Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΜΙΑ ΚΙΤΡΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΑ
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΟΙΜΙΖΕΙ
(ξαπλωμένο πάνω σε απαλά, μεταξένια σεντόνια)
Πρώτο μέρος

Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα δάσος μιας μακρινής χώρας που δεν γνώριζε κανένας χάρτης, ζούσε ένας μάγος που τον έλεγαν Μπεθ. Ήταν τρομερός στην όψη και δεν τολμούσε κανένας να πλησιάσει κοντά του, κανένας εκτός από τα παιδιά. Αυτά τον αγαπούσαν και τριγύριζαν όλη τη μέρα στα πόδια του βουίζοντας σαν μελίσσι και παρακαλώντας τον να τους διηγηθεί κάποια από τις ιστορίες που μόνο αυτός είχε τον τρόπο να εξιστορεί.
Ανάμεσα στα παιδιά υπήρχε και ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Λούτα. Ήταν όμορφο σαν άνοιξη και ζεστό σαν καλοκαίρι. Από τα μαλλιά του αναδυόταν ένα άρωμα σα να είχαν ανακατευτεί ξερά φύλλα του φθινοπώρου μαζί με αύρα πελαγίσια από φουρτουνιασμένα κύματα του Σεπτέμβρη. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι. Είχε γαλανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Ο μάγος Μπεθ δεν την φώναζε ποτέ με το όνομά της. Του άρεσε να τη λέει
"κόρη των εποχών". Κάθε φορά που την κοιτούσε στα μάτια ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη να τον κυριεύει. Προσπάθησε πολλές φορές να ερμηνεύσει αυτή την περίεργη διάθεση που τον κύκλωνε αλλά ποτέ δεν κατάφερε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Τι έκρυβε στα μάτια του αυτό το παιδί που δεν μπορούσε αυτός, ένας μάγος, να το ερμηνεύσει;
Η Λούτα αγαπούσε υπερβολικά τον γέρο μάγο και κάθε φορά που πήγαινε μαζί με τα άλλα παιδιά να τον συναντήσει του χάριζε ένα μπουκέτο από πανέμορφα αγριολούλουδα του δάσους που του είχε μαζέψει. Κι ο γέρο Μπεθ, συγκινημένος, της έδινε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Μετά μάζευε όλα τα παιδιά γύρω-γύρω, σε κύκλο, καθόταν ο ίδιος στη μέση και ξεκινούσε τις παράξενες ιστορίες του. Τους μιλούσε για μέρη εξωτικά, για πολιτείες πάνω στα σύννεφα, για γοργόνες και πλάσματα του βυθού. Και τα παιδιά τον άκουγαν μαγεμένα, γεμάτα δέος και θαυμασμό για όλα όσα ήξερε και είχε δει στη ζωή του.
Μια μέρα του Ιούνη, που οι μουσώνες είχαν αποφασίσει να πυρπολήσουν με την ανάσα τους κάθε σπιθαμή γης της χώρας του παραμυθιού μας, τα παιδιά μαζεύτηκαν στο δάσος για να επισκεφτούν, όπως το συνήθιζαν, τον μάγο Μπεθ και να ακούσουν τις παράξενες ιστορίες του. Είχαν έρθει όλα. Όλα εκτός από τη μικρή Λούτα. Ο Μπεθ την έψαξε με το βλέμμα του και όταν δεν την είδε ανησύχησε και ρώτησε αν είχε δει κανείς το μικρό κορίτσι. Όμως κανένα παιδί δεν είχε κάτι να του πει αφού δεν γνώριζαν ούτε πού μένει, ούτε την είχαν δει ποτέ να φεύγει για να ξέρουν πού πηγαίνει. Εμφανιζόταν πάντα από το πουθενά και σ' αυτό πάλι επέστρεφε. Ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο. Ο μάγος Μπεθ δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του που δεν αρκούσε η ιδιότητά του σαν μάγου για να καταφέρει να λύσει το αίνιγμα της μικρής που κουβαλούσε τον ήλιο στο βλέμμα.
Στενοχωρημένος εκείνη τη μέρα δεν κατάφερε να πει μια ιστορία της προκοπής στα παιδιά που τον κοίταζαν στα μάτια κι εκείνα έφυγαν απογοητευμένα. Αυτός γύρισε στην καλύβα του και βάλθηκε με μανία να εξιχνιάσει το μυστήριο της κόρης των εποχών, όπως την αποκαλούσε. Ανακάτεψε τα μαντζούνια του, κοίταξε μέσα στη σφαίρα του, χτύπησε το ραβδί του, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Και τότε, την είδε! Στεκόταν στο παράθυρο και τον κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Αυτό το βλέμμα! Τι προσπαθούσε να του πει; Ποια ξεχασμένα μονοπάτια στις διαδρομές του νου του κόπιαζε να του θυμίσει; Ποιες σκονισμένες σελίδες του βιβλίου της γνώσης του τον έσπρωχνε να ξεφυλλίσει;
Έτρεξε στην πόρτα να την προλάβει αλλά η μικρή είχε αρχίσει
ήδη να τρέχει προς το βάθος του δάσους. Με κόπο μεγάλο ξεχύθηκε ξοπίσω της ο γέρο μάγος νιώθοντας τα αρθριτικά του να τον πεθαίνουν από την προσπάθεια να την προλάβει. Έτρεχε για ώρα και πίστεψε πως την είχε χάσει, όταν ξαφνικά βρέθηκε σε ένα ξέφωτο λουσμένο από τις ακτίνες του ήλιου. Στη μέση ακριβώς υπήρχε μετέωρη μια σκάλα που έμοιαζε να πηγαίνει στον ουρανό. Χωρίς να διστάσει καθόλου άρχισε να ανεβαίνει με το κουρασμένο βήμα του τα σκαλοπάτια. Έπεφτε, σηκωνόταν, ίδρωνε, ξεφυσούσε, καταριόταν τον θεό των μάγων που δεν του άφησε λίγο χρόνο ακόμα να κρατηθεί ακμαίος και να ξεδιαλύνει το τελευταίο μυστήριο της ζωής του. Με χίλιους κόπους κατάφερε κάποια στιγμή να φτάσει στην κορυφή και να διαπιστώσει ότι βρισκόταν πάνω σε ένα σύννεφο. Κοίταξε έκπληκτος τριγύρω του και διέκρινε τη Λούτα να κάθεται σε μιαν άκρη του, ανάλαφρη σαν να αιωρείται.
                        
Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ:
5 Φεβρουαρίου 2000
2