Η πεζοπορία σ' αυτόν τον πλανήτη πάντα με συναρπάζει...βλέπω πολλούς ταξιδευτές να μειδιούν πίσω από την πλάτη μου αλλά κατανοώ τη συμπεριφορά τους...ανάμεσα σε τόσα παιδιά είναι εύκολο να παρασυρθεί ο καθένας και να γυρίσει λίγα ή περισσότερα χρόνια πίσω...κι αυτό σίγουρα έχει κάποιο κόστος...αναστέλει κάθε δραστηριότητα, αναμοχλεύει ξεχασμένα πάθη, ξυπνά περίεργα συναισθήματα και κυρίως, επαναφέρει στο προσκήνιο, από τη λήθη, κάθε είδους όνειρα...
ομολογουμένως επικίνδυνα πράγματα...
ΔΕΙΛΙΝΟ
Κώστας Θωμαϊδης

"...Σύννεφο τριανταφυλλί
πέφτει μες στη λίμνη
και γλυκό ένα φιλί
φιλικό της δίνει.

Σύννεφα τριανταφυλλιά
σαν τα τριαντάφυλλα
γιόμισεν η λίμνη
μοιάζει με τριανταφυλλιά
με τα τριαντάφυλλα
η μικρή μας λίμνη.

Γύρω γύρω ένα χορό
γύρω από τη λίμνη
χαρωπό ένα χορό
παιδομάνι στήνει..."
ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ
"...Μου διώξανε τα παραμύθια μου.
Ήτανε λέει αναρχικά.
Ήτανε λέει αντικοινωνικά.
Ήτανε λέει ουτοπικά.
Μου διώξανε τα παραμύθια μου.
Κι αντί γι' αυτά μου δώσανε ένα πουγγί
με γνώση και με λίρες,
να το χειριστώ, να γίνω μέλος χρήσιμο κι εγώ.
Άνοιξα το πουγγί. Κι ευθύς πετάχτηκε ένας ανέραστος,
ένας αλαζών, ένας γλοιώδης, ένας απατεών,
ένας πορνοβοσκός, ένας φονιάς ψυχών.
Και άρχισαν τα μαθήματα.
Στα πόσα να πυροβολώ, στα πόσα να υποχωρώ,
πόσα να κλέβω, πόσο να πουλώ.
Έγινα λίγο χρήσιμος κι εγώ.
Μα, κάπου ακόμα μέσα από το βύθισμά μου, μέσα από τη χρησιμότητά μου, μέσα από τη ζάλη μου,
με κοροϊδεύουνε τα προδομένα παραμύθια μου.
Γεμάτα σκόνη, κάπου ξεχασμένα,
ζούνε αληθινά-χωρίς εμένα..."

ΑΡΛΕΤΑ
- ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
"...Πολλά πολλά χρόνια πριν, ζούσε ένα μικρό, μικρούτσικο αγοράκι που δεν ήθελε να μεγαλώσει. Το έλεγαν Πίτερ Παν. Από το παράθυρό του έβλεπε το απέραντο πάρκο και τα παιδιά που έπαιζαν εκεί.
Τις νύχτες έβλεπε τις νεράιδες και τα ξωτικά γεμάτα χαρά και όρεξη για παιχνίδια. Έτσι, μια μέρα, πέταξε σαν πουλάκι με τα μικρούλικα φτερά του σ' αυτόν τον μαγευτικό, υπέροχο, φανταστικό κόσμο.
Οι νεράιδες τον κράτησαν κοντά τους, όμως όταν μεγάλωσε αρκετά, έβλεπε από μακριά τα παιδιά και ένιωθε πολύ θλιμμένος. Έφτιαξε λοιπόν ένα φλάουτο, γιατί αυτό έδιωχνε μακριά τις κακές σκέψεις. Γρήγορα έμαθε να παίζει υπέροχα και τις νύχτες οι νεράιδες και τα ξωτικά χόρευαν και διασκέδαζαν ευτυχισμένα..."
"...Θα σ' αγαπώ όπως αγαπώ το παραμύθι που δεν μου 'πε ποτέ η γιαγιά μου. Το παραμύθι με τα πράσινα σαλβάρια και τ' ασημένια κουδούνια. Με τους άσπρους γλόμπους, που μέσα τους φτεροκοπούν αθόρυβα πορφυρές πεταλούδες. Που του έχω ετοιμάσει, χρόνους τώρα, τη μενεξεδένια βελουδένια πολυθρόνα, που θα 'ρθει αποσταμένο απ' τον ατέλειωτο δρόμο και θα μου ιστορήσει όσα κανείς δεν ξέρει, ούτε και θα μάθει ποτέ. Και θα τ' ακούω καθισμένος χάμω, στα πόδια του, μετρώντας τις πορφυρές πεταλούδες..."
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
"...Κάτι ήταν θαμμένο στο χώμα. Κάτω απ' το χορτάρι.
Κάτω από είκοσι τρία χρόνια βροχών του Ιουνίου.
Μικρό και ξεχασμένο.
Κάτι που κανείς δεν έψαχνε πια να βρει.
Ένα πλαστικό παιδικό ρολογάκι,
με τους δείκτες ζωγραφισμένους πάνω στο καντράν του.
Δύο παρά δέκα έλεγε..."

"...Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δεν θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι της ζωής.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα της καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν
ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό
ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο.
Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός..."

"...Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η Ράχελ με την όψιμη γνώση του ενήλικου, συνειδητοποίησε την τρυφερότητα αυτής της χειρονομίας. Ένας μεγάλος άντρας που καλωσόρισε στην καλύβα του τρία ρακούν και τους φέρθηκε σαν να ήταν πραγματικές κυρίες. Παίρνοντας ενστικτωδώς μέρος στη συνωμοσία της φαντασίας τους, προσέχοντας να μην τους χαλάσει το παιχνίδι με καμιά από τις απροσεξίες των μεγάλων. Ή τη φροντίδα τους. Σε τελική ανάλυση είναι πολύ πιο εύκολο να καταστρέψεις μια ιστορία. Να σπάσεις μια αλυσίδα σκέψεων. Να γκρεμίσεις το κομμάτι ενός ονείρου που κάποιος μεταφέρει με μεγάλη προσοχή
σαν να ήταν από πορσελάνη.
Να το φυλάξεις, να ταξιδέψεις μαζί του,
όπως έκανε ο Βελούτθα, αυτό είναι το πιο δύσκολο..."

"...Η τελευταία λουρίδα φωτός
γλίστρησε από τον ώμο του χερουβείμ.
Το σούρουπο κατάπιε τον κήπο. Ολόκληρο. Σαν πύθωνας.
Στο σπίτι άναψαν τα φώτα.
Η Ράχελ είδε τον Έστθα στο δωμάτιό του, καθισμένο στο κρεβάτι του. Κοίταζε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο.
Κοίταζε το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να τη δει εκεί όπου καθόταν στο σκοτάδι και κοίταζε μέσα το φως.
Δυο ηθοποιοί, παγιδευμένοι σε ένα έργο δυσνόητο και δεν έχουν ιδέα για την πλοκή. Τραυλίζοντας λένε τα λόγια τους, τρεκλίζοντας κάνουν τις κινήσεις τους. Και νταντεύουν ξένα βάσανα. Θλίβονται με ξένες θλίψεις. Να αλλάξουν έργο, δεν μπορούν. Όπως και δεν μπορούν να αγοράσουν κανένα φτηνό ξόρκι. Να μπουν στο γραφείο κάποιου συμβούλου με παράξενους τίτλους που θα τους κάθιζε απέναντί του και θα τους έλεγε με έναν από τους πολλούς τρόπους του: "Δεν είσαστε εσείς οι ένοχοι. Αλλά είναι οι ένοχοι που σας αδίκησαν. Εσείς είσαστε παιδιά. Δεν έχετε κανέναν έλεγχο.
Εσείς είσαστε τα θύματα κι όχι οι δράστες..."

"...Τους φανταζόταν να χτίζουν ένα ξύλινο καράβι. Πάνω από τα κεφάλια τους ψιχάλιζε. Και το φως ολοένα λιγόστευε. Σαν τους γιούς του Νώε. Μπορούσε να τους δει ολοκάθαρα μες στο μυαλό του.
Να παλεύουν με το χρόνο.
Ο χτύπος των σφυριών τους αντηχούσε βαριά κάτω από το μαύρο, ανταριασμένο ουρανό. Και στην κοντινή ζούγκλα, στο στοιχειωμένο, ανταριασμένο φως, τα ζώα περίμεναν στη σειρά, δυο δυο:
Αγόρι-Κορίτσι, Αγόρι-Κορίτσι. Δίδυμα δεν επιτρέπονταν..."

ΡΟΪ ΑΡΟΥΝΤΑΤΙ
- Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ



Κόκκινη κλωστή δεμένη