ΤΟ ΤΑΞΙΔΕΜΑ
Μη τάξεις, λένε, σ' άγιο κερί και σε παιδί...ταξίδι. Κι εγώ έχω τάξει σε άγιο παιδί να κρατάω κεράκι αναμμένο και να ταξιδεύουμε. Κι όπου μας βγάλει αυτό το ταξίδι. Κι όσο κρατήσει. Καρφάκι δεν μας καίγεται για τα κρυμμένα πίσω από τις επόμενες στροφές.
Καλού-κακού γεμίσαμε τις τσέπες καραμέλες πολύχρωμες, σπονδή στων χρωμάτων το ξύπνημα. Με κατάνυξη φιλάμε τις εικόνες τους κι ανεβαίνουμε. Κάθε τρίτος παράλληλος κι ολονυχτία, κάθε έβδομη συντεταγμένη και σμίλεμα. Πετάμε προς το φως που σχήμα δεν έχασε και το τάμα που ναό να στεγάσει το θαύμα του δεν γύρεψε. Πετάμε, με το κερί αναμμένο, πιο φως από τη λάμψη. Πετάμε, με την καρδιά πιο λεία κι από βότσαλο και την ανάσα πιο βουή απ' του βουνίσιου χείμαρρου την κοίτη.
Σε τούτη την παράξενη ανάβαση στις κορφές του αόρατου όρους, παιδί, άγιος, άγγελος και δαίμονας αντάμα, πιασμένοι χέρι-χέρι, αγκαλιασμένοι, γυρεύουμε να καρφώσουμε τη σημαία μας εκεί που το χώμα δεν γίνεται σκόνη, εκεί που τα χνάρια δεν πνίγονται στων αιθέρων τη βλάστηση. Πετάμε καθισμένοι πλάτη με πλάτη πάνω σε ένα μηχανοκίνητο σύννεφο που τις νύχτες βρέχει αγγίγματα.
Κι έχει μια λέξη τούτος ο ρυθμός των αστρικών μας περιπάτων. Είναι μια λέξη ακουμπισμένη απαλά στων πλανητών τα ορεινά και στις κοιλάδες, στις κορυφές τις μυτερές και στις χαράδρες. Είναι μια λέξη που δεν κλείνει, δεν ορίζει, ούτε χτίζει, μόνο εκεί πάνω της αρέσει λεύτερη να τριγυρίζει. Το ταξίδεμα, μάτια μου. Το ταξίδεμα...
7 Ιουλίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ