Καλή αντάμωση στα «γουναράδικα της
εποχής μας»…
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΕΙ ΤΗΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΗΣ
ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ;
« Στη χώρα μου, είμαι σε μία χώρα μακρινή,
πεθαίνω από δίψα δίπλα στην πηγή
κι όταν κάνει ζέστη, τρέμω από το κρύο.
Είμαι δυνατός αλλά δύναμη δεν έχω
ούτε εξουσία,
Κι αν πάντα κερδίζω, πάλι χαμένος είμαι»
- Francois Villion (1460;)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
1η φωνή: - « Είναι το μίσος.»
2η
φωνή : - « Το μίσος; Τι’ πες; Σώπαινε, σώπα. Τι μπορεί δαύτο δίχως χέρι
και στόμα; Έχει νύχια και στόμα; Έχει νύχια μακριά, γαμψά, έχει δόντια μακριά,
κοφτερά, μας ροκανίζει, μας αδράχνει».
1η φωνή: - « Το πιο βαρύ πράγμα του κόσμου είναι
το άδειο».
2η φωνή: - « Κι ένα βαρύ
μαντάτο: η πέτρα που χτυπάει στην πέτρα, ο ξερός της κρότος».
1η φωνή : - « Αχ, και μοσκοβολούνε τα κορμιά τους,
μοσκοβολιά που λιγώνει, σύγνεφο μενεξεδί που μας ταξιδεύει».
2η φωνή: - « Ενώ ο αιώνας μας
τελειώνει. Έχει μυρωδιά βαριά και πικρή, κι όπως
όλοι οι αιώνες είναι κατακόκκινος από το πολύ που έτρεξε αίμα. Άμυαλοι, αστόχαστοι,
σφαγείς και χάροντες πολλαπλασιασμένοι».
3η φωνή: « Παράξενο πως χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο,
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα»
1η φωνή : - « Πνιγόμαστε, λιγόστεψε τάχα
ο αγέρας; Στένεψε ο κόρφος μας; Είναι που ξεχάσαμε το μυστικό της ανάσας.
Λίγο αγέρα, λίγο αγέρα, λίγο αγέρα, μια μεγάλη ανάσα να φουσκώνει ανεμπόδιστα
το στήθος, ν’ ανεμίσουν τα φύλλα της καρδιάς μας.
Ο αγέρας, να
φυσήξει, να ουρλιάξει.
Λεύτερο σκούξιμο, ολοφάνερο, αντρίκειο.»
2η
φωνή : - « Σώπα. Σώπαινε. Πνίγομαι, πνιγόμαστε.
Το «γειά σου» του περαστικού, το « γειά σου»
του γειτόνου, του δικού σου το γέλιο. Μήπως είναι πολύ; Μήπως
γυρέψαμε πολλά από τη ζήση;»
3η φωνή: « Δύσκολος πόνος να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου
φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να’ σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και
ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι
Πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
Όταν δεν φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομένουν»
1η φωνή: - « Κόπηκε. Κόπηκε η
φωνή μας στ’ απόκρημνα αντερείσματα
του άδειου
Το μάτι μας ματώνει, δεν βλέπει άλλη λευτεριά».
2η
φωνή: - « Και μέσα μας η μέσα λευτεριά μας
αποκρίνεται:
Εδώ είμαι, εδώ είμαι».
3η φωνή :
- « Γειά σου χελιδόνι, γειά σου,
ήταν όμορφα και μήτε που το ξέραμε.
Νάτη
μια μόνη χαρά : ν’ ακούς τις βροχοστάλες
Κι άλλη μια : να τσουγκρίζεις το ποτήρι».
2η φωνή: - « Κι άλλη μια :
η περηφάνια να καταδέχεσαι».
1η φωνή: - « Μέσα στη νύχτα είναι φωνές βαθειές
που σκέφτονται την άπραγη ψυχή μας.
Κούφια τα μάτια δεν μπορούν
να τις διακρίνουν.
Δένουν σαν κόμπος κρυστάλλου, πέτρας και σίδερου.
Είναι οι ξεχασμένες μας ρίζες».
2η φωνή : - « Σώπα. Σώπαινε. Άλλο δεν τις ακούω.
Σήμερα, αύριο, χτες, αστράφτουν.
Μη, το’ μαθα πια, οι παλιές αγάπες, τα παλιά
βιβλία,
τα παλιά
τραγούδια
Για πάντα μείναν».
1η φωνή : « Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία.
Κι έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις
Με ποιους θα πας και
ποιους θ’ αφήσεις».
2η φωνή: - « Σώπα. Σώπαινε.
Κουράστηκα, στο στήθος μου
η πληγή ανοίγει πάλι,
τρύπησε η καρδιά μου».
3η φωνή : - « Άκουσαν να
μιλά, μονάχο καθώς περνούσε,
για σπασμένους καθρέφτες πριν
από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες.
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο,
Εικόνες φρίκης στο κατώφλι
του ύπνου
Πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.
Μιλούσε για πράγματα
που δεν τα’ βλεπαν
και αυτοί
γελούσαν.
Να λέει –
την ώρα που κόπηκε
ο καιρός- :
« Γιατί δεν
βρίσκω τίποτε
Που να
μην το συνηθίσατε»
1η φωνή & 2η φωνή : - « Σώπαινε. Σώπα»
Καθώς μιλούσανε –
σαν ανάπαυλα στη σιωπή τους – θυμήθηκα ένα Σάββατο, τον Ουίλιαμ, στη βάρκα στον Τάμεση…
ήσυχα που κυλούσε ο Τάμεσης μέσα
στους ίσκιους. Τι να’
γινε άραγε;
Και η κρύα φωνή του έρωτα: « Κρίμα που δεν μπορέσατε να μείνετε για δείπνο». Τότε είναι που ακούστηκε:
« Ας έλθει να με
κοιμηθεί όποιος θέλει,
μήπως δεν είμαι η θάλασσα;»
- Ουίλιαμ : « Η θάλασσα. Πώς
έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά»
- Θαλασσινός Γέρος : « Εγώ
είμαι ο τόπος σου.
Ίσως να μην είμαι
κανείς
Αλλά μπορώ να γίνω
Αυτό που θέλεις»
-
Ουίλιαμ: - «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα
που σε λίκνισε
και που γυρεύεις τούτη την ώρα της αμάχης,
μέσα στην
αλογίσια ανάσα.
Κι όμως εκεί ξαναγινόμαστε :
« στον άλλο μόχθο, στην άλλη αυγή, στην
άλλη γέννα
στιγμή – στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη, το σταλαγμίτη.
Κάτω στις άσπρες πικροδάφνες λάμπει η δροσιά της αυγής και πιο πέρα η θάλασσα
συνοδεύει τους στεναγμούς της γυναίκας. Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω, είδα
τα χείλη σου που άνοιγαν φύλλο το φύλλο. Στέγνωσε η αγάπη μέσα σε τρύπιες ψυχές.
Ένα λιγνό
δρεπάνι κρεμόταν
στον ουρανό.
Γεμίσαμε τα στεγνά κοχύλια. Στεγνώσαμε
μετά.
Νάτη και η μαύρη φτερούγα που σταματάει
τον ήλιο».
Περάσανε αυτά, περάσανε. Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουνε τη στάχτη και να τη σπείρουν. Ότι
πέρασε πέρασε σωστά. Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν πρέπει να καούν.
Από
τότε είδε πολλά καινούρια τοπία. Δεν ξέρει τι πρέπει να πει, τι πρέπει να
κάνει. Τι
να ξεσκεπάσει, τι να σκεπάσει. Είναι καιρός να πηγαίνει πάλι αφού πρώτα κοιμηθεί κάτω από
το μοναδικό
δέντρο καταμεσής του πουθενά: « Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage»
Τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει.
Το πιο
πάνω κείμενο περιέχει τη συμμετοχή του Γ.Ρίτσου, του Γ.Σεφέρη, του ραδιοφώνου, ξενυχτιών, αλλαγών και άλλων που
ξαναπέχτησαν ανωνυμία…