασσόμενες υπερασπιστικές γραμμές
κάποιων κατηγορουμένων. Οφείλω να
ομολογήσω ότι το ενδιαφέρον μου για τη δίκη
ήταν καθαρά «ιστορικό», περιοριζόταν,
δηλαδή, σε ό,τι είχε να κάνει με τις
καταβολές και την ίδρυση της οργάνωσης.
Ωστόσο, τα δικαστήρια δεν γράφουν ιστορία.
Άλλο είναι το έργο που καλούνται να
επιτελέσουν…
Μία δίκη-χασμουρητό
προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις: παράγει
και βιβλία-χασμουρητά γι’ αυτήν.
Οφείλω να
ομολογήσω –ξανά!– ότι περίμενα πως το
βιβλίο του δημοσιογράφου Μιχάλη Δημητρίου
θα ήταν πιο «πικάντικο», γεμάτο «αποκλειστικότητες»
και «διασταυρωμένες πληροφορίες». Άλλα «δείγματα
γραφής» είχε δώσει ο συγγραφέας το
καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2002 ως
παραθυρολόγος των τηλεοπτικών σταθμών Alter και Star.
Και, σαφέστατα, άλλα δείγματα έδινε, την
ίδια περίοδο, από τις σελίδες του
περιοδικού «Non Paper»,
του οποίου ετύγχανε εκδότης-διευθυντής.
Οι ελάχιστες
«καλές» στιγμές του βιβλίου περιορίζονται
σε μια σειρά περιγραφών των κατηγορουμένων:
Ο ένας
κατηγορούμενος «με μάτια απορίας και αργό
βάδισμα σαύρας». Ο άλλος «με τα μαλλιά σαν
σέλινα… ίδιος ο Τζιαν Κάρλο Τζιανίνι». Ο
τρίτος «μαυριδερός, φιγούρα κουκλοθέατρου».
Ο τέταρτος «με άσπρα άχυρα στο κεφάλι του…
και ύφος επιτρόπου εκκλησίας». Κάποιος
άλλος με «μάτια και βλέμμα φιδιού». Ο
Σάββας Ξηρός «με μαλλιά και γενική
εμφάνιση ευγενικού Ναζωραίου από εικόνες
του Μαντένια». Ο έτερος θυμίζει «πίνακες
του Καραβάτζιο» και κάποιος άλλος «βυζαντινό
άγιο, ρώσο ναρότνικο». Ένας άλλος είναι «σαν
τριγωνική, σκληρή φιγούρα από πίνακες του
Ελ Γκρέκο, όπως στην “ταφή του Κόμητα
Οργκάθ”». Ο άλλος με πρόσωπο «σαν πατημένο
σύκο». Η μητέρα κάποιων κατηγορουμένων
χαρακτηρίζεται «σάρκινος βράχος»…
Οι σκόρπιες
αναφορές, επίσης, στα έργα των Ελύτη,
Σαίξπηρ, Φελίνι, Ντοστογιέφσκυ, Αγκάθα
Κρίστι, Μποτιτσέλι, Νταβίντ, Μπετόβεν και
Σίλλερ δεν καταφέρνουν να κρατήσουν ξύπνιο
τον αναγνώστη.
Ούτε οι
αναλυτικές περιγραφές των ενδυματολογικών
προτιμήσεων των συνηγόρων και των
κατηγορουμένων…
Κατά τα άλλα,
το βιβλίο επιχειρεί μία –στεγνή–
ημερολογιακή καταγραφή των όσων συνέβησαν
στην αίθουσα του δικαστηρίου, με
εκτεταμένα αποσπάσματα από τα ανεπίσημα
πρακτικά της δίκης. Ποιον θα μπορούσε να
ενδιαφέρει μία τέτοια καταγραφή; Άγνωστο.
Στην καλύτερη περίπτωση το βιβλίο θα
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
ημερολογιακό ευρετήριο και μπούσουλας για
τα όσα ειπώθηκαν, και πολύ περισσότερο για
τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δίκης,
αφού, όπως αναφέρει ο συγγραφέας,
παρακολούθησε τις διαδικασίες της δίκης
για περισσότερες από 800 ώρες. Αλλά και σ’
αυτό δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Ένα
από τα αγαπημένα μου σπορ, την περίοδο της
δίκης, ήταν και η ανάγνωση των πρακτικών
από το site
της ΕΡΤ, αργά το βράδυ, λίγες μόνον ώρες
μετά το τέλος της συνεδρίασης. Πολλές φορές,
όταν την άλλη ημέρα διάβαζα τα της δίκης
στις εφημερίδες, είχα την εντύπωση ότι είχα
διαβάσει τα πρακτικά μιας άλλης δίκης. Οι
δημοσιογράφοι έχουν κι αυτοί τις
προτιμήσεις τους, τις υποχρεώσεις ή τις
εξαρτήσεις τους, αν θέλετε, ανάλογα με το
μέσον στο οποίο εργάζονται. Έτσι, πολλά
περιστατικά της δίκης δεν παρουσίαζαν το
παραμικρό «δημοσιογραφικό» ενδιαφέρον,
ενώ άλλα κατελάμβαναν σελίδες επί σελίδων.
Ο Μ. Δημητρίου έκανε κι αυτός τις δικές του
αξιολογήσεις.
Η «είδηση»
που έβγαλε το βιβλίο δεν αφορά αυτό καθαυτό
το περιεχόμενό του, αλλά την παρουσίασή του.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία τον
περασμένο Μάρτιο, αλλά η επίσημη
παρουσίασή του έγινε τρεις μήνες αργότερα,
στις 22 Ιουνίου. Η τρίμηνη καθυστέρηση δεν
είναι και τόσο αξιοπερίεργο φαινόμενο.
Υποθέτω ότι οφείλεται στις ανειλημμένες
υποχρεώσεις των δύο πολιτικών που ανέλαβαν
να το παρουσιάσουν: του υπουργού Δημόσιας
Τάξης Γ. Βουλγαράκη και της Δημάρχου
Αθηναίων Ντ. Μπακογιάννη. Και εκεί προέκυψε
«είδηση».
Σύμφωνα με
τον Γ. Βουλγαράκη (αντιγράφω από το site του
υπουργείου):
«Η
δίκη απάντησε σε πολλά ερωτήματα, όπως
επίσης άφησε και πολλά ερωτήματα
αναπάντητα. Είναι βέβαιο ότι λύθηκαν
απορίες, υπάρχουν φυσικά και πολλές άλλες
που δεν έχουν απαντηθεί και που συντηρούν
εξ αυτού και μόνον του λόγου το φάκελο 17Ν
ανοιχτό και τις έρευνες να συνεχίζονται.
Είναι γεγονός ότι ο εκτελεστικός βραχίονας
της οργάνωσης είναι εξαρθρωμένος, υπάρχουν
όμως αθέατες πλευρές που πρέπει ακόμα να
φωτιστούν… Το νομοθετικό καθεστώς επίσης
υπάρχει.»
Οι δηλώσεις
του υπουργού σαφείς, σαφέστατες: ο φάκελος
17Ν παραμένει ανοιχτός, οι έρευνες
συνεχίζονται.
Επίκεινται
άραγε νέες συλλήψεις; Και πότε; Τα «παπαγαλάκια»
των διαφόρων «υπερεσιών» έσπευσαν να
απαντήσουν σ’ αυτά τα ερωτήματα. Οι «ύποπτοι
και οι ένοχοι», που έχουν μπει στο
στόχαστρο της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας,
είναι 15-18 άτομα και χωρίζονται σε τρεις
κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν ο «Παριζιάνος»
και τέσσερα άλλα πρόσωπα, και είναι τα
πρώτα ονόματα που βρίσκονται στη σχετική
λίστα της Αντιτρομοκρατικής. Μάλιστα, για
δύο από αυτούς έχουν βρεθεί αποτυπώματα
τόσο στο σπίτι του Α. Γιωτόπουλου στους
Λειψούς, όσο και στις δύο γιάφκες. Στις δύο
άλλες κατηγορίες ανήκουν, αφενός, έξι άτομα
(δεν είναι όλα γνωστά) των οποίων έχουν
βρεθεί αποτυπώματα και, αφετέρου, δύο άτομα
(άγνωστα, επίσης) των οποίων έχει βρεθεί
γενετικό υλικό.
Οι λόγοι για
τους οποίους ο υπουργός, λίγες μόνον
εβδομάδες, πριν από τους Ολυμπιακούς
Αγώνες, «θέτει» ξανά ζήτημα 17Ν και νέων
συλλήψεων δεν θα μας απασχολήσουν. Τη
στιγμή, μάλιστα, που οι διάφοροι υπεύθυνοι
επαναλαμβάνουν μονότονα τα ίδια και τα
ίδια τα δύο τελευταία χρόνια.
Μπορούμε,
όμως, να κάνουμε διάφορες εικασίες για το
πότε θα γίνουν οι νέες συλλήψεις. Και σ’
αυτό εξαιρετικά διαφωτιστικό είναι το
βιβλίο του Μ. Δημητρίου. Διαβάζουμε, λοιπόν,
στη σελίδα 61: «Οι ίδιοι κύκλοι της
Ουάσιγκτον είναι που θεωρούν ανοικτό το
θέμα της 17Ν και της τρομοκρατίας στην
Ελλάδα. Και μάλιστα μετά τους Ολυμπιακούς».
Ενώ στις σελίδες 347 και 348 διαβάζουμε τα
εξής: «[οι] αμετανόητοι της 17Ν πρέπει να
αντιμετωπιστούν αυστηρά για τρεις κύριους
λόγους [… Τρίτος λόγος:] Ως αποθάρρυνση των
συνεργών που δεν έχουν συλληφθεί, των κάθε
είδους μιμητών, συνεχιστών και δημιουργών
θυγατρικών της νέας τρομοκρατίας. Πέραν
και μετά τους Ολυμπιακούς.»
Ο
εκτελεστικός βραχίονας της οργάνωσης
εξαρθρωμένος… Άρα οι συνεργοί είναι
κάποιοι «αποσυρμένοι γέροντες»… Οι
μιμητές, που ποτέ δεν έλειψαν, είναι οι
λεγόμενοι «γκαζάκηδες». Ίσα-ίσα για να
έχουν αντικείμενο οι διάφορες «υπερεσίες»…
Οι συνεχιστές και δημιουργοί θυγατρικών,
όμως; Και ποιοι ακριβώς θα μπορούσαν να
είναι αυτοί; Πάλι οι «αποσυρμένοι γέροντες»;
Και από ποιους ακριβώς χώρους θα
στρατολογήσουν τα «νέα και ωραία» μέλη,
τους νέους εκτελεστές; Γιατί, αυτό που
διάφοροι δεν θέλουν να θυμούνται είναι ότι
μετά τη μεταπολίτευση, και για δέκα χρόνια,
οι πάντες στην Ελλάδα –και όταν λέω οι
πάντες, εννοώ οι πάντες– έκαναν ό,τι
περνούσε από το χέρι τους για να
δημιουργήσουν διάφορα φυτώρια ένοπλης
πάλης. Τώρα, βέβαια, νίπτουν τας χείρας των.
Λογικό. Εκτός κι αν η 17Ν δεν υπήρξε ποτέ
αυτό που η ίδια ισχυρίζεται, ούτε αυτό που
οι άλλοι της καταλογίζουν. Και να πρόκειται
απλώς –τρελές εικασίες κάνω– για κάποιους
(και τους απογόνους κάποιων)– που «διεκδικούν»
αυτά που τους ανήκαν (ή θεωρούσαν αυτοί πως
τους ανήκαν) ή αυτά που κάποιοι τους είχαν
τάξει και δεν τους τα έδωσαν…
Και ο «Παριζιάνος»
είναι αυτός που υποψιάζομαι;
|

|
Γρηγόρης
Τζιοβάρας – Βασίλης Χιώτης
Ο
Πολιτικός Χάρτης της Μεταπολίτευσης, 1974-2004
Εκδοτικός
Οίκος Α. Α. Λιβάνη
Αθήνα 2004
726
σελ., 21x28 cm, 30
Ευρώ
Το πιο
ενδιαφέρον κεφάλαιο αυτού του βιβλίου
καταλαμβάνει μόλις μία (!) σελίδα και έχει
τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Η οικογενειακή
παράδοση». Σύμφωνα με τους συγγραφείς, «η
πρόβλεψη ότι πολύ σύντομα [στη] Βουλή […] θα
κυριαρχούν οι προνομιούχοι και οι απόγονοι
των “πολιτικών τζακιών”», δεν
επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία, καθώς τα
τελευταία τριάντα χρόνια από το σύνολο των
1.191 κοινοβουλευτικών (βουλευτών του
εθνικού και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου) «μόνο
οι 193 είχαν κάποιον άλλο συγγενή τους που
εξελέγη πριν ή μετά στα κοινοβουλευτικά
έδρανα, οι έχοντες δηλαδή οικογενειακή
παράδοση αντιπροσωπεύουν ποσοστό 16,2% επί
του συνόλου».
Στην
πολιτική λέγεται πως η στατιστική είναι ο
καλύτερος τρόπος για να πει κανείς ψέματα.
Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στους
συγγραφείς του βιβλίου αλλά σε όλους
εκείνους που είχαν σπεύσει να «πανηγυρίσουν»
γι’ αυτό το «μόνο οι 193».
Ένα μικρό
παράδειγμα: τα τελευταία πενήντα χρόνια η
μοναδική εκλογική αναμέτρηση στην οποία ο
αρχηγός ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων
δεν έφερε το επώνυμο Παπανδρέου ή
Καραμανλής ήταν εκείνη του 1996. Η μοναδική!
Κι ακόμα ένα
παράδειγμα που έχει σχέση και με το ίδιο το
βιβλίο: Ο Αντώνης Λιβάνης, που ίδρυσε τον
εκδοτικό οίκο που εξέδωσε το συγκεκριμένο
βιβλίο, υπήρξε επί δεκαετίες ο στενότερος,
ίσως, συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου.
Χορηγός του βιβλίου είναι ο Δήμος Αθηναίων.
Δήμαρχος Αθηναίων η διατελέσασα βουλευτής
και υπουργός Ντόρα Μπακογιάννη, σύζυγος
και αδελφή βουλευτών και κόρη του τέως
πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ένας
δεύτερος τρόπος για να πει κάποιος ψέματα
στην πολιτική είναι το να μιλά, γενικώς και
αορίστως, για «οικογενειοκρατία» και «πολιτικά
τζάκια». Σωστότερο θα ήταν να μιλάμε για «κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικά
τζάκια», δηλαδή για «τζάκια εξουσίας».
Παράδειγμα:
Πριν από δέκα περίπου χρόνια, ιδρύθηκε στη
χώρα μας ένα πολιτικό κόμμα. Δύο από τα
κορυφαία στελέχη του, και στενοί μεταξύ
τους φίλοι επί σειρά ετών, ήταν βουλευτές
και γόνοι μεγάλων «πολιτικών τζακιών». Η
σύζυγος μάλιστα ενός εξ αυτών διετέλεσε
και αυτή βουλευτής μετά τη μεταπολίτευση. Ο
πατέρας της ήταν κορυφαίο στέλεχος μεγάλης
τράπεζας και συνεργάτης στενών συγγενών
του ετέρου εκ των δύο πολιτικών.
Όπως δείχνει
το παραπάνω παράδειγμα, ο ασφαλέστερος
τρόπος για να «χαθεί» ένα «τζάκι εξουσίας»
είναι μέσω της συζύγου (και γόνου του
τζακιού) το οποίο σπανίως αναφέρεται – έως
ποτέ.
Και
ξεφυλλίζοντας κάποιος τις εκατοντάδες
σελίδες, του περί ου ο λόγος βιβλίου, που
είναι αφιερωμένες στα –ολιγόλογα–
βιογραφικά των βουλευτών και
ευρωβουλευτών της μεταπολίτευσης,
ανακαλύπτει έκπληκτος ότι είναι όλοι «άγαμοι»
και «άγαμες». Πληροφορούμαστε ότι κάποιος
ήρθε «εις γάμου κοινωνίαν» μόνον όταν ο/η
σύζυγος ή κάποιο τέκνο ακολουθεί την
οικογενειακή παράδοση. Ούτε ένα επώνυμο
συζύγου! Εκτός από τα πασίγνωστα. (Προς τι
αυτή η παράλειψη; Είναι χαρακτηριστικό ότι
ακόμα και στο μικρό φυλλάδιο με τα
βιογραφικά των βουλευτών, που μοίρασε μετά
τις εκλογές του Μαρτίου η Ελευθεροτυπία,
υπάρχει και μία σύντομη αναφορά στην
οικογενειακή τους κατάσταση.)
Παράδειγμα:
Γνωστός δημόσιος ανήρ νυμφεύεται την κόρη
πρώην υπουργού (και γόνου τεράστιου «πολιτικού
τζακιού»). Χωρίζει, και αργότερα εκλέγεται
βουλευτής. Ανήκει άραγε στο «πολιτικό
τζάκι» του πεθερού του; Και αν ο γιος, που
απέκτησε το ζεύγος, εκλεγεί σε λίγα χρόνια
βουλευτής σε ποιο «πολιτικό τζάκι» θα
ανήκει; Σε εκείνο του παππού του ή σε εκείνο
του αυτοδημιούργητου (;) πατέρα του;
Άλλο
παράδειγμα, σε εκλογές που έγιναν προ
δεκαπενταετίας: Τέως βουλευτίνα, γόνος «πολιτικού
τζακιού» που διατήρησε το πατρικό επώνυμο,
συμμετέχει ως υποψήφια ενός κόμματος. Και ο
δεύτερος σύζυγος της τέως βουλευτού,
βουλευτής επίσης και γόνος «πολιτικού
τζακιού», συμμετέχει ως υποψήφιος ενός
δεύτερου κόμματος. Και η κόρη ενός εκ των
δύο (δεν έχω βρει –ακόμα!– άκρη) είναι
υποψήφια με ένα τρίτο κόμμα με το επώνυμο
του συζύγου της!
Ήδη οι «μόνο
193» κοντεύουν τους 200…
Η συγγαμβρία
άραγε θεωρείται «οικογενειακή παράδοση»;
Υπάρχουν και τέτοια παραδείγματα…
Κατά τα άλλα,
το βιβλίο παρέχει πλήθος πληροφοριών σε
εύχρηστους (και έγχρωμους – περιττή
πολυτέλεια) πίνακες, για ό,τι έχει να κάνει
με τις εκλογικές αναμετρήσεις των
τελευταίων τριάντα χρόνων. Από τη
συμμετοχή των γυναικών στα κοινοβούλια, τα
επαγγέλματα και την ηλικία των βουλευτών,
μέχρι αναλυτικούς πίνακες των
αποτελεσμάτων και των εκλεγέντων σε όλες
τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Το
μόνο που λείπει είναι ένας αναλυτικός
πίνακας με τους «193». Οπότε κάποιος είναι
υποχρεωμένος να ξεφυλλίσει τις
εκατοντάδες σελίδες με τα –λακωνικότατα–
βιογραφικά των κοινοβουλευτικών μας
εκπροσώπων μία προς μία. Στο βιβλίο δεν
περιλαμβάνονται στοιχεία για τις δύο
τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις του
Μαρτίου και του Ιουνίου. Το βιβλίο εκδόθηκε
στις αρχές του χρόνου.
|
|
Διαβασμένα,
αλλά όχι ξεχασμένα!
● Norman Finkelstein,
Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος –Σκέψεις
Σχετικά με την Εκμετάλλευση της Εβραϊκής
Οδύνης, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
2002.
●
Μιχάλης Δημητρίου,
Το Ελληνικό
Σοσιαλιστικό Κίνημα – 1. Από τους
Ουτοπιστές στους Μαρξιστές, εκδ. Πλέθρον,
Αθήνα 1985. Ο Μ. Δημητρίου στο βιογραφικό του
που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του «Ενόρκου…»
λησμόνησε να αναφερθεί σ’ αυτό το πόνημά
του. Άλλες εποχές…
●
Γρηγόρης
Τζιοβάρας, Τα
Υπουργεία μας, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1996.
Όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου 1833-1996, τα
υπουργεία, οι υπουργοί, οι πρωθυπουργοί.
|
|
Χρήστης
Βιβλίων
Πολλοί
εκδότες στην Ελλάδα θεωρούν πως τα βιβλία
είναι προϊόντα μιας χρήσης, όπως το χαρτί
υγείας. Τα διαβάζεις μια φορά και τα πετάς.
Ακόμα και αν αυτό ισχύει για κάποια μέτρια
λογοτεχνήματα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη
συντριπτική πλειονότητα των βιβλίων
ιστορίας, πολιτικής ή επιστήμης. Τέτοιου
είδους βιβλία σπανίως μένουν ξεχασμένα σε
κάποια σκονισμένη γωνία της βιβλιοθήκης
μας μετά την πρώτη ανάγνωση, αφού πέραν της
όποιας γνωστικής τους αξίας έχουν και μία
αξία χρήσης. Συχνά καταφεύγουμε σ’ αυτά
για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας ή να
ελέγξουμε κάποια πληροφορία. Και
φανταστείτε, έξι μήνες μετά την πρώτη
ανάγνωση του βιβλίου, να ξεφυλλίζετε
εκατοντάδες σελίδες για να βρείτε μία
συγκεκριμένη πληροφορία για κάποιο
συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο.
Αυτή
ακριβώς η ανάγκη οδήγησε στην «εφεύρεση»
του Ευρετηρίου Κυρίων Ονομάτων, που
αποτελεί το επιστέγασμα ενός βιβλίου. Κάτι
που φαίνεται να αγνοούν οι περισσότεροι εν
Ελλάδι εκδότες, τη στιγμή μάλιστα που η
χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει
απλουστεύσει κατά πολύ τη διαδικασία
δημιουργίας των ευρετηρίων.
Φυσικά
η ύπαρξη ευρετηρίου σε ένα βιβλίο δεν
αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αγοράς του.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο θα το διαβάσουμε
ούτως ή άλλως. Όμως, τουλάχιστον όσον με
αφορά, η ύπαρξη ευρετηρίου αποτελεί το
μοναδικό κριτήριο αγοράς ενός βιβλίου όταν
ούτε το όνομα του συγγραφέα ή το
αντικείμενο του βιβλίου με έχουν πείσει
για την αξία του. Αν το βιβλίο διαθέτει
ευρετήριο μέσα σε τρία λεπτά μπορώ να
ελέγξω πληροφορίες για δυο-τρία πρόσωπα
και να αποφασίσω αν αξίζει τον κόπο. Αν, από
την άλλη, δεν διαθέτει ευρετήριο το
εναποθέτω στον… στίβο του (Γιώργος
Παπανδρέου: «Πάνω στο γραφείο μου υπάρχει
ένας… στίβος χαρτιά») και συνεχίζω την…
άθλησή μου αλλού.
Ευρετήρια,
λοιπόν, σε όλα τα βιβλία. Οι εκδότες δεν μας
κάνουν χάρη όταν εκδίδουν κάποια βιβλία. Τα
χρήματά μας ζητάνε και θα έπρεπε
τουλάχιστον να σέβονται περισσότερο την
τσέπη μας, αφού πολλοί από αυτούς δεν μας
σέβονται ως αναγνώστες.
|
|