ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Βάζω τώρα το ποτό μου και περιμένω. Όπου να 'ναι θα έρθεις. Φοράω τζιν και λευκό φανελάκι. Περπατάω ξυπόλητος. Το τζάκι καίει σιγομουρμουρίζοντας το τραγούδι της προσμονής. Κάθομαι, σηκώνομαι, μου μιλάνε κι εγώ φεύγω. Στρέφω μέσα το βλέμμα μου και ταξιδεύω. Ακούω να χτυπάς το κουδούνι και σε βλέπω να στέκεσαι στο κατώφλι. Σαν οπτασία.
Σε παίρνω στην αγκαλιά μου και σε φιλάω τρυφερά. Μου αφήνεσαι. Είσαι χαλαρή σαν αιθέρας. Γύρω μας γίνεται μεγάλη φασαρία και με αποσπά. Σε ξαναβρίσκω. Ώρες-ώρες νομίζω πως είσαι νερό της βροχής στα δάχτυλά μου κι εγώ, κλείνω απεγνωσμένα τις παλάμες μου να σε κρατήσω, σφίγγω τις γροθιές μου μη τυχόν και μου γλιστρήσεις και χαθείς. Αλλά, δυστυχώς, το νερό δεν πιάνεται...
12 Μαρτίου 1999
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ