ΜΙΑ ΚΙΒΩΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και έχω μόνιμα την αίσθηση πως μεγαλώνει η αριστερή μου πλευρά. Δεν ξέρω γιατί μου έχει κολλήσει αυτή η έμμονη ιδέα. Οι φίλοι μου με διαβεβαιώνουν πως τίποτα ανησυχητικό δεν συμβαίνει και ότι και οι δυο μου πλευρές παραμένουν ίδιες κι απαράλλαχτες. Μα, εγώ ξέρω τι γίνεται, μόνο που δεν σκοπεύω να σου το πω.
Είναι που φοβάμαι και τους δαίμονές μου. Αν μάθουν ότι σου το είπα θα με τρυπάνε όλο το βράδυ με τις μακριές πηρούνες τους. Το κακό ξεκίνησε από τότε που τα έβαλα με τα όριά μου. Έβλεπα μόνιμα δυο γυαλιστερές διαχωριστικές, μια κάτω απ' αυτά και μια από πάνω τους. Και τότε, μια τρελή μανία με κυρίευε και μου υπαγόρευε να τις σπάσω, να τις ξεπεράσω. Έπρεπε να καταλάβω πως δεν είχα να κάνω με φεγγαρόπλοιο φτιαγμένο από ατσάλι, αλλά με μια κοινή λαμαρινένια πανοπλία και μάλιστα κατασκευασμένη από εκείνη τη φτηνή λαμαρίνα που φτιάχνουν τα κονσερβοκούτια. Όμως εγώ επέμενα, θα πήγαινα μπροστά με αυτή κι όπου με έβγαζε.
Έτσι, χρόνο με το χρόνο γινόμουν περισσότερο φίλος με το κόκκινο και κάθε φορά που βουτούσα στα απύθμενα πηγάδια μου ανακάλυπτα πως η τελευταία δεν ήταν και η μεγαλύτερη ανάσα μου. Περνούσαν οι καιροί κι εγώ, πιο κόκκινος κι από το κόκκινο των ορίων, συνέχιζα την ίδια κατάβαση. Είχα και 'κείνη τη φωνή να μου τρυπάει τ' αυτιά και να μου λέει τα δικά της:

"Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;".

Ουφ...Και πού θες να ξέρω εγώ κυρά μου τι κάνουν οι πεθαμένοι όλου του κόσμου; Δεν είμαι και ο Κέρβερος. Μια απλή λαμαρίνα φοράω και κινούμαι μέσα και πάνω της. Και γελάω βλέποντας τις σπίθες που πετάγονται όταν τρίβεται στην πυρωμένη άσφαλτο κάθε φορά που την αναγκάζω να την αγγίζει, στις μεγάλες των διαδρομών μου στροφές. Όσο πιο μεγάλη η ταχύτητα, τόσο πιο πολλές οι σπίθες. Είναι καλής ποιότητας λαμαρίνα, μου είπες, δεν αναφλέγεται. Σκατά! Είδα κι αποείδα πως, τριβή στην τριβή και σπίθα στη σπίθα δεν έπαιρνε φωτιά ο κόσμος με τίποτα και άλλαξα βιολί.
Σκάρωσα μια κιβωτό και μάζεψα μέσα όλα τα πετεινά της γης, όλα τα φτερωτά μικρά πλασματάκια και μαζί τους θ' αρχινήσω ταξίδι για το δικό μας Αραράτ. Δεν θέλω άλλου είδους υπάρξεις μαζί μου. Θέλω πλάσματα να μπορούνε να πετάνε. Κι αυτό γιατί τα σκέφτηκα πολύ καλά τα πράγματα.
Πάνω σε μια κιβωτό τα όρια είναι πια πολύ περιορισμένα. Δεν έχεις περιθώρια να σπάσεις πολλά απ' αυτά. Και χάνεται το γούστο της υπόθεσης, αφού το ενδιαφέρον περιορίζεται πια, όχι στα όρια που σπας, αλλά στα κομμάτια που σε σπάνε εκείνα. Κι επειδή κανένας Νώε ποτέ δεν γνώριζε πού πήγαινε, ας μη πάρω μαζί μου και ψυχές που δεν ξέρουν από μόνες τους να πετάξουν για να σωθούν.
Τώρα που τα τακτοποίησα όλα νιώθω πάλι να μεγαλώνει η αριστερή μου πλευρά. Έρχεται του ανέμου το πρώτο νοτερό χάδι. Δεν απομένει παρά να περιμένω και τον κατακλυσμό...
11 Απριλίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ