![]() |
ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ |
Στα επίπεδα του 1983
παραμένουν οι μισθοί
"ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ"
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - Τεύχος 29, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
1997
Κατά την διάρκεια του Κοινωνικού Διαλόγου, οι εμπειρογνώμονες της κυβέρνησης και της εργοδοτικής πλευράς, υποστήριξαν ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα πρέπει να μειωθεί, ώστε να συνεχισθεί η άνοδος της κερδοφορίας, να πραγματοποιηθούν περισσότερες επενδύσεις και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Θεωρούν δε, ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί ικανοποιητικά κατά τα τελευταία τρία έτη και επικαλέσθηκαν το γεγονός ότι ο μέσος πραγματικός μισθός το 1996 ήταν, ήδη, κατά 10% υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 1994.
Η συνδικαλιστική πλευρά, αντιθέτως, προέβαλε το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού κατά το 1996 βρισκόταν στα επίπεδα του 1983, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε εθνικό νόμισμα δεν υπερέβαινε τα επίπεδα του 1976.
Από την ανάλυση που παρουσίασε η ΓΣΕΕ, καθίσταται φανερό ότι ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα κυμαίνεται, στην διάρκεια των δεκαπέντε τελευταίων ετών, γύρω από μια σταθερή αγοραστική δύναμη που αντιστοιχεί περίπου στα επίπεδα του 1983.Τις περιόδους αύξησης (1982-1985, 1988-1989, 19941996) διαδέχονται περίοδοι μείωσης (1986-1987, 19901993), έτσι ώστε μακροπρόθεσμα, οι αυξήσεις να αντισταθμίζουν τις μειώσεις.
Πηγή: "Η οικονομική πολιτική, η ανταγωνιστικότητα και η ανεργία". Έκθεση της ΓΣΕΕ που κατατέθηκε στον Κοινωνικό Διάλογο.
Η σταθερότητα που εμφανίζει ο μέσος πραγματικός μισθός στην μακροχρόνια διάρκεια, αφήνει τα περιθώρια στις επιχειρήσεις να επωφεληθούν από ολόκληρη την αύξηση της παραγωγικότητας για να μειώσουν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και να βελτιώσουν έτσι την κερδοφορία τους.
Σε ότι αφορά την μέση ακαθάριστη αμοιβή των μισθωτών (που περιλαμβάνει τις ακαθάριστες αποδοχές, τις ασφαλιστικές εισφορές, τα επιδόματα κλπ), σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση πριν από την Πορτογαλία"
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (στο εξής ΜΚΕ) υπολογίζεται ως ο λόγος του ωριαίου κόστους εργασίας προς την παραγωγικότητα της εργασίας" Ο υπολογισμός του σε σταθερές τιμές, αποτελεί την βάση για τις διαχρονικές συγκρίσεις σε μία μοναδική χώρα, ενώ ο υπολογισμός του σε τρέχουσες τιμές και κοινό νόμισμα (ΕCU ή δολάρια ΗΠΑ) χρησιμοποιείται για τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών.
Το ΜΚΕ στην Ελλάδα (υπολογισμένο σε εθνικό νόμισμα και σταθερές τιμές 1960=100) μειώθηκε μεταξύ 1990 και 1996 κατά 110;0 και βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 1976. Η αντίστοιχη μείωση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται σε 4%. Στην διάρκεια της τριετίας 1994-1996 παρατηρήθηκε μια ορισμένη αύξηση του ΜΚΕ, πλην όμως, η αύξηση αυτή, ήταν μικρή συγκριτικά με τις Θεαματικές μειώσεις των ετών 1991-1993 και 1986-1987.
Για τις συγκρίσεις του ΜΚΕ μεταξύ διαφορετικών χωρών, που ενδιαφέρουν από την άποψη της ανταγωνιστικότητας, σημασία δεν έχουν μόνον οι μεταβολές, αλλά και το επίπεδο του ΜΚΕ σε κοινό νόμισμα. Με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ Προκύπτει ότι το ΜΚΕ στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυμαίνεται μεταξύ 0,6 και 1,1 ΕCU ανά μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ). Η ομάδα χωρών χαμηλού κόστους εργασίας, αποτελείται από την Πορτογαλία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Εκτός της Πορτογαλίας που διατηρεί την φθηνότερη εργασία μεταξύ των 15 χωρών μελών, οι άλλες τρεις χώρες έχουν παραπλήσιο ΜΚΕ, το οποίο ανέρχεται περίπου σε 0,5 ΕCU ανά μονάδα αγοραστικής δύναμης.
'Έτσι, μία χώρα που σε εθνικό νόμισμα διαθέτει φθηνή εργασία, μπορεί σε ECU να παρουσιάζει σχετικά μεγαλύτερο ΜΚΕ, εάν το νόμισμα της εν λόγω χώρας είναι ανατιμημένο. 'Έτσι, η Ιταλία και η Ισπανία, μέσα από τις μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του '90, παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένο ΜΚΕ. Η Ελλάδα, αντιθέτως, με ανατιμημένο νόμισμα, εμφανίζει ανατιμημένο ΜΚΕ.
Η συζήτηση σχετικά με τους μισθούς, που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Κοινωνικού Διαλόγου, συσχετίσθηκε με τα κρίσιμα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας, των επενδύσεων και της ανεργίας. Η κυβέρνηση και η εργοδοτική πλευρά Θεωρούν ότι η διατήρηση του μέσου πραγματικού μισθού στα σημερινά του επίπεδα αποτελεί προϋπόθεση .
Ωστόσο, όπως τόνισε η πλευρά των συνδικαλιστικών οργανώσεων:
Η άνοδος των κερδών κατά τα τελευταία δέκα έτη ήταν Θεαματική και προσφέρει στις επιχειρήσεις την δυνατότητα να πραγματοποιήσουν επενδύσεις δυνατότητα, μάλιστα, την οποία δεν αξιοποιούν επαρκώς. Το πρόβλημα των επενδύσεων στην σημερινή φάση δεν είναι η κερδοφορία, αλλά το γεγονός ότι με την δεδομένη συναλλαγματική ισοτιμίας της δραχμής, ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας ζήτησης εκτρέπεται προς τις εισαγωγές.
Η συνδικαλιστική πλευρά τόνισε, επίσης, ότι το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών των μισθωτών παραμένει σταθερό για μια μεγάλη περίοδο ενώ ταυτοχρόνως οι κοινωνικές ανάγκες αυξάνονται στον βαθμό που τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ελλάδα τείνουν να εξομοιωθούν με τα αντίστοιχα των πιο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό παρατηρείται μια ταχύτατη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, η οποία υπερβαίνει τις αυξήσεις της απασχόλησης, με αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας.
Παρά το γεγονός ότι ο κοινωνικός διάλογος κατέστησε έκδηλες τις διαφορετικές εκτιμήσεις της κυβέρνησης και των εργοδοτικών οργανώσεων των εργαζομένων από την άλλη, σε ότι αφορά τη σημασία μιας ενδεχόμενης αύξησης των πραγματικών μισθών κατά τα αμέσως επόμενα έτη, η κυβέρνηση δημοσιοποίησε την πρόθεση της να καθορίσει την αύξηση των μισθών στον δημόσιο τομέα για το 1998 σε 3% (δηλαδή 2% από 1 Ιανουαρίου και 2% από 1 Ιουλίου). Αν και η απόφαση αυτή της κυβέρνησης αφορά μόνον τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, έχει μεγάλη σημασία, διότι αποτελεί το επίπεδο αυξήσεων στο οποίο τείνουν να ευθυγραμμισθούν οι αυξήσεις των μισθών του ιδιωτικού τομέα.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ.
546 27 Θεσσαλονίκη Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr © Copyright MAKINE 1997-98 |