ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΡΓΟΣ (ΣΕΦΕΡΗΣ)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΡΓΟΣ (ΣΟΥΡΗΣ)
ΤΑ ΧΕΡΙΑ

"Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ' ένα μονοπάτι,
τ' αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ' τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
τ' αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το 'συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' έναν μεγάλο κήπο"
ΦΥΓΗ

"Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή"
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ

"Είπες εδώ και χρόνια:
"Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός".
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως"
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

"Χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα
τούτη η αγάπη πού πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι όμως σφύζει κι όμως πάλλει
στη δαγκωματιά του μήλου
στη χαραγματιά του σύκου
σ' ένα βυσσινί κεράσι
σε μια ρώγα από ροδίτη
τόση ανάερη Αφροδίτη,
θα διψάσει θα κεράσει
ένα στόμα κι άλλο στόμα
χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα"
2