Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Πρώτο μέρος

Η γειτονιά ήταν από τις πιο φτωχικές σε ολόκληρη την πόλη. Άνθρωποι με κουρασμένα πρόσωπα και κορμιά, βόλευαν όπως-όπως την ύπαρξή τους στα χαμόσπιτα που απλώνονταν ένα γύρο, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένες αποθήκες και αλάνες με σωρούς από σκουπίδια και άχρηστα αντικείμενα.
Σ' ένα απ' αυτά τα χαμόσπιτα ζούσε και ηρωίδα του παραμυθιού μας, η μικρή Βιολέτα. Ήταν ένα παράξενο κοριτσάκι που συνήθιζε να μένει με τις ώρες πίσω από το άθλιο, μισοσαπισμένο παράθυρο του φτωχικού σπιτιού και να παρακολουθεί όσα συνέβαιναν στο δρόμο. Τους λιγοστούς περαστικούς, τα αυτοκίνητα, τα αδέσποτα ζώα. Σκάρωνε με το μυαλό της φανταστικές ιστορίες για κάθε τι που της τραβούσε την προσοχή. Βάφτιζε βασίλισσα την κυρά Γιωργία την ψιλικατζού και υπηκόους της τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μαγαζί της. Έδινε αρχαία ονόματα στα σκυλιά του δρόμου και τα μετέφερε νοερά σε άλλες εποχές, βάζοντάς τα να παίζουν στις ιστορίες που ξεπηδούσαν από τη φαντασία της. Ανακάτευε, πολλές φορές, όσα μάθαινε στο σχολείο, από το μάθημα της ιστορίας ή της μυθολογίας και τα έπλαθε έτσι ώστε να προσαρμόζονται πάνω στην καθημερινή μίζερη ζωή της και να της δίνουν την ευκαιρία να ταξιδεύει με το νου της σε μέρη που δεν είχε δει ποτέ. Έκανε ταξίδια σε δικούς της κόσμους και σε μέρη ανεξερεύνητα.
Ένα βροχερό βράδυ, η Βιολέτα, κατά πως το συνήθιζε, είχε πάρει θέση πίσω από το χνωτισμένο από την ανάσα της τζάμι του παραθύρου που έβλεπε στο δρόμο και το μυαλό της ετοιμαζόταν να την οδηγήσει για άλλη μια φορά στον κόσμο της φαντασίας. Δεν είχε προλάβει να σκεφτεί σε ποια άγνωστα μέρη θα την ταξίδευε ο ονειρόκοσμός της αυτό το βράδυ, όταν ξαφνικά, άκουσε ένα ρυθμικό χτύπο πάνω στο τζάμι. Η προσοχή της αποσπάστηκε και με την ανάστροφη της παλάμης της καθάρισε την πάχνη από το τζάμι για να μπορέσει να δει καλύτερα. Ήταν ένα πουλί που με το ράμφος του τσιμπολογούσε το γυάλινο φράγμα που το χώριζε από το κοριτσάκι, σα να ήθελε να μπει μέσα στο σπίτι. Η Βιολέτα κοίταξε πιο προσεκτικά και, από τα όσα είχε μάθει στο σχολείο της, διαπίστωσε ότι ήταν ένας κότσυφας. Το χρώμα του ήταν κατάμαυρο και ξεχώριζε το βαθύ κίτρινο ράμφος του. Το κορίτσι δίστασε για λίγο, αλλά όταν σκέφτηκε ότι ήταν μόνο του στο σπίτι, αφού οι γονείς του δούλευαν βάρδια στο εργοστάσιο, άνοιξε το παράθυρο διάπλατα και το πουλί με ένα μικρό φτερούγισμα τρύπωσε στο δωμάτιο και κάθισε πάνω στη ράχη μιας καρέκλας. Η Βιολέτα είχε μαγευτεί. Δεν της είχε τύχει ποτέ ξανά να την εμπιστευτεί ένα πουλί και να πλησιάσει άφοβα τόσο κοντά της. Έτρεξε και γέμισε μια κούπα με νερό και έβγαλε από το ψυγείο μερικά φρέσκα φρούτα που τα έβαλε μπροστά στον κότσυφα. Δεν ήξερε δα και με τι τρεφόταν αυτό το όμορφο πετούμενο. Εκείνος πλησίασε κι αφού ξεδίψασε αρκετά, τσιμπολόγησε μια ρώγα από σταφύλι αλλά ξίνισε τα μούτρα του. Και τότε έγινε το θαύμα. Η Βιολέτα τον άκουσε να λέει με πεντακάθαρη ανθρώπινη φωνή:

"Μπλιαχ, τι απαίσιο! Μήπως σου βρίσκεται λίγο τυράκι;".

Το κοριτσάκι είχε χάσει τη φωνή του. Ήξερε ότι αυτά μόνο στα παραμύθια μπορούν να συμβούν. Παρ' όλα αυτά έτρεξε στο ψυγείο πάλι και γύρισε με ένα κομμάτι τυρί που το άφησε πάνω στο τραπέζι. Ο κότσυφας το καταβρόχθισε με τρεις μεγάλους τσίμπους και φανερά ικανοποιημένος πήρε ξανά τη θέση του πάνω στη ράχη της καρέκλας.

"Κοριτσάκι", είπε μετά από λίγο, "θα σου πω μια ιστορία, μα θέλω να την ακούσεις με μεγάλη προσοχή. Πριν από χρόνια, σε μια άγνωστη χώρα, χιλιάδες μίλια μακριά από 'δω, ζούσε με την οικογένειά του ένα μικρό αγόρι. Το έλεγαν Κοσμά. Η οικογένειά του ήταν πολύ πλούσια και το αγοράκι, αφάνταστα κακομαθημένο, αποκτούσε ό,τι ήθελε πριν καλά-καλά το ζητήσει. Οι γονείς του φρόντιζαν να του κάνουν όλα τα χατίρια επειδή ήταν μοναχοπαίδι τους. Κι αυτό, μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και περισσότερο δύστροπο, όλο και πιο κακό. Κορόιδευε τα φτωχά παιδιά της γειτονιάς του, τα προκαλούσε επιδεικνύοντάς τους τα παιχνίδια του, αλλά δεν τα άφηνε ποτέ να τα ακουμπήσουν, κλωτσούσε τα μικρότερα παιδιά και έκανε χίλιες δυο κατεργαριές προκειμένου να πειράξει όποιον έβρισκε μπροστά του.
Ώσπου ένα πρωί το αγοράκι αρρώστησε βαριά. Ο πατέρας του έφερε τους πιο ξακουστούς γιατρούς του κόσμου για να το κάνουν καλά, όμως, ό,τι κι αν δοκίμαζαν δεν έφερνε αποτέλεσμα. Ο Κοσμάς έλιωνε μέρα με τη μέρα.
Κι ένα βράδυ που ο μικρός ψηνόταν στον πυρετό, ήρθε στον ύπνο του ένα σύννεφο. Ένα παράξενο σύννεφο με ανθρώπινη φωνή, που έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε:

                          
Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ:
27 Νοεμβρίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
2