![]() |
||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||
Είχα υποσχεθεί να σας αφήσω μερικές σημειώσεις που κράτησα κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού που κάναμε παρέα... Πέρασαν λίγες μέρες που έμεινα μαζί σας, στον πλανήτη σας και τώρα που είμαι ήδη αρκετά ψηλά και ταξιδεύω προς τις μοναχικές μου αναζητήσεις μπορώ να σας εμπιστευθώ τα δικά μου αναμνηστικά που μάζεψα κατά τη διαδρομή μας... Τα δικά μου αστρολούλουδα και τα ψήγματα φεγγαρόσκονης... Τα έχω αφήσει εκεί που χωριστήκαμε... μπορείτε να τα πάρετε και να τα μοιραστείτε... |
||||||||||||||||
"...Ο μόνος οδηγός είναι ο άνθρωπος. Η δουλειά του είναι αυτή. Και οι οδηγοί δεν οδηγούν. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το περνούν περιμένοντας..." ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΕΑΡ |
||||||||||||||||
"...Μια μέρα μάλιστα, είδα σ' ένα περιοδικό κάτι παράξενες φωτογραφίες. Σκιές ανθρώπων ήταν και γύρω τριγύρω τους είχε φως. Πότε μπλε, πότε κόκκινο και πότε πορτοκαλί. Αυτές οι φωτεινές λουρίδες ήταν άλλοτε φαρδιές κι άλλοτε λεπτές. Πότε κόβονταν και πότε όχι. Το περιοδικό εξηγούσε πως ένας Ρώσσος είχε καταφέρει να φωτογραφίσει την ψυχή. Αλλάζει, το λοιπόν, χρώματα η ψυχή, καθώς αλλάζει και διαθέσεις. Άμα αγαπά, γίνεται γαλάζια. Άμα οργίζεται, κόκκινη. Άμα μισεί, πορτοκαλιά. Άμα είναι άρρωστη, κόβεται κάθε τόσο το φωτεινό ζωνάρι. Άμα είναι ήρεμη, με τη συνείδησή της ήσυχη, γίνεται κίτρινο ανοιχτό. Κι είναι αυτό το χρώμα των αγίων, το φωτοστέφανο που οι ζωγράφοι το βάφουνε χρυσό..." "...Η φύση είναι το παν. Κι όποιος μελετάει σωστά, βγάζει πολλά πανεπιστήμια. Πρόσεξες το πουλάκι πως πετάει; Που κατεβαίνει κάτω και ψάχνει να βρει νερό, να βρει τροφή κι άμα δει άλλο ζώο ή άνθρωπο φεύγει; Ε, κάνε κι εσύ, κύριε επιστήμονα, που φτιάχνεις τα ρομπότ, ένα μονάχα χελιδόνι να 'ρχεται την άνοιξη στο μπαλκονάκι. Ξεκίνησε ο Ίκαρος να πετάξει, πήγε κοντά στον ήλιο, έλιωσαν τα φτερά του και πάει. Κανένας επιστήμονας δε μπορεί να βρει το μεγάλο μυστικό της φύσης, μονάχα τα μικρά βρίσκουν και φουσκώνουνε σαν διάνοι. Όσο και να το καλλιεργήσεις εσύ προσεχτικά το λουλούδι, το φυσικό έχει άλλη αντοχή. Πρόσεξε πόσο κρατάει το κυκλάμινο που φυτρώνει μόνο του στο βουνό και πόσο της γλάστρας. Η μέρα με τη νύχτα. Να καθίσεις όλ' αυτά να τα σκεφτείς σου 'ρχεται τρέλα. Εγώ ξέρεις με τι παρομοιάζω τον άνθρωπο; Με τη γη τον παρομοιάζω, που έχουμε βάλει στους χάρτες όλα τα βουνά και όλα τα ποτάμια της, από μέσα όμως που είναι και το πιο πολύ, τη λάβα που βράζει, πως κινείται, πότε θα τιναχτεί, ποιον θα κάψει, αυτά δεν τα γνωρίζουμε..." ΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ-ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ |
||||||||||||||||
"...Το καράβι που αρματώσαμε για την παραμυθένια πολιτεία, είχε καρένα κάτασπρη και τα βρεχάμενά του κόκκινα κερασί. Τα πάντα του είχανε της θάλασσας το γαλακτερό το πράσινο, που ροδίζει την αυγή και το γέρμα..." "...Να περπατάμε οι δυο, εκεί που το βουνό ορίζει τον ουρανό. Ν' ακούμε το χώμα να τρίζει στων δέντρων τη φλούδα, καθώς θα περνάμε τον ήσυχο κάμπο. Να σκύβουμε να ρουφάμε το χιόνι που κάθεται ελαφροζύγιαστο στο κλωνί του θυμαριού. Και τα βράδια να κλεινόμαστε στο ρόδινο κύκλο που χαράζει η φωτιά στην κάμαρα..." "...Δως μου το χέρι σου να περπατήσω με τα χείλια μου την κάθε γραμμή της παλάμης του, χρόνια και χρόνια. Άφησέ με να σου χαρίσω ό,τι έχω. Να γίνω φως σταχτογάλανο να στεφανώσω τους κύκλους των ματιών σου. Να γίνω ένα με την Αυγουστιάτικη νύχτα που στάζει στα μάτια σου..." "...Τι όμορφη που την είχα ονειρευτεί. Μ' απλοχωριές γεμάτες μικρούλια λουλούδια ουρανιά, με ρόδινες πιτσιλάδες και κρόκινη βούλα στη μέση, να σκύβω να τα χαϊδεύω με τα ματόκλαδά μου...να φιλώ τη γη. Να κολυμπώ στη θάλασσά της, όπως δε μ' άφησαν ποτέ να κολυμπήσω, ντυμένος μονάχα τα μαλλιά μου. Κι έτσι να βγαίνω ν' αγκαλιάζω τον ήλιο, να ρουφώ, να καταπίνω το φως του που ξεγλιστρά ανάμεσα στα φύλλα. Κι έτσι πάλι, τα βράδια, να ψηλώνω και να φιλώ ένα αστέρι στα μάτια, πριν αποκοιμηθώ..." ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ |
||||||||||||||||
"...Τον θυμόταν; Ναι, τον θυμόταν. Τόσο η ερώτηση όσο και η απάντηση ήταν απλώς η ευγενική εισαγωγή μιας μικρής συζήτησης. Ήξεραν και οι δυο ότι υπάρχουν πράγματα που ξεχνιούνται. Και πράγματα που δεν ξεχνιούνται-που κάθονται στα σκονισμένα ράφια σαν βαλσαμωμένα πουλιά με ασάλευτα μάτια και κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά τους..." "...Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα της Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω στο παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλέςτης, οι αμυχές της από παλιούς πολέμους, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως μια καλοκαιριάτικη μέρα, όπως το τράβηγμα του ψαριού στην τεντωμένη πετονιά. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε. Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες της ιστορίας. Απλά πράγματα. Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα της Ράχελ ήταν γυναίκα. Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαμψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να της δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μη τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τους μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να του προσφέρει. Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό. Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι της ιστορίας ξαναγύρισαν, να τους διεκδικήσουν και πάλι. Να τους τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τους σύρουν πίσω, στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ' αλήθεια. Εκεί όπου οι Νόμοι της Αγάπης κανόνιζαν ποιος θ' αγαπηθεί. Και πως. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας..." "...Το δροσερό πράσινο της μέρας είχε στραγγίξει από τα δέντρα. Σκοτεινά φοινικόκλαδα τεντώνονταν σαν κρεμασμένα χτένια κόντρα στον ουρανό των μουσώνων. Ο ήλιος είχε χρώμα πορτοκαλί και γλυστρούσε αργά πίσω από τα λυγισμένα, μυτερά τους δόντια. Ένα σμήνος φρουτοφάγων νυχτερίδων έσκισε το μισόφωτο. Στον παραμελημένο κήπο της Μπέμπα Κοτσάμα, η Ράχελ, κάτω από το βλέμμα των νυσταγμένων νάνων και του μοναχικού χερουβείμ, κάθισε δίπλα στο συντριβάνι και παρακολούθησε τα βατραχάκια που πηδούσαν από τη μια βρόμικη πέτρα στην άλλη. Ωραία Κακάσχημα Βατραχάκια. Γυαλιστερά. Πιτσιλωτά. Φασαριόζικα. Με αφίλητους πρίγκιπες παγιδευμένους μέσα τους, βασανισμένους από τους ανεκπλήρωτους πόθους τους. Τροφή για τα φίδια που παραμόνευαν χωμένα στο ψηλό χορτάρι του Ιουνίου. Για τα φίδια που σφύριζαν. Που ορμούσαν ξαφνικά. Και δεν άφηναν ούτε ένα βάτραχο να χοροπηδάει από τη μια βρόμικη πέτρα στην άλλη. Ούτε έναν πρίγκιπα για φίλημα..." ΑΡΟΥΝΤΑΤΙ ΡΟΪ |
||||||||||||||||
Σημειώσεις2 | ||||||||||||||||
![]() |