TO ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Στην Ελλάδα, τα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της εικοσαετίας (1935-1955) όλα τα λαϊκά στρώματα τραγουδούσαν κάποια ιδιόρρυθμα τραγούδια, γεμάτα παράπονο και πάθος, έρωτα και πίκρα, τραγούδια μελαγχολικά που διηγιόντουσαν τα παθήματα των ασήμαντων ανθρώπων. Τα τραγούδια αυτά τα ονομάσουν ¨ Ρεμπέτικα ¨ . Υπάρχει λοιπόν πάντα μέσα μας ένα παράξενο ενδιαφέρον για τα τραγούδια αυτά. Είτε μας γοητεύει η μουσική τους είτε μας κυριεύει η μελαγχολία τους, αναρωτιόμαστε τι έχουν τα τραγούδια και μας τραβούνε, που βρίσκουν τη δύναμη να εκμηδενίζουν κάθε επιφύλαξη. Είναι πράγματι βγαλμένα από τη ζωή του λαού, ή μήπως αντιπροσωπεύουν μερικές περιθωριακές κοινωνικές ομάδες; Έχουν ή δεν έχουν σχέση με τα δημοτικά τραγούδια; Μας ήρθαν, πράγματι, από την ανατολή ή οι ρίζες τους απλώνονται μόνο μέσα στην ελληνική παράδοση; Στα ερωτήματα αυτά πολλοί προσπάθησαν να απαντήσουν έως τώρα, άλλοι με ενθουσιασμό και άλλοι με προκατάληψη. Με τη μελέτη αυτή θα προσπαθήσω να αγγίξω, όσο είναι δυνατό, το τεράστιο αυτό θέμα που ονομάζεται ¨ Ρεμπέτικο τραγούδι ¨ . Πριν όμως μιλήσουμε για το Ρεμπέτικο τραγούδι, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που δημιούργησαν το τραγούδι αυτό, δηλαδή τους Ρεμπέτες. Οι Ρεμπέτες Γύρω από τη λέξη "ρεμπέτης" έχουν γραφτεί πολλές και διάφορες ερμηνείες. Σύμφωνα με τον μελετητή του ρεμπέτικου τραγουδιού Δημήτρη Λιάτσο η πιο σωστή και τεκμηριωμένη ερμηνεία είναι αυτή που αναφέρει ο Τζων Βεϊνόγλου. Ο ερμηνευτής αυτός βρήκε σ΄ ένα μεσαιωνικό λεξικό του 1688 το ρήμα ¨ρέπομαι¨ και το επίθετο ¨ρεμπετός¨, λέξεις καθ΄ όλα ελληνικότατες. ¨Ρέπομαι¨ σημαίνει περιπλανώμαι άσκοπα, αφήνω τη φαντασία μου να πλανηθεί. ¨Ρεμπετός¨ είναι ο αδιάφορος, ο τεμπελάκος, ο ξεπεσμένος για τους πολλούς, αλλά ο απολυτρωμένος από τις συμβατικότητες κι αυτός που ¨ξέρει να ζήσει¨. Κατ΄ επέκταση λοιπόν Ρεμπέτης είναι ο λαϊκός άνθρωπος, που αρνείται οικογένεια, εργασία, κοινωνία και του αρέσει να ζει ελεύθερα, ατίθασος, εξεγερμένος και ανυπότακτος (¨ρεμπέτ¨ στα τούρκικα σημαίνει άτακτος, εκτός νόμου). Η ιδιότητα του ρεμπέτη παρέχει την ποιότητά του. Η κοινωνική ποιότητα του ρεμπέτη εκφράζεται με τη συμπεριφορά του. Ο διαρρήκτης είναι παραπεταμένος στο περιθώριο, ενώ ο ρεμπέτης έχει διαλέξει το περιθώριο. Ο άνθρωπος του υποκόσμου εθεωρείτο παράνομος. Αντιθέτως ο ρεμπέτης ήταν (φαινομενικά) νόμιμος, ζούσε δε με προσεκτική συνέπεια την ελευθερία του. Οι ρεμπέτες απεχθανόντουσαν τους μπουρζουάδες. Ο ρεμπέτης μαχαίρωνε, ο ρεμπέτης μίλαγε την αργκό, ο ρεμπέτης ντύνονταν με ένα χαρακτηριστικό τρόπο, ο ρεμπέτης προστάτευε τον αδικημένο, ήταν ερωτύλος και παθιάρης. Τα στέκια του ρεμπέτη ήταν η ταβέρνα, το καφενείο, η χαρτοπαιχτική λέσχη, ο τεκές. Το σημαντικότερο αξεσουάρ του προσώπου τους ήταν το μουστάκι. Ρεμπέτης δίχως μουστάκι μοιάζει σαν γάτα χωρίς ουρά. Με τη συμπεριφορά τους, την ομιλία τους και προπάντων με το ντύσιμό τους προκαλούσαν την κοινωνία. Παροιμιώδες έχει μείνει το μαύρο σακάκι που το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι και η κόκκινη γραβάτα, η λεγόμενη χασάπικη. Η μέση του ρεμπέτη ήταν σφιγμένη με ζωνάρι, που η μια άκρη του έπρεπε να κρέμεται. Ακόμη δε οι μάγκες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια και τα ριγωτά στενά πανταλόνια με φαρδιά ρεβέρ. Οι κουτσαβάκηδες ήταν ψηλοί και λεπτοί. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Τα μαλλιά τους πάντα γυαλισμένα, απαραίτητα δε υπήρχε χωρίστρα. Το περπάτημα τους ήταν μονόπαντο και λικνιστικό, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Η αργκό, η γλώσσα των ρεμπέτηδων, στηρίζεται στην γραμματική και στο συντακτικό της νεοελληνικής γλώσσας. Το λεξιλόγιο είναι επίσης εμπλουτισμένο με τουρκικές και βενετσιάνικες λέξεις. Οι ρεμπέτες μιλάγανε αργά και συλλαβιστά, προσθέτοντας φωνήεντα και συλλαβές σε πολλές λέξεις, και φυσικά κάνοντας πολλές χειρονομίες. Συχνοί ήταν οι καυγάδες μεταξύ τους, αλλά και με τρίτους. Οι ίδιοι ποτέ δεν προκαλούσαν μια φασαρία, αλλά όταν τους προκαλούσαν πάντα ανταπέδιδαν. Συνήθως οπλοφορούσαν, θεωρούσαν δε μια δολοφονία χωρίς προειδοποίηση μεγάλη μπαμπεσιά. Εξίσου βίαια και αντιφατικά ήταν τα ερωτικά φερσίματα του ρεμπέτη. Ο ρεμπέτης δεν κράταγε ποτέ αγκαζέ καμιά γυναίκα, γιατί περιφρονούσε (επισήμως!) τις γυναίκες. Φυσικά εκτός από τους ρεμπέτες υπήρχαν και οι ρεμπέτισσες. Η ρεμπέτισσα ήταν ι πιο ελεύθερη γυναίκα που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα. Εδώ δεν πρέπει να μπερδεύουμε τις ρεμπέτισσες πόρνες, εξάλλου η ρεμπέτισσα ήξερε πολύ καλά να προστατεύει το κορμί της και την αξιοπρέπειά της. Αυτοί λοιπόν οι μυστήριοι άνθρωποι, οι ρεμπέτες, δημιούργησαν το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο ρεμπέτης στη μουσική και στο χορό, καθώς και στις άλλες εκδηλώσεις του (ντύσιμο, κουβέντα), είναι ελεύθερος όχι μόνο να εκφράσει τον πόνο του για την αδυναμία και τη σκληρή ζωή του αδύνατου, αλλά να χρησιμοποιήσει όλη του την εξυπνάδα, όλη του την υπομονή, την εφευρετικότητά του, τη δίψα του για τάξη, την παράδοση του να δημιουργήσει τέχνη . Σ΄ αυτή την τέχνη διοχετεύει όλες του τις ικανότητες και τα χαρίσματα που το κοινωνικό σύστημα, επειδή ακριβώς τον έταξε στο περιθώριο, υποστηρίζει ότι δεν έχει!…. Γι΄ αυτό και η τέχνη του είναι τόσο σφοδρή και δυνατή. Είναι η απόδειξη της αξίας του και η άσκηση της ελευθερίας του. Η τέχνη του είναι απλή, μετρημένη, αυστηρή. Ο τελετουργικός χαρακτήρας αυτής της τέχνης κρατά την ομάδα ζωντανή. Ο αστός δεν μπορεί να καταλάβει το περιεχόμενο αυτής της τέχνης αυτής. Ο αστός έχει μάθει να βλέπει τάξη, μέτρο, εξυπνάδα και ομορφιά μόνο στο δρόμο που οδηγεί στο χρήμα, στη δύναμη, στη σιγουριά. Τυφλά τελείως αγνοεί ότι οι μάγκες χαίρονται την αυστηρή τάξη, ομορφιά και μέτρο της μουσικής και του χορού τους, που οι ίδιοι με τη θέληση τους επέβαλαν σαν απάντηση στο χάος που τους κληροδότησε η κοινωνία. Συνέχεια : Το Ρεμπέκτικο Τραγούδι |
![]() |