![]() |
ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ |
ΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΚΑ007)
Ζ.Αλμπανίδου -
Κ.Παγκαρλιώτας
(Απο το Εκπαιδευτικό πακέτο:
Σύμβουλοι Απασχόλησης στη
Βιομηχανία-Μεταποίηση, έτος 1997, φορέας
υλοποίησης ΜΑΚΙΝΕ)
Ο επίμονος χαρακτήρας της ανεργίας, που κατά τα τελευταία χρόνια η αντιμετώπισή της αποτελεί κύριο μέλημα σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ και φυσικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), έπαψε να αποδίδεται μόνο στην μακροοικονομική πολιτική, ή στην ανεπάρκεια των επενδύσεων. Η προσοχή ειδικών και των υπευθύνων άσκησης της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης στρέφεται κύρια στην αδυναμία γρήγορων προσαρμογών στις σημειούμενες τεχνολογικές-διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και στην αγορά εργασίας.
Ο διαρθρωτικός χαρακτήρας της ανεργίας αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ. Μία από τις βασικές δε αιτίες είναι η δυσαρμονία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας και η έλλειψη γεωγραφικής και επαγγελματικής κινητικότητας των εργαζομένων.
Η έλλειψη πληροφόρησης στην αγορά εργασίας βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού για τις χώρες της ΕΕ. Ένα σημαντικό ποσοστό ανέργων δεν μπορεί να αποκατασταθεί επαγγελματικά διότι δεν γνωρίζει τις δυνατότητες απασχόλησής του, τα επαγγέλματα και τις ειδικότητες με καλές προοπτικές ζήτησης στην αγορά εργασίας, τους τρόπους απόκτησης νέων ή πρόσθετων επαγγελματικών προσόντων, τον σωστό τρόπο αναζήτησης εργασίας κ.λ.π.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση, δεν διαθέτει τον αναγκαίο μηχανισμό προσαρμογής στις σημειούμενες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και δεν έχει τον προσανατολισμό εκείνον που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες σε εξειδικευμένη εργασία.
Η έρευνα στο χώρο της ζήτησης επαγγελμάτων για τον εντοπισμό των νέων αναγκών ειδικευμένης εργασίας στους τομείς ή κλάδους της οικονομίας καθώς και του περιεχομένου σπουδών και των κατευθύνσεων του επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, δεν δόθηκε τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, η δέουσα σημασία στη συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν την αγορά εργασίας, σε κοινοτικό, εθνικό ή τοπικό επίπεδο και στην κατάλληλη αξιοποίησή τους για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Μια τέτοια δραστηριότητα θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για την ανάληψη δραστηριοτήτων και νέων πρωτοβουλιών από ερευνητές της αγοράς εργασίας που θα αναζητήσουν λύσεις στην αντιμετώπιση της διαρθρωτικής ανεργίας, από υπεύθυνους για την χάραξη της πολιτικής απασχόλησης και κατάρτισης που θα εφαρμόσουν αποτελεσματικά μέτρα κατά της ανεργίας και επομένως για την καλύτερη αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων. Και καλύτερη αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων σημαίνει οικονομική ανάπτυξη και περιορισμό του επιπέδου της φτώχειας.
Μία ενιαία κοινοτική αγορά εργασίας συνεπάγεται κι ένα ενιαίο δίκτυο πληροφόρησης. Η ποιότητα όμως αυτού του δικτύου και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του ουσιαστικά εξαρτάται από την ποιότητα των επιμέρους εθνικών δικτύων πληροφόρησης στην αγορά εργασίας. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της κοινότητας προϋποθέτει έναν σύγχρονο μηχανισμό διάχυσης πληροφόρησης και διενέργειας συμψηφισμών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας σε κοινοτικό επίπεδο. Επομένως, η καθυστέρηση βελτίωσης των εθνικών δικτύων πληροφόρησης για την αγορά εργασίας και κατ' επέκταση του κοινοτικού έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εφαρμογή μιας από τις βασικές αρχές της ΕΕ, την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της.
Στόχος του παρόντος κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός των αναγκών πληροφόρησης για ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας και να καταδείξει τη σημασία αυτής της πληροφόρησης για την ενσωμάτωση της ελληνικής αγοράς εργασίας στην κοινοτική. Να δώσει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούμε ώστε η πολιτική απασχόλησης και κατάρτισης να μην σχεδιάζεται χωρίς προσανατολισμούς και προτεραιότητες και να μην αγνοεί τις εξελίξεις στο χώρο της αγοράς εργασίας, της εκπαίδευσης και των επαγγελμάτων, που σημειώνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ και που μας αφορούν πλέον άμεσα.
Η δημιουργία του ΠΙΕΚΑ και του ΕΠΑ (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) βρίσκονται προς την σωστή κατεύθυνση. Οι θεσμοί αυτοί θα πρέπει να πετύχουν για να προκύψουν τα κοινωνικά οφέλη που αναμένουμε. Χρειάζεται όμως η αναγκαία προσοχή στην σαφήνεια των στόχων τους και στην συμπληρωματικότητα τους, ώστε να αποδίδουν το καλύτερο δυνατό συνολικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τους προσδιορισμένους στόχους τους.
Παράλληλα, τα δύο αυτά συμπληρωματικά όργανα χρειάζονται τεχνική υποστήριξη και κατάλληλη υποδομή. Η τεχνολογία της πληροφορικής μας παρέχει τη δυνατότητα αυτή και στόχος μας είναι να την αξιοποιήσουμε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Οι αρνητικές συνέπειες της ελλιπούς πληροφόρησης στην αγορά εργασίας μπορεί να είναι διαφορετικής μορφής και διαφορετικής έκτασης μεταξύ διαφόρων αγορών εργασίας. Ένα όμως είναι βέβαιο, ότι η ανεργία οδηγεί πάντοτε σε μειωμένη αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων, μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων, μειωμένη παραγωγική δυνατότητα και γενικά σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η ανεργία συνήθως διακρίνεται στην ανεργία τριβής, που αποδίδεται στις εκούσιες μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού από επιχείρηση σε επιχείρηση, τη διαρθρωτική ανεργία που οφείλεται στη δυσαρμονία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας ή την μειωμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και στην ανεργία μειωμένης ζήτησης ή κυκλική ανεργία, που σαν αιτία έχει την σε δεδομένη χρονική περίοδο και με δεδομένο το επίπεδο αμοιβών παρουσιαζόμενη στενότητα των θέσεων εργασίας σε σύγκριση με το διαθέσιμο για απασχόληση εργατικό δυναμικό.
Η προηγούμενη διάκριση των αιτίων της ανεργίας έχει μεγάλη σημασία για την λήψη κατάλληλων μέτρων πολιτικής αντιμετώπισής της. Διότι, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικής σπουδαιότητας παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο της ανεργίας σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της ανεργίας και οι αιτίες της σε τοπικό επίπεδο δεν λαμβάνονται υπόψη όταν χαράζεται και εφαρμόζεται μια πολιτική κατά της ανεργίας. Η πολιτική αυτή είναι ενιαία και εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο. Η παρούσα εργασία μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην εξειδίκευση αυτής της πολιτικής κατά ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες έτσι ώστε να αυξηθεί σημαντικά και η αποτελεσματικότητά της. Αυτό που μας λείπει είναι η στατιστική πληροφόρηση και η γνώση για τα χαρακτηριστικά των τοπικών αγορών εργασίας, δηλαδή των προσδιοριστικών παραγόντων των αιτίων της ανεργίας.
Συχνά γίνεται λόγος για διαρθρωτικό χαρακτήρα της ανεργίας, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, θεωρώντας την αντιμετώπιση της διαρθρωτικής ανεργίας δυσκολότερη και μακροχρόνια, αφού τα αίτιά της δύσκολα ανιχνεύονται και καταπολεμούνται. Κι όσο λιγότερη είναι η πληροφόρηση που έχουμε στη διάθεσή μας τόσο πιο δύσκολη είναι η διάγνωση των αιτίων της διαρθρωτικής ανεργίας και η ανάλογη αντιμετώπισή της.
Βασικές αιτίες της διαρθρωτικής ανεργίας, ή απλούστερα, της δυσαρμονίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, μπορεί να θεωρηθούν η μειωμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, η αδυναμία συμψηφισμών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, η ανεπάρκεια στην έρευνα της αγοράς εργασίας ως προς τις ανάγκες της σε ειδικευμένη εργασία, η ανεπαρκής αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και η μη ικανοποιητική ανάλογη προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος, ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Όλες αυτές οι αιτίες της διαρθρωτικής ανεργίας συνδέονται, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με την κακή ή ελλιπή πληροφόρηση στην αγορά εργασίας.
Φυσικά υπάρχουν κι άλλες αιτίες διαρθρωτικού χαρακτήρα που συνδέονται με την υπάρχουσα εργατική νομοθεσία, ως προς τα επίπεδα των αμοιβών της εργασίας, τις απολύσεις και προσλήψεις, την συνεχιζόμενη ασφάλιση των εργαζομένων που αλλάζουν επάγγελμα ή κλάδο απασχόλησης κ.λ.π. Τέτοιου είδους όμως θέματα, που έχουν θεσμικό χαρακτήρα και δεν σχετίζονται με την πληροφόρηση, βρίσκονται πέρα από τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ή ακόμα και πέρα από το βασικό αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Στα αμέσως επόμενα θα παραθέσουμε σε μεγαλύτερη ανάλυση τα όσα προαναφέραμε για να σηματοδοτήσουμε το πρόβλημα και τις αιτίες της διαρθρωτικού χαρακτήρα της ανεργίας.
Βασικές στατιστικές πηγές πληροφόρησης για την αγορά εργασίας είναι η απογραφή της ΕΣΥΕ (απογραφικά στοιχεία για τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού). Η απογραφή διενεργείται κάθε δεκαετία. Πρόκειται για μία αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης που όμως χάνει ένα μεγάλο μέρος της αξίας της αφού δεν μας παρέχει έγκαιρη πληροφόρηση. Για παράδειγμα, από την απογραφή του 1991, τα στοιχεία που αφορούν την αγορά εργασίας θα γίνουν γνωστά κατά το 1996 ή ίσως και αργότερα. Έτσι τα απογραφικά στοιχεία μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο για την διασταύρωση των παρεχομένων πληροφοριών από άλλες πηγές πληροφόρησης.
Η ετήσια δειγματοληπτική έρευνα του εργατικού δυναμικού της ΕΣΥΕ, συνήθως χρησιμοποιείται για την έρευνα της αγοράς εργασίας, έστω κι αν δεν παρέχει ανάλυση όλων των στατιστικών πληροφοριών κατά γεωγραφική ενότητα. Με πρωτοβουλία δε της ΕΕ τα παρεχόμενα στοιχεία είναι συγκρίσιμα μ' εκείνα των άλλων κοινοτικών χωρών. Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα βγαίνουν με σχετικά μικρή χρονική υστέρηση, ωστόσο αυτό που παρατηρείται είναι η δυσκολία απόκτησής τους αφού δεν δημοσιεύονται έγκαιρα και πρέπει να αναζητηθούν στην πηγή τους, να φωτοαντιγραφηθούν επί τόπου κ.λ.π. Δηλαδή το πρόβλημα εντοπίζεται στη διανομή των πληροφοριών αυτών και επομένως στον βαθμό αξιοποίησής τους.
Οι τοπικές Υπηρεσίες απασχόλησης του ΟΑΕΔ, εδώ και μερικές δεκαετίες, ανέλαβαν αρμοδιότητες στατιστικής πληροφόρησης για την κίνηση στις τοπικές αγορές εργασίας. Σήμερα μπορούν να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο για την αντιμετώπιση κυρίως της διαρθρωτικής ανεργίας, που αποτελεί και την βασικότερη αιτία της μακροχρόνιας ανεργίας. Τα στοιχεία αυτά έχουν μεγαλύτερη ανάλυση για ορισμένα χαρακτηριστικά των ανέργων παρά των απασχολουμένων, αλλά δεν θεωρούνται συγκρίσιμα μ' εκείνα της ΕΣΥΕ.
Οι υπηρεσίες του ΟΑΕΔ δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα, δηλαδή μηχανισμούς συγκέντρωσης, αξιολόγησης, επεξεργασίας και διανομής των πληροφοριών, προκειμένου αυτές να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά από εκείνους που αποφασίζουν για την χάραξη της πολιτικής απασχόλησης. Στην αποτελεσματική διαφοροποίηση αυτής της πολιτικής κατά γεωγραφική ενότητα ο ΟΑΕΔ καθώς και οι άλλες πηγές στατιστικής πληροφόρησης για την αγορά εργασίας (ΕΣΥΕ) μπορούν να παίξουν τον ουσιαστικότερο ρόλο. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η αποτελεσματικότητα των τοπικών υπηρεσιών του ΟΑΕΔ και των άλλων υπηρεσιών της ΕΣΥΕ, ενισχύεται από τα μέσα που διαθέτουν και από το μεγαλύτερο μέγεθος της κάθε τοπικής αγοράς εργασίας, ενώ παρεμποδίζεται από τον σημαντικό βαθμό ανάπτυξης και λειτουργίας άτυπων καναλιών πληροφόρησης, για τα οποία θα γίνει λόγος σε άλλο σημείο αυτού του κεφαλαίου.
Άλλες πηγές περισσότερο εξειδικευμένης πληροφόρησης, όπως είναι εκείνη που αναφέρεται σε προγράμματα της αγοράς εργασίας, όπως κατάρτισης, επαγγελματικού προσανατολισμού και απασχόλησης, είναι οι ίδιοι οι φορείς υλοποίησης αυτών των προγραμμάτων. Η πληροφόρηση αυτή παράγεται χωρίς σχεδιασμό και προγραμματισμό, ενώ αντλείται πολύ δύσκολα και ο βαθμός αξιοπιστίας της θα πρέπει να ελέγχεται πριν από κάθε αξιοποίηση. Όπως θα δούμε στην ενότητα 2.2.8, η σκοπιμότητα συγκέντρωσης των στατιστικών στοιχείων είναι ο οικονομικός απολογισμός και η προετοιμασία του φορέα υλοποίησης προγραμμάτων, χρηματοδοτούμενων από την ΕΕ, για τον ενδεχόμενο κοινοτικό έλεγχο μάλλον παρά για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων που εφαρμόζονται.
Η παρατεταμένη ανεργία και ιδιαίτερα η διόγκωση της μακροχρόνιας ανεργίας είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περασμένη δεκαετία. Σ' ολόκληρο τον χώρο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κυρίαρχο πρόβλημα από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας μέχρι σήμερα είναι η αύξηση της ανεργίας και μάλιστα σε επίπεδα που θεωρούνται ιδιαίτερα ανησυχητικά αφού, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις των κοινοτικών οργάνων, μέσα στο 1994 οι άνεργοι θα αγγίξουν τα 18 με 20 εκατομμύρια.
Η ανεργία δεν ισοκατανέμεται μεταξύ περιοχών ή ατόμων. Ιδιαίτερα πλήττονται οι λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες της Κοινότητας και οι περισσότερο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού της.
Έντονο εμφανίζεται το πρόβλημα της ανεργίας των νέων ηλικίας κάτω των 29 ετών και των γυναικών, που παράλληλα αυξάνουν την συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν και την Ελλάδα σαν ένα μέλος της ΕΕ.
Παρά την λήψη μακροοικονομικών μέτρων καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 για την καταπολέμηση της ανεργίας, τα αποτελέσματα δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες των υπεύθυνων άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Ακόμα και στην περίοδο 1984-1989, όπου ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ξεπερνούσε το 3% στην ΕΕ, η ανεργία μειωνόταν μόνο κατά 0.5% ετησίως.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν για τον περιορισμό της ανεργίας, με την εφαρμογή προγραμμάτων στην αγορά εργασίας για την δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την παροχή κατάρτισης, δεν είχαν επίσης τα αναμενόμενα αποτελέσματα στη μάχη κατά της ανεργίας.
Ιδιαίτερα μετά την περίοδο ανάκαμψης στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή μετά το 1989, οι ειδικοί κατέληξαν σ' ένα βασικό συμπέρασμα. ότι η διατήρηση της ανεργίας και η διόγκωση της μακροχρόνιας ανεργίας θα πρέπει να αποδοθούν στον διαρθρωτικό της χαρακτήρα. Η ανεργία είναι διαρθρωτική και η συμβολή της μακροοικονομικής πολιτικής (αναπτυξιακής πολιτικής) πολύ λίγο μπορεί να την μειώσει, εάν παράλληλα δεν ληφθούν μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα.
Στα διαρθρωτικά μέτρα συμπεριλαμβάνονται η καλύτερη λειτουργία της αγοράς εργασίας και η βελτίωση της κινητικότητας της εργασίας. Ένα σημαντικό μέρος της ανεργίας έχει τις ρίζες του στις δυσαρμονίες μεταξύ του είδους της προσφερόμενης και ζητούμενης εργασίας σε τοπικό και περιφερειακό-εθνικό ή ακόμα κοινοτικό επίπεδο, καθώς και στη μειωμένη κινητικότητα της εργασίας. Δηλαδή, βασική αιτία της ανεργίας θεωρείται η ανεπαρκής προσαρμοστικότητα της προσφοράς εργασίας στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της ζήτησης και η μειωμένη κινητικότητα των εργαζομένων. Και στο βαθμό που έχουμε ανεπαρκή πληροφόρηση για την κατάσταση της αγοράς εργασίας, δηλαδή μικρή ή μηδενική διαγνωστική ικανότητα, οι προσαρμογές μέσα στην αγορά εργασίας δύσκολα επιτυγχάνονται. Αυτή είναι η περίπτωση της ελληνικής αγοράς εργασίας και πολλών άλλων κοινοτικών αγορών, μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων Κρατών-Μελών της ΕΕ, όπου το μέγεθός τους είναι μικρό, τα άτυπα κανάλια πληροφόρησης κυριαρχούν και η παραοικονομία-παράνομη απασχόληση βρίσκονται σε υψηλά μάλλον επίπεδα.
Επομένως, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ανεργίας, και στον βαθμό που αυτή χαρακτηρίζεται σαν έντονα διαρθρωτική, πέρα από τα αναπτυξιακά μέτρα χρειάζονται κι άλλα μέτρα συνοδευτικά της μακροοικονομικής-αναπτυξιακής πολιτικής, όπως εκείνα που σχετίζονται με την λειτουργία της αγοράς εργασίας, την κινητικότητα των εργαζομένων και την αναβάθμιση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού. Όμως, Θα πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι για την άσκηση μιας επιτυχούς πολιτικής απασχόλησης αναγκαία προϋπόθεση είναι η πλήρης γνώση των παραγόντων εκείνων που διαμορφώνουν τις εκάστοτε συνθήκες στην αγορά εργασίας. Χωρίς μία τέτοιου είδους πληροφόρηση οποιαδήποτε παρέμβαση στην αγορά εργασίας, στα πλαίσια της πολιτικής απασχόλησης, θα έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα.
Η δημιουργία μεγάλων και σύγχρονων επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τελείως διαφορετικές νέες μεθόδους παραγωγής, με τη χρήση τεχνολογικά προηγμένου εξοπλισμού, επέφερε τεράστιες αλλαγές στον καταμερισμό της εργασίας, στον αριθμό, το είδος και το περιεχόμενο των επαγγελμάτων. Υπάρχουν πάνω από 20.000 επαγγέλματα που σχετίζονται μ' ένα μεγάλο αριθμό κλάδων της οικονομίας. Και την ίδια στιγμή που εμφανίζονται τεράστιες ανάγκες σε νέες σύγχρονες ειδικότητες, το εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες αυτές προκλήσεις. Πολύ συχνά αυτό αποδίδεται στην έλλειψη πληροφόρησης, στην ανεπάρκεια έρευνας των αναγκών σε ειδικευμένη εργασία και στην έλλειψη μηχανισμών προσαρμογής του συστήματος της τεχνικής -επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Οι τεχνικές γνώσεις μεγάλης μερίδας έμπειρων ειδικευμένων εργατών χάνουν την αξία τους και δεν είναι λίγοι εκείνοι που σήμερα βρίσκονται άνεργοι, επανακαταρτίζονται, ή ίσως ετεροαπασχολούνται. Και τη στιγμή που υπάρχει άνεργο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε μία ορισμένη γεωγραφική περιοχή αλλού μπορεί να σημειώνονται ελλείψεις εργατικών χεριών στις ίδιες ειδικότητες. Κι αυτό επειδή απλά και μόνο δεν συγκεντρώνεται και στην συνέχεια δεν διαχέεται η σχετική πληροφόρηση ή επειδή η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, για πολλούς και διάφορους λόγους, είναι μειωμένη. Κατά ένα μεγάλο μέρος λοιπόν η αδυναμία συμψηφισμού προσφοράς και ζήτησης εργασίας, δηλαδή η ύπαρξη διαρθρωτικής ανεργίας, μπορεί να οφείλεται στην ανεπαρκή πληροφόρηση στην αγορά εργασίας και στην έλλειψη μηχανισμού συγκέντρωσης και διάχυσης αυτής της πληροφόρησης, καθώς και της διάθεσης στατιστικών στοιχείων για την παραπέρα επεξεργασία και αξιοποίησή τους στο χώρο της έρευνας.
Έτσι, μία από τις αρνητικές συνέπειες της έλλειψης πληροφόρησης στην αγορά εργασίας είναι η διαρθρωτική ανεργία που αποδίδεται στη δυσαρμονία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Η δυσαρμονία αυτή είναι εντονότερη σε τοπικό επίπεδο και περισσότερο εμφανής στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες.
Εξάλλου, η έλλειψη πληροφόρησης στην αγορά εργασίας έχει σαν συνέπεια και τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδικευμένων εργατών στην Κοινότητα, ιδιαίτερα των κατοίκων φτωχότερων περιοχών, των μακροχρόνια ανέργων, των νέων και των γυναικών.
Στο βαθμό που η ανεπάρκεια πληροφόρησης δεν χαρακτηρίζει μόνο την ελληνική αλλά επεκτείνεται και στην κοινοτική αγορά εργασίας, αυτό πέρα των άλλων ενδεχομένως εμποδίων που υπάρχουν, παρεμποδίζει την γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ χωρών της ΕΕ, όπως θα εξηγήσουμε στην αμέσως επόμενη ενότητα, και κατά συνέπεια αποτελεί μία βασική αιτία διαρθρωτικής ανεργίας σε επίπεδο ΕΕ και αδυναμία εκπλήρωσης μιας βασικής αρχής της συνθήκης της Ρώμης για την σύσταση της ΕΟΚ (1957).
Η εκπαίδευση και η επαγγελματική κινητικότητα παρέχουν τη δυνατότητα στους νέους, τις γυναίκες και τους μακροχρόνια άνεργους, που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, να προσαρμοστούν στο νέο είδος των προσφερόμενων θέσεων εργασίας, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο. Παράλληλα, η γεωγραφική κινητικότητα του εργατικού δυναμικού όχι μόνο στην εθνική αλλά και στην κοινοτική αγορά εργασίας διευρύνει τις δυνατότητες επαγγελματικής του αποκατάστασης και μειώνει τις δυσαρμονίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας στην ενιαία πλέον κοινοτική αγορά εργασίας. Βασική όμως προϋπόθεση επιτυχίας των πολιτικών αυτών είναι ο βαθμός πληροφόρησης των ενδιαφερομένων στην αγορά εργασίας, είτε πρόκειται για τους υπεύθυνους άσκησης της πολιτικής απασχόλησης και κατάρτισης, είτε πρόκειται για τους ανέργους που ενδιαφέρονται να εκπαιδευτούν και μετακινηθούν γεωγραφικά, είτε για τους ίδιους τους εργοδότες.
Συμπερασματικά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η έλλειψη πληροφόρησης στην αγορά εργασίας μπορεί να έχει σαν συνέπεια την ανεργία και την απώλεια παραγωγής, ενώ αποτελεί έναν ανασταλτικό παράγοντα για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της ΕΕ και επομένως στην οικονομική και κοινωνική συνοχή των Κρατών-Μελών της.
Η Ενωμένη Ευρώπη και η ενιαία εσωτερική αγορά συνεπάγεται μία αγορά εργασίας τεραστίων γεωγραφικών διαστάσεων στην οποία προσφέρουν και ζητούν εργασία εκατομμύρια ευρωπαίων πολιτών. Η πληροφόρηση στην αγορά εργασίας αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα κάτω από τις νέες αυτές περιστάσεις.
Αναφορικά με την Ελλάδα, εάν η οργάνωση και η παροχή πληροφοριών στην ελληνική αγορά εργασίας δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες μιας ενιαίας κοινοτικής αγοράς εργασίας, τότε είναι βέβαιο ότι η ελληνική αγορά εργασίας θα απομονωθεί από την κοινοτική.
Μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της κοινοτικής πολιτικής της απασχόλησης και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της ΕΕ, η σωστή λειτουργία της αγοράς εργασίας σημαίνει ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα ο κατάλληλος άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη θέση εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι αφενός θα πρέπει η εκπαίδευση σε κοινοτικό επίπεδο πλέον να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της ζήτησης εργασίας στην ευρύτερη κοινοτική αγορά εργασίας και αφετέρου να υπάρχει αυξημένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στο εσωτερικό της Κοινότητας και προς την σωστή κάθε φορά κατεύθυνση. Και τα δύο προϋποθέτουν καλή πληροφόρηση.
Παράλληλα, η άσκηση της πολιτικής απασχόλησης προϋποθέτει επάρκεια στατιστικής πληροφόρησης σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Στο βαθμό δε που η κάθε εθνική αγορά εργασίας επηρεάζεται, στα πλαίσια της λειτουργίας μιας ενιαίας κοινοτικής αγοράς εργασίας, η στατιστική πληροφόρηση και η διάχυση αυτής της πληροφόρησης κρίνεται πλέον αναγκαία. Απαιτείται, επομένως, η λειτουργία ενός σωστού ευρωπαϊκού δικτύου παροχής υπηρεσιών πληροφόρησης. Πρόκειται για μία δραστηριότητα που από τη φύση της ανήκει στις εθνικές υπηρεσίες απασχόλησης των Κρατών-Μελών, ενώ ο συντονιστικός ρόλος και η οργάνωση του κοινοτικού δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών ανήκει στην ίδια την ΕΕ.
Εξάλλου, μία Υπηρεσία Απασχόλησης δεν μπορεί σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να δικαιολογήσει την ύπαρξή της παρέχοντας κατά κύριο λόγο επιδόματα ανεργίας, αλλά βοηθώντας:
α) Κάθε ενδιαφερόμενο που επιδιώκει την επαγγελματική του αποκατάσταση ή την βελτίωση των όρων απασχόλησής του:
β) Κάθε ενδιαφερόμενο εργοδότη που αναζητά κατάλληλο προσωπικό για την στελέχωση της επιχείρησής του:
γ) Την λειτουργία του ενιαίου κοινοτικού μηχανισμού συμψηφισμών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας σε κοινοτικό επίπεδο. Αυτό συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση της κινητικότητας της εργασίας στο εσωτερικό της Ένωσης και κατά συνέπεια στην καλύτερη αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων της και στην μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας στην ενιαία κοινοτική αγορά εργασίας.
Μία χώρα μέλος της ΕΕ, προκειμένου να ωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς και από τον νέο καταμερισμό της εργασίας θα πρέπει να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, μέσα από την επαγγελματική πληροφόρηση, τη διευκόλυνση της επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας και την εκπαίδευση-κατάρτιση του εργατικού δυναμικού.
Παράλληλα, η βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αφού μπορούν εύκολα να εντοπίσουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για την κάλυψη των αναγκών τους.
Οι γενικότερες ανακατατάξεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και ιδιαίτερα στην κοινοτική αγορά εργασίας με την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων, δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστες, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, τις επιμέρους εθνικές και τοπικές αγορές εργασίας.
Τα οφέλη της ανάπτυξης θα κατανέμονται δικαιότερα μεταξύ των Κρατών-Μελών και των περιφερειών σε κάθε χώρα μέλος της ΕΕ μόνο εφόσον υπάρχει καλή οργάνωση και λειτουργία των τοπικών και περιφερειακών αγορών εργασίας. Αλλ' αυτό προϋποθέτει τη διαρκή και συστηματική τους έρευνα.
Η πολιτική απασχόλησης δεν στηρίζεται στην έρευνα της αγοράς εργασίας, για τη λήψη μέτρων που αφορούν την απασχόληση ή την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και τη κινητικότητα των εργαζομένων. Η σημασία που δίδεται στην έρευνα της αγοράς εργασίας, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά ακόμα και στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν θεωρείται ικανοποιητική.
Όπως επισημάναμε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, ο επίμονος χαρακτήρας της ανεργίας και η διαπίστωση ότι ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται σε διαρθρωτικές αδυναμίες, στις οποίες μάλιστα αποδίδεται κατά κύριο λόγο και η εμφάνιση της μακροχρόνιας ανεργίας, ώθησε τα Κράτη-Μέλη της Ένωσης στην αναζήτηση των αιτίων της διαρθρωτικής ανεργίας. Έτσι δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα της έρευνας της αγοράς εργασίας.
Η ανάπτυξη, χωρίς την επένδυση στον άνθρωπο και τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί. Και η επένδυση αυτού του είδους απαιτεί σχεδιασμό, προγραμματισμό και ορθολογική οργάνωση. Στοιχεία, που δεν μπορούν να εξασφαλιστούν χωρίς την συστηματική έρευνα των αναγκών μας σε ανθρώπινο δυναμικό.
Σήμερα, όλο και περισσότεροι πόροι διατίθενται για το σκοπό αυτό σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, στα πλαίσια των συμπληρωματικών ενεργειών για την εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης και τεχνικής βοήθειας που προβλέπονται από την Κοινότητα.
Οι κατά το δυνατόν αξιόπιστες πληροφορίες που συλλέγονται στα πλαίσια μιας τέτοιας έρευνας, είτε με βάση τη στατιστική παρακολούθηση των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, είτε με βάση τη συστηματική και σε τακτά χρονικά διαστήματα διενέργεια ερευνών σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ή ακόμα κοινοτικό επίπεδο, μπορούν να φανούν πολύ χρήσιμες για την άσκηση της πολιτικής απασχόλησης και να αποτελέσουν κοινή επιδίωξη για την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών και την αφετηρία στενότερης συνεργασίας μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων και μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Προφανώς, έτσι ερμηνεύεται και η σπουδαιότητα που αποδίδει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη διακρατική συνεργασία για την πλήρη ενημέρωση των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας με τη λήψη διαφόρων μέτρων ή την εφαρμογή κοινοτικών πρωτοβουλιών. Προς την κατεύθυνση αυτή στρέφεται και η πρόσφατη προσπάθεια της Κοινότητας για την βελτίωση του SEDOC, με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων και τη δημιουργία κοινοτικού δικτύου πληροφόρησης για την αγορά εργασίας (Ευρωπαϊκή υπηρεσία απασχόλησης-EURES), η λειτουργία των πληροφοριακών ευρωπαϊκών δικτύων για την κοινοτική αγορά εργασίας, όπως το MISEP, το SΥSDEM ή το ELISE, η επέκταση της κοινοτικής χρηματοδότησης εθνικών προγραμμάτων κατάρτισης, που συνοδεύονται από συμπληρωματικά μέτρα ενεργού επαγγελματικού προσανατολισμού και παροχής συμβουλών προς τους καταρτιζόμενους, κ.α.
Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα και τις νέες αντιλήψεις, ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός και η Συμβουλευτική δεν αφορούν μόνο τους μαθητές ή τους ανέργους αλλά και μία μεγάλη μερίδα απασχολουμένων, που επιθυμούν ν' αλλάξουν επάγγελμα.
Οι πληροφορίες που αφορούν τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας και τη ζήτηση επαγγελμάτων, καθώς και τους όρους διαβίωσης στον τόπο εγκατάστασης και απασχόλησης των ευρωπαίων πολιτών αποτελούν αναγκαίες πληροφοριακές εισροές για την εφαρμογή του θεσμού του Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Εξάλλου, αυτό απαιτεί και η ομαλή λειτουργία του κοινοτικού συστήματος συμψηφισμών προσφοράς και ζήτησης εργασίας, EURES.
Ο βαθμός αξιοπιστίας της επαγγελματικής πληροφόρησης, που παρέχεται μέσα από τον ΕΠ, εξαρτάται από το βαθμό επιστημονικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης των συνθηκών που επικρατούν όχι μόνο στην εθνική αλλά και στην κοινοτική αγορά εργασίας και της προβολής των αναγκών σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, που θα προκύψουν στο μέλλον σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο.
Αποτέλεσμα των παραπάνω προσπαθειών είναι η καλύτερη ενημέρωση και προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού, και κατά συνέπεια, η καλύτερη αξιοποίησή του σε κοινοτικό επίπεδο. Μπορούμε δε να ισχυρισθούμε ότι η επαγγελματική πληροφόρηση οδηγεί κατά κάποιο τρόπο σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και σε μεγαλύτερες δυνατότητες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Η συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ καθιστά περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία τη συμβολή του Επαγγελματικού Προσανατολισμού και της Συμβουλευτικής.
Η πληροφόρηση και ο τρόπος διάδοσής της είναι αποφασιστικής σημασίας για την εφαρμογή του θεσμού του επαγγελματικού προσανατολισμού και της συμβουλευτικής. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πληροφόρηση για θέματα της αγοράς εργασίας. Και η καλύτερη αξιοποίηση αυτής της πληροφόρησης απαιτεί τη χρήση σύγχρονων μέσων, ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για την λειτουργία κοινών υπηρεσιών προσανατολισμού και συμβουλευτικής σε κοινοτικό επίπεδο. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία στον επαγγελματικό προσανατολισμό στο βαθμό που δόθηκε σε πολλές άλλες κοινοτικές χώρες .
Η επαγγελματική κατάρτιση, αυτή καθ' εαυτή, δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας. Μπορεί όμως να μειώσει την διαρθρωτική ανεργία εάν συνδυασθεί με την παροχή τεχνικών γνώσεων στο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό και την αναβάθμιση των προσόντων του ήδη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τοπικής, περιφερειακής, εθνικής και κοινοτικής αγοράς εργασίας. Οι ανάγκες όμως αυτές διαπιστώνονται μόνο μέσα από τη διαδικασία της έρευνας σε διαρκή βάση.
Η έρευνα της αγοράς εργασίας αποτελεί πυξίδα για την κατάρτιση και επανακατάρτιση του άνεργου εργατικού δυναμικού. Παρέχει ενδείξεις των τάσεων που επικρατούν μέσα στην αγορά εργασίας για την παρούσα και μελλοντική ζήτηση επαγγελμάτων. Επομένως, η έρευνα της αγοράς εργασίας αποτελεί πλέον μία βασική συμπληρωματική ενέργεια στο χώρο της κατάρτισης. Στην ερευνητική δε διαδικασία θα πρέπει να έχουμε υπόψη πάντα και την κοινοτική διάσταση. Δηλαδή, τις ανάγκες της Κοινότητας σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και όχι μόνο τις ανάγκες που διαγράφονται στα στενά πλαίσια της τοπικής και εθνικής αγοράς εργασίας.
Υπάρχουν τρόποι με τους οποίους είναι δυνατή, σε πολλές αν όχι σ' όλες τις περιπτώσεις, η μέτρηση της αποτελεσματικότητας των ενεργειών που αποκαλούνται "προγράμματα της αγοράς εργασίας". Η προσπάθεια ποσοτικών εκτιμήσεων, όπως είναι οι δαπάνες και ο αριθμός συμμετεχόντων, μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται με την ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής τέτοιων προγραμμάτων. Βασικός στόχος δεν θα πρέπει να είναι μόνο ο οικονομικός έλεγχος και η καταγραφή του αριθμού συμμετεχόντων σ' ένα πρόγραμμα, αλλά το εάν και κατά πόσο με το δεδομένο ύψος των δαπανών αυτών επιτυγχάνονται ή όχι τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (cost - effectiveness analysis), το μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό όφελος, σε όρους π.χ. μείωσης της ανεργίας, αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων, παροχής ίσων ευκαιριών απασχόλησης και κατάρτισης για όλους, συγκράτηση του πληθυσμού των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών, βελτίωση της γεωγραφικής και επαγγελματικής κινητικότητας των συμμετεχόντων κ.λ.π.
Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός των στόχων ενός προγράμματος απαιτεί μία εκ των προτέρων αξιολόγηση που να δικαιολογεί το κόστος του, ενώ με την εκ των υστέρων αξιολόγηση διαπιστώνεται ο βαθμός επιτυχίας των προκαθορισμένων στόχων του.
Στην πράξη έχει αποδειχθεί πως για την εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτείται η ενσωμάτωση της διαδικασίας αξιολόγησης στα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το περιεχόμενό του. Ήδη, από το αρχικό στάδιο του σχεδιασμού του θα πρέπει να έχει προσδιοριστεί και ο τρόπος εκτίμησης των αποτελεσμάτων, όχι μόνο μετά τη λήξη αλλά και κατά τη διάρκεια υλοποίησής του. Κατά συνέπεια θα πρέπει να προκαθορίζεται και το είδος της αναγκαίας πληροφόρησης καθώς και ο τρόπος αξιοποίησής της. Δηλαδή, επιβάλλεται κατά την υλοποίηση του προγράμματος να συλλέγονται με συστηματικό τρόπο τα απαραίτητα πρωτογενή στοιχεία που θα αποτελέσουν τη βάση κατάρτισης κατάλληλων δεικτών με τη βοήθεια των οποίων θα είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για την πορεία ή το τελικό αποτέλεσμα των ενεργειών μας. Η διαδικασία αξιολόγησης πρέπει να έχει δυναμικό και όχι στατικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να μας παρέχει τη δυνατότητα διορθωτικών παρεμβάσεων και κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προγραμμάτων.
Ο νέος θεσμός του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης επιτρέπει την εθνική ή κοινοτική παρέμβαση για οποιαδήποτε τροποποίηση ενός προγράμματος που θεωρείται σκόπιμη, προκειμένου να βοηθήσει στην αύξηση της αποτελεσματικότητάς του και την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Αυτό όμως προϋποθέτει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό αξιολόγησης, που επιβάλλεται να αποτελεί ένα αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος. Με άλλα λόγια, απαιτείται πλήρης τεκμηρίωση βασισμένη στην συγκέντρωση και επεξεργασία-ανάλυση στατιστικών στοιχείων που θα συγκεντρώνονται από την πρώτη στιγμή έναρξης της εφαρμογής του προγράμματος.
Η ευθύνη της διαδικασίας αξιολόγησης τυπικά τουλάχιστον ανήκει στον εθνικό φορέα που είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση του προγράμματος.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ.
546 27 Θεσσαλονίκη Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr © Copyright MAKINE 1997-98 |