ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ


Οι επιπτώσεις από μία υποτίμηση της Δραχμής
του Δημήτρη Α. Κατσορίδα - «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - Τεύχος 26, ΙΟΥΝΙΟΣ 1997

Στις επίσημες οικονομικές θεωρίες η ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών Θεωρείται πως αποτελεί ένα είδος περιορισμού στην οικονομία μιας χώρας. Εμφανίζεται ως πρόβλημα που κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει διότι Θέτει περιορισμούς στην οικονομική της ανάπτυξη.

Για την Ελλάδα το βασικό χαρακτηριστικό του ισοζυγίου πληρωμών Θεωρείται ότι είναι η μεγάλη ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου (διότι οι εξαγωγές δεν καλύπτουν τις εισαγωγές) . Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου καλύπτεται από τις κινήσεις κεφαλαίων, τον τουρισμό, τη ναυτιλία, τα εμβάσματα κλπ.

Η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους. Ο ένας είναι, μέσω της παρέμβασης του πιστωτικού συστήματος, ο καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής σε σχέση με τα ξένα νομίσματα (υποτίμηση ή ανατίμηση) . Ο άλλος τρόπος είναι η εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής που αποθαρρύνουν τις συνολικές αγορές των πολιτών , όπως η αύξηση των φόρων, η αύξηση των επιτοκίων και η περικοπή των δημοσίων δαπανών.

Συνεπώς, ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές είναι ένας από τους σημαντικότερους δείκτες ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Έτσι, η συνεχής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου της ελληνικής οικονομίας επαναφέρει πάλι στην επικαιρότητα το ζήτημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής.

Είναι γεγονός ότι η δραχμή από το 1986 κι εξής ανατιμάται συνεχώς ως προς τα ευρωπαϊκά νομίσματα. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνουν οι εισαγωγές και να παρεμποδίζονται οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων, εφόσον αυτά καθίστανται ακριβότερα εξαιτίας της συνεχούς αύξησης της διεθνούς τιμής τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις που είχε αυτή η πολιτική σκληρής δραχμής στην εξέλιξη του εξωτερικού εμπορίου της χώρας κατά τα τελευταία εννιά χρόνια (π.χ. ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων συρρικνώθηκε από 65% το 1987 σε λιγότερο από 45% το 1995) δεν αντισταθμίζονται από τις όποιες Θετικές επιπτώσεις μπορεί να είχε η πολιτική αυτή στην καταπολέμηση του πληθωρισμού (Γ. Μηλιός, 1996)1.

Βασικός σκοπός αυτής της πολιτικής ανατίμησης της δραχμής είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, εκθέτοντας τα ελληνικά προϊόντα και τις ελληνικές επιχειρήσεις στην πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας αναγκάζεται, κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού, να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση της παραγωγής και να εκσυγχρονισθεί, ώστε να γίνουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα της.

Η πορεία αυτή Θεωρείται μεν αναγκαία για την αναδιάρθρωση της παραγωγής εφόσον δρα εξυγιαντικά για την ελληνική βιομηχανία, εκκαθαρίζοντας τα πιο αδύναμα κεφάλαια, προκειμένου να επικρατήσουν οι πλέον δυνατές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, προκαλεί μεγάλες απώλειες του παραγωγικού δυναμικού και μεγάλη διεύρυνση της ανεργίας.

Δηλαδή, δεν επιταχύνεται μόνο η εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων , αλλά προωθείται και η περιθωριοποίηση των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας, επειδή αυτή η πολιτική της σκληρής δραχμής ωθεί την εργοδοσία στην απορύθμιση των δυνάμεων της εργασίας, μέσα από τη συμπίεση του εργασιακού κόστους, το κλείσιμο επιχειρήσεων, την ανεργία, την μείωση των αμοιβών , την αξιοποίηση της μαύρης αγοράς εργασίας, τον περιορισμό του κράτους πρόνοιας και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Έτσι, η πολιτική συμπίεσης των μισθών που ακολουθείται από το 1985 κι εξής, συντηρεί και αναπαράγει τα πιο καθυστερημένα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου, εφόσον δεν τα εξαναγκάζει να εκσυγχρονιστούν.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΜΙΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών εξαιτίας της «σκληρής δραχμής» αναγνωρίζεται ως ένα μειονέκτημα. Ωστόσο, προβάλλεται ως πλεονέκτημα η αντιπληθωριστική επίδραση της συναλλαγματικής πολιτικής.

Όμως, η συνεχής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου της ελληνικής οικονομίας επαναφέρει, ξανά, στην επικαιρότητα το ζήτημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής. Διότι, οι μέχρι τώρα εξελίξεις έχουν δείξει ότι αυτή η πολιτική έχει εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά της ως μοχλός αναδιάρθρωσης της εγχώριας παραγωγής και έχει αρχίσει να μετατρέπεται στο αντίθετο της.

Έτσι, στο φλέγον ερώτημα, ποιες Θα ήταν οι διαχρονικές επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης υποτίμησης της δραχμής στο γενικό επίπεδο τιμών των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων γενικά και των εξαγόμενων εμπορευμάτων ειδικά, καθώς επίσης και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μια ομάδα πανεπιστημιακών (Θ. Μαριόλης, χ. Οικονομίας, Γ. Σταμάτης και Ν. Φουστέρης 1997) ανέλαβε να διερευνήσει το Θέμα της «Ποσοτικής εκτίμησης των επιπτώσεων της υποτίμησης στο «κόστος» παραγωγής»2.

Στην εν λόγω μελέτη, της οποίας οι υπολογισμοί βασίζονται στον Πίνακα Εισροών-Εκροών της ελληνικής οικονομίας για το έτος 1988 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Δ/νσης ΕΘνικών Λογαριασμών) , κατασκευάζει τρία εναλλακτικά υποδείγματα της αντίδρασης των επιχειρήσεων στην υποτίμηση, υπολογίζοντας αναλυτικά τις διαχρονικές αυξήσεις των τιμών 36 βασικών για την ελληνική οικονομία εμπορευμάτων. 'Οπως φαίνεται από τους υπολογισμούς της προαναφερθείσας ερευνητικής ομάδας, μια υποτίμηση της τάξης του 15% Θα οδηγήσει άμεσα (δηλαδή μέσα σε ένα έτος) σ' ένα εισαγόμενο πληθωρισμό της τάξης του 1,25% έως 1,88% μόνο, ενώ παράλληλα το κόστος των εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή αγορά Θα μειωθεί κατά 1 0% περίπου.

Αντιστοίχως, σε μία υποτίμηση 10%, Θα έχουμε ένα αποτέλεσμα στο μέτωπο του πληθωρισμού της τάξης του 1% περίπου και μία μείωση της αξίας των εξαγωγών κατά 7% περίπου.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι η πολιτική της «σκληρής δραχμής» συμβάλλει στην αντιπληθωριστική εκστρατεία, είναι πλέον δυνατό να διαπιστωθεί, σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας, ότι η επιλογή της υποτίμησης ως μέσου διόρθωσης των εντεινόμενων ανισορροπιών του ισοζυγίου πληρωμών και της υποαπασχόλησης των συντελεστών παραγωγής, δεν Θα έρθει αντιμέτωπη με μια πληθωριστική διαδικασία.

Από όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω φαίνεται ότι από τη στιγμή που δεν μεταβάλλεται η ακολουθούμενη συναλλαγματική πολιτική (μέσω της υποτίμησης ή της ταχείας διολίσθησης της δραχμής) , έστω και με τίμημα κάποια μικρή αύξηση του πληθωρισμού ώστε να μειωθεί έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και να αυξηθεί η ζήτηση και άρα οι επενδύσεις, η μόνη προσαρμογή που μπορεί να πραγματοποιηθεί είναι η προσαρμοστικότητα προς τα κάτω της αγοράς εργασίας. Το επιχείρημα ότι οι αυξήσεις των μισθών τροφοδοτούν την άνοδο του πληθωρισμού αποτελεί περισσότερο ιδεολογικό άλλοθι παρά επιστημονικό δεδομένο.

Αντίθετα, η οικονομική ανάκαμψη και η αύξηση της απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού προκαλούν ομαλοποίηση των αγορών και του πληθωρισμού , ενώ συνεπιφέρουν αυξήσεις των εισοδημάτων , άρα και των μισθών. Τέλος, αποδεικνύεται ότι η πολιτική της «σκληρής δραχμής» αποτελεί στρατηγική επιλογή, μιας τουλάχιστον μερίδας, του ελληνικού κεφαλαίου, προκειμένου να αναβαθμίσει τη Θέση του στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθυποτάσσοντας ταυτόχρονα τις δραστηριότητες των εργαζομένων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1 Μηλιός Γ . , «Οι μύθοι του εκσυγχρονισμού», ΑΛΦΑ, Νοέμβριος 1996 - Ιανουάριος 1997, τεύχος 18-19.
2 Μαριόλη Θ., Οικονομίδη Χ., Σταμάτη Γ., Φουστέρη Ν. (1997), Ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων της υποτίμησης στο «κόστος» παραγωγής, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, ΑΘήνα. Η εν λόγω μελέτη πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό « Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας», τεύχος 190, ΦΘινόπωρο 1996.

Αρχική σελίδα

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE  1997-98