ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ |
Όποτε κάθομαι μπροστά σε τούτο το καρνάγιο της σκέψης μερεμετίζοντας τα ύφαλά μου, νιώθω πως βγαίνω έξω από το σάρκινο κουκούλι μου και μεταμορφώνομαι, μάλλον σε κάποιο άγνωστο είδος, σε μια μορφή ζωής που ίπταται. Κι αυτό το καταλαβαίνω επειδή έχω πάντα την αίσθηση ότι όλα τα παρατηρώ από ψηλά. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει. Φυσάει δυνατά εδώ πάνω και ο αέρας μου ανακατεύει τα στέρεα. Λύνω σκοινιά και αινίγματα κάθε διακόσια πόδια που ανεβαίνω μα, με τρόπο παράξενο, η διαύγεια των όσων καταφέρνω να διακρίνω, παρά τη συνεχιζόμενη απομάκρυνσή μου από το τοπίο που τα φιλοξενεί, ολοένα και περισσότερο αυξάνεται. Μην είναι εκείνο που λένε, πως δηλαδή, όσο πιότερο απομακρύνεσαι από κάποιο αντικείμενο, τόσο πιο καθαρά διακρίνεις το σχήμα του; Παρατηρώ τις λεπτομέρειες που καιρό τώρα αδυνατούσα να διακρίνω και δοκιμάζω να ψηλαφίσω τα σημεία του. Αγγίζω άνθρωπο! "Πόσο καιρό έχεις που ήρθες από τον ουρανό;", με ρωτάει. Θυμάμαι; Πού να θυμάμαι ξεθωριασμένες λεπτομέρειες; Ή σήμερα κατέβηκα ή τον περασμένο αιώνα. Πάντα μετρούσα λάθος τα έτη φωτός. Μου χαμογελάει. "Δεν είμαι ό,τι βλέπεις και δεν μπορείς να δεις αυτό που είμαι", μου αποθέτει το γρίφο του. Άντε τώρα να του εξηγήσεις πως μέχρι να ακουμπήσουν τα χέρια μας έλυνα αινίγματα και έκοβα σκοινιά. Έλιωσα τόνους χιόνια να εξηγώ τα ανεξήγητα και έχω κουραστεί να ανασύρω ανυποψίαστους νεκρούς από τα χαλάσματα. Δεν θέλω άλλο να ερμηνεύω τα φαινόμενα, ούτε να τα προβλέπω για να φυλάγομαι... |
7 Σεπτεμβρίου 1999 |
![]() |
![]() |