-
Aufheben:
Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου
Αιώνα
-
Donald
Rayfield: Stalin and his Hangmen [Ο Στάλιν και οι
Δήμιοί του]
-
Michel
Bounan: Η
Λογική της Τρομοκρατίας
-
Δημήτριος Λ. Δρίτσας:
Η Ποίησις
των Γνωστικών
-
Διαβασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα!
|

|
Aufheben
(# 10, 2002, συλλογικό έργο)
Πίσω
από την Ιντιφάντα του 21ου Αιώνα
Μετάφραση,
πρόλογος, επίμετρο, έκδοση:
Κόκκινο Νήμα &
Περιοδικό Ανάρες
Αθήνα-Θεσσαλονίκη,
2005
[80 σελ., 3
ευρώ]
Ας αρχίσουμε με κάτι εξαιρετικά
ενδιαφέρον και σκανδαλώδες:
«Είναι ωστόσο προφανές ότι
πολλές όψεις αυτής της Ιντιφάντα
υπερέβαιναν κατά πολύ τον εθνικισμό. Ενώ
πολλοί σχολιαστές θεωρούσαν δεδομένο ότι
εξαρχής η Ιντιφάντα ήταν μια κινητοποίηση
για την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού
κράτους, οι πρώτες μέρες της εξέγερσης
έδειξαν κάτι τελείως διαφορετικό. Στη
διάρκεια των ανακρίσεων των πρώτων
εκατοντάδων συλληφθέντων εξεγερμένων, ο
ισραηλινός στρατός ανακάλυψε ότι οι
προλετάριοι αυτοί “δεν
μπορούσαν τα επαναλάβουν ούτε τα πιο
συνηθισμένα συνθήματα που χρησιμοποιούσε
η ΟΑΠ [σ.σ. Οργάνωση για την Απελευθέρωση
της Παλαιστίνης] στην
καθημερινή της προπαγάνδα, και ακόμα και η
κεντρική ιδέα του παλαιστινιακού αγώνα –το
δικαίωμα στην αυτοδιάθεση– τους ήταν
τελείως ξένη”. Τι σκάνδαλο!» (σελ. 47-8)
Πράγματι. Οποίον σκάνδαλον!
Και τι ακριβώς ζητούσαν οι «πετροβολούντες»
εξεγερμένοι της πρώτης Ιντιφάντα, αν δεν
ζητούσαν την αυτοδιάθεση του
παλαιστινιακού λαού;
Σ’ αυτό ακριβώς το ερώτημα
επιχειρεί να απαντήσει το κείμενο του
βρετανικού περιοδικού Aufheben,
αλλά όχι προτού επιχειρήσει να εξετάσει
τις σημαντικότερες πτυχές του «παλαιστινιακού
ζητήματος», που δεν αποτελεί παρά μία «στιγμή
της απόπειρας επιβολής μιας “νέας
παγκόσμιας τάξης” η οποία, στην
πραγματικότητα, δεν αφορά απλά τις
ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ κρατών αλλά το
ζήτημα της πειθάρχησης του προλεταριάτου
σε παγκόσμια κλίμακα», όπως τονίζεται στον
πρόλογο της ελληνικής έκδοσης.
Οι απαρχές του παλαιστινιακού
προβλήματος εντοπίζονται στις αρχές του 20ου
αιώνα, όταν οι σιωνιστές αρχίζουν να
αγοράζουν γη στην Παλαιστίνη με απώτερο
σκοπό την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Μέχρι το 1948, όταν ιδρύθηκε το κράτος του
Ισραήλ, οι σιωνιστές είχαν καταφέρει να
αγοράσουν μόνον το 7% της παλαιστινιακής
γης.
[Σήμερα, οι Άραβες πολίτες του
Ισραήλ, όπως τονίζεται συχνά-πυκνά,
κατέχουν μόλις το 3 της ισραηλινής γης. Αυτό
που σπανίως επισημαίνεται είναι ότι οι
εβραίοι πολίτες του Ισραήλ κατέχουν επίσης
μόνον το 3,5% της γης! Το υπόλοιπο 93,5%
αποτελεί ιδιοκτησία του ισραηλινού
κράτους! Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι,
μέχρι το 1948, οι Άραβες μεγαλογαιοκτήμονες («effendis»)
στην Παλαιστίνη απαγόρευαν στους φτωχούς
παλαιστίνιους αγρότες να πωλούν τη γη τους
στους σιωνιστές, χαρακτηρίζοντάς τους
προδότες και κυνηγώντας τους ανελέητα.
Φυσικά, οι «effendis»
δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αγοράζουν
φτηνά τη γη των αγροτών και να την πωλούν οι
ίδιοι στους σιωνιστές σε τιμές 20 και 30
φορές πάνω από εκείνη της «αγοράς»!].
Όταν οι Ισραηλινοί θα εκδιώξουν
το 1948 τους παλαιστίνιους από τις εστίες
τους, θα αντικαταστήσουν το φτηνό,
ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό που αυτοί
αντιπροσώπευαν με το αντίστοιχο εργατικό
δυναμικό των εβραίων που ζούσαν στις
αραβικές χώρες και αναγκάστηκαν να
μεταναστεύσουν στο Ισραήλ, αφήνοντας πίσω
τους όλα τους τα υπάρχοντα. [Οι εβραίοι
πρόσφυγες στο Ισραήλ δεν βρίσκονταν σε
καλύτερη θέση από τους εκδιωχθέντες από το
Ισραήλ παλαιστίνιους, αλλά είχαν απέναντι
σ’ αυτούς ένα πλεονέκτημα: ήταν πολίτες
του νέου κράτους. Σημειωτέον ότι πλην της
Ιορδανίας καμία αραβική χώρα δεν χορήγησε
ιθαγένεια σε παλαιστίνιους πρόσφυγες.] Οι
παλαιστίνιοι εργάτες της –κατεχόμενης
μετά το 1967– Δυτικής Όχθης βρίσκονταν στη
χαμηλότερη θέση της ισραηλινής αγοράς
εργασίας. Ωστόσο, «οι μισθοί που πλήρωναν
τα αραβικά αφεντικά ήταν χαμηλότεροι από
αυτούς που έδιναν οι σιωνιστές αφέντες
τους» (σελ. 43). Όσοι παλαιστίνιοι από τα
κατεχόμενα εργάζονταν στο Ισραήλ
χαρακτηρίζονταν «συνεργάτες του εχθρού».
Μέσα σ’ αυτό το «ταξικό καζάνι»
που σιγόβραζε –και σιγοβράζει–, οι
αστικές τάξεις του Ισραήλ (οι εβραίοι
προλετάριοι-μετανάστες διεκδικούσαν κι
αυτοί μια θέση στον ήλιο) και των
παλαιστινίων έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για
να διατηρήσουν τον έλεγχο των ένθεν και
ένθεν προλετάριων, συνομιλώντας και
διακόπτοντας διαρκώς τις μεταξύ τους
συνομιλίες, υπογράφοντας συμφωνίες που
τηρούσαν ή δεν τηρούσαν, καλλιεργώντας
ένθεν και ένθεν έναν πάντα βολικό
εθνικισμό.
Η μαζική ανεργία και η φτώχεια
των παλαιστίνιων προλετάριων θα τους
οδηγήσει στην εξέγερση [Ιντιφάντα, στα
αραβικά] του 1987. Το σύνθημα που ακουγόταν
ήταν «Πρώτα ο στρατός και έπειτα το Rimal!».
Το Ριμάλ ήταν ένα πλούσιο παλαιστινιακό
προάστιο της Γάζας… Οι εξεγερμένοι
λεηλάτησαν τις σοδειές πολλών –παλαιστινιακής
ιδιοκτησίας– κτημάτων τις πρώτες μέρες
της εξέγερσης. Κάποιοι παλαιστίνιοι
γαιοκτήμονες απευθύνθηκαν στον ισραηλινό
στρατό για να προστατεύσει τις περιουσίες
τους. Η ΟΑΠ προσπάθησε, και ως ένα βαθμό τα
κατάφερε, να «καπελώσει» την εξέγερση, που
έληξε μόνον μετά την υπογραφή των
συμφωνιών του Όσλο το 1993. Αμοιβαίες
υποχωρήσεις μεταξύ μπαγαπόντηδων…
Τα υπόλοιπα, όσα προηγήθηκαν
και όσα επακολούθησαν (από τον εργατικό
σιωνισμό ως τη δεύτερη Ιντιφάντα), στις
σελίδες του ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου.
Και αν κάποιους τούς ξενίσει ο ταξικός ή
και «οικονομίστικος» χαρακτήρας της
ανάλυσης του Aufheben,
ας το ψάξουν και πιο «εθνικιστικά». Από το
σιωνιστικό κίνημα και τις σχέσεις
λυκοφιλίας του με το αγγλοαμερικανικό
κατεστημένο μέχρι το ρόλο που έπαιξε ο –διορισμένος
από τους Βρετανούς– μουφτής της
Ιερουσαλήμ που, μεταξύ άλλων, κατά τη
διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
βρισκόταν στη Βοσνία, οργανώνοντας τους
μουσουλμάνους στο πλευρό των χιτλερικών. Ο
μουφτής δεν δικάστηκε ποτέ για εγκλήματα
πολέμου, παρότι αυτό είχε ζητηθεί από την
γιουγκοσλαβική κυβέρνηση μετά τον πόλεμο.
Φαίνεται πως οι πρώην προστάτες και πρώην
εχθροί είχαν νέα σχέδια για τον –και
συγγενή του Αραφάτ– μουφτή. Η Μέση Ανατολή
έπρεπε να πάρει φωτιά…
Και μία έσχατη σημείωση, όσον
αφορά τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της
δεύτερης Ιντιφάντα, της επονομαζόμενης και
Ιντιφάντα του Αλ-Ακσά, που ξέσπασε το 2000
μετά την προκλητική επίσκεψη του Αριέλ
Σαρόν στο τέμενος Αλ-Ακσά και συνεχίζεται
μέχρι σήμερα. Η σημαντικότερη διαφορά
έγκειται στην έντονη στρατιωτικοποίηση
της δεύτερης Ιντιφάντα. Ενώ στην πρώτη
Ιντιφάντα ήταν μεγάλη η συμμετοχή
ολόκληρου του παλαιστινιακού
προλεταριάτου, στη δεύτερη τον κύριο ρόλο
ανέλαβαν οι ένοπλες ομάδες της Φατάχ και η
στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς. Αιματηρά
παιχνίδια εξουσίας για το ποιος θα
κυριαρχήσει στο εσωτερικό της
παλαιστινιακής κοινωνίας…
|
|
Donald
Rayfield
Stalin
and his Hangmen
[Ο
Στάλιν και οι Δήμιοί του]
Penguin
Books
Λονδίνο
2005
[528 σελ., 14,40 ευρώ (Ελευθερουδάκης)]
Ο Ντόναλντ Ρέυφιλντ, καθηγητής
της ρωσικής και της γεωργιανής γλώσσας στο Queen
Mary
College
του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, αντί να
επιχειρήσει να γράψει ακόμη μία βιογραφία
του Στάλιν ή άλλη μία ιστορία της ΕΣΣΔ,
θέλησε να εξετάσει την πορεία του Στάλιν
προς την απόλυτη εξουσία καθώς και τα μέσα,
αλλά και τους ανθρώπους, που του έδωσαν τη
δυνατότητα να την κατακτήσει και να την
διατηρήσει.
Στο βιβλίο εξετάζονται τα έργα
και οι ημέρες τόσο του Στάλιν όσο και των
πρωτοπαλίκαρων του Στάλιν, ιδιαίτερα των
πέντε ατόμων που ηγήθηκαν των δυνάμεων
ασφαλείας και της μυστικής αστυνομίας που
είναι γνωστές με διάφορα αρχικά: Cheka,
GPU, OGPU,
NKVD, MVD
και MGB (υπουργείο
Κρατικής Ασφάλειας). Το τελευταίο μετά τον
Στάλιν μετονομάστηκε σε KGB,
ενώ σήμερα αποτελεί τη ρωσική FSB.
Από τους πέντε αυτούς άνδρες –Φέλιξ
Ντζερζίνσκυ, Βιατσεσλάβ Μενζίνσκυ, Γκένριχ
Γιάγκοντα, Νικολάι Εζώφ και Λαβρέντι
Μπέρια– μόνον οι
δύο τελευταίοι διορίστηκαν από τον Στάλιν,
ενώ οι υπόλοιποι τρεις «υποχρεώθηκαν», με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να συνεργαστούν
μαζί του.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου
εξετάζεται η ζωή του Στάλιν, από τη γέννησή
του μέχρι το 1917. Στα επόμενα κεφάλαια, και
ενώ παρεμβάλλονται υποκεφάλαια με πλήρη
βιογραφικά πορτραίτα των υπόλοιπων πέντε
ανδρών, καταγράφεται ο τρόπος με τον οποίο
οικοδομήθηκε ο… «σοσιαλισμός» στην ΕΣΣΔ.
Κι αυτός ο τρόπος ήταν ένας και μοναδικός:
τρόμος, τρόμος και τρόμος!
Από την επαύριο ήδη της «Οχτωβριανής
Επανάστασης», με μια μαθηματική ακρίβεια
που δεν παύει να εκπλήσσει, ανακαλύπτονται
διαρκώς εχθροί του «σοσιαλισμού», εντός
και εκτός κόμματος, εντός και εκτός
Κεντρικής Επιτροπής, εντός και εκτός
συνόρων, εντός και εντός των διαφόρων
Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, εντός και εκτός
των εθνικών μειονοτήτων… Ο κατάλογος
δείχνει –και είναι– ατελείωτος: «λευκοί»,
κουλάκοι, μενσεβίκοι, αναρχικοί, αστοί,
επιστήμονες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες,
τεχνικοί, η αριστερή αντιπολίτευση, η δεξιά
αντιπολίτευση, οι τροτσκιστές, οι μουζίκοι,
οι μειονότητες, η ηγεσία του στρατού, κάθε
–κατά κυριολεξία τυχαίος– πολίτης
αποτέλεσε με τη σειρά του «εχθρό του
κράτους», «πράκτορα των ξένων δυνάμεων», «σαμποτέρ
του σοσιαλισμού»… Τα εκτελεστικά
αποσπάσματα δούλευαν ασταμάτητα ενάντια
στους «εχθρούς του σοσιαλισμού» στην αρχή
που, αργότερα, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, μετατράπηκαν σε «προδότες της
πατρίδας». Και τα στρατόπεδα
καταναγκαστικής εργασίας του Γκουλάγκ
χρειάζονταν διαρκώς εργατικά χέρια: πολλά
και αναλώσιμα εργατικά χέρια. Διότι ως
γνωστόν, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού
περνά μέσα από την οικοδόμηση του
καπιταλισμού. Και η πρωταρχική συσσώρευση
κεφαλαίου απαιτεί φτηνή –πάμφθηνη, έως και
«δωρεάν»– αναλώσιμη εργατική δύναμη…
Όλα τα υπόλοιπα είναι θαμμένα
στις τούνδρες της Σιβηρίας, στους κάμπους
της Ουκρανίας, στις ερήμους του Καζακστάν…
Και στις αμπελοφιλοσοφίες των
αριστερών και των διανοούμενων της Δύσης,
που όταν δεν ήταν «τυφλοί» και όταν –ελάχιστοι
εξ αυτών– δεν ανακάλυψαν πολύ αργά τα
εγκλήματα του «σταλινισμού», προτίμησαν τη
σιωπή. Σιωπούν ακόμα και σήμερα. Αιδημόνως;
Πολύ αμφίβολο…
[Μεταξύ των διανοουμένων που
επισκέφθηκαν πριν τον πόλεμο την ΕΣΣΔ και
ούτε είδαν ούτε άκουσαν τίποτα για την
κολεκτιβοποίηση, τον οργανωμένο λιμό, τις
συλλήψεις, τις εκτελέσεις και τα
στρατόπεδα εργασίας, συμπεριλαμβάνονται
και οι: Αντρέ Μαλρώ, Λουί Αραγκόν, Ρομαίν
Ρολάν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω,
Χ. Τζ. Γουέλς (σελ. 222).]
Μεγάλο μέρος αυτής της
τρομακτικής ιστορίας δεν έχει γραφτεί
ακόμα. Κάποια από τα αρχεία της πρώην
Σοβιετικής Ένωσης, όσα διασώθηκαν, ήταν τα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια προσιτά, στον
ένα ή στον άλλο βαθμό, στους ιστορικούς.
Αργά αλλά σταθερά η πρόσβαση σ’ αυτά
περιορίζεται. Ίσως αυτό να οφείλεται στο
ότι ο διάδοχος των Φέλιξ Ντζερζίνσκυ,
Βιατσεσλάβ Μενζίνσκυ, Γκένριχ Γιάγκοντα,
Νικολάι Εζώφ και Λαβρέντι Μπέρια, με ένα
διάλειμμα σαράντα χρόνων, είναι σήμερα
πρόεδρος της Ρωσίας… Ίσως στο ότι η μνήμη
είναι «κοντή» σήμερα στη Ρωσία. Το 2002, τα
ρωσικά ταχυδρομεία εξέδωσαν σειρά
γραμματοσήμων για την «80η Επέτειο
της Σοβιετικής Αντικατασκοπίας». Μεταξύ
των «τιμηθέντων», ο Άρτουρ Αρτούζωφ από τα
χειρότερα στελέχη της OGPU
στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Σεργκέι
Πουζίνσκυ που είχε οργανώσει την εξόντωση
500.000 κοζάκων το 1931, ο Βλαντιμίρ Στύρνε που
δολοφόνησε χιλιάδες Ουζμπέκους τη
δεκαετία του 1920 (σελ. xxii).
Το βιβλίο του Ντ. Ρέυφιλντ είναι
καλογραμμένο και αν κάποιος δεν γνώριζε
ότι πρόκειται για την εξιστόρηση
πραγματικών γεγονότων που συνέβησαν στον 20ο
αιώνα θα νόμιζε ότι πρόκειται για
μυθιστόρημα. Δυστυχώς δεν είναι…
Ο Στάλιν, αφού σκόρπισε τον
τρόμο, το θάνατο και την αθλιότητα, είχε το
τέλος που του άξιζε. Οι Μαλένκωφ, Μολότωφ
και Μπέρια περίμεναν επί δεκατρείς ώρες,
στις 2 Μαρτίου 1953, προτού καλέσουν τους
γιατρούς στο σπίτι του Στάλιν. Ο Στάλιν
βρισκόταν ήδη αναίσθητος στο πάτωμα του
δωματίου του για πάνω από είκοσι τέσσερις
ώρες (σελ. 442). Συμφόρηση…
Συχνά ο Στάλιν παρουσιάζεται
σαν ένας άξεστος και αμόρφωτος αγροίκος
από τη Γεωργία. Αυτό, όπως τονίζει ο
συγγραφέας (σελ. 21-22), ήταν το συνηθέστερο
σφάλμα στο οποίο υπέπιπταν οι αντίπαλοί
του: ο Στάλιν ήταν εξαιρετικά καλά
διαβασμένος. Ήδη από την εφηβεία του
διάβαζε με εξοντωτικούς ρυθμούς. Την
περίοδο που μεσουρανούσε στην πολιτική
σκηνή της ΕΣΣΔ διάβαζε μέχρι και 500 σελίδες
την ημέρα, κρατώντας σημειώσεις στο
περιθώριο. Ποια βιβλία τον γοήτευαν
περισσότερο; Ποια άλλα; Ο
Ηγεμόνας του Νικολό Μακιαβέλλι, Ο
Αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ, το Περί
Πολέμου του Καρλ φον Κλαούζεβιτς, τα
απομνημονεύματα του Όττο φον Μπίσμαρκ.
Ο Στάλιν είχε μάθει και αρχαία
ελληνικά όταν, στα νιάτα του, είχε φοιτήσει
σε κάποιο θεολογικό σεμινάριο στη Γεωργία.
Πολλές φορές, όσοι τον επισκέπτονταν στο
γραφείο του στο Κρεμλίνο έμεναν
κατάπληκτοι βλέποντάς τον να διαβάζει
προσεκτικά (ποιόν άλλον;) Πλάτωνα στο
πρωτότυπο…
|
|
Michel
Bounan
Η
Λογική της Τρομοκρατίας
Εκδόσεις
Άγρα
Αθήνα 2004
Μετάφραση:
Νατάσσα Χασιώτη
[64 σελ., 8
ευρώ]
Ο Μισέλ Μπουνάν, γεννημένος στη
Γαλλία το 1942, είναι ομοιοπαθητικός γιατρός
και εργάζεται στο Παρίσι. Αυτά είναι τα
μοναδικά βιογραφικά στοιχεία του που
μπόρεσα να αλιεύσω στο Διαδίκτυο, αφού στο
βιβλίο, πέραν της παράθεσης των τίτλων
κάποιων βιβλίων του Μ. Μπουνάν στο «αυτί»
του εξωφύλλου, δεν υπάρχει η παραμικρή
πληροφορία για τον ίδιο. Ο συγγραφέας έγινε
ευρύτερα γνωστός το 1990 με το βιβλίο του Η
Εποχή του AIDS,
όπου διατυπώνει την άποψη ότι η επιδημία
του AIDS
δεν είναι παρά αποτέλεσμα των άθλιων
συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στον
σύγχρονο κόσμο.
Στη Λογική
της Τρομοκρατίας, ο Μ. Μπουνάν εντοπίζει
τις ρίζες της τρομοκρατίας στη Μαφία, που
εμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα
στη Σικελία, όταν με την άνοδο του
καπιταλισμού, η απειλούμενη απ’ αυτόν
σικελική αριστοκρατία χρησιμοποίησε έναν
συνεταιρισμό κακοποιών και αστυνομικών,
αφενός για να επιβάλει την «τάξη» και
αφετέρου για να αντισταθεί στο «νέο κράτος».
Η Μαφία «ήταν η ίδια ένα εργαστήρι που
οργάνωσε αφενός την προστασία ενάντια στα
χτυπήματα και αφετέρου τα χτυπήματα
καθαυτά για να επιβάλει την προστασία της».
Η αξιοσημείωτη επιτυχία της
Μαφίας, τόσο στη Σικελία όσο και αργότερα
στις ΗΠΑ, δεν θα μπορούσε να περάσει
απαρατήρητη και έτσι σήμερα κάθε σύγχρονο
κράτος για να καταφέρει να επιβληθεί σε
πληθυσμούς που αμφισβητούν τη νομιμότητά
του αρκεί να τους επιβάλει μια επιλογή:
τρομοκρατία ή προστασία του κράτους.
Σύμφωνα πάντα με τον Μ. Μπουνάν, τα
τυραννικά κράτη ήταν εκείνα που «μαγείρεψαν»
και χρησιμοποίησαν τις μεθόδους που
συστηματοποίησε αργότερα η Μαφία. Τα
παραδείγματα που αναφέρει ξεκινούν από τη
Γαλλία του 1890 και μέσω της Ρωσίας, της
Γερμανίας του 1933 (εμπρησμός του Ράιχσταγκ),
φτάνει ως τις επιθέσεις της 11ης
Σεπτεμβρίου 2001.
Σήμερα, δεν είναι καν
απαραίτητη η ύπαρξη «χρήσιμων ηλίθιων». Οι
περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις «δεν
διαπράττονται από τέτοια απομονωμένα
υποκείμενα, με κακό τεχνικό εξοπλισμό,
εύκολα χειραγωγήσιμα, αλλά από ομάδες με
ισχυρή οργάνωση».
Ο πόλεμος που διεξάγει η
τρομοκρατία είναι κάτι τελείως
εξωπραγματικό. Για να γίνει πιστευτή αυτή η
ιστορία απαιτούνται τρία πράγματα
ταυτόχρονα: η υπερβολική βλακεία από
πλευράς των τρομοκρατών (αφού καμία
τρομοκρατική οργάνωση –ή κράτος– δεν
πέτυχε ποτέ τους διακηρυγμένους στόχους
της), η υπερβολική ανικανότητα των
αστυνομικών αρχών (που ενώ πριν από τα
χτυπήματα αδυνατούν να πράξουν το
οτιδήποτε, ενώ αμέσως μετά ενδυναμώνουν
τους ελέγχους ενάντια στους λαούς τους) και,
τέλος, η εξωφρενική ανευθυνότητα των ΜΜΕ,
αφού «σκοπός ενός χτυπήματος είναι πάντοτε
να γίνει γνωστό καταρχάς σ’ εκείνους που
σκοπεύει να ενοχλήσει, και επίσης σ’
εκείνους των οποίων προεξοφλεί την
αλληλεγγύη». Ειδάλλως, τα τρομοκρατικά
χτυπήματα δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα
ύπαρξης…
Τελικά, έχει κάποια λογική η
τρομοκρατία; Εξαρτάται από τη θέση που
καθένας μας κατέχει στην κοινωνική
πυραμίδα. Η τρομοκρατία είναι εξαιρετικά
λογικό εγχείρημα για εκείνους που την
ασκούν. Κάτι έχουν να χάσουν. Για όλους τους
υπόλοιπους, πέραν της θέσης τους στην
κοινωνική, πυραμίδα μετράει και το πόσο «πείθονται»
από την ύπαρξη ολοένα και περισσότερο
οργανωμένων «χρήσιμων ηλίθιων»…
|
|
Δημήτριος
Λ. Δρίτσας
Η
Ποίησις των Γνωστικών
Αυτοέκδοση
[κεντρική διάθεση βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χ.
Τρικούπη 28, Αθήνα]
Αθήνα 2005
[226 σελ., 14,6
ευρώ]
Ο γνωστικισμός, το πολύμορφο
θρησκειοφιλοσοφικό φαινόμενο της
ελληνιστικής εποχής (με επιρροές κυρίως
από τον ιουδαϊσμό, την ελληνική φιλοσοφία,
τις θρησκευτικές δοξασίες της Αιγύπτου και
της Μεσοποταμίας), έφτασε στην πλήρη ακμή
του στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στη
συνέχεια, και καθώς ο χριστιανισμός άρχισε
να αποκτά στέρεες ρίζες, ο γνωστικισμός
άρχισε να παρακμάζει για να σβήσει σχεδόν
τελείως λίγα χρόνια μετά την ανάδειξη του
χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ακόμη και σήμερα δεν είναι
σαφές αν κάποια μορφή γνωστικισμού
προϋπήρξε του χριστιανισμού, αλλά το μόνο
σίγουρο είναι ότι γνωστικισμός και
χριστιανισμός διέτρεξαν παράλληλες
πορείες –με πάμπολλα σημεία επαφής– στη
διάρκεια των τεσσάρων πρώτων
μεταχριστιανικών αιώνων. Είναι, επίσης,
βέβαιο ότι ο χριστιανισμός, όπως τον
γνωρίζουμε σήμερα, θα ήταν τελείως
διαφορετικός αν δεν είχε υπάρξει ο
γνωστικισμός, ενάντια στον οποίο έδωσε
λυσσαλέες μάχες. Υπάρχουν δε κάποιοι
μελετητές που ισχυρίζονται ότι αυτό που
αναδείχθηκε αργότερα ως «ορθόδοξος»
χριστιανισμός δεν ήταν παρά ένα από τα
ρεύματα του γνωστικισμού…
Το βιβλίο του Δ. Δρίτσα εκδόθηκε
για πρώτη φορά το 1979 και αποτελούσε την επί
διδακτορία διατριβή του. Ο συγγραφέας
δείχνει να γνωρίζει άριστα το αντικείμενό
του, κάτι άλλωστε που μαρτυρά και ο
τεράστιος όγκος των σημειώσεων και των
παραπομπών που υπάρχουν στο βιβλίο. Στην «Εισαγωγή»
του βιβλίου εξετάζεται η προέλευση και οι
διάφορες μορφές γνωστικισμού, οι γνωστικοί
(Σίμων ο Μάγος, Κήρινθος, Ουαλεντίνος,
Μαρκίων, Οφίτες, Σηθιανοί, γνωστικά
ευαγγέλια και πράξεις) και τα
γνωστικίζοντα συστήματα (μανδαϊσμός,
μανιχαϊσμός, ερμαϊκά συγγράματα) που
ανέπτυξαν υμνογραφία, καθώς και οι πηγές
της γνωστικής φιλολογίας.
Τα σημαντικότερα γνωστικά
χειρόγραφα, που έχουμε σήμερα στη διάθεσή
μας, ανακαλύφθηκαν στο Ναγκ Χαμμαντί της
Αιγύπτου το 1945-6, και ήταν γραμμένα στην
κοπτική γλώσσα. Αυτό θέτει ένα σημαντικό
πρόβλημα όσον αφορά στη μετάφρασή τους.
Στις διπλές μεταφράσεις διπλασιάζονται
και τα λάθη. Εκτός από αυτό, είναι πολύ
δύσκολο να έχουμε μια σαφή εικόνα της
ακριβούς ορολογίας των γνωστικών, που θα
μας έδινε τη δυνατότητα να τη συγκρίνουμε
με τη γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας και
των Ευαγγελίων. Στο βιβλίο, ο συγγραφέας
συχνά παραθέτει αποσπάσματα ύμνων που
έχουν μεταφραστεί από ξένους μελετητές σε
μία γλώσσα που μοιάζει με εκείνη που
χρησιμοποιούσε η Εκκλησία στους πρώτους
αιώνες. Σε αρκετές επίσης περιπτώσεις
μεταφράζει ο ίδιος γνωστικά αποσπάσματα
κατά τον ίδιο τρόπο. Έτσι μπορούμε να
διαμορφώσουμε μία κάπως καλύτερη εικόνα
για τα κείμενα, για τις ομοιότητες και τις
διαφορές τους με τα επισήμως αποδεκτά από
την Εκκλησία.
Στα επόμενα δύο κεφάλαια
μελετάται η ποιητική δραστηριότητα των
γνωστικών στους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες
αλλά και ποιητικά αποσπάσματα ή ύμνοι εκ
των γνωστικών αποκρύφων της Καινής
Διαθήκης, ενώ τα δύο αυτά βασικά κεφάλαια
του βιβλίου ακολουθούνται από το κεφάλαιο
το σχετικό με την ποιητική δραστηριότητα
των γνωστικιζόντων συστημάτων.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια του
βιβλίου εξετάζεται η θέση τόσο της
Εκκλησίας όσο και των εκκλησιαστικών
συγγραφέων έναντι της ποίησης των
γνωστικών, ενώ, τέλος, εξετάζεται
μορφολογικά η ποίηση των γνωστικών και η
πιθανή σχέση της με την εκκλησιαστική
υμνογραφία. Ο συγγραφέας τονίζει ότι «ουδείς
αμφισβητεί την αξίαν της γνωστικής
ποιήσεως και την συμβολήν αυτής εις την
γνώσιν της εξελίξεως και διαμορφώσεως της
Βυζαντινής υμνογραφίας. Αμφότεραι
παρουσιάζουν παράλληλον εξελικτικήν
πορείαν και αποτελούν ιδιαίτερα και λίαν
αξιόλογα κείμενα επιστημονικής ερεύνης. Ο
πλούτος και η ποικιλία των ποιητικών
συνθέσεων των αιρετικών κατά τους τέσσαρας
πρώτους αιώνας προκαλούν την κατάπληξιν
και την επιστημονικήν περιέργειαν» (σελ.
197).
Και επειδή τις τελευταίες
δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες της
αναβίωσης κάποιων νεο-γνωστικών ή
γνωστικιζόντων συστημάτων, μελέτες όπως
αυτή του Δ. Δρίτσα βοηθούν ιδιαίτερα στην
κατανόηση κάποιων πτυχών του ζητήματος.
Δεν μπορώ να αποφύγω τον
πειρασμό και έτσι παραθέτω κάποια –«νεοεποχίτικα»–αποσπάσματα
από τη Μεγάλη Απόφαση του Σίμωνα του Μάγου
ή κάποιου μαθητή του (σελ. 49): «Εγώ και συ εν,/
προ εμού συ, / το μετά σε εγώ./ Αύτη εστί
δύναμις μία/ διηρημένη άνω κάτω, αυτήν
γεννώσα,/ αυτήν αύξουσα, αυτήν ζητούσα,/
αυτήν ευρίσκουσα,/ αυτής μήτηρ ούσα,/ αυτής
πατήρ,/ αυτής αδελφή,/ αυτής σύζυγος,/ αυτής
θυγάτηρ,/ αυτής υιός,/ μήτηρ, πατήρ, εν/ ούσα
ρίζα των όλων».
|
|
Διαβασμένα,
αλλά όχι ξεχασμένα!
Μοναρχοφασίστα τον ανεβάζουν,
μοναρχοφασίστα τον κατεβάζουν. Ο λόγος για
τον ρώσο συγγραφέα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν.
Γεννημένος το 1918 σπούδασε μαθηματικά και
στη συνέχεια λογοτεχνία. Το 1945, και ενώ
υπηρετούσε στο μέτωπο ως λοχαγός του
πυροβολικού, συνελήφθη γιατί σε μία
επιστολή του είχε κατακρίνει τον Ιωσήφ
Ντζουκασβίλι, γνωστότερο ως Στάλιν.
Εισέπραξε οχτώ χρονάκια σε στρατόπεδα
καταναγκαστικής εργασίας και, μετά το
θάνατο του Στάλιν, αλλά τρία χρόνια εξορίας.
Έγραψε, μεταξύ άλλων, και το μυθιστόρημα Μία
Ημέρα στη Ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς (1962),
βασισμένο στις εμπειρίες του στα
στρατόπεδα εργασίας. Τιμήθηκε με το
βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1970. Τον
Δεκέμβριο του 1973, δημοσιεύτηκε στο Παρίσι
το πρώτο μέρος του έργου του Αργιπέλαγος
Γκούλαγκ. Η KGB
είχε κατασχέσει στη Ρωσία ένα χειρόγραφο
του έργου και ο Σολζενίτσιν θεώρησε ότι
ήταν πια καιρός να δημοσιευτεί αυτό το έργο
του, που ήταν βασισμένο στις δικές του
εμπειρίες αλλά και στις εμπειρίες άλλων 227
κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
(Γούλαγκ: συντομογραφία στα ρωσικά της
Ανώτατης Διοίκησης Σωφρονιστικών
Στρατοπέδων εργασίας). Το βιβλίο έχει
εκδοθεί στα ελληνικά –σε δύο τόμους– από
τις εκδόσεις Βίπερ το 1974 σε μετάφραση Κύρας
Σίνου. Το συγκλονιστικό αυτό έργο, όπως
ήταν «αναμενόμενο», αγνοήθηκε από την
αριστερά και τους προοδευτικούς
διανοούμενους. Αγνοείται ακόμα και σήμερα.
Σιγά μην ασχολούνται με τους
μοναρχοφασίστες… Ενώ αν επρόκειτο για
κάποιον «επαναστάτη» α λα Πολ Ποτ… (Σύντροφε
Τσόμκσυ, έχει να πεις κάτι επί του θέματος;)
Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης
και το βιβλιαράκι του Πήτερ Νιούελ, Η
Εξέγερση της Βορκούτα, (εκδ. Ελεύθερος
Τύπος, μετ. Έλενα Κοσμίδου, χ.χ.), σχετικά με
την εξέγερση στα στρατόπεδα-ορυχεία της
Βορκούτα, το καλοκαίρι του 1953.
Από την πρόσφατη
βιβλιοπαραγωγή ενδιαφέρον παρουσιάζει το
βιβλίο της Anne
Applebaum, Gulag:
A History, εκδ. Anchor, Νέα
Υόρκη 2004. Η Applebaum
τονίζει στην εισαγωγή του βιβλίου της:
«Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
γυρίστηκαν ταινίες του Τζέιμς Μποντ και
θρίλερ, και γελοιογραφίες Ρώσων του είδους
που εμφανίζονται στα φιλμ με τον Ράμπο,
αλλά τίποτε τόσο φιλόδοξο όσο Η
Λίστα του Σίντλερ ή Η
Επιλογή της Σόφι. Ο Στήβεν Σπήλμπεργκ, ο
σημαντικότερος ίσως σκηνοθέτης του
Χόλλυγουντ (είτε μας αρέσει είτε όχι)
επέλεξε να γυρίσει ταινίες για τα
γιαπωνέζικα στρατόπεδα εργασίας (Η
Αυτοκρατορία του Ήλιου) και για τα
ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά
όχι για τα σταλινικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Τα τελευταία δεν ενέπνευσαν
το Χόλλυγουντ με τον ίδιο τρόπο (που το
έκαναν τα προηγούμενα)».
|
|