![]() |
ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ |
Οι πολιτικές για
την αγορά εργασίας και το "Νέο Μοντέλο
Εργασίας"
του Πέτρου Λινάρδου
- Ρυλμόν - ΤΕΤΡΑΔΙΑ
του ΙΝΕ, διπλό τεύχος 8-9, Οκτώβριος 1996 - Μάρτιος 1997
Α. Εισαγωγή
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούνται σήμερα να τοποθετηθούν σχετικά με ένα σύνολο αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί, ή Θεωρείται αναπόφευκτο και αναγκαίο να πραγματοποιηθούν. Ποιά εξέλιξη καλούνται όμως να αποδεχθούν; Αλλαγές στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και στο Θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, που δεν Θα καταργούν όμως το σύστημα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, που δεν Θα αμφισβητούν δηλαδή ούτε την ύπαρξη της μισθωτής σχέσης, ούτε τη δυνατότητα της συλλογικής διαπραγμάτευσης κεφαλαίου και εργασίας; Η πρόκειται για αλλαγές που οδηγούν στην πλήρη σχεδόν κατάργηση του Θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της μισθωτής σχέσης, στην ριζική αποδυνάμωση της κοινωνικής ασφάλισης και στην περιθωριοποίηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης;
Πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, όπως και ο λόγος των εργοδοτικών φορέων, μετακινείται συνεχώς από τη μία στην άλλη εκδοχή. παρόλο που διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, καθώς παραπέμπουν σε διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα και επιφυλάσσουν μια εντελώς διαφορετική Θέση στη μισθωτή εργασία και στις οργανώσεις των μισθωτών. Δικαιολογημένα έχει διαμορφωθεί η αντίληψη ότι η μόνη στρατηγική που ουσιαστικά υλοποιείται είναι αυτή της προοδευτικής αποδυνάμωσης των Θεσμικών και κοινωνικών αντιστάσεων , με την εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης, την απόλυτη κυριαρχία της λογικής της "αγοράς εργασίας".
Η θεωρητικοποίηση των αλλαγών που πραγματοποιούνται στις εργασιακές σχέσεις με την αναφορά σ' ένα "Νέο Μοντέλο Εργασίας", δεν στηρίζεται παρά στην ταυτολογική περιγραφή της αποσύνθεσης του ρυθμιστικού πλαισίου που προκαλεί η παρατεταμένη υψηλή ανεργία. Δεν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις για την άμεση συνάρτηση αυτών των αλλαγών από τις μεταβολές στην τεχνολογία και τα παραγωγικά συστήματα των κλάδων αιχμής της βιομηχανίας ή των υπηρεσιών. Η αναδιάρθρωση που πραγματοποιείται στους κλάδους αυτούς δεν οδηγεί στο "Νέο Μοντέλο Εργασίας", αν και η αποδιάρθρωση του πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας διευκολύνει για το κεφάλαιο την διαχείριση της εργασίας και επηρεάζει τα χαρακτηριστικά της Θέσης της στην παραγωγή.
Οι πολιτικές για την αγορά εργασίας ως μεταβολές του Θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων ή ως πολιτικές απασχόλησης, δεν χρησίμευσαν στη συγκρότηση ενός νέου και διαπραγματεύσιμου Θεσμικού πλαισίου ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Επειδή επιδιώκουν άμεσα την αποδυνάμωση της Θέσης της εργασίας, ή επειδή εντάσσονται σε ευρύτερες διεργασίες, που λόγω της παρατεταμένης ανεργίας έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, ή ακόμα επειδή ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός εγκαταλείπει σιωπηρά σημαντικούς τομείς άσκησης ελέγχων στην αγορά εργασίας. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι οι πολιτικές για την αγορά εργασίας πήραν εκ των πραγμάτων έναν επιθετικό χαρακτήρα απέναντι στην εργασία και ότι οι συνδικαλιστικές δυνάμεις ήταν αναγκασμένες να κάνουν μια μάχη χαρακωμάτων μέσω επιμέρους διαπραγματεύσεων για την εξασφάλιση υπαρχουσών ή νέων δυνατοτήτων υπεράσπισης της εργασίας. Την ίδια στιγμή που δεν τις έχουν καλέσει να διαπραγματευθούν ένα νέο συνολικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
Ο δυσμενής συσχετισμός σε βάρος της εργασίας οδηγεί εξάλλου τον επιχειρηματικό κόσμο σε συμμαχία όλων των μερίδων του για την περαιτέρω βελτίωση προς όφελός του αυτού του συσχετισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που βελτιώνουν την παραγωγικότητά τους με σημαντικούς ρυθμούς, συμμαχούν με το μερίδιο του επιχειρηματικού κόσμου που τόσο στην βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες, βρίσκεται εγκλωβισμένο σε παρωχημένες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης, εξαρτημένες παθολογικά από το φτηνό εργατικό κόστος. Η ψευδαίσθηση ότι αυτή η συμμαχία αποτελεί παράγοντα αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος και γενικευμένης αύξησης της παραγωγικότητας, κυριαρχεί σήμερα με διάφορες παραλλαγές, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα στην πράξη οδηγούν σε αντίθετες διαπιστώσεις για εκτεταμένους τομείς της οικονομίας.
Β. Αναδιάρθρωση και νέες μορφές εργασίας
Δεν υπάρχει σήμερα πειστική επιχειρηματολογία για το ότι βρισκόμαστε μπροστά στην ανάδειξη ενός Νέου Μοντέλου Εργασίας, στην μετάβαση από την κυριαρχία της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας στην κυριαρχία μιας μορφής απασχόλησης που χαρακτηρίζεται από εξατομίκευση της Θέσης εργασίας, εξατομίκευση της σύμβασης εργασίας, σημαντική κινητικότητα και ταχεία μεταβολή των ειδικεύσεων. Παρά τις μεταβολές που έχει υποστεί με πολλαπλούς τρόπους, η μισθωτή εργασία διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της που είναι η εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη, η ένταξη του μισθωτού σε μια ιεραρχημένη δομή καταμερισμού της εργασίας και της γνώσης και η ύπαρξη μιας ιεραρχημένης δομής ελέγχου του περιεχομένου και του χρόνου της εργασίας.
Οι εργοδοτικές πολιτικές οι οποίες συνεχίζουν να διαχειρίζονται το έλεγχο της μισθωτής εργασίας μέσω ιεραρχημένων δομών , παρουσιάζονται όμως όλο και περισσότερο με όρους που μυθοποιούν τις πραγματοποιούμενες μεταβολές και μετατρέπουν την επιχείρηση σε ακατανόητο "μαύρο κουτί". Εξίσου μυθοποιητική είναι και η σχέση των μεταβολών στο εσωτερικό των επιχειρήσεων με τις πραγματοποιούμενες αλλαγές στην αγορά εργασίας προς την κατεύθυνση της αυξημένης κινητικότητας, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας.
Οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στην οργάνωση της εργασίας στις επιχειρήσεις περιγράφονται ως η υιοθέτηση μεθόδων όπως οι κύκλοι ποιότητας και η ομαδική εργασία, η "απέριττη" παραγωγή και η ευελιξία με πολυειδίκευση, όπως και η αλλαγή των μεθόδων εργασίας λόγω αυτοματοποίησης της παραγωγής. Διαπιστώνεται επιπλέον ότι αυτές οι αλλαγές οδηγούν σε προσαρμογή της εργασίας στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας ως προς την οργάνωση, της μεγαλύτερης κινητικότητας στο εσωτερικό της επιχείρησης, του συνδυασμού περισσοτέρων ειδικοτήτων, της μεγαλύτερης ευθύνης των εργαζομένων, των συνεχών οργανωτικών βελτιώσεων και της συνεχούς εξέλιξης των γνώσεων.
Η υιοθέτηση αυτών των μορφών εργασίας συνεχίζει να απαιτεί την σταθερότητα της απασχόλησης των μισθωτών, καθώς η μακρόχρονη παρουσία στην επιχείρηση και η δυνατότητα συσσώρευσης εμπειριών και γνώσεων στο εσωτερικό της αποτελούν βασικές προϋποθέσεις των νέων μεθόδων. Από την άλλη μεριά υπάρχουν όρια στον τρόπο καταμερισμού των γνώσεων και των πρωτοβουλιών στο εσωτερικό της επιχείρησης. Συνεχίζει να ισχύει ο ιεραρχημένος καταμερισμός της εργασίας και της γνώσης, ενώ η διεύρυνση των πρωτοβουλιών του εργαζόμενου, όταν πράγματι υλοποιείται δεν αμφισβητεί με ουσιαστικό τρόπο την ιεραρχία των αποφάσεων και την ιεραρχία των πρωτοβουλιών. Επίσης, οι νέες μορφές εργασίας είναι δυνατόν να υιοθετηθούν, και έχουν σε πολλές σημαντικές περιπτώσεις υιοθετηθεί, μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Η διεύρυνση των ευελιξιών στην αγορά εργασίας, είτε λόγω των πιέσεων που ασκεί η ανεργία. είτε λόγω της υλοποίησης πολιτικών με αυτό τον προσανατολισμό, δεν εξυπηρετεί τη διαμόρφωση των νέων μορφών εργασίας που αναφέρθηκαν. Αντίθετα επιτρέπει κατά κύριο λόγο σε επιχειρήσεις που αδυνατούν να υιοθετήσουν νέες μεθόδους οργάνωσης και ένταξης της εργασίας, να προσφεύγουν στις ευελιξίες για να πιέσουν προς την κατεύθυνση της μείωσης του εργατικού κόστους, ή της μεγαλύτερης ευχέρειας για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης της παραγωγής και ανταπόκρισης στις ανάγκες της αγοράς.
Η επέκταση των μορφών προσωρινής ή μερικής απασχόλησης, η διευκόλυνση της διαδικασίας των απολύσεων, η διαφοροποίηση των αμοιβών της εργασίας πέρα από το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή του νόμου και η διεύρυνση της ευελιξίας στην οργάνωση του χρόνου εργασίας (οι κύριες κατευθύνσεις της επέκτασης των ευελιξιών στην αγορά εργασίας), δεν αφήνουν αδιάφορες τις επιχειρήσεις που υιοθετούν νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας με την έννοια που αναφέρθηκε. Δεν χρησιμεύουν όμως. ούτε για την μεγαλύτερη κινητικότητα των εργαζομένων προς και από την επιχείρηση, ούτε για την άσκηση πολιτικής φτηνής εργασίας, ούτε και για την αμφισβήτηση των ωραρίων εργασίας.
Σε συνθήκες επέκτασης των ευελιξιών στην αγορά εργασίας, οι πολιτικές απασχόλησης, δηλαδή κατά κύριο λόγο οι πολιτικές επιδότησης νέων Θέσεων εργασίας και οι πολιτικές κατάρτισης ανέργων. οδηγούνται στο να εξυπηρετούν την γενική τάση. Όταν ασκείται πολιτική επιδότησης νέων Θέσεων εργασίας. ενώ δεν δημιουργούνται νέες Θέσεις εργασίας και εντείνεται η ευελιξία της απασχόλησης, το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η πολιτική επιδότησης αυξάνει στην πραγματικότητα την κινητικότητα και τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της απασχόλησης, χωρίς να εξυπηρετείται φυσικά η αναβάθμιση των συστημάτων παραγωγής.
Αλλά τον ίδιο ρόλο τείνουν να παίξουν και οι πολιτικές κατάρτισης, κυρίως σ' ότι αφορά την συνεχιζόμενη κατάρτιση ανέργων. Η μεταφορά των διαδικασιών ορισμού του περιεχομένου των ειδικοτήτων από την συλλογική διαπραγμάτευση. στις "ανάγκες της αγοράς εργασίας", συμβάλει για μεγάλο αριθμό εργαζομένων στην εξατομίκευση της επαγγελματικής διαδρομής και της σχέσης εργασίας. Η εικόνα των αναγκών σε κατάρτιση που διαμορφώνεται από την παρατήρηση των εξελίξεων στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, αναδεικνύει το γεγονός ότι για την αναβάθμιση της εργασίας παίζει ουσιαστικό ρόλο η οργάνωση της παραγωγής με νέες μεθόδους και παίζει άρα σχετικό ρόλο η διαδικασία της κατάρτισης. Η αποξένωση της διαδικασίας της κατάρτισης από το εργασιακό περιβάλλον, μυθοποιεί την σημασία της για την προσαρμογή των εργαζομένων στις τεχνολογικές αλλαγές και στις αλλαγές των προϊόντων, δικαιολογώντας την αυξημένη κινητικότητα και αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας ως προϊόν της "ραγδαίας" αλλαγής των ειδικοτήτων .
Γ. Κρατική πολιτική και αγορά εργασίας
ο γεγονός ότι οι πολιτικές για την αγορά εργασίας που ωθούν σε μεγαλύτερη ευελιξία, δεν υπήρξαν το προϊόν ενός σχεδίου αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου και της εργασίας, αλλά είναι προϊόν της επιδείνωσης του συσχετισμού σε βάρος της εργασίας, αναδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές αυτές εντάσσονται στο σύνολο των κρατικών πολιτικών που επηρεάζουν τον κόσμο της εργασίας. Οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας τείνουν εξάλλου να εμφανιστούν ως υποκατάστατο όλων των πολιτικών που πρέπει να επιδιώκουν όχι μόνο την αύξηση της απασχόλησης. αλλά και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Η επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας προβάλλεται ως η οδός που ευνοεί την δημιουργία περισσοτέρων Θέσεων εργασίας, την ίδια στιγμή που ούτε οι μακροοικονομικές πολιτικές, ούτε οι πολιτικές δημοσίων ή ιδιωτικών επενδύσεων έχουν αυτό το αποτέλεσμα. Ειδικότερα, προβάλλεται ως κατεύθυνση για τη δημιουργία νέων Θέσεων εργασίας σε περιοχές που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία, ενώ δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια εξειδίκευσης άλλων πολιτικών για αυτές τις περιοχές. Οι πολιτικές απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων και μείωσης του εργατικού κόστους εμφανίζονται ως μέτρα που ευνοούν την αναδιάρθρωση, δηλαδή κατά κύριο λόγο την αύξηση της παραγωγικότητας, όταν η εμπειρία από την κρίση της βιομηχανίας δείχνει ότι πρόκειται για προσαρμογές που "συνοδεύουν" τις επιχειρήσεις ως την τελική τους κατάρρευση.
Το πλαίσιο ρύθμισης όμως των εργασιακών σχέσεων που έχει διαμορφωθεί, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των πολιτικών για την αγορά εργασίας, οι οποίες προσαρμόζονται σε μεγάλο βαθμό στις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί. Παράλληλα η κρατική πολιτική τείνει να εγκαταλείψει κρίσιμες ρυθμιστικές παρεμβάσεις, όπως η άσκηση ελέγχου μέσω των επιθεωρήσεων εργασίας, η εξασφάλιση της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών και η εξασφάλιση φορολογικών εσόδων για τα ασφαλιστικά ταμεία. Με αυτό τον τρόπο, οι πολιτικές για την αγορά εργασίας παίρνουν συχνά την μορφή της απόσυρσης του κράτους από την παρέμβαση στην αγορά εργασίας, που ασκεί δραματικές πιέσεις πάνω στους εργαζόμενους, διευκολύνοντας φυσικά την "επισημοποίηση" νέων ευελιξιών.
Η διατήρηση της πίεσης της ανεργίας στις εργασιακές σχέσεις και παράλληλα η παραίτηση του κράτους από την πλήρη εξασφάλιση του ισχύοντος πλαισίου ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων αποτελούν παράγοντες που επιδεινώνουν δραματικά τη Θέση των μισθωτών, αλλά συγχρόνως υπονομεύουν τη σημασία της κοινωνικής διαπραγμάτευσης για την ρύθμιση της αγοράς εργασίας, καθώς οι συνδικαλιστικές δυνάμεις βρίσκονται αντιμέτωπες με δυνάμεις και διεργασίες οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων εκτός διαπραγμάτευσης.
Για να γίνει ουσιαστική η διαπραγμάτευση νέων κανόνων για τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, για να υπερισχύσει δηλαδή η στρατηγική της μεταρρύθμισης της μισθωτής σχέσης μέσω της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι αναγκαίες δύο προϋποθέσεις. Θα έπρεπε αφενός να γίνει αντικείμενο της κρατικής πολιτικής και της διαπραγμάτευσης με τον κόσμο της εργασίας η υιοθέτηση αποτελεσματικών πολιτικών απασχόλησης και αποφασιστικής μείωσης της ανεργίας. Από την άλλη μεριά Θα έπρεπε να ανασυγκροτηθούν και να γίνουν αποτελεσματικοί οι υπαρκτοί Θεσμοί ρύθμισης και προστασίας των εργασιακών σχέσεων, όπως και ο Θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης. Διαφορετικά κινδυνεύει να υπερισχύσει η στρατηγική της πλήρους αποδιάρθρωσης του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, η οποία υποτάσσει στην πραγματικότητα την εργασία στις ανάγκες των πλέον οπισθοδρομικών μερίδων του κεφαλαίου.
Βιβλιογραφία
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ.
546 27 Θεσσαλονίκη Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr © Copyright MAKINE 1997-98 |