![]() |
![]() |
ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΣ (ΚΑΡΟΥΖΟΣ) |
"Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές που βλέπουμε τις ράχες που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα δεν θα καταλαγιάσουμε. Από αγάπη στο αδέκαστο κενό από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο θα περιπολούμε. Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε. Κι όταν καμιά φορά μας τύχει κατηφορίζοντας απ' τις πολυκατοικίες να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα το αποτέλεσμα τζίφος. Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι και έχουμε πρόχειρο το φως-ανάλογα. Πιστεύουμε σ' εκατομμύρια γητειές αφιερωνόμαστε στους ίσκιους. Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε κυριεύοντας τις λέξεις. Τι κουφή ρουλέτα. Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό σα νάτανε παιχνίδι. Τι είναι ρίγος; Άντε να το πεις με λέξεις... Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου. Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ. Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι. Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι. Έχουμε ξανά την Αττική. Εκείνος που γράφει ποιήματα είναι ακριβώς εκείνος που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα" |
Φαρέτριον |
"Πολλές φορές μια σχέση αιωρείται σύγκορμη με ζώα με ανθρώπους και με δέντρα" "Λέγοντας-εξοφλούμε τις αισθήσεις ή προδίδουμε μονάχα; Κανείς δεν ξέρει. Ευτυχία να μην ξέρει. Κι έτσι διαρκούμε ανίδεοι δρέποντας όνειρα και συνοψίζουμε τον έρωτα με μια χειρονομία σε λατρεμένου ζώου τη μουσούδα ή σε κορμό του δέντρου που αγαπήσαμε" |
Ερυθρογράφος |
"Αστρόβλητος πια στην υπεροψία-θηκάρι τεράστιο γαλάζιο (;) κύμα φωνητικό στα δρώμενα μα εγώ δεν τόχω στόχαση να σκυταλοδρομήσω σ' αυτά τα χώματα ένσαρκος ύμνος απεχθάνομαι κάθε είδους τελετή και ρέπω στα απλά εικοσιτετράωρα θέλω να είμ' εγώ ο ένοχος που φεύγει έτσι άσπλαχνα ο χρόνος" "Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο στα μεγάλα χρονικά μυστήρια κομματιάζοντας τη νύχτα μ' ένα σμήνος από γαλαξίες αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας την αλύγιστη Βαρύτητα" |
Φαρέτριον |
"Καθώς απόσωνε η σελήνη ξημερώνοντας τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή και μοιραία γαλήνη που παρατείνει μιαν αόρατη πράξη: της φύσεως αυτοζωία. Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου να ξαναλάμπει μόνη της η εικαστική προσδοκία του σώματος. Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία και μ' αρέσει ο φόβος. Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του. Τίποτα πιότερο. Αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω" |
Ερυθρογράφος |