ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η οικονομική πολιτική, η ανταγωνιστικότητα και η ανεργία
"ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ" ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - Τεύχος 27, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1997

1. Η ανταγωνιστικότητα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.

Για τον όρο της ανταγωνιστικότητας, χρησιμοποιούνται συχνά περιορισμένα κριτήρια, ιδιαίτερα δε το κόστος εργασίας. Ωστόσο , κατά τα τελευταία έτη, κερδίζει έδαφος η αντίληψη ότι η ανταγωνιστικότητα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που εξαρτάται από πλήθος παραγόντων" Σε συμφωνία με την εν λόγω αντίληψη Θεωρούμε ότι η οικονομία μίας χώρας Θα πρέπει να Θεωρείται ανταγωνιστική εφ' όσον πληρεί τέσσερις συνθήκες:

Θα έπρεπε, δηλαδή, για την ανταγωνιστικότητα να λάβουμε υπ'όψη μας πλήθος παραγόντων, όπως το κόστος κεφαλαίου, το κόστος εργασίας, το κόστος ενδιάμεσων αναλώσεων, την συναλλαγματική ισοτιμία, την δυνατότητα μείωσης των περιθωρίων κέρδους, την παραγωγικότητα εργασίας και την παραγωγικότητα των εμπορικών δικτύων , τους χρόνους παράδοσης των εμπορευμάτων, την ικανότητα διαφοροποίησης των προϊόντων, την συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, των γεωγραφικό και τον κλαδικό προσανατολισμό των εξαγωγών, το μέγεθος των επιχειρήσεων, την σχέση βιομηχανίας - πιστωτικού συστήματος, τις μορφές οργάνωσης της εργασίας, την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου , τις διαδικασίες κατάρτισης...

Αν όλοι οι φορείς που εμπλέκονται στον κοινωνικό διάλογο μπορούν να συμφωνήσουν σε έναν τέτοιο, συνολικό ορισμό της ανταγωνιστικότητας, ο οποίος περιλαμβάνει το μεγάλο πλήθος παραγόντων που την καθορίζουν, η συζήτηση γύρω από τα Θέματα της ανταγωνιστικότητας, μεταξύ όλων των μερών που εμπλέκονται στην παραγωγική διαδικασία Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά γόνιμη. Αντιθέτως, η εμμονή στον ορισμό της ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθιστά τον διάλογο άκρως στείρο και αδιέξοδο. Ωστόσο, η επίμονη αναφορά στο κόστος εργασίας ως παράγοντα ανταγωνιστικότητας Θέτει διαρκώς σε συζήτηση, προς επαλήθευση ή διάψευση, μια σειρά ερωτημάτων:

2. Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Από την σύγκριση των στοιχείων του 1994 για την βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τα οποία είναι τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat) προκύπτει ότι η Ελλάδα διατηρεί την προτελευταία Θέση στην κατάταξη του ετήσιου κόστους εργασίας, πριν από την Πορτογαλία. Κατά τα τελευταία δύο έτη υπήρξαν κάποιες αυξήσεις των μισθών στην ελληνική βιομηχανία. Εντούτοις, οι αυξήσεις αυτές, εάν λάβουμε υπ'όψη μας και τις αυξήσεις στις άλλες χώρες της ΕΕ, απλώς έχουν μειώσει ελαφρά τη διαφορά της Ελλάδας από την Ισπανία.

Ανάλογη είναι η εικόνα που παρουσιάζουν και οι συγκρίσεις με τις άλλες χώρες της ΕΕ, των μισθών των τραπεζοϋπαλλήλων, των υπαλλήλων του εμπορίου και άλλων κατηγοριών εργαζομένων.

Αξίζει εξάλλου να σημειωθεί ότι η ανατίμηση της δραχμής ωθεί προς τα άνω το ετήσιο κόστος εργασίας υπολογισμένο σε ΕCU κατά το ποσοστό της ανατίμησης, Εάν δεχθούμε ότι η δραχμή είναι ανατιμημένη περίπου κατά 20%, τότε, το ετήσιο κόστος εργασίας υπολογισμένο σε ΕCU Θα είναι υπερτιμημένο κατά το ίδιο ποσοστό.

Σε ότι αφορά την διαχρονική μεταβολή του μέσου πραγματικού μισθού στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα, κυμαίνεται στην διάρκεια των δεκαπέντε τελευταίων ετών γύρω από μια σταθερή αγοραστική δύναμη που αντιστοιχεί περίπου στα επίπεδα του 1983.

Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μια ρύθμιση των μισθών τέτοια ώστε η αγοραστική τους δύναμη να μην αυξάνεται - αλλά και ούτε να μειώνεται - αφού τις περιόδους μείωσης διαδέχονται περίοδοι αύξησης, ενώ ταυτοχρόνως μειώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επειδή ολόκληρο το όφελος από την παραγωγικότητα της εργασίας το εισπράττουν οι επιχειρήσεις. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς και την άνοδο της κερδοφορίας στην Ελλάδα κατά τα δέκα τελευταία έτη.

3.Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα (υπολογισμένο σε εθνικό νόμισμα και σταθερές τιμές 960 = 100) μειώθηκε μεταξύ 1990 και 1996 κατά 11 % και βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 1976. Η αντίστοιχη μείωση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται σε 4 %.

Στην διάρκεια της τριετίας 1994-1996 παρατηρήθηκε μια ορισμένη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, πλην όμως, η αύξηση αυτή, ήταν μικρή συγκριτικά με τις Θεαματικές μειώσεις των 1991 - 1993 και 1986-1987.

Για την ανταγωνιστικότητα, σημασία έχει το επίπεδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε κοινό νόμισμα. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυμαίνεται μεταξύ 0,6 και 1,1 ΕCU ανά μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) " Η ομάδα χωρών χαμηλού κόστους εργασίας, που είναι ευδιάκριτη στο σχετικό διάγραμμα, αποτελείται από τ ην Πορτογαλία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Εκτός της Πορτογαλίας που διατηρεί την φθηνότερη εργασία μεταξύ των 15 χωρών μελών, οι άλλες τρεις χώρες έχουν παραπλήσιο μοναδιαίο κόστος εργασίας, το οποίο ανέρχεται περίπου σε 0,6 ΕCU ανά μονάδα αγοραστικής δύναμης.

Η Ιταλία και η Ισπανία παρουσιάζουν μοναδιαίο κόστος εργασίας παρόμοιο με αυτό της Ελλάδας, διότι πραγματοποίησαν μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους, ενώ Αντιθέτως, η δραχμή παραμένει ανατιμημένη.

4.Το μοναδιαίο κόστος εργασίας δεν συσχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα διότι η τελευταία εξαρτάται από πλήθος παραγόντων

Οπως γίνεται φανερό από την κατάταξη των χωρών με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ΕCU , δεν συσχετίζεται με την αντίστοιχη κατάταξη της ανταγωνιστικότητας (οι χώρες με υψηλότερο κόστος εργασίας παρουσιάζουν μεγάλη ανταγωνιστικότητα) " Ειδικότερα για την περίπτωση της Ελλάδας, ενώ έχει μοναδιαίο κόστος εργασίας σε ΕCU παραπλήσιο με αυτό της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι επιδόσεις της στο διεθνές εμπόριο είναι κατά πολύ υποδεέστερες από τις αντίστοιχες των άλλων χωρών της μεσογειακής Ευρώπης. Επομένως, σε άλλους παράγοντες Θα έπρεπε να αναζητηθούν οι αιτίες της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και όχι στο κόστος εργασίας.

5. Άνοδος της κερδοφορίας

Στη διάρκεια του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του '90 , η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας, η οποία υπερβαίνει τις αντίστοιχες αυξήσεις όλων ανεξαιρέτως των άλλων χωρών μελών της ΕΕ.

Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα του ΟΟΣΑ σε ότι αφορά τις διεθνείς συγκρίσεις της κερδοφορίας στον επιχειρηματικό τομέα, διότι κατατάσσουν την Ελλάδα πρώτη μεταξύ όλων των χωρών του Οργανισμού. Βεβαίως, ενδέχεται η αποδοτικότητα του κεφαλαίου (μικτά κέρδη προς κεφαλαιακό απόθεμα) του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, να μην ανέρχεται στο 24% (όπως υπολογίζει ο ΟΟΣΑ), αλλά να είναι χαμηλότερη. Πλην όμως, επειδή για τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ίδιοι υπολογισμοί έδειξαν ότι η κερδοφορία βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (15%) είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, είναι έστω ελαφρώς ανώτερη του μέσου όρου της ΕΕ.

6. Αποκλίνουσα πορεία κερδοφορίας και επενδύσεων

Η άνοδος της κερδοφορίας δεν έχει οδηγήσει παρά μόνον σε περιορισμένη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και της απασχόλησης. - σε αντίθεση με τις προσδοκίες των φορέων της οικονομικής πολιτικής. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η περίπτωση της βιομηχανίας (επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 1 0 άτομα) : μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου , υπολογισμένες ως ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, παρουσιάζουν διακυμάνσεις οι οποίες ακολουθούν με κάποια προσέγγιση τις αντίστοιχες μεταβολές της κερδοφορίας (μετρούμενης με την αποδοτικότητα του παγίου κεφαλαίου).

Έκτοτε, όμως, τα δυο μεγέθη ακολουθούν αποκλίνουσα πορεία και η στασιμότητα των επενδύσεων δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί με βάση την εξέλιξη της κερδοφορίας, η οποία ακολουθεί ανοδική πορεία. Αντιθέτως, οι επενδύσεις (ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας) ακολουθούν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια τις μεταβολές του κινητού μέσου 3 όρων της βιομηχανικής παραγωγής γεγονός που Θα μπορούσε να εκληφθεί ως ισχυρή ένδειξη μιας συσχέτισης των επενδύσεων με τις προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη της ζήτησης που απευθύνεται στην βιομηχανία.

Οι μόνες επενδύσεις που παρουσιάζουν αξιοσημείωτη αν και δειλή - αύξηση είναι οι επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό ο οποίος, ως φορέας εκμηχάνισης, αυτοματοποίησης και εξορθολογισμού της εργασιακής διαδικασίας, έχει αντιφατικά αποτελέσματα επί της απασχόλησης (Θετικά μεν διότι διευρύνουν το παραγωγικό δυναμικό, αρνητικά δε επειδή υποκαθιστούν εργασία από μηχανικές λειτουργίες) .

7.Εν κατακλείδι

(α) το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι μικρό σε διεθνή σύγκριση και μειούμενο,

(β) η πτώση του δεν συνοδεύθηκε από βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όπως αυτή εμφανίζεται στα στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου, ούτε από μείωση της εργασίας,

(γ) η άνοδος της κερδοφορίας που στηρίχθηκε στην μείωση του κόστους εργασίας δεν οδήγησε σε αύξηση των επενδύσεων, και συνακόλουθα, ούτε της απασχόλησης.

8.Η αύξηση της ανεργίας προέρχεται από την ταχεία αύξηση της προσφοράς εργασίας

Η ελληνική οικονομία δημιουργεί αξιόλογες αυξήσεις της απασχόλησης, ακόμη και στις περιόδους μικρών αυξήσεων του ΑΕΠ. Έτσι, η αύξηση της ανεργίας δεν προέρχεται από μείωση της απασχόλησης, αλλά από την ταχύτερη αύξηση της προσφοράς εργασίας, δηλαδή του εργατικού δυναμικού.

Η αύξηση προσφορά εργασίας σχετίζεται με την διανομή προϊόντος Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της ανεργίας στην Ελλάδα, όταν η διανομή του προϊόντος μεταβάλλεται σε βάρος της εργασίας, τότε αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας: Το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που αναζητά ενεργητικά εργασία σήμερα είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό προηγουμένων ετών, διότι η μείωση του εισοδήματος της εργασίας εξωθεί όλο και περισσότερα μέλη των νοικοκυριών να εμφανισθούν στην αγορά εργασίας και να διεκδικήσουν μια Θέση απασχόλησης.

Όταν τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν επανειλημμένες μειώσεις του εισοδήματός τους, προκειμένου να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο κατανάλωσης στο οποίο Θεωρούν ότι ικανοποιούνται όλες οι βασικές τους ανάγκες καθώς και οι (διευρυνόμενες) κοινωνικές ανάγκες που αντιστοιχούν στην εποχή μας, τείνουν να προσφέρουν περισσότερη εργασία: δεύτερη απασχόληση των ανδρών, αυξανόμενη έξοδος των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας.

Εν ολίγοις, οι νέο-εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, νέοι και γυναίκες, καινούργιοι υποψήφιοι απασχολούμενοι, πληθύνονται τόσο πιο γρήγορα όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που ασκεί η λιτότητα στα νοικοκυριά - και μαζί μ'αυτήν την αύξηση του εργατικού δυναμικού αυξάνεται και η ανεργία. Η οικονομική πολιτική μειώνει το μερίδιο της εργασίας, αυξάνει την προσφορά εργασίας και την ανεργία.

Με δεδομένη την πολιτική βούληση να μειωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για να αυξηθεί η κερδοφορία, έχει πραγματοποιηθεί, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, σημαντική ανατροπή στην διανομή του εισοδήματος: η αναλογία μισθών/μεικτών κερδών μετατρέπεται σε βάρος των μισθών επί μία δεκαετία. Η σταθερή σχέση που έχει διαμορφωθεί πλέον είναι η εξής: από μακροχρόνια άποψη, ο πραγματικός μισθός τείνει να παραμείνει σταθερός στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '80, έτσι ώστε οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας να μετατρέπονται σε αύξηση των κερδών. (Οι αυξήσεις του μεριδίου της εργασίας που παρουσιάσθηκαν στην διάρκεια των τελευταίων τριών ετών απλώς αντιστάθμισαν εν μέρει τις μεγάλες απώλειες που έχει υποστεί το μερίδιο της εργασίας από τα μέσα της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα).

Το αποτέλεσμα είναι η μακροχρόνια τάση μείωσης του μεριδίου της εργασίας που εξωθεί τα νοικοκυριά να προσφέρουν περισσότερη εργασία (αύξηση του εργατικού δυναμικού). Αυτό που Θα κατά πάσα πιθανότητα Θα συμβεί κατά το τρέχον και το επόμενο έτος, Θα είναι μια νέα αύξηση του ποσοστού ανεργίας που Θα οφείλεται στην παρατεινόμενη διατήρηση του μεριδίου του εργασίας κάτω από ένα κρίσιμο κατώφλι που αντιστοιχεί στο "καλάθι" Αγάθων και υπηρεσιών το οποίο τα νοικοκυριά αναγνωρίζουν ως αναγκαίο για την συντήρησή τους - το οποίο αντιστοιχεί δηλαδή στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής μας και το οποίο δεν Θα μπορούν να αποκτήσουν παρά μόνον προσφέροντας περισσότερη εργασία (αύξηση του εργατικού δυναμικού).

9.Προτάσεις

9.1. Ρεαλιστικότερη συναλλαγματική πολιτική

9.2. Έμφαση στην "ανταγωνιστικότητα ποιότητας"

9.3. Ταχύτερο τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής

  1. Αναβάθμιση του ρόλου της εργασίας στην παραγωγή

 

Αρχική σελίδα

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE  1997-98