ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΥΓΕΝΙΟΣ (ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΣ (ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ)
"Η ζωηρή απλοποίηση της εικόνας, η κίνησή της στου ρεύματος
Την ανταύγεια όταν η βάρκα είν' ελαφριά σαν παρομοίωση
Δεν οδηγεί στην πηγή των πραγμάτων περισσότερο ελκυστικά
Απ' ό,τι η σοφία της ακίνητης όχθης: όμως η ζωή προτιμάει
Την πρώτη. Είναι λογικό να διαβάζει η θέληση το χρόνο
Στη ροή του. Και το γαλάζιο ακόμη με τα βότσαλα στα ρηχά
Βρίσκει τη μέτρηση ενδιαφέρουσα, τ' ομολογούν οι διαβαθμίσεις
Των αποχρώσεων. Απεναντίας η διάρκεια,
Απ' τη μεριά της, επιθυμεί την παύση κάθε αμφιταλάντευσης
Του κύματος, το σβήσιμο όποιας ερώτησης δεν κυλάει
Πιο αργά απ' τη βάρκα στην άηχη πλεύση της. Ό,τι θήλασε
Το νερό είναι διπλό νανούρισμα. Η μία όψη
Δείχνει τη γρήγορη ομορφιά της εμφάνισης κάθε πράγματος
Κι η άλλη μάτια που ερωτεύονται την ακινησία στην έκρηξη
Του παρόντος. Τι να επιλέξουμε; Από μόνο του το δίλημμα
Μας αρκεί για να ταξιδεύουμε"
"Καθώς γλιστράει το είδωλο της βάρκας
Ανάμεσα στο δίλημμα και στα κουπιά (έτσι μιλούσα
Στο παιδί μου ενώ διασχίζαμε την επιφάνεια στις 4 το πρωί),
Οι συνθήκες του ταξιδιού μας θα περιορίσουν την περιττή
Επαγρύπνηση, συνεπώς και το ενδιαφέρον της
Για τις τρέχουσες μηδαμινότητες, ούτως ώστε το ζύγισμα
Της ζωής μας να γείρει προς τα χαράματα, στην εκπνοή
Των πραγμάτων μέσα σε μία, ως τώρα απρόσιτη,
Ιδεώδη ταυτότητα. Λοιπόν ας γείρει σαν ανέφελο ξύπνημα.
Γιατί βαρύτερο δεν είναι το δευτερόλεπτο από το πούπουλο
Του κύκνου ούτε κανένα εκκρεμές πιο φυσικό απ' το φεγγάρι.
Εν ολίγοις, ν' ακούς το χρόνο που εξευγενίζεται"
"Όταν πέφτουν στο μίνιμουμ
Οι παλμοί της καρδιάς (πενήντα πέντε το λεπτό),
Να λαχταράς ένα σμήνος πυγολαμπίδων, τα κοιμισμένα
Δευτερόλεπτα, πούπουλα κύκνου. Κι αν η ρουτίνα (τη γνωρίζω
Πολύ καλά) της οικειότητας με τις λέξεις γίνει αφόρητη,
Ξήλωσέ την. Φέρε μόνον τα αιμοσφαίρια, αυτά θυμούνται
Το μυστήριο ωρών μιας προηγούμενης ζωής με μια δύναμη
Που καθόλου δεν καταργεί το παρόν, δηλαδή έναν τρόπο
Παραγωγής του αυθεντικά υπάρχοντος κόσμου (του κόσμου εν πλω).
Τέτοια κούραση, θα 'λεγα, τελεί τ' ωφέλιμο έργο (... πλησιάζει
Κάποιος με πυροφάνι... ) της περιποίησης των παλιών τραυμάτων
Κι έτσι συμβάλλει σε μία δίχως παρενέργειες
Ανιδιοτέλεια. Η κουρασμένη κίνησή μας στο μεταίχμιο
Είναι διπλή. Αλλά δεν είναι διαιρεμένη όπως η ύλη.
Απλώς θυμάται. Θαυμάζει, παλινδρομεί. Ονομάζω νερό
Το απεριόριστο παράδειγμα της πραγματικής ουσίας
Και συνάμα το διάστημα της καταγωγής μας που αντέχει.
Δυο πράγματα δηλαδή, ένα του χρόνου κι ένα δικό μας (δικό σου)
Αίμα του ανθρώπου έλα να γείρεις εδώ δίπλα, κοντά μου.
Ο πυρήνας του γαλαξία είναι μια νύχτα. Γίνε η ζύμη
Του ύπνου ακούγοντας τα κουπιά, ονειρέψου την αργοπορία
Στις κατωφέρειες. Να φροντίζεις την κούραση αφού κι εκείνη
Σε φροντίζει με τη ροή της. Τέτοια ύδατα μητρικά,
Θρεπτικά και σαν λάδι παχύρρευστα, θα αναγκάσουν
Επιτέλους τη διάρκεια να σταθμεύσει. Ήδη όλα κινούνται,
Χλιαρά, σ' έναν πυθμένα ακινησίας. Σ' αυτήν εδώ, επομένως,
Την κοιλότητα μίας εναρκτήριας στιγμής (μίσχοι, ποδόγυροι
Των αφρών!) που διαστέλλεται στις παρυφές του συμβάντος,
Κι ενώ η βάρκα μας μεταφέρει στα ρηχά (με προσήνεια,
Διεγείροντας το ασυνήθιστο), εσύ ν' ακούς τις διαθλάσεις
Των δύο κουπιών κι ότι το στοίχημα της θάλασσας αναστέλλει
Το νόμο. Ό,τι κουράζεται παφλάζει δίχως μνήμη.
Φλέβες που μίλαγαν σαν ζωντανές, αρτηρίες για τα πανιά
Πρωραίων ρευμάτων. (Η νάρκη αφουγκράζεται κάτι απέραντο
Στην πειθαρχία της, όχι πια τη βελούδινη κίνηση του φιδιού.
Ένα τρικύμισμα υφάσματος λεπτού σαν σκοτάδι).
Ό,τι τρίζει στους σκαρμούς αγαπήθηκε μόνο μία φορά.
Ενώ απ' τη γνώμη που θεοποίησε τις εξωτερικές μεταπτώσεις
Τι να κρατήσεις; Πώς να την καταλάβεις αφού οι ώρες
Την φυγαδεύουν;"
Η θάλασσα
2