ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Οικογένεια και αγορά εργασίας
του Παναγιώτη Ν.Σούλιου - «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - Τεύχος 33, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1998

1. Η Έννοια της Αγοράς Εργασίας

Ως αγορά εργασίας θεωρούμε το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνάπτονται τα συμβόλαια εργασίας ή οι ατομικές συμβάσεις εργασίας βάσει των οποίων κατανέμονται άτομα απαλλαγμένα των μέσων παραγωγής, σε θέσεις μισθωτής απασχόλησης (1).

Η επέκταση της μισθωτής απασχόλησης συχνά οδηγεί στην λανθασμένη ταύτιση της έννοιας «Αγορά Εργασίας)) με έννοιες όπως εργατικό δυναμικό, ενεργός πληθυσμός, δομή απασχόλησης και γενικότερα με μορφές εργασίας που ορίζονται σε μια σχέση εξωτερική προς την αγορά εργασίας όπως π.χ. οι αυτοαπασχολούμενοι.

Η παραπάνω ταύτιση είναι πολλαπλάσια λανθασμένη για την ελληνική αγορά εργασίας, η οποία ως Θεσμός έχει μικρότερη εμβέλεια λόγω:
α. της δομής της Ελληνικής Οικονομίας (διογκωμένος αγροτικός τομέας, μικρή βιομηχανική παραγωγή, πλήθος οικογενειακών και προσωπικών επιχειρήσεων),
β. του εκτεταμένου ρόλου του Δημοσίου ως εργοδότη και των πελατειακών σχέσεων που δημιουργεί και
γ. λόγω της ιδιομορφίας της ελληνικής Οικογένειας.

Η αγορά εργασίας ως κυρίαρχος Θεσμός διαχείρισης της εργατικής δύναμης στις καπιταλιστικές κοινωνίες, καλείται να επιλύσει ένα διττό πρόβλημα. Πρώτον να προσφέρει στο σύστημα παραγωγής την απαιτούμενη ποσότητα εργατικής δύναμης (κατανεμητική λειτουργία) και δεύτερον να διαθέσει τα υλικά και κοινωνικά μέσα για την συντήρηση και αναπαραγωγή των φορέων της εργατικής δύναμης ( αναπαραγωγική λειτουργία) (2) .

Η στοιχειώδης όμως λειτουργία της αγοράς εργασίας επιβάλλει τον εξοστρακισμό από τα όρια της, μεγάλου μέρους της εν δυνάμει εργατικής δύναμης καθώς η συνολική της συμμετοχή Θα προκαλούσε την αυτοκαταστροφή της. Και τούτο γιατί διαφορετικά Θα αναιρούσε το πλεονέκτημα ισχύος που κατέχει η πλευρά της ζήτησης έναντι της προσφοράς Θα αφαιρούσε δηλ. την ανασφάλεια που προκαλεί το ενδεχόμενο απώλειας της εργασίας, κάτι που εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να πωλούν την εργατική τους δύναμη.

Επιπλέον ενδεχόμενη αφαίρεση της αβεβαιότητας και ανασφάλειας, Θα αφαιρούσε από την εργατική δύναμη τον χαρακτήρα του εμπορεύματος και Θα εισήγαγε στο αστικό δίκαιο τα στοιχεία της υπονόμευσής του (3) .

Είναι αυτός ο λόγος που καθιστά αδύνατη την Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία και που εξουδετερώνει τις πολιτικές απασχόλησης.

Η αγορά εργασίας επομένως δύναται να διαπραγματεύεται ένα μέρος του συνόλου της εργατικής δύναμης ή του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, το οποίο μπορούμε να ορίσουμε ποσοτικά ανατρέχοντας στα δεδομένα του Πίνακα 1. Έτσι παρατηρούμε ότι οι δύο βασικές κατηγορίες που συνθέτουν το περιεχόμενό της, δηλ. οι μισθωτοί και οι άνεργοι, καταλαμβάνουν ένα ποσοστό 29% περίπου του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας ή το 58% του ενεργού πληθυσμού. Μάλιστα το ποσοστό αυτό είναι στην ουσία μικρότερο εάν διαχωρίσουμε τους μισθωτούς του Δημόσιου Τομέα τους οποίους μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «ψευδομισθωτούς» (4), αφού η πρόσληψή τους στο Δημόσιο καταλύει οριστικά τον μηχανισμό της οικονομικής βίας και ανασφάλειας και τους οδηγεί σε ουσιαστική έξοδο από την αγορά εργασίας.

Η ύπαρξη ως εκ τούτου, των ανέργων αλλά και των ανέργων - αυτού του νέου εφεδρικού στρατού - οι οποίοι αυξομειώνονται ανάλογα με τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά ουδέποτε απορροφούνται ολοκληρωτικά, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας της αγοράς εργασίας, όχι τόσο γιατί υπάρχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη εργατική δύναμη, αλλά γιατί επιτρέπει να διατηρείται η Θεμελιακή ανασφάλεια της απασχόλησης και να διασφαλίζεται η εργασιακή πειθαρχία.

Ο αποκλεισμός όμως από την παραγωγική διαδικασία της πλεονάζουσας εργατικής δύναμης και η διατήρησή της ως μέσο πίεσης, Προϋποθέτει και την αναπαραγωγή της η οποία είναι φυσικά δυνατή μόνο μέσα από έξω - αγοραίους Θεσμούς.

Το κράτος, ως Θεμελιώδης Θεσμός, παρεμβαίνει στην αναπαραγωγική αυτή διαδικασία, μέσα από το σύνολο των νόμων, θεσμών και μέτρων Που εμφανίζονται είτε με τη μορφή παροχής μέσων βιοπορισμού (συντάξεις, επιδόματα, κλπ), είτε με τη μορφή απαγόρευσης πρόσληψης (παιδική εργασία, συνταξιούχοι κλπ) , η τρέχουσα όμως φάση καπιταλιστικής συσσώρευσης επιβάλλει τη συρρίκνωσή του αδυνατίζοντας περαιτέρω τις πολιτικές απασχόλησης.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος του Θεσμού της οικογένειας αναβαθμίζεται, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι η επέλαση του νεο-φιλελευθερισμού συνοδεύεται και από την εξύμνηση του συνεκτικού ρόλου της οικογένειας και των παραδοσιακών αρχών που αποτελούν το υπόβαθρο αυτού του ρόλου.

2. Η επίδραση της Οικογένειας στην Αγορά Εργασίας

Ο εκτεταμένος ρόλος της Οικογένειας, ως παραγωγικής και κοινωνικής μονάδας, είναι δεδομένος στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Η σπουδαιότητά της όμως, παρά τη συρρίκνωση που υπέστη, παραμένει μεγάλη και εντός των πλαισίων του καπιταλισμού. Και δεν είναι μόνον η επιβίωση του οικογενειακού τρόπου παραγωγής στην γεωργία, όπου σε χώρες όπως η Ελλάδα οι μικρής κλίμακας οικογενειακές εκμεταλλεύσεις παράγουν το σύνολο σχεδόν του αγροτικού προϊόντος (5).

Η σημασία της είναι πρωταρχική και εντός της αγοράς εργασίας καθώς μέσα από την εσωτερική της αλληλεγγύη και συνεκτικότητα. καθίσταται βασικό εργαλείο ρύθμισης της κυκλοφορίας του εργατικού δυναμικού.

Η οικογένεια επιδρά ποσοτικά στην αγορά εργασίας, ως μηχανισμός παραγωγής αλλά κυρίως ως χώρος υποδοχής και συντήρησης της πλεονάζουσας εργατικής δύναμης η οποία διαμορφώνεται από τρεις κατηγορίες του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, τους άνεργους και άεργους και τα συμβοηθούντα μέλη, την οποία μπορούμε να ορίσουμε ανατρέχοντας στα δεδομένα του Πίνακα 1, σύμφωνα με τα οποία οι τρεις παραπάνω κατηγορίες κατέχουν το 61,5% (5.335.281 άτομα) για το 1995 έναντι 59,6% (4.624.884 άτομα) για το 1988.

Ο ρόλος της οικογένειας στην συντήρηση της τεράστιας αυτής ποσότητας είναι προφανής, δεδομένης της περιορισμένης συμβολής του κράτους έτσι όπως τουλάχιστον εκφράζεται: α. στην περίπτωση των επιδομάτων ανεργίας τα οποία εκτός του ότι είναι πενιχρά. δίδονται σ' ένα περιορισμένο αριθμό, απορρίπτοντας τους νεοεισερχόμενους και τους απολυθέντες που δεν πληρούν τις κατά νόμο προϋποθέσεις και β. στην περίπτωση των άνεργων οι οποίοι καταλαμβάνουν περί το 50% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (Πιν. 1) των οποίων ο μεγάλος αριθμός εάν συνδυασθεί με την μικρή έκταση των κοινωνικών μέτρων και του κράτους πρόνοιας δηλώνει ότι οι μηχανισμοί επιβίωσης πρέπει να εντοπισθούν - εκτός της παραοικονομίας και παρανομίας - στα όρια της οικογένειας. Ενισχυτικό του γεγονότος αυτού είναι και το ότι «...ενώ η ανάπτυξη της ιδιωτικής κερδοσκοπική ςασφάλισης εμφανίζεται έντονη στις χώρες εκείνες όπου η δημόσια ασφάλιση είναι περιορισμένη, στην Ελλάδα και τα δύο μεγέθη φαίνονται εξαιρετικά χαμηλά. Το γεγονός ότι η ιδιωτική κερδοσκοπική ασφάλιση παραμένει τόσο υποτονική σε σχέση με άλλες χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, είναι λογικό να σκεφθούμε ότι η κοινωνική δυνατότητα της γενικευμένης αυτασφάλισης Θεμελιώνεται συνειδητά ή ασυνείδητα πάνω στην ανίχνευση ενός ευέλικτου οικογενειακού εισοδήματος αυτασφαλιστικών πρακτικών» (6).

Πέραν της ποσοτικής διάστασης η οικογένεια επιδρά ποιοτικά στην αγορά εργασίας ως Θεσμός παραγωγής κοινωνικών ανισοτήτων. Όντας ένας από τους σημαντικότερους διαπαιδαγωγικούς παράγοντες φροντίζει για την αναπαραγωγή των ανθρώπινων χαρακτήρων, και καλλιεργεί, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία, μέσω της σύνεσης και υπακοής, την εργασιακή ηθική και πειθαρχία και την εξοικείωση με την εξουσία από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η υπόσταση της αστικής τάξης πραγμάτων (7) .

Η οικογένεια διευκολύνει την αγορά εργασίας να δρα σε συνθήκες κατάτμησης διαχωρίζοντας άτομα ισοδύναμης παραγωγικότητας. Καθορίζει δηλ. μέσω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της το σημείο εκκίνησης αλλά και την ένταση της προωθητικής δύναμης, από τα οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ποιοι, δηλ. από ποια στρώματα, τι εισοδηματικού και πολιτιστικού επιπέδου, τι ηλικίας, φύλου κλπ Θα καταλάβουν τις Θέσεις εργασίας, τις θέσεις στην ιεραρχία και ποιοι Θα μείνουν εκτός παραγωγικής διαδικασίας.

Η οικογένεια, επιπλέον , εντασσόμενη στο ταξικό σύστημα διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές των νεαρών μελών της για την επαγγελματική τους ζωή και εξασφαλίζει ή όχι τις δυνατότητες πραγμάτωσης. Αυτό επιβεβαιώνεται από την επίδραση που ασκεί η ταξική και κοινωνική Θέση του αρχηγού της οικογένειας όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το επάγγελμα και τη Θέση του σ' αυτό η οποία σύμφωνα με τα δεδομένα του Πίνακα 2 διαγράφεται ως εξής:

Τα μέλη της οικογένειας με αρχηγό μισθωτό, εντάσσονται στην αγορά εργασίας ως μισθωτοί ή άνεργοι ενώ τα μέλη των οικογενειών με αρχηγό εργοδότη ή αυτοαπασχολούμενο εντάσσονται δευτερεύοντος και ως άνεργοι (8).

Φαίνεται λοιπόν ότι η οικογένεια αναπαράγει την ταξική Θέση και οι στρατηγικές που αναλαμβάνουν οι οικογένειες χαμηλών κοινωνικών τάξεων για την ανέλιξη των γόνων τους, αδυνατούν να διασπάσουν τους μηχανισμούς κοινωνικής καθήλωσης.

3. Η επίδραση της Οικογένειας στην διαμόρφωση της Ανεργίας (Μια εμπειρική προσέγγιση)

 Στο τμήμα που ακολουθεί παρουσιάζονται αποσπάσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 1994 , με στόχο την καταγραφή των χαρακτηριστικών των ανέργων και την διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους παρεμβαίνει το οικογενειακό περιβάλλον στην διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών:

· Από το σύνολο των 115 ανέργων που προσεγγίσθηκαν τυχαία, οι γυναίκες αποτέλεσαν το 70,4% και οι άνδρες το 29,6%.
· Από την κατανομή κατά ηλικιακές ομάδες, το 35,7% είναι έως 25 ετών, το 29,9% είναι μεταξύ 2630, το 16,5% μεταξύ 31-35, το 10,4% μεταξύ 36-40, ενώ υπάρχει ένα ποσοστό 16,5% άνω των 40 ετών.
· Όσον αφορά την οικογενειακή τους κατάσταση το 59% είναι άγαμοι, το 34% είναι έγγαμοι, ενώ το 7% είναι διαζευγμένοι.

3.1. Η εκπαίδευση των ανέργων

Ο κύριος όγκος των ανέργων είναι απόφοιτοι Λυκείου. Από το 53% που συγκεντρώθηκαν σ' αυτή την κατηγορία το 41,7% είναι γυναίκες και το 11,3% άνδρες. Ο μεγάλος αριθμός των ανέργων αποφοίτων Λυκείου πρέπει να σχετίζεται με το γεγονός ότι είναι κατ' ουσία ανειδίκευτοι. Ίσως η αιτία του μικρού ποσοστού (6,1%) που παρουσιάζεται στην κατηγορία των αποφοίτων Τεχνικής Σχολής να βρίσκεται στην ειδίκευση που αποκτάται. Σημαντικό είναι το ποσοστό των ανέργων αποφοίτων ΑΕΙ- ΤΕΙ (22,6%). (Πίνακας 3).

3.2. Το επάγγελμα των ανέργων

Τα δεδομένα του Πίνακα 4 μας δίνουν μια εικόνα των Θέσεων εργασίας που αναζητούν οι άνεργοι. Στην κατηγορία των επιστημόνων έτσι όπως προκύπτει από την εκπαίδευσή τους συγκεντρώνεται το 28% από το οποίο το 4% αναζητά Θέση εργασίας υποδεέστερη του εκπαιδευτικού επιπέδου. Η ύπαρξη της ετεροαπασχόλησης υποδηλώνει αναμφίβολα τον συμβιβασμό στον οποίο εξαναγκάζεται το άτομο για να αντιμετωπίσει τις πρακτικές όψεις της ζωής, κάτι που ενισχύεται από το ότι το 9,3% δηλώνει ότι αναζητά οποιαδήποτε εργασία. Μεγάλο μέρος των ανέργων (29,3%) βρίσκεται στην επαγγελματική κατηγορία των εργαζομένων στην παραγωγή, όπως και στην κατηγορία των υπαλλήλων γραφείου (21,3%). Αξιοσημείωτο το χαμηλό ποσοστό (1,4%) στην κατηγορία των εμπόρων πωλητών (Πίνακας 4).
 
3.3. Διάστημα ανεργίας

Οι περισσότεροι άνεργοι (81 ,7%) βρίσκονται σε κατάσταση ανεργίας για λιγότερο από 6 μήνες ενώ αυτοί που είναι άνεργοι για 7 έως 12 μήνες αποτελούν το 15,7%. Ελάχιστο είναι το ποσοστό (2,6%) αυτών που βρίσκονται σε κατάσταση ανεργίας άνω των 12 μηνών. ’ξιο παρατήρησης είναι το γεγονός ότι το σύνολο σχεδόν των ανδρών παραμένουν σε κατάσταση ανεργίας για λιγότερο από 6 μήνες ενώ αντιθέτως οι γυναίκες φαίνεται να παρατείνουν την παραμονή τους σ' αυτήν και τούτο ενδεχομένως συσχετίζεται με τους διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους που ανατίθεται στα δύο φύλα (Πίνακας 5).

3.4. Λόγοι Ανεργίας

Οι περισσότεροι άνεργοι (41,7%) δηλώνουν ότι έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους οικειοθελώς και Θέλουν να εργασθούν πάλι. Η ευχέρεια αποχώρησης και επανάκαμψης στην αγορά εργασίας Θα πρέπει να Θεωρηθεί ότι οφείλεται στην παρέμβαση της οικογένειας καθώς και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ' αυτών είναι γυναίκες. Ο δεύτερος λόγος ανεργίας είναι ότι Θέλουν να εργασθούν για πρώτη φορά (25,2%) είναι δηλαδή νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, ενώ σαν τρίτος λόγος αναφέρεται η απόλυση από την επιχείρηση (πίνακας 6).

3.5. Κριτήρια επιλογής εργασίας

Το κριτήριο "ανάλογα με την ειδικότητα)) είναι το σημαντικότερο (47,8%) για την επιλογή μιας Θέσης εργασίας. Συνοδεύεται όμως με το κριτήριο της «σταθερής σχέσης εργασίας" (42,6%). Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το κριτήριο της «επαγγελματικής εξέλιξης δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψη (μόλις το 11,3%) όπως και το ότι το κριτήριο «καλό εργασιακό περιβάλλον" έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτό της "<καλής αμοιβής'". Σημαντικό είναι επίσης το ποσοστό (21,8%) αυτών που επιλέγουν ως κριτήριο την «δυνατότητα φροντίδας της οικογένειας" (Πίνακας 7).

3.6. Οι ενέργειες των ανέργων για ανεύρεση εργασίας

Το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων (77,4%) αναζητούν εργασία χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των αγγελιών και όχι τον ανεπαρκή ως προς αυτό το Θέμα ΟΑΕΔ (4,3%). Μεγάλο ρόλο επίσης (περίπου το 1/3) στην ανεύρεση εργασίας διαδραματίζει το ευρύτερο περιβάλλον του ανέργου (φίλοι και συγγενείς). (Πίνακας 8)

3.7. Οικογενειακά προβλήματα των Ανέργων

Ένα σημαντικό μέρος των ανέργων του δείγματος (21,7%) φαίνεται πως ενεργοποιείται για ανεύρεση εργασίας, λόγω κάποιου προβλήματος που αντιμετωπίζει η οικογένεια. Σημαντικότερο εξ' αυτών είναι η ύπαρξη κάποιου ανάπηρου μέλους, πράγμα που συνεπάγεται, πέραν των άλλων και σημαντική οικονομική επιβάρυνση για την οικογένεια (Πίνακας 9).

3.8. Το οικογενειακό εισόδημα

Ένα σημαντικό μέρος των ανέργων (18,4%) είναι μέλη οικογενειών με εισόδημα έως ένα (1) εκατομμύριο. Στην κατηγορία μεταξύ 1 έως 2 εκατομμύρια βρίσκεται το 33,3%. Ενώ στην κατηγορία 2 έως 3 εκατομμύρια το 34,2%. Στην κατηγορία άνω των 3 εκατ. βρίσκεται το 14,1%. Δεδομένου ότι η κατοικία αποτελεί προσθετό στοιχείο εισοδήματος ή επιβάρυνσης, παρατηρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος (60,5%) κατοικεί σε ιδιόκτητη στέγη ενώ το 33,3% σε ενοικιαζόμενη. Στην κατηγορία εισοδήματος άνω των 3 εκατ. το ποσοστό κατοχής ιδιόκτητης στέγης ανέρχεται στο 81,2% ενώ στις κατηγορίες έως 2 εκ. πέφτει στο 50%. Η σημειούμενη μείωση του αριθμού των ανέργων για την κατηγορία εισοδήματος άνω των 3 εκ. σε συνδυασμό με το ότι στην κατηγορία αυτή παρατηρείται το μεγαλύτερο ποσοστό κατοχής ιδιόκτητης στέγης, διαμορφώνει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ ανεργίας και οικογενειακού εισοδήματος (Πίνακας 10).

3.9. Κατάσταση διαμονής των ανέργων

Η μεγάλη σημασία της οικογένειας στην αναπαραγωγή και συντήρηση της εργατικής δύναμης διαφαίνεται από τα δεδομένα του Πίνακα 11 σύμφωνα με τα οποία μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό (2,6%) δηλώνει ότι διαμένει «μόνος». Οι υπόλοιποι φαίνεται ότι βιώνουν την αρνητική κατάσταση της ανεργίας στα πλαίσια της οικογένειας (Πίνακας 11).

3.10. Οικονομική στήριξη των ανέργων

Ανάλογη έκφραση αλληλεγγύης προς τα «αδύναμα» μέλη της δείχνει η οικογένεια παρέχοντάς της οικονομική στήριξη. Τούτο φαίνεται στα στοιχεία του Πίνακα 12 σύμφωνα με τα οποία μόνο το 3% στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις ενώ παράλληλα όσοι λαμβάνουν επιδόματα είναι μόλις το 17% πράγμα που υποδηλώνει την ανυπαρξία προνοιακής κρατικής πολιτικής και αναδεικνύει τον αναπαραγωγικό ρόλο της οικογένειας (Πίνακας 12).

Σημειώσεις - Παραπομπές
1.  Α. Δεδουσόπουλος, «Οικονομική της αγοράς», Πολίτης, 1995.
2.  C. Οffe, «Κοινωνία της Εργασίας», Νήσος, 1994
3.  Σούζαν Ντε Μπρυνόφ, «Κράτος και κεφάλαιο", Θεμέλιο, 1980.
4.  Κ. Τσουκαλάς, "Κράτος, κοινωνία, εργασία", Θεμέλιο, 1992.
5.  Ι.Ψυχογιός, «Οικιακοί τρόποι παραγωγής στη Γεωργία και καπιταλισμός», Επ. Αγροτικών Μελετών ΑΤΕ, Τεύχος 2, 1981.
6.  Κ. Τσουκαλάς, «Κράτος, κοινωνία, εργασία», σελ. 281, 1992.
7. Μ. Χορκχάιμερ «Εξουσία και Οικογένεια» Ύψιλον, σελ. 131,1992
8. ΙΠΑ/ΠΑΝΤΕΙΟΣ, «Το φαινόμενο της Μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα» ΟΑΕΔ 1991.

Αρχική σελίδα

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE  1997-98