ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΑΝΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ (KA017)
Παγκαρλιώτας Κώστας
Γενικός Διευθυντής Μακεδονικού Ινστιτούτου Εργασίας
Θεσσαλονίκη Δεκέμβρης 1997

Δεν είναι μόνο η οργάνωση της παραγωγής που γνωρίζει κυριολεκτικά επαναστατικές μεταβολές, αλλά και πιο θεμελιώδεις έννοιες, όπως η εργασία, επάγγελμα, πείρα, ειδικότητα, ασφάλεια επαγγέλματος τίθενται σε ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Η δομική ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη, μερικές φορές ανεξέλεγκτα, και το νέο ζήτημα της ''απασχολησιμότητας'' είναι ήδη φλέγον ζήτημα.

Είναι πλέον, γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η ανεργία στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) αλλά και στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από τις αυξανόμενες διαστάσεις που έχει λάβει, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , η ανεργία στην Ε.Ε. τον Σεπτέμβριο του '97 έχει ξεπεράσει το 10,6 % του εργατικού δυναμικού, δηλαδή 20.000.000 άτομα περίπου. Και κατά συνέπεια, η ανεργία εξελίσσεται σε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Ευρώπης, καθιστάμενη, πλέον, ως το κεντρικό πρόβλημα της δεκαετίας του '90. Το μεγαλύτερο πλήγμα από την ανεργία εξακολουθούν να έχουν συγκριτικά οι έχοντες ηλικία μικρότερη των 25 ετών.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επισημαίνει ότι κατά την δεκαετία του '80 η κατάσταση της αγοράς εργασίας επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα να υποφέρουν από την ανεργία ιδιαίτερα οι νέοι. Σήμερα όπως τονίζει η Επιτροπή, το 40% των ανέργων είναι νέοι κάτω των 25 ετών.

Έτσι οι νέοι μεταξύ 15 και 24 ετών που συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό έχουν περισσότερο από τριπλάσια πιθανότητα να παραμείνουν άνεργοι, συγκριτικά με όσους πλησιάζουν τα πενήντα και αντιμετωπίζουν τη μισή πιθανότητα να παραμείνουν άνεργοι από κάποιον κοντά στα τριάντα, ενώ έχουν 25% λιγότερες πιθανότητες να παραμείνουν άνεργοι συγκριτικά με κάποιον που πλησιάζει τα εξήντα. Ιδιαίτερα οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων κάτω των 25 ετών είναι το Βέλγιο , η Ισπανία, η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία, και η Ιρλανδία, με ποσοστό που φθάνει στο 60% στην Ισπανία. Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Η απασχόληση στην Ευρώπη 1996), το 1996 στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. το ποσοστό ανεργίας των νέων ήταν υψηλότερο απ' ότι το 1985.

Ένα από τι υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων παρουσιάζει και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα με ποσοστό 28% περίπου τον Μάιο του 1996 (1985:23% - 1990 : 22%) η χώρα μας μαζί με τη Γαλλία, καταλαμβάνει την τέταρτη θέση στην Ε.Ε. μετά την Ισπανία (42% περίπου), την Φιλανδία (34%) και την Ιταλία (33%). Γενικά το μέσο ποσοστό ανεργίας των νέων παραμένει πάνω από 2,5 φορές μεγαλύτερο από το μέσο ποσοστό ανεργίας για τα άτομα 25 ετών και άνω.

Στην Ελλάδα , σύμφωνα με στοιχεία της Έρευνας Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού της Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), η ανεργία διογκώθηκε κατά τα έτη 1990-96. Το 1996 ο αριθμός των ανέργων έφτασε τα 446.379 άτομα (1990: 281.100). Τα διαθέσιμα στοιχεία, όμως, δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας. Αφενός γιατί δεν συμπεριλαμβάνουν τη ''συγκαλυμμένη ανεργία'' (λανθάνουσα ανεργία) στον αγροτικό τομέα, αυτούς που εργάζονται με ελαστικές μορφές απασχόλησης, τους ανασφάλιστους, τους αλλοδαπούς εργάτες. Αφετέρου δεν καταγράφουν τα φαινόμενα της υποαπασχόλησης, της εποχιακής ανεργίας, τους 150.000 περίπου νέους που εκπληρούν την στρατιωτική τους θητεία και γενικά την απασχόληση στην παραοικονομία. Ιδιαίτερα σοβαρό θα γίνει το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, καθώς και πολλές επιχειρήσεις αναστέλλουν τη λειτουργία τους, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των προσλήψεων στην Δημόσια Διοίκηση, δυσχεραίνοντας την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους στα διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης.

Τα στοιχεία της ΕΣΥΕ δείχνουν μια εντυπωσιακή αύξηση της ανεργίας των νέων κάτω των 25 ετών (Πίνακας 1), η οποία ανήλθε το 1996 στα 167.754 άτομα (1990: 128.000). Όσον αφορά την ανεργία των νέων κατά φύλλο, οι νέες γυναίκες εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, φθάνοντας το 1995 τα 101.237 άτομα (1990: 83.500). Αντίθετα ο αριθμός των νέων ανέργων ανδρών ανήλθε το 1995 στα 61.678 άτομα (1990: 44.500).

Επίσης, όπως προκύπτει, από τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας συγκεντρώνουν οι νέοι και οι νέες ηλικίας 20-24 ετών (1990: 90.000 άτομα και 1995: 114.200 άτομα). Όμως και σ' αυτή την ηλικία (20-24 ετών), οι νέες γυναίκες παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη ανεργία από τους νέους άνδρες (1990: 57.100 και 1995: 69.100). Για τους άνδρες ο αριθμός των ανέργων αυτής της ηλικίας (20-24 ετών), από 32.900 το 1990 ανήλθε στον αριθμό των 45.100 το 1995.

Γενικά η ανεργία των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή των ανδρών. Από τα στοιχεία της ΕΣΥΕ (Πίνακας 2), προκύπτει ότι κατά το 1995, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών - ως ποσοστό του γυναικείου εργατικού δυναμικού - ήταν 15,7% και 248.629 άτομα (1990: 173.700), ενώ των ανδρών ήταν περίπου 7% και 176.091 άτομα (1990: 107.400) . Όσον αφορά τις γυναίκες, η ανεργία των νεαρών γυναικών ηλικίας κάτω των 25 ετών - ως ποσοστό του γυναικείου εργατικού δυναμικού - είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερη (περίπου 40,6%) από αυτή των γυναικών ηλικίας 25 ετών και άνω (περίπου 11%) .

Ωστόσο, και το ποσοστό της ανεργίας των νέων ανδρών κάτω των 25 ετών είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες. Κατά το 1995, το ποσοστό ανεργίας των νέων ανδρών, ως ποσοστό του ανδρικού εργατικού δυναμικού, ήταν 20,3% περίπου ενώ για τους άνδρες ηλικίας 25 ετών και άνω κυμαίνονταν στα πολύ χαμηλά επίπεδα του 5,3% περίπου .

Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, παρατηρούμε ότι τα ποσοστά ανεργίας είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Αν στις διαπιστώσεις αυτές προστεθεί και το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία είναι, πλέον, δύο ταχυτήτων, δηλαδή η μεγάλη βιομηχανία η οποία εκσυγχρονίζεται και η μικρή βιομηχανία η οποία καθυστερεί, τότε κατ' αντιστοιχία με τα παραπάνω, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι και η αγορά εργασίας τείνει να διαιρεθεί σε δύο τμήματα (Η.Ιωακείμογλου, 1996):

α) Ένα τμήμα ειδικευμένης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν άνδρες, ελληνικής υπηκοότητας, που εργάζονται στη μεγάλη βιομηχανία, των οποίων οι μισθοί είναι πάνω από το μέσο εθνικό όρο και των οποίων η εργασία διέπεται από σαφώς καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και μεγαλύτερη σταθερότητα στην απασχόληση και

β) Ένα τμήμα ανειδίκευτης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν νέοι, γυναίκες, μετανάστες κλπ., το οποίο αφορά κυρίως τη μικρή βιομηχανία, τις υπηρεσίες, την οικοδομή και τις αγροτικές εργασίες. Οι μισθοί σ' αυτό το τμήμα της αγοράς εργασίας είναι κάτω από το μέσο όρο, το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων χαλαρό έως ανύπαρκτο και η εργασιακή ανασφάλεια μεγαλύτερη. Το τμήμα αυτό της αγοράς εργασίας θα τείνει να αναπτυχθεί στο βαθμό που αυξάνεται η ανεργία, η οποία όπως έχει διαπιστωθεί από τα μέχρι τώρα στοιχεία, πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τις γυναίκες .

Επίσης, είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι οι νέοι πλήττονται περισσότερο από την ανεργία μακράς διάρκειας, η οποία έχει πλέον μετατραπεί σε σοβαρό πρόβλημα για τον κόσμο της εργασίας.

Ένα γεγονός άξιο παρατήρησης, είναι ότι το 1985 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μισός νεανικός πληθυσμός έπιανε δουλειά στα 18 του χρόνια. Το 1995 περίμενε να γίνει 20 ετών. Σ'όλες σχεδόν τις χώρες οι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας αργότερα, σε σύγκριση με την κατάσταση που υπήρχε στην προηγούμενη περίοδο. Στην Ελλάδα, στην Δανία, και στην Ολλανδία δεν σημειώθηκε καμία αλλαγή στο θέμα αυτό : 21 ετών έπιανε πάντα δουλειά ο μισός νεαρός πληθυσμός στην Ελλάδα, 16 ετών στην Δανία και 18 ετών στην Ολλανδία.

Η δομή της ανεργίας κατά επίπεδο εκπαίδευσης και φύλο

Από τα στοιχεία της Έρευνας Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΕΣΥΕ), είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι ένας στους πέντε ανέργους είναι κάτοχος πτυχίου Ανώτερης ή Ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ ένας στους δύο ανέργους, περίπου, έχει απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης (Λυκείου). Έτσι, λοιπόν, ιδιαίτερα σοβαρό είναι το πρόβλημα της ανεργίας των αποφοίτων της Μέσης Εκπαίδευσης, των ανέργων που έχουν απολυτήριο Δημοτικού, καθώς και των ανέργων πτυχιούχων Ανωτέρων και Ανωτάτων Σχολών.

Η κατηγορία με το μεγαλύτερο αριθμό ανέργων είναι αυτή των αποφοίτων Μέσης Εκπαίδευσης (1990: 110.998 και 1995: 171.807). Προφανώς, αυτό οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με εγκύκλιες γνώσεις, σε συνδυασμό με την μείωση της ζήτησης για εργατικό δυναμικό αυτής της κατηγορίας εκπαίδευσης. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε περιοχές οικονομικής κρίσης, τεχνολογικών αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία και υψηλής ανεργίας, εκείνοι που πλήττονται περισσότερο είναι οι ανειδίκευτοι. Τέλος, μια άλλη κατηγορία - όπως ήδη αναφέραμε - η οποία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας είναι αυτοί που έχουν απολυτήριο Δημοτικού (1990: 68.176 και 1995: 107.798), καθώς και οι πτυχιούχοι Ανωτέρων και Ανωτάτων Σχολών (53.668 το 1990 και 91.771 το 1995). Όσον αφορά του πτυχιούχους των Ανωτέρων και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, διαπιστώνουμε ότι από το 1992 και μετά αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των ανέργων με πτυχίο από τις Ανώτερες Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές, τα ΤΕΙ (1991: 23.123 και 1995: 45.698). Γενικά, οι πτυχιούχοι των εν λόγω σχολών (ΤΕΙ - ΑΕΙ -Μεταπτυχιακό) αποτελούσαν το 21,8% των ανέργων το 1995. Βέβαια, οι έχοντες μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία των Ερευνών Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, είναι οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και οι ανεκπαίδευτοι (δηλ. όσοι δεν πήγαν καθόλου σχολείο και εκείνοι που είναι χωρίς απολυτήριο Δημοτικού), των οποίων η ανεργία κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα.

Αναφορικά με την κατανομή των ανέργων κατά επίπεδο εκπαίδευσης και φύλο, είναι δυνατό να διαπιστωθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, ότι οι άνεργες γυναίκες και σ' αυτή την περίπτωση πλήττονται περισσότερο από τους άνδρες. Παρατηρείται, μάλιστα, ότι οι άνεργες γυναίκες με γραμματικές γνώσεις απολυτηρίου Μέσης Εκπαίδευσης, αποτελούν και το μεγαλύτερο αριθμό ανέργων του συνολικού αριθμού, έναντι των ανέργων ανδρών. Σε απόλυτα μεγέθη, το 1990 υπήρχαν 74.163 άνεργες γυναίκες έναντι 36.835 ανδρών, ενώ το 1995 οι αριθμοί αυτοί αντίστοιχα φτάνουν στις 106.064 γυναίκες έναντι 65.743 ανδρών. Μεγάλη διαφορά, επίσης, υπάρχει στα αντίστοιχα μεγέθη των ανέργων γυναικών που έχουν απολυτήριο Δημοτικού και πτυχίο Ανωτέρων και Ανωτάτων Σχολών.

Επειδή, λοιπόν, η ανεργία είναι υψηλότερη στους απόφοιτους Μέσης Εκπαίδευσης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα, σ΄αυτό το επίπεδο εκπαίδευσης, δεν φαίνεται να είναι προσαρμόσιμο από πλευράς εξειδικεύσεων, αλλά και ποιοτικής βελτίωσης των αποφοίτων του, ώστε να μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

Η συσχέτιση, λοιπόν, ανεργίας - επίπεδο εκπαίδευσης από πλευράς εξυπηρέτησης των εργασιακών αναγκών, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο εντυπωσιακή. Γι΄αυτό η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων γνώσεων και η καλύτερη προσαρμογή των προγραμμάτων κατάρτισης είναι αναγκαία, ώστε οι απόφοιτοι να ικανοποιούν όσο το δυνατό περισσότερο τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα τη μείωση, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, της ανεργίας τους.

Συμπεράσματα

Το συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό και διεθνές περιβάλλον προκαλεί διαρθρωτική κρίση, η οποία επηρεάζει και την Ελληνική Αγορά Εργασίας. Αν σήμερα χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανεργία νέων, αυτό σημαίνει ότι τα επαγγελματικά τους προσόντα δεν είναι εκείνα τα οποία έχει πράγματι ανάγκη η αγορά εργασίας, αντιστοιχία που παραπέμπει ευθέως στην διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ενός συστήματος που δυσκολεύει να προσαρμόσει την δομή του στην μεταβιομηχανική εποχή , στην οποία ήδη έχουμε μπει.

Δεν είναι μόνο τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων που δείχνουν ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει. Είναι ακόμα το άνω του 25% των μαθητών που εγκαταλείπουν νωρίς την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να συναντήσουν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην διαδικασία ανεύρεσης εργασίας και να προστεθούν τελικά στη στρατιά των ανέργων .

Πρέπει να αναληφθούν δράσεις προς την κατεύθυνση εισαγωγής τομών σε όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδίως στην τεχνό-επαγγελματική εκπαίδευση, ώστε οι μαθητές ή οι σπουδαστές του σήμερα να μην γίνουν οι αυριανοί άνεργοι με μοναδική διέξοδο είτε την ένταξη τους σε κάποιο αμφιβόλου χρησιμότητας πρόγραμμα επανακατάρτισης, είτε στην εξάρτηση τους από ήδη συρρικνούμενα επιδόματα ανεργίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική έρευνα γύρω από την εξέλιξη των επαγγελμάτων , κάτι που γίνεται στις περισσότερες χώρες ώστε να υποβοηθηθούν οι υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού . Σημειώνεται ότι η μόνη μέχρι στιγμής προσπάθεια - μικρής ωστόσο εμβέλειας - είναι ο ''Οδηγός Επαγγελμάτων'', που έδωσε ο ΟΑΕΔ το 1984. Εκεί για παράδειγμα αναφέρεται ότι μία ειδικότητα που έχει προοπτικές στην αγορά εργασίας είναι χειριστής διατρητικών μηχανών Η/Υ , ειδικότητα που δεν υπάρχει σήμερα .

Σημειώνουμε επίσης, ότι το Ελληνικό Κράτος δαπανά για την Παιδεία τα χαμηλότερα κονδύλια από όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες : Το 3,1 % του ΑΕΠ , όταν ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος είναι 5,5% .

Αρχική σελίδα

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αισώπου 24 & Προμηθέως, Τ.Κ. 546 27 Θεσσαλονίκη
Τηλ:(031) 556349, 556351 Fax:(031) 556350 - Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο makine@otenet.gr
© Copyright MAKINE  1997-98