ΚΟΣΜΙΚΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Ανεβαίνω, κατεβαίνω. Μετά ευθεία. Μια ίσια γραμμή που οδηγεί στον ορίζοντα. Ο λύκος ουρλιάζει:

"Ακολούθα τις στροφές, στις μεγάλες ευθείες όλους τους οδηγούς τους νικάει ο ύπνος".

Το βλέμμα μου στυλωμένο στο ποτάμι. Πού να οδηγεί; Γιατί όλα τα ποτάμια σπεύδουν να συναντήσουν τη θάλασσα; Τι μου ζητάς; Καταλαβαίνεις; Να γυρίσω ανάποδα τον τέντζερη του κόσμου; Πώς να αδειάσω τον ωκεανό στο ποτήρι μου; Εγώ γεννήθηκα κάτω από βροχή, γι' αυτό τόσα χρόνια στάζουν οι σκέψεις μου.
Έλα κύριε! Παραληρώ! Άπωσον κύριε! Φέρτε μου τον τέντζερη! Θα τον γυρίσω τώρα! Ναι, θα τον γυρίσω ανάποδα κι ας χυθεί στα πόδια μου όλος ο κόσμος. Μετά, θα μαζέψω κάθε παράλογο, κάθε συνειδητά εναντιωμένο σε όποιας μορφής λογική και θα το στάξω στην κούπα μου. Θα προσθέσω λίγο πάγο και έξι σταγόνες λεμόνι και θα το κατεβάσω ως τον πάτο.
Κλείσε τα μάτια σου και άκου. Να, μόλις τώρα διαβάζω τι είναι ο έρωτας: Είναι, λέει:
"το άγριο μπλε της θάλασσας, το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας, το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού, το μεθυσμένο πορτοκαλί του χειμωνιάτικου ήλιου". Κάτσε να πιω το κοκτέιλ μου και μετά σου λέω εγώ κυρία Αλκυόνη μου πόσα ακόμα είναι ο έρωτας! Δεν θα το κάνω όμως, όχι, δεν θα το κάνω. Γιατί πάνω απ' όλα ο έρωτας δεν ζει και δεν τρέφεται με ορισμούς, μόνο βιώνεται. Κατά μόνας βαδίζουμε στα γλιστερά κι απόκρημνα μονοπάτια του και τη στιγμή που παλεύουμε να κρατηθούμε για να μη βρεθούμε στο κενό, δεν έχει αξία κανένας ορισμός, όσο κοντά στην πραγματικότητα κι αν βρίσκεται. Αλλά, κυρία Αλκυόνη μου, υπάρχει πραγματικότητα στον έρωτα; Μην είναι κάτι άπιαστο, άυλο;
Κλείνομαι, περιχαρακώνομαι με αγκάθινα συρματοπλέγματα-αυτά των ευπαθών ορίων μου-και περιμένω ταμπουρωμένος τους εισβολείς. Μα, οι καιροί είναι γλυκεροί και ήρεμοι και εισβολείς δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας. Και πέφτω πρώτος πάνω στα δικά μου συρματοπλέγματα και κοσμώ τη συλλογή των ονείρων μου με ολοένα και περισσότερα παράσημα-γρατσουνιές από το διαρκές πέρα δώθε στον αγκάθινο φράχτη μου. Πασών των αναγκών θρησκεία ο βίος μου. Λυσάρι πολύπλοκων ασκήσεων η σκέψη μου. Ακραιφνής στη λογική σου ο δρόμος μου. Χαίρε μάνα θάλασσα, τον ποταμό υποδύομαι και κατεβαίνω...
13 Σεπτεμβρίου 1999
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ