ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Πρώτο μέρος

Στα παλιά τα χρόνια, στα βάθη της ανατολής, ζούσε ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Ιλάια. Από μικρός ο Ιλάια έμενε μόνος, αφού κανείς δεν ήξερε τους γονείς του και για καλή του τύχη είχε βρεθεί μπροστά του ένας γεροδάσκαλος της ανατολίτικης φιλοσοφίας που τον πήρε μαζί του και του δίδαξε πολλά από τα μυστικά της ζωής και της ύπαρξης. Ο Ιλάια όμως, μέσα από όλα όσα μάθαινε κοντά στο γέρο σοφό, εκείνο που αγαπούσε περισσότερο ήταν να εξημερώνει τη μοναξιά του. Του άρεσε να πηγαίνει μακρινούς περιπάτους στα γύρω δάση και στα βουνά και μάλιστα πολλές φορές έκανε μέρες να γυρίσει. Όμως ο γέροντας του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και δεν ανησυχούσε για την τύχη του.
Ο μικρός είχε καταφέρει να γίνει φίλος με όλα τα άγρια ζώα, αλλά οι δυο καλύτεροί του φίλοι ήταν ο αετός Χακάρ και ο λύκος Τάλβαν. Ήταν δυο πανέμορφα ζώα που διέθεταν κάτι κοινό με τον Ιλάια. Λάτρευαν κι αυτά τη μοναχικότητά τους και ήθελαν να είναι απόλυτοι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Αυτό ήταν κάτι που θαύμαζε πάντα ο μικρός μας φίλος. Τον μάγευε. Σιγά-σιγά η φιλία τους έγινε απίστευτα δυνατή και πάντα, όταν κάποιος από τους τρεις τους χρειαζόταν τη βοήθεια των άλλων, λες και κάποια αόρατη δύναμη τους ειδοποιούσε, έτρεχαν αμέσως να τον βοηθήσουν.
Ο Ιλάια, με τη μοναδική ικανότητά του να εξημερώνει τα ζώα κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, έγινε πολύ γρήγορα αγαπητός στους κατοίκους των γύρω περιοχών και πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν να ζητήσουν τη συμβουλή και τη βοήθειά του. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Αν και τόσο μικρός στην ηλικία και μικροκαμωμένος στο μπόι, συγκέντρωνε πάνω του τον καθολικό θαυμασμό. Ήταν ήδη ένας μικρός φιλόσοφος. Μπορούσαν να κάθονται με τις ώρες και να τον ακούνε μαγεμένοι.
Του αγοριού δεν του άρεσε όλη αυτή η διαδικασία. Δεν ήθελε να τον θεωρούν σοφό, αφού η πρώτη γνώση που απόκτησε ήταν πως, ο πραγματικός σοφός είναι εκείνος που ποτέ δεν πρέπει να πιστεύει στη σοφία του. Τον ενοχλούσε η ιδέα πως μερικοί άνθρωποι ένιωθαν να εξαρτώνται από εκείνον. Αλλά δεν αρνιόταν ποτέ να δώσει τις συμβουλές του, ενώ πολλές φορές καθόταν σταυροπόδι ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και διηγιόταν ένα σωρό διδακτικές ιστορίες. Άλλες πάλι φορές συμμετείχε στο τραγούδι τους και μάλιστα έπαιζε όμορφες μελωδίες με τη μικρή του φλογέρα. Δεν έβλεπε όμως την ώρα να τελειώσουν όλα αυτά και να γυρίσει στο βουνό και στο αγαπημένο του δάσος, να βρει τους φίλους του και να γυμνάσει την ψυχή του.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, όπως καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έπαιζε τη φλογέρα του, ένιωσε ξαφνικά την αίσθηση του κινδύνου που αντιμετώπιζε κάποιος από τους φίλους του. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, όπως ακριβώς κάνουν τα ζώα όταν θέλουν να προσδιορίσουν από πού έρχεται ο κίνδυνος και δίνοντας ένα σάλτο άρχισε να τρέχει προς την καρδιά του δάσους. Μόλις έφτασε σε ένα ξέφωτο που είχαν τη συνήθεια να συναντιούνται με τους φίλους του, αντίκρισε ένα τρομερό θέαμα. Ο Χακάρ, ο αετός, είχε ανοίξει τις φτερούγες του και έμοιαζε σα να ήθελε κάτι να προστατεύσει από κάτω. Λίγο πιο μπροστά, δυο ιθαγενείς κυνηγοί είχαν κυκλώσει το άτυχο πουλί και ήδη του είχαν καταφέρει πολλά θανάσιμα χτυπήματα. Το βλέμμα του έπεσε σε μια άκρη όπου κείτονταν ένας σκούρος όγκος που έπλεε μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν ο λύκος Τάλβαν που είχε προσπαθήσει να υπερασπιστεί με τη ζωή του τον φίλο του τον Χακάρ και το μικρό προστατευόμενό του που ακόμα δεν είχε καταφέρει ο Ιλάια να ξεχωρίσει τι ήταν.
Το αγόρι σήκωσε ψηλά τα χέρια και κοίταξε στα μάτια τους κυνηγούς. Μια απέραντη οργή ξεχυνόταν από μέσα του και τον πλημμύριζε. Ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός. Πυκνά σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται ενώ ένας σαρωτικός άνεμος έπιασε να φυσάει. Σε μερικά δευτερόλεπτα ξέσπασε μια καταρρακτώδης βροχή. Οι αστραπές και οι κεραυνοί διαδέχονταν μεταξύ τους. Οι ιθαγενείς τρομαγμένοι πισωπάτησαν προσπαθώντας να απομακρυνθούν. Ο Ιλάια τους κάρφωσε με το οργισμένο του βλέμμα και τότε, σαν από θαύμα, ένας κεραυνός κατευθύνθηκε με απόλυτη ακρίβεια και έσκασε ακριβώς ανάμεσά τους. Οι κυνηγοί μαρμάρωσαν. Μεταβλήθηκαν σε δυο αγάλματα από πέτρα και σίδερο. Τα δυο σώματά τους έμειναν εκεί για πάντα, να θυμίζουν
στους περαστικούς πως, για όσες ασχήμιες διαπράττει στη ζωή του ο άνθρωπος πάντα θα υπάρχει και η ανάλογη τιμωρία.
Ο Ιλάια έτρεξε πάνω από τον Χακάρ που ψυχορραγούσε. Σήκωσε το λαβωμένο πουλί στα χέρια του και άκουσε την ξέπνοη φωνή του να του ψιθυρίζει:

"Να την προσέχεις".

Ύστερα ξεψύχησε στα χέρια του. Τότε μόνο θυμήθηκε πως ο Χακάρ έκανε κάποιες αγωνιώδεις προσπάθειες να προστατέψει κάτι. Έψαξε ένα γύρω την περιοχή με το βλέμμα του και κάτω από ένα βάτο διέκρινε ένα μικροσκοπικό ζωάκι που ανάσαινε με δυσκολία. Το σήκωσε στα χέρια του. Ήταν πουλάκι. Μια μικρή βασιλική αετοπούλα, καρπός του έρωτα του Χακάρ με κάποια πανέμορφη, προφανώς, θηλυκιά του είδους του. Τύλιξε το πουλί κάτω από την κελεμπία του για να το ζεστάνει και σε λίγο, αφού έθαψε τους δυο πολυτιμότερους σύντροφους της ζωής του, πήρε το δρόμο του γυρισμού για την απόμερη καλύβα του.
                                     
Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ:
12 Αυγούστου 1999
Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
2