ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ      ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ (ΚΑ006)

Ζ.Αλμπανίδου - Κ.Παγκαρλιώτας
(Απο το Εκπαιδευτικό πακέτο: Σύμβουλοι Απασχόλησης στη Βιομηχανία-Μεταποίηση, έτος 1997, φορέας υλοποίησης ΜΑΚΙΝΕ)

Η κλασσική θεωρία της οικονομικής, ολοκλήρωσης στηρίζεται υπέρμετρα στη μέθοδο στατικής συγκριτικής. Διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν ενσωματώσει μια πιο σύνθετη ανάλυση πλησιέστερα στην πραγματικότητα όπου η διαδικασία της ολοκλήρωσης περνάει από διαδοχικά στάδια στα οποία συνυπάρχουν παλιές και νέες δομές. Η δυναμική των αλληλοεπιδράσεων και επιπτώσεων διαφοροποιείται ανάλογα με την ταχύτητα αντικατάστασης παλιών θεσμών και δομών από τις νέες. Έτσι εξηγούνται και οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην ταχύτητα ολοκλήρωσης επιμέρους αγορών. Στις χρηματοπιστωτικές αγορές που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ελαστικότητα και οι αγοραπωλησίες είναι συγκεντρωμένες και διεκπεραιώνονται μέσω ενδιάμεσων φορέων τόσο εκ μέρους των πωλητών όσο και των αγοραστών οι διαδικασίες ολοκλήρωσης έχουν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς. Οι ενδιάμεσοι αυτοί φορείς έχουν πλήρη γνώση των λειτουργιών της αγοράς και άμεση πληροφόρηση για τις συναλλαγές.

Η διαδικασία ολοκλήρωσης εθνικών αγορών προϋποθέτει την αναπροσαρμογή των αγορών στην κατεύθυνση της ενοποίησης τους. Ειδικότερα για την αγορά εργασίας είναι συζητήσιμο κατά πόσο ακόμα οι εθνικές αγορές είναι εσωτερικά ομογενοποιημένες.

Στην δεκαετία του '80 η οικονομική θεωρία ενσωμάτωσε στοιχεία για την σημασία της πληροφόρησης και του κόστους των συναλλαγών (transaction costs) στην λειτουργία των αγορών σε μια προσπάθεια να εξηγήσει τις συνεχιζόμενες ανισορροπίες.

Η αποτελεσματικότητα της κάθε αγοράς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ακριβή και πλήρη πληροφόρηση για τους αγοραστές και πωλητές. Για παράδειγμα οι εργοδότες για να διαμορφώσουν μια βιώσιμη επιχειρηματική πολιτική απασχόλησης πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με το ύψος των μισθών το εκπαιδευτικό επίπεδο των εργαζομένων, το νέο εργατικό δυναμικό κ.λ.π. Οι εργαζόμενοι για να επιλέξουν την μελλοντική τους απασχόληση χρειάζονται πληροφορίες για τις κενές θέσεις, το ύψος των μισθών, το κόστος ζωής στην ευρύτερη περιοχή, την ύπαρξη κατοικιών κ.λ.π. Τέλος, οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν το σύνολο της πληροφόρησης για να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν μέσα πολιτικής.

Όμως ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας λειτουργούν άτυπα δίκτυα πληροφόρησης στα οποία έχουν πρόσβαση επιλεκτικά οι συμμετέχοντες με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων.

Η παραγωγή και διάχυση πληροφόρησης έχει υψηλό κόστος ιδιαίτερα σε αγορές χωρικά διάσπαρτες όπου παρουσιάζεται μεγάλη τμηματοποίηση (segmentation). Η πληροφόρηση από την φύση της είναι ένα δημόσιο αγαθό και έτσι αντιμετωπίζεται στις περισσότερες οργανωμένες οικονομίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα ενισχυτικά στις προσπάθειες που καταβάλλουν τμήματα του Δημόσιου Τομέα για την οργάνωση και λειτουργία ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών δικτύων πληροφόρησης.

Το πρόβλημα της παραγωγής και διάχυσης της πληροφόρησης εντείνεται με τις τάσεις διεθνοποίησης παγκοσμιοποίησης των οικονομιών και τις σε εξέλιξη διαδικασίες ολοκλήρωσης. Προκύπτουν προβλήματα συμβατότητας συγκρισιμότητας των ταξινομήσεων, διαφοροποιήσεων στην ποιότητα των πρωτογενών στοιχείων (διαφορετικά δείγματα, ερωτηματολόγια, χρόνοι συλλογής κ.λ.π.). Αυτά τα προβλήματα, αντιμετωπίζονται από διεθνείς οργανισμούς παρακολούθησης των οικονομιών (ΟΟΣΑ, Ε.Ε., ΔΓΕ κ.λ.π.), που επιδιώκουν την συνόρθωση των εθνικών στοιχείων και την προσαρμογή τους σε ενιαίες μορφές παρουσίασης.

Στα εθνικά κράτη οι υπηρεσίες στατιστικής βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία εκσυγχρονισμού διερεύνησης της πληροφορικής τους δυναμικότητας ελέγχου της αξιοπιστίας της πληροφόρησης και ενσωμάτωσης νέων μέσων διάχυσης της. Με δεδομένες αυτές τις βελτιώσεις στα πρωτογενή στοιχεία, τα Ερευνητικά Ινστιτούτα και Όργανα Παρακολούθησης των εξελίξεων στις αγορές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην δευτερογενή και επόμενα βαθύτερη ανάλυση της πληροφόρησης στην καλύτερη παρουσίαση της με στόχο την κάλυψη των αναγκών των τελικών χρηστών.

Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις που οφείλονται αφενός στην συνεχιζόμενη μακροοικονομική αστάθεια όπου οι φάσεις ανάπτυξης είναι βραχύβιες και αφετέρου στις διαρθρωτικές αλλαγές που παρατηρούνται στις οικονομίες των κρατών-μελών. Έτσι ενώ ο λόγος απασχόλησης πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας βελτιώθηκε αισθητά από 58,1% σε 61% μεταξύ 1985-91 και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 10,8% σε 8,7%, εκτιμάται ότι "στα τέλη του '93, όλα τα κέρδη της δεκαετίας του 1980 όσον αφορά την απασχόληση θα έχουν χαθεί και η ανεργία θα βρίσκεται και πάλι στα επίπεδα του 1985".

Οι τάσεις αυτές συναθροισμένες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αποκρύπτουν τις έντονες διαφοροποιήσεις σ' επίπεδο Κράτους-Μέλους. (Πίνακας 1.1 και Διαγράμματα 1.1 έως 1.6). Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι σημαντικές στην στατική τους διάσταση δεδομένου ότι σ' ένα συγκεκριμένο έτος (1985 ή 1991) παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις από τον μέσο όρο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακραίες περιπτώσεις στον λόγο απασχόλησης - πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, όπου με μέσο όρο για την Ευρώπη το 58,1%, η Δανία εμφανίζει λόγο 75,6% και η Ισπανία 44,6%. Αλλά και διαχρονικά οι διαφοροποιήσεις αυτές εντείνονται αντί να μειώνονται. Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα ο λόγος απασχόλησης πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας αντί να αυξάνεται όπως είναι η τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μειώνεται στην περίοδο 1985-91.

Στην Κοινότητα οι ανισορροπίες στην αγορά εργασίας δεν αίρονται με την ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων αλά με την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών που πλήττονται από το χάσιμο θέσεων εργασίας. Οι όποιες προσπάθειες μείωσης των περιορισμών στην κίνηση των εργαζομένων εστιάζονται κύρια στην διευκόλυνση ειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού. Άρα, οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας από τις διαδικασίες ολοκλήρωσης είναι κατ' αρχήν και κατά κύριο λόγο έμμεσες και προέρχονται από την εφαρμογή του προγράμματος για την ενιαία αγορά που έδωσε αυξημένες δυνατότητες για εγκατάσταση επιχειρήσεων και απελευθέρωσε τις χρηματοοικονομικές ροές. Όμως η απελευθέρωση των επενδυτικών ροών μόνο εν δυνάμει μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα και σε εξισορρόπηση της λειτουργίας των αγορών εργασίας.

Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας η ελλιπής πληροφόρηση και η λειτουργία εσωτερικών αγορών δημιουργούν αυξημένες απαιτήσεις για συντονισμό σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και επικοινωνία μεταξύ των οργανισμών που δραστηριοποιούνται στις αγορές εργασίας σε εθνικό επίπεδο. Η κίνηση προς την ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά επιταχύνει τις διαδικασίες αλληλεξάρτησης μεταξύ των εθνικών αγορών εργασίας και άρα δημιουργεί ανάγκες για δημιουργία υπερεθνικών δομών και μηχανισμών ρύθμισης έτσι ώστε η διαδικασία σύγκλισης να είναι ισόρροπη. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Ένωση καθυστερήσει στην δημιουργία κατάλληλων δομών και μηχανισμών τότε θα εμφανιστεί ένα "έλλειμμα συντονισμού" όπως έχει διατυπωθεί από τους Grahl και Teague. Όπως επισημαίνουν, σε αυτή την περίπτωση οι πιέσεις για αλλαγή και προσαρμογή στην αγορά εργασίας θα ξεπερνούν τις πραγματικές δυνατότητές της για προσαρμογή.

Στην κατεύθυνση δημιουργίας υπερεθνικών δομών και μηχανισμών ρύθμισης και επικοινωνίας, καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν οργανισμοί παρακολούθησης της αγοράς εργασίας.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα όπως και στην Ευρωπαϊκή Ενωση από το 1981 και μετά διανύει μια δύσκολη περίοδο. Η σταθερότητα των συνολικών μεγεθών του πληθυσμού ή και η μείωση τους δεν συνοδεύτηκε αντίστοιχα από την βελτίωση της Αγοράς Εργασίας σε ζητήματα εύρυθμης λειτουργίας. Αντίθετα, η αύξηση των μέσων ετήσιων ποσοστών ανεργίας σε επίπεδο πολύ μεγαλύτερο από τα όρια της ανεργίας "τριβής", δημιούργησε όξυνση των προβλημάτων λειτουργίας της αγοράς εργασίας.

Στην Ελληνική Αγορά Εργασίας υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες με άλλες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την διάρθρωση της ανεργίας, όπως για παράδειγμα τα υψηλά ποσοστά νέων ανέργων, υψηλά ποσοστά ανέργων γυναικών και η υποαπασχόληση.

Επίσης αρχίζει να παίρνει έκταση το φαινόμενο του άνεργου ειδικευμένου εργατικού δυναμικού σε φθίνοντες κλάδους από το κλείσιμο προβληματικών επιχειρήσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το πρόβλημα της ανεργίας επιδεινώνεται και από την αντιστροφή του μεταναστευτικού κύκλου και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ομογενών παλιννοστούντων. Μετά το 1985 επίσης παρατηρείται η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας (για διάφορους κυρίως οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους ) πράγμα που οδήγησε σε περαιτέρω επιδείνωση των μεγεθών στην αγορά εργασίας.

Η ολοκληρωμένη εξέταση Αγοράς Εργασίας είναι σύνθετη διαδικασία και προϋποθέτει τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν την ζήτηση και προσφορά εργασίας και την ανάλυση των μηχανισμών και των θεσμών που καθορίζουν την λειτουργία της.

Οικονομική Ανάπτυξη και Απασχόληση

Το επίπεδο της απασχόλησης καθορίζεται σ' ένα βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που έχουν γίνει για την σχέση μεταξύ ρυθμών ανάπτυξης και απασχόλησης προκύπτει ότι, μία ετήσια αύξηση της παραγωγής κατά 2% ενδεχομένως είναι επαρκής για να συγκρατήσει την απασχόληση στα ίδια επίπεδα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και η εμφάνιση νέων μορφών απασχόλησης ενδεχομένως να διαφοροποιήσει μελλοντικά την προαναφερόμενη σχέση. Ιδιαίτερα, σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου προσαρμογές στην οικονομία υλοποιούνται με βραδύτερους ρυθμούς και με υστέρηση σε σχέση με τα υπόλοιπα Κράτη-Μέλη της Ε.Ε., είναι δυνατόν αυξήσεις στο ΑΕΠ μεγαλύτερες του 2% να μην συνοδεύονται από αυξήσεις στην απασχόληση.

Η αλληλοσυσχέτηση μεταξύ ρυθμών ανάπτυξης και απασχόλησης καταγράφεται στον πίνακα 1.2 για την δεκαετία 1984-93.

Ετήσιες μεταβολές αύξησης του ΑΕΠ και της Απασχόλησης στην Ελλάδα.  

ΕΤΟΣ

1984-89

1987-89

1990

1991

1992

1993

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΕΠ %)

2,4

2,1

-0,3

0,7

1,2

2,1

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ (%)

0,5

0,6

0,2

-0,8

-0,1

0,2

ΠΗΓΗ: European Economy/Annual Economic Report 1991-1992 N. 50 December 1991, p.45.

Μεταξύ αυτών των μεταβολών στον πίνακα 1.2 υπάρχει σταθερή σχέση με εξαίρεση το 1990, όπου παρά τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρατηρείται μικρή αύξηση της απασχόλησης. Η πρόσκαιρη σταθεροποίηση των επιπέδων απασχόλησης επηρεάζεται και από τις σχετικές ρυθμίσεις για απολύσεις και γενικότερα την εργατική νομοθεσία. Η Ελληνική Οικονομία αναμένεται να διέλθει από την φάση ενός διευρυμένου τεχνολογικού εκσυγχρονισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο οποίος ενώ θα προκαλέσει μακροπρόθεσμα υψηλά πολλαπλασιαστικά οφέλη, μεσοπρόθεσμα θα δημιουργήσει εστίες ανεργίας. Αυτή ακριβώς η διαρθρωτική πλευρά της απασχόλησης-ανεργίας θα πρέπει να διερευνηθεί από το ΕΠΑ ως προς την έκταση και την φύση της για να παρθούν έγκαιρα διορθωτικά μέτρα.

Κλαδική Σύνθεση Απασχόλησης

Η κλαδική σύνθεση της απασχόλησης αποτελεί ένα βασικό δείκτη του επιπέδου της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και προσδιορίζει την κατεύθυνση που έχει την δοσμένη περίοδο εξέτασης ως προς την βιομηχανική, ημιβιομηχανική ή και αγροτική οικονομική διάρθρωση. Η γνώση της κλαδικής σύνθεσης της απασχόλησης βοηθάει σε κάποιο βαθμό στην πρόβλεψη της απασχόλησης-ανεργίας και ταυτόχρονα στην υιοθέτηση πολιτικών απασχόλησης. Οι αναμενόμενες αναπροσαρμογές που θα προκύψουν από την διαδικασία ολοκλήρωσης και σύγκλισης θα αναδείξουν την διαρθρωτική πλευρά της απασχόλησης - ανεργίας. Η κλαδική σύνθεση της απασχόλησης επιδρά και στην κοινωνική πολιτική του κράτους αρχίζοντας από το σύστημα της επαγγελματικής προετοιμασίας και τελειώνοντας στο σύστημα της πολιτικής δημοκρατίας και των παραγωγικών σχέσεων.

Τομεακή Σύνθεση ΑΕΠ και Απασχόλησης 1985-91

 

1985

1991

 

ΑΕΠ

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΑΕΠ

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Πρωτογενής

17.3

28.9

16.3

22.2

Βιομηχανία

29.3

25.7

27.4

25.7

Υπηρεσίες

53.5

45.4

56.3

52.1

Σύνολο

100

100

100

100

Από τον πίνακα προκύπτει ότι η απασχόληση στην γεωργία (πρωτογενής τομέας) μειώνεται αισθητά μεταξύ 1985 και 1991 κατά 6.7 ποσοστιαίες μονάδες ενώ αντίθετα η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξάνεται κατά ένα ανάλογο ποσοστό, με την βιομηχανία να παραμένει αμετάβλητη. Οι τάσεις αυτές είναι σε αντιστοιχία με αυτές που εμφανίζονται στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί ένα υψηλό ποσοστό απασχόλησης στην γεωργία σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ' αυτόν τον τομέα θα ασκηθούν και οι σημαντικότερες πιέσεις από την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και τις συμφωνίες της GATT. (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου).

Τα επίπεδα απασχόλησης στην βιομηχανία, στον πρωτογενή τομέα και τις υπηρεσίες εξαρτώνται από την αύξηση του μεγέθους του προϊόντος και των υπηρεσιών που παράγονται στους συγκεκριμένους τομείς και το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας σε αυτούς.

Λόγω των διαφορών στην παραγωγικότητα και στην απασχόληση παγίου κεφαλαίου προκύπτουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των ποσοστών συμμετοχής των τομέων στην απασχόληση και στο ΑΕΠ. Έτσι, ο πρωτογενής τομέας λόγω του χαμηλότερου επιπέδου παραγωγικότητας, συμμετέχει με μεγαλύτερο ποσοστό (κατά 10 μονάδες) στην απασχόληση από ότι στο ΑΕΠ το 1985 με τάση όμως σύγκλισης την επόμενη εξαετία. Αντίθετα, στους δύο άλλους τομείς, υπηρεσίες και βιομηχανία η συμμετοχή στο ΑΕΠ ήταν και παραμένει υψηλότερη από την αντίστοιχη στην απασχόληση, αν και εδώ παρουσιάζονται τάσεις εναρμόνισης.

Επενδύσεις και Απασχόληση

Στο επίπεδο της απασχόλησης επιδρούν αναπόφευκτα και οι μεταβολές των επενδύσεων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η σχέση των ακαθάριστων επενδύσεων προς το ΑΕΠ δεν άλλαξε σημαντικά στην προηγούμενη δεκαετία παραμένοντας σε χαμηλά επίπεδα τόσο ως προς την δεκαετία του '70 όσο και σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το 1984 οι ρυθμοί αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων στην Ελληνική Οικονομία άρχισαν να φθίνουν υποδηλώνοντας μια νέα φάση ύφεσης

Επενδυτική Δραστηριότητα 1984-92

ΕΤΗ

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ/ΑΕΠ

ΡΥΘΜΟΣ ΑΥΞΗΣΗΣ

1984-1986

18,5%

-2,4%

1987-1989

17,0%

+2,6%

1991

18,8%

-1,2%

1992

18.8%

+3,5%

Το μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων έχει σχέση με το αναμενόμενο ποσοστό κέρδους και την πραγματοποιημένη μάζα κέρδους. Όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους τόσο πιο δυναμικά σταθεροποιείται η επενδυτική διαδικασία στην ελεύθερη οικονομία και αντιστρόφως όσο μικρότερο είναι το ποσοστό κέρδους τόσο μικρότεροι είναι οι ρυθμοί των ακαθάριστων επενδύσεων. Η συμμετοχή των εισοδημάτων από κέρδη από το 1980 έως το 1990 μειώθηκε από 56% σε 46%. Την ίδια χρονική περίοδο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό αυξήθηκε από 62% σε 85%. Η μείωση της συμμετοχής των κερδών στο εισόδημα, αποτελεί σοβαρό παράγοντα για την μείωση των ρυθμών των επενδύσεων. Τα αίτια αυτής της φθίνουσας τάσης πρέπει να αναζητηθούν στην ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού, στον κρατικό παρεμβατισμό όσον αφορά την διαμόρφωση των τιμών και μισθών και στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων.

Ειδικότερα όσον αφορά στον διεθνή ανταγωνισμό η επιδείνωση είναι εμφανής από τα στοιχεία εισαγωγικής διείσδυσης. Ενώ την τελευταία χρονιά πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ, ο βαθμός διείσδυσης των εισαγωγών στην ελληνική αγορά ήταν σχετικά χαμηλός (περίπου 23% για το σύνολο της μεταποίησης και για τους παραδοσιακούς κλάδους συχνά κάτω από 10%) κατά το διάστημα 1980-1987 η εισαγωγική διείσδυση έφτασε στο 35% της εγχώριας κατανάλωσης (και μάλιστα το ποσοστό αυτό για μερικούς από τους σημαντικότερους κλάδους της εγχώριας παραγωγής κάλπασε, όπως τα τρόφιμα, τα ποτά, η κλωστοϋφαντουργία και τα ενδύματα/υποδήματα).

Οι επενδυτικοί αναπτυξιακοί νόμοι (1262/82, 1892/90) δεν ανέτρεψαν το αρνητικό επενδυτικό κλίμα. Οι επιχορηγήσεις που προέβλεπαν οι νόμοι αυτοί μείωναν την ίδια συμμετοχή στο ύψος των επενδύσεων και κατ' επέκταση περιόριζαν τον επιχειρηματικό κίνδυνο, αλλά επιδρούσαν στις συνθήκες ανταγωνισμού μόνο οριακά ενώ δεν ήταν σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά στο θέμα των εναλλακτικών τοποθετήσεων.

Ειδικότερα όσον αφορά στην σχέση επενδύσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας, η ανάλυση των στοιχείων των επενδυτικών προτάσεων του 1262/82 δείχνει ότι απαιτούνται κατά μέσο όρο επενδύσεις 5.3 εκατ. δρχ. ανά θέση εργασίας. Στην πραγματικότητα αυτό το ποσό είναι πολλαπλάσιο γιατί δεν υπήρξε έλεγχος από τις εποπτεύουσες αρχές για την εξασφάλιση του επιπέδου απασχόλησης στις νέες επενδύσεις.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης, θα πρέπει να διερευνήσει την σχέση ύψους επένδυσης ανά θέση εργασίας σε κλαδικό επίπεδο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί ο σχεδιασμός των αναπτυξιακών κινήτρων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Ο χρόνος εργασίας και απασχόληση

Ένας βασικός παράγοντας οι οποίος καθορίζει την σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης της απασχόλησης είναι η διάρκεια του ωραρίου εργασίας. Τις τελευταίες δεκαετίες μειώθηκαν οι μέσες ώρες εργασίας και παράλληλα αυξήθηκε η ζήτηση της εργασίας.

Η μείωση του ωραρίου εργασίας μπορεί να προέλθει με δύο τρόπους:

Η Ελλάδα σε αντίθεση με άλλες χώρες έχει μεγάλη εργάσιμη εβδομάδα 41,1 ώρες εργασίας και κατέχει σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη την τέταρτη θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Την πρώτη θέση κατέχει η Τουρκία (48,2 ώρες) και την τελευταία η Φιλανδία (31,3 ώρες). Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα δεν έγιναν αλλαγές στον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι ώρες εργασίας μειώθηκαν περισσότερο κυρίως εκεί όπου ήδη ήταν συγκριτικά λιγότερες.

Όμως, οι ώρες ανά άτομο ενώ παρουσίαζαν μια σταδιακή μείωση έως το 1984 άρχισαν να αυξάνονται με αποτέλεσμα το 1991 να βρίσκονται στα επίπεδα του 1980.

ΠΗΓΗ: ΕΣΥΕ Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο

Η αύξηση των ωρών εργασία ανά άτομο προέρχεται από την μείωση των θέσεων μερικής απασχόλησης την περίοδο 1985-90 και την αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Αυτή η τάση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις παρατηρούμενες στην Ευρωπαϊκή Ενωση όπου ένα σημαντικό ποσοστό των νέων θέσεων απασχόλησης που δημιουργήθηκε καλύφθηκε από εργαζόμενους με μερική απασχόληση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από την παραπάνω συνοπτική ανάλυση προκύπτει ότι η ελληνική αγορά εργασίας είναι έντονα διαφοροποιημένη σε σχέση με την αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στα πλαίσια των διαδικασιών ολοκλήρωσης αναμένεται να ασκηθούν ισχυρές πιέσεις για αναπροσαρμογή.

Ήδη όσον αφορά στα θέματα ρύθμισης της αγοράς εργασίας εμφανίζεται ένα έλλειμμα συντονισμού που ενδεχόμενα θα δημιουργήσει σημαντικές δυσχέρειες στην διαδικασία σύγκλισης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εντοπίσει την αναγκαιότητα του συντονισμού όμως δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία δημιουργίας των απαραίτητων μηχανισμών. Απαραίτητη προϋπόθεση για τον σωστό σχεδιασμό των νέων μηχανισμών και για την διευκόλυνση της κίνησης των εργαζόμενων στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η ύπαρξη αξιόπιστων καναλιών πληροφόρησης.

Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα η ανάλυση σοβαρών πλευρών της λειτουργίας της αγοράς εργασίας είναι ελλιπής και αποσπασματικός ένας οργανισμός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση της αγοράς θα ξεκινήσει από χαμηλό σημείο εκκίνησης. Έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίσει εξ αρχής θέματα σχέσης βασικών μακροοικονομικών μεγεθών (αύξηση ΑΕΠ, επενδύσεων, κλαδικών αναδιαρθρώσεων) και απασχόλησης.

Αρχική σελίδα

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE 1997-98