![]() |
ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ |
Με την ευκαιρία του 29ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ και των κυοφορούμενων σε κυβερνητικό επίπεδο διαρθρωτικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας, καλό θα ήταν να υπενθυμίσουμε ορισμένες βασικές θέσεις αναφορικά με την απασχόληση και την ανεργία, με τις οποίες ελάχιστοι σύγχρονοι οικονομολόγοι θα μπορούσαν να διαφωνήσουν:
* Το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων αυξάνεται όταν μειώνονται οι ώρες εργασίας και το επίπεδο του μισθού (εισοδήματος) παραμένει αμετάβλητο. Το κοινότοπο και προφανές αυτό συμπέρασμα προκύπτει από την παραδοχή ότι οι άνθρωποι κατά κανόνα «δεν ζουν για να δουλεύουν αλλά δουλεύουν για να ζουν», παραδοχή που υπονοεί ότι οι εργαζόμενοι αντλούν ικανοποίηση από τον ελεύθερο χρόνο τους και όχι από τον χρόνο εργασίας. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται πλήρως από το γεγονός ότι στη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ώρες εργασίας στις αναπτυγμένες οικονομίες σχεδόν υποδιπλασιάστηκαν. Συνεπώς το αίτημα της ΓΣΕΕ για περαιτέρω μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μεταβολή των αποδοχών είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο.
* Το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων αυξάνεται όταν τους παρέχεται η δυνατότητα να εργαστούν όσες ώρες την ημέρα ή την εβδομάδα επιθυμούν. Η θέσπιση υποχρεωτικού 40ωρου ή 35ωρου μειώνει την ευημερία των εργαζομένων που επιθυμούν να εργαστούν λιγότερες ώρες από τις θεσμοθετημένες και μπορεί να οδηγήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην επιλογή της αποχής από την αγορά εργασίας. Το τελευταίο ενδεχόμενο ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες (νοικοκυρές και μητέρες μικρών παιδιών) και τους νέους (φοιτητές, σπουδαστές κλπ.) και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί στη χώρα μας οι δύο αυτές κατηγορίες του πληθυσμού εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, στην αγορά εργασίας. Κατά συνέπεια, ταυτόχρονα με τη μείωση των ωρών εργασίας, θα πρέπει να επιδιωχθεί η επέκταση της μερικής απασχόλησης και των «ελαστικών» ωραρίων εργασίας, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
* Η θεσμοθέτηση ελάχιστου ημερομισθίου περιορίζει τις δυνατότητες απασχόλησης ανέργων με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης (ανειδίκευτων), των νέων και των γυναικών. Κατά κανόνα, το ελάχιστο ημερομίσθιο ορίζεται σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο αυτού που θα επικρατούσε, αν η αγορά εργασίας λειτουργούσε χωρίς παρεμβάσεις. Επιπλέον, το ιδιαίτερα υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας (εργοδοτικές εισφορές) οδηγεί και σε μείωση της απασχόλησης και σε μείωση των μισθών.
* Η τεχνολογική πρόοδος και η διεύρυνση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών απαιτούν αυξημένη κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ επιχειρήσεων, επαγγελμάτων και περιοχών. Η έλλειψη συστηματικής πληροφόρησης για τις συνθήκες που επικρατούν σε διάφορες αγορές εργασίας (κλαδικές και γεωγραφικές), το κόστος αναζήτησης εργασίας και το υψηλό κόστος μετακίνησης συμβάλλουν στην ατελή λειτουργία των αγορών και στη συντήρηση της ανεργίας. Επιπλέον, θεσμικές παρεμβάσεις που περιορίζουν την κινητικότητα της εργασίας οδηγούν έμμεσα και μεσοπρόθεσμα σε αύξηση της ανεργίας (π.χ. μονιμότητα, τεχνητή διατήρηση των θέσεων εργασίας μη βιώσιμων προβληματικών επιχειρήσεων κλπ.).
* Σε περιβάλλον ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, η έλλειψη άξιων λόγου προγραμμάτων συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισης μειώνει τις δυνατότητες επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας και περιορίζει τις δυνατότητες απασχόλησης των νεοεισερχομένων στο εργατικό δυναμικό. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τα τεράστια κονδύλια που έχουν διατεθεί ως σήμερα στη χώρα μας από τα ΚΠΣ για εκπαίδευση και κατάρτιση αντιμετωπίστηκαν από όλους τους εμπλεκομένους ως προσωρινά εισοδηματικά βοηθήματα (επιδόματα ανεργίας) παρά ως εργαλείο ικανοποίησης υπαρκτών αναγκών της αγοράς εργασίας.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι οι κυοφορούμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας και όχι στη διαιώνιση της υπονόμευσής της.
Επιπλέον, η συνεχής αναβολή για «ευθετότερο χρόνο» των αναγκαίων και προφανών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας δεν αποτελεί χαρακτηριστικό εκσυγχρονιστικής διακυβέρνησης, ιδιαίτερα σήμερα που η ανεργία αυξάνεται και η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ πλησιάζει.
Ο κ. Μιχάλης Ντεμούσης είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-03-1998
Κωδικός άρθρου: B12472D171
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ.
546 27 Θεσσαλονίκη Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr © Copyright MAKINE 1997-98 |