ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ |
Του ζήτησαν να πει ένα τραγούδι. Αρνήθηκε. Τον παρακάλεσαν. Μυριάδες λόγια που είχε ξεστομίσει στη ζωή του άρχισαν να ξεπηδούν από το μέσα του βασίλειο και να στήνουν τρελό χορό μπροστά στα έκθαμβα μάτια του. Βάλθηκε να τα πείσει να γυρίσουν πίσω. Τι ήθελαν τώρα μέσα στη μέση; Πάνω που προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το χρησμό του προφήτη; Κι αυτός ο δισταγμός του να τραγουδήσει από πού πήγαζε; Προσπάθησε να δώσει κάποια λογική ερμηνεία. Δεν ήθελαν ερμηνείες, τραγούδι ήθελαν. Αυτός ήξερε γιατί δεν πρέπει να τραγουδήσει. Τα τραγούδια είναι χίμαιρες και μόλις τελειώσουν αλλοιώνουν τις αισθήσεις. Όλες του οι σκέψεις και οι αναστολές δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την επιθυμία τους. Ήθελαν. Δίπλωσε τις σκέψεις του, σκέπασε με πευκοβελόνες το χρησμό κι έβαλε φωτιά στα λόγια-δραπέτες. Ύστερα μάζεψε προσεκτικά τις στάχτες τους, στράφηκε κατά τη θάλασσα και τις σκόρπισε στον αέρα. Γύρισε προς το μέρος τους, τους κοίταξε στα μάτια με εκείνο το κουρασμένο βλέμμα του κι άρχισε να τραγουδάει. Τον κοιτούσαν απορημένοι, δεν καταλάβαιναν. Τα λόγια έμοιαζαν ακατάληπτα μα είχαν όλοι καταληφθεί από μια φανερή ανησυχία. Μια αδιόρατη στην αρχή, πιο έκδηλη αργότερα, διάθεση μελαγχολίας άρχισε να πλανάται πάνω από τη σύναξη. Σιγά-σιγά σηκώθηκαν. Άρχισαν να πισωπατούν, να απομακρύνονται με μια σκιά τρόμου απλωμένη πάνω στα πρόσωπά τους, με μάτια σκοτεινιασμένα και καρδιές γεμάτες έκπληξη. Εκείνος συνέχιζε με κατεβασμένα τα βλέφαρα. Ήταν ήδη πολύ αργά για να σταματήσει. Όταν άνοιξε τα μάτια είχαν φύγει όλοι, παντού ερημιά. Σηκώθηκε αργά-αργά και περπάτησε προς τη θάλασσα. Με σταθερά βήματα μπήκε μέσα στο υγρό της σώμα συνεχίζοντας την πορεία του. Αν κάποιοι τον έβλεπαν θα τον περνούσαν σίγουρα γα τρελό. Εκείνος όμως συνέχισε να προχωρά μέχρι που το νερό σκέπασε και το τελευταίο ίχνος του, μέχρι που τίποτα πια δεν έμεινε να τον θυμίζει, εκτός ίσως από εκείνο το χρησμό, τον σκεπασμένο με τις πευκοβελόνες... |
30 Ιουλίου 1999 |
![]() |
![]() |