Κοιτάξτε έξω από τα φινιστρίνια...η γη φαίνεται σα μια μικρή στρογγυλή μπαλίτσα...όλα μοιάζουν τόσο μικρά κι ασήμαντα...είμαστε ήδη πολύ ψηλά και σε λίγο θα περάσουμε σε μια άλλη διάσταση...σ' ένα άλλο σύμπαν...πόσο δύσκολη θα είναι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες που θα συναντήσουμε θα εξαρτηθεί από τη δύναμή μας να πιστέψουμε σ' αυτό...είναι δύσκολο, κανείς δεν είναι αφελής να υποστηρίξει το αντίθετο...όμως, για σκεφτείτε το...εδώ, στο λυκόφως των αστεριών, η μόνη δύναμη που είναι ικανή να μεταστρέψει του καθενός μας το ατομικό σύμπαν σ' έναν κόσμο ευρύτερο, διαυγέστερο και ικανό να δεχτεί να μετατραπεί σε μια απέραντη καρδιά, δεν είναι εκείνη ακριβώς που πηγάζει μέσα από τη μοναδικότητά μας;
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κείμενο:
Blue Dream

Του ζήτησαν να πει ένα τραγούδι...Αρνήθηκε...Τον παρακάλεσαν...
Μυριάδες λόγια που είχε ξεστομίσει στη ζωή του άρχισαν να ξεπηδούν από το μέσα του βασίλειο και να στήνουν τρελό χορό μπροστά στα έκθαμβα μάτια του...βάλθηκε να τα πείσει να γυρίσουν πίσω...τι ήθελαν τώρα μέσα στη μέση; πάνω που προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το χρησμό του προφήτη; Κι αυτός ο δισταγμός του να τραγουδήσει από που πήγαζε; Προσπάθησε να δώσει κάποια λογική ερμηνεία...Δεν ήθελαν ερμηνείες... τραγούδι ήθελαν...Αυτός ήξερε γιατί δεν έπρεπε να τραγουδήσει...Τα τραγούδια είναι χίμαιρες και μόλις τελειώσουν αλλοιώνουν τις αισθήσεις...Όλες του οι σκέψεις και οι αναστολές δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την επιθυμία τους...Ήθελαν...
Δίπλωσε τις σκέψεις του, σκέπασε με πευκοβελόνες το χρησμό κι έβαλε φωτιά στα λόγια-δραπέτες...ύστερα μάζεψε προσεκτικά τις στάχτες τους, στράφηκε κατά τη θάλασσα και τις σκόρπισε στον αέρα...
Γύρισε προς το μέρος τους, τους κοίταξε στα μάτια
μ' εκείνο το κουρασμένο βλέμμα του κι άρχισε να τραγουδάει...
Τον κοιτούσαν απορημένοι, δεν καταλάβαιναν...τα λόγια έμοιαζαν ακατάληπτα μα είχαν όλοι καταληφθεί από μια φανερή ανησυχία...Μια αδιόρατη στην αρχή, πιο έκδηλη αργότερα, διάθεση μελαγχολίας άρχισε να πλανάται πάνω από τη σύναξη...Σιγά-σιγά σηκώθηκαν...
άρχισαν να πισωπατούν...να απομακρύνονται με μια σκιά
τρόμου απλωμένη πάνω στα πρόσωπά τους...
με μάτια σκοτεινιασμένα και καρδιές γεμάτες έκπληξη...
Εκείνος συνέχιζε με κατεβασμένα τα βλέφαρα...ήταν ήδη πολύ αργά για να σταματήσει...Όταν άνοιξε τα μάτια είχαν φύγει όλοι...παντού ερημιά...σηκώθηκε αργά-αργά και περπάτησε προς τη θάλασσα...με σταθερά βήματα μπήκε μέσα στο υγρό της σώμα συνεχίζοντας την πορεία του...αν κάποιοι τον έβλεπαν θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό...εκείνος όμως συνέχισε να προχωρά...μέχρι που το νερό σκέπασε και το τελευταίο ίχνος του...μέχρι που τίποτα πια δεν έμεινε να τον θυμίζει...εκτός ίσως από εκείνο το χρησμό,
τον σκεπασμένο με τις πευκοβελόνες...

(Αφιερωμένο σ' εκείνους που δεν τολμούν,
που φοβούνται να πετάξουν,
αλλά και σ' εκείνους που το προσπαθούν)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕ
Σ' ΕΝΑ ΓΛΑΡΟ ΝΑ ΠΕΤΑΕΙ

Luis Sepulveda


"...Ο Ζορμπάς έφτασε μ' ένα σάλτο στο προστατευτικό
κιγκλίδωμα του καμπαναριού.
Από κάτω, τ' αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.
Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
"Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!", έκρωζε η Καλότυχη
τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
"Περίμενε", νιαούρισε ο Ζορμπάς." Άσ' την πάνω στο κάγκελο".
"Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω", είπε ο άνθρωπος.
"Θα πετάξεις Καλότυχη", νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη-ένας απ' αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος άνεμος κι ένας άλλος ήλιος. Κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή.
Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά".
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως κι η βροχή της έλουζε με πέρλες τα φτερά.
Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν
να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
"Η βροχή! Το νερό!", έκρωξε. "Μ' αρέσει!".
"Τώρα θα πετάξεις", νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Σ' αγαπώ, είσαι ένας θαυμάσιος γάτος", έκρωξε η Καλότυχη πλησιάζοντας στην άκρη του κάγκελου.
"Τώρα θα πετάξεις", νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Όλος ο ουρανός θα είναι δικός σου".
"Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ...ούτε και τους άλλους γάτους", έκρωξε η Καλότυχη κι οι μισές πατούσες της ήταν έξω από το κάγκελο, γιατί, όπως έλεγαν και οι στίχοι του Ατσάγα, η καρδούλα της ήταν καρδιά ακροβάτη.
"Πέτα", νιαούρισε ο Ζορμπάς κι ύστερα τέντωσε
το ένα του ποδάρι και ίσα που την άγγιξε.
Η Καλότυχη εξαφανίστηκε από τα μάτια τους. Ο άνθρωπος κι ο γάτος φοβήθηκαν. Είχε πέσει σαν πέτρα. Με κομμένη την ανάσα από την τρομάρα, έσκυψαν πάνω απ' το κιγκλίδωμα και τότε την είδαν να φτεροκοπάει, να πετάει πάνω από το πάρκινγκ κι ύστερα την είδαν να φτάνει ακόμα πιο ψηλά κι από τον χρυσαφένιο ανεμοδείκτη που στεφανώνει τη μοναδική ομορφιά του Αγίου Μιχαήλ.
Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα του Αμβούργου. Απομακρύνθηκε φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς του λιμανιού κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας.
"Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!", έκρωζε τρισευτυχισμένη
από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
"Εντάξει γάτε. Τα καταφέραμε", είπε αναστενάζοντας.
"Ναι", νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Στο χείλος του κενού κατάλαβα το πιο σημαντικό".
"Α, ναι; Και τι είναι το πιο σημαντικό;", ρώτησε ο άνθρωπος.
"Πως πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει", νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Φαντάζομαι πως τώρα περιττεύει η συντροφιά μου.
Σε περιμένω κάτω", είπε φεύγοντας ο άνθρωπος.
Ο Ζορμπάς έμεινε να την κοιτάζει και σε λίγο κανείς δεν θα μπορούσε να πει αν ήταν οι σταγόνες της βροχής ή τα δάκρυα που μούσκεψαν τα κίτρινα μάτια του-ούτε καν κι αυτός ο ίδιος ο Ζορμπάς,
ο καλός γάτος, ο ευγενικός γάτος, ο γάτος του λιμανιού,
ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός..."
Αν σας ρωτήσουν να τους πείτε το μυστικό, πείτε τους ένα ψέμα...
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι...
Αυτό που είναι στον ουρανό...
Η ουράνια θάλασσα των κοσμικών κοραλλιών