ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΥΓΕΝΙΟΣ (ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ)
"Ιδού πώς γίνεται το νερό τόσο γαλάζιο, τόσο γνήσιο!
Στη δική του γνησιότητα ήθελε πάντα το κύμα να σταματήσει
Το χρόνο. Έτσι σταμάτησε πρώτα τον εαυτό του
Εκεί στο κράσπεδο της διάρκειας. Το κύμα έπεσε να κοιμηθεί
Σ' ένα επίπεδο. Το γαλάζιο έγινε πράσινο, το θάμπωμα
Συνεπήρε μία ματιά ανυπάκουη στα γεγονότα και ο βυθός
Της έδωσε καθαρότητα. (Έστω και φευγαλέα
Τα κρύσταλλα έλεγαν την αλήθεια). Εν ολίγοις το κύμα έθαψε
Τον μετρήσιμο χρόνο στο πράσινο, στο γαλάζιο.
Κι η ακτή μας ακολουθούσε από το πλάι σαν σκύλος,
Τόσο υπάκουος στις γλυκύτητες της περιπέτειας. Κυπαρίσσια,
Κισσοί. Ο χρόνος τώρα γιορτάζει την ευκαιρία
Να ξαναφέξει στο απρόσιτο όριο. Σε τι οφείλεται
Αυτή η εύθραυστη χαρά δεν ξέρω σίγουρα να πω"
"Η γνωστή μας επαγωγή αντικαθίσταται
Από την έμμεση εξάσκηση στην αλήθεια κάποιας άλλης
Ισορροπίας. Και αν νιώθω βέβαιος ότι το φύλλο στο δικό του
Κενό, πλαγιάζει γιατί ο βράχος ακινητεί, ε τότε ίσως σωπαίνουν
Τα τζιτζίκια διότι εσύ αποκοιμιέσαι κι η οξύτητα των χρωμάτων
Ίσως ισχύει μόνο και μόνο όσο εγώ είμαι ανήσυχος (εκτός
Κι αν έχει να κάνει με του Θεού την αγωνία για το ποιος είναι).
Μουσκεμένες κλωστές της ισημερίας, ώρες του ζέφυρου,
Δεν σας κατέγραψε εγκαίρως η ιστορία του χρόνου, και ευτυχώς!
Η γνωριμία της έκστασης με το άχρονο, η ακίνητη αφομοίωση
Των κουπιών απ' την κίνηση, όσο κι αν φαίνεται
Απίστευτο, γεφυρώνει την άπνοια με τη δόνηση
Σ' ένα πλήρες τετελεσμένο, παρ' όλ' αυτά ανοικτό ως την ακραία
Παραδοξότητα. Ειρήνη. Η σιωπή είναι απτή, σχεδόν
Τρισδιάστατη, το σπογγώδες εκτόπισμά της δεσπόζει
Στο υπερφυσικό κι όμως γνώριμο κλίμα μιας πείρας
Πρωθύστερης. Όλα σημαίνουν. Τα αρώματα σχεδιάζονται
Έξω απ' τον πόνο, οι γεύσεις σφύριξαν απαλά. Ο ιδιάζων
Τόνος κάθε πεποίθησης δόθηκε σε μιαν άψογη μετεώριση
Πέρα απ' του χρόνου τη ρητορεία ή των νερών. Ίσως,
Γι αυτό ακριβώς, ακόμη και αν υπάρχει η θάλασσα
Προκειμένου να ταξιδεύεις παρά να καθρεφτίζεσαι,
Κάτι εν τούτοις καθρεφτίζει το πραγματικό, κάτι λέει (χο-ωπς ...)
Πως αυτό δεν υφίσταται παρά μονάχα σαν απείκασμα.
Περιέργως, ό,τι είναι αδιαμφισβήτητα πραγματικό στέκετ' εκεί
Σ' ένα φάσμα υπεριώδες, η αμυδρή fata morgana, ενύπνιο.
Ενώ το ψεύτικο, ψυχή μου, ξεγελάει με την πρώτη, σου λέει
Να το ψαύσεις, αν δεν πιστεύεις. Αυτό κάνουμε. Αγγίξαμε
Με την αφή μας ό,τι ήταν να αγγιχτεί με τα μάτια"
"Πασιφάη, Περσηίδα, ναυαγισμένη μαθητεία σε λεπτές
Πλεκτάνες, υδάτινες, ο χρόνος δείχνει να μην έχει κάποιο σκοπό
Ούτε στρατήγημα. Πάλη της γλώσσας με τα όρια:
Όποιος χάνεται στην έρημο ή στη θάλασσα (όχι
Πάντως αυτήν εδώ) θα μπορούσε ενδεχομένως να βγει
Ακολουθώντας την κατεύθυνση του χρόνου, αν η κατεύθυνση
Ήταν, ας πούμε, σταθερή. Αλλά δεν είναι. Απλώς χτυπάει
Σαν το αίμα, σαν τα ρολόγια. Νερά, τ' ακούτε; Και πρώτ' απ' όλα:
Είδες ποτέ σου νερό να μη θέλει αδιάκοπα  να πεθαίνει
Κορεσμένο από επίθετα, συναντώντας εδώ κι εκεί τη βαρύτητα;
Όχι πως δήθεν λιποθυμάει σε κάθε αντίσταση, ωστόσο κάτι νωθρό
Χαρακτηρίζει τη χημεία του προκαλώντας τον κατακόρυφο ύπνο,
Την αιθέρια πτώση προς τις εστίες, τις έδρες, τους κλοιούς:
Κάτι ανάλογο, αλλά διάφορο, μείον ετούτη την ασύγκριτη
Πλαστικότητα, είναι ο χρόνος, έτσι όπως τον χώνεψε
Η κακορίζικη ευπιστία μας. (Να μετρήσουμε, μάλιστα, αλλά τι;
Μα, τις βελόνες των αστεριών της ημέρας! τις πληγές
Των θραυσμάτων αγάπη μου!)"
Η θάλασσα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΣ (ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ)
3
1