ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Αναζητείται πάλι βιομηχανική πολιτική

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΩΣ ΤΟ 1993 η βιομηχανική παραγωγή σημείωνε αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής. Από το 1994 ο δείκτης παρουσίασε μια δειλή ανάκαμψη, αυξάνοντας κατά 1,3% το 1994, 1,8% το 1995 και 1,2% το 1996. Εφέτος όμως παρατηρείται μια ανησυχητική στασιμότητα και ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο η αύξηση ήταν μόλις 0,3%.

Αν και υπάρχουν πολλά προβλήματα στην κατάρτιση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής από τη Στατιστική Υπηρεσία, η στασιμότητα πιστοποιείται και από άλλες ενδείξεις και επομένως το ερώτημα πώς είναι δυνατόν από τη μια πλευρά η συνολική οικονομική δραστηριότητα, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, να αυξάνεται κατά 3,5% σε πραγματικές τιμές και από την άλλη η παραγωγή της βιομηχανίας να μένει καθηλωμένη, είναι επίκαιρο και πρέπει να απαντηθεί. Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να μιλάμε για είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε μια φάση ταχύρρυθμης ανάπτυξης και ο κύριος παραγωγικός τομέας, η βιομηχανία, να μαραίνεται;

Η στασιμότητα αυτή πρέπει πάντως να ανησυχεί τον Πρωθυπουργό, ο οποίος στην ομιλία του στη ΔΕΘ επεσήμανε ότι «στο διάστημα που ακολουθεί ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να δείξει ότι συμμετέχει ενεργά στην εθνική προσπάθεια. Οι επιχειρήσεις έχουν σήμερα πρόσβαση στην εσωτερική και διεθνή κεφαλαιαγορά με πραγματικά επιτόκια πολύ χαμηλότερα από ό,τι πριν από λίγο χρόνο. Ο επιχειρηματικός κόσμος όμως πρέπει να εντείνει τις πρωτοβουλίες του, να αναλάβει κινδύνους προσβλέποντας στην ισχυροποίηση της παραγωγικής και ανταγωνιστικής βάσης. Τα βήματα που έχουν γίνει είναι θετικά, αλλά δεν αρκούν. Τα κέρδη σήμερα είναι ικανοποιητικότερα από ποτέ στα τελευταία χρόνια. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις όμως δεν επιταχύνονται ανάλογα. Αν οι επιχειρήσεις δεν υπερβούν τη νοοτροπία του βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού θα χάνουμε ως χώρα έδαφος».

Από την επισήμανση αυτή προκύπτει ότι ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης αποδίδει τη στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής σε μια ιδιότυπη επενδυτική υποτονικότητα, σε μια ατολμία των επιχειρηματιών να επανεπενδύσουν τα υψηλά κέρδη τους. Ποια είναι η «απολογία» των βιομηχάνων στη μομφή αυτή;

Στην ανακοίνωση του ΣΕΒ (10.9), με την οποία σχολιάστηκε η ομιλία της Θεσσαλονίκης, αναφέρονται τα εξής: «Για να επιτύχουμε πραγματική σύγκλιση ασφαλώς πρέπει να επιταχυνθούν οι ρυθμοί οικονομικής ανόδου. Στην επιδίωξη αυτή ο ρόλος των επιχειρήσεων είναι και θα είναι κεντρικός. Και θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι υγιείς, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις βρίσκονται τη στιγμή αυτή στην πρωτοπορία της ανάπτυξης με μεγάλες επενδύσεις εκσυγχρονισμού και επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Ο Πρωθυπουργός επεσήμανε βέβαια τη στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία είναι γεγονός. Η στασιμότητα όμως αυτή οφείλεται στην ομάδα επιχειρήσεων που βραδυπορούν, στην οποία κυριαρχούν οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος και τις κρατικές τράπεζες. Η ομάδα αυτή λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη του τομέα στο σύνολό του. Εξάλλου και η ασκούμενη συναλλαγματική πολιτική, πέρα από τις όποιες θετικές επιπτώσεις της στον πληθωρισμό, λειτουργεί ανασχετικά στην παραγωγή περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».

Οπως διαπιστώνουμε, οι βιομήχανοι δεν αρνούνται τη στασιμότητα, την αποδίδουν όμως στις κρατικές επιχειρήσεις και στη συναλλαγματική πολιτική. Παρ' ότι και οι δύο αιτιάσεις έχουν βάση, νομίζουμε ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε οι επιχειρηματίες έχουν αντιληφθεί ή τουλάχιστον δεν είναι ειλικρινείς όσον αφορά το μέγεθος του προβλήματος και τις πραγματικές του αιτίες.

Οπως επισημαίνουν έγκυροι οικονομικοί κύκλοι, η στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που έχει σχέση με το μοντέλο ανάπτυξής της. Φθάνοντας στο 2000, περνώντας δηλαδή στον 21ο αιώνα, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στην Ελλάδα θα προέρχεται κατά 70% από τις υπηρεσίες, κατά 8%-10% από τον πρωτογενή τομέα και κατά 20% από τον δευτερογενή (ηλεκτρισμό, ορυχεία - μεταλλεία - μεταποίηση). Μετατρεπόμεθα σταδιακά σε μια οικονομία υπηρεσιών όπου η συρρίκνωση των παραγωγικών κλάδων μοιάζει να έχει νομοτελειακό χαρακτήρα. Ετσι λοιπόν εξηγείται και το παράδοξο να έχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, οι οποίοι όμως συμβαδίζουν με χαμηλούς και πάντως ανεπαρκείς ρυθμούς αύξησης στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.

Βεβαίως η υπεροχή των υπηρεσιών είναι παγκόσμιο φαινόμενο και ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία κ.ά., έχουν επιτύχει χαμηλά ποσοστά ανεργίας με αυτή την ταχεία ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει και η γνωστή θεωρία για την ιδιαιτερότητα του έλληνα επιχειρηματία που από παράδοση ρέπει προς το εμπόριο, τη ναυτιλία κλπ.

Ολα αυτά είναι σωστά και χρήσιμα, υπό τον όρο όμως ότι στρεφόμενοι οι έλληνες επιχειρηματίες προς τον τριτογενή χώρο θα παράγουν υπηρεσίες ανταγωνιστικές με διεθνή κριτήρια και ότι, π.χ., οι τράπεζες, οι ασφάλειες, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. θα είναι κλάδοι αυτοδύναμοι και οι υπηρεσίες τους θα πωλούνται στο εξωτερικό. Διαφορετικά πώς θα χρηματοδοτούμε τις εισαγωγές μας;

Από την άλλη πλευρά όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μια οικονομία χωρίς ισχυρή παραγωγική βάση δεν μπορεί να εξασφαλίσει για πολλά χρόνια υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επομένως, ενώ είναι αναπότρεπτο να διογκώνεται ο τομέας των υπηρεσιών, δεν είναι αναπόφευκτο να συρρικνώνεται η παραγωγική βάση της οικονομίας. Και εν πάση περιπτώσει η αναζήτηση μιας αποτελεσματικής βιομηχανικής και γεωργικής πολιτικής είναι πάντα δεδομένη.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-09-1997
Κωδικός άρθρου: B12446D041

Αρχική σελίδα
 

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE  1997-98