ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

Στην ιστορία της Ελληνικής υπάρχουν δύο γνωστές περιπτώσεις ορθογραφικής μεταρρύθμισης, που αποσκοπούσε στη μείωση της απόστασης μεταξύ της προφοράς και της γραφής:

α) η πρώτη ήταν η εισαγωγή των φωνηέντων στη γραφή: οι Έλληνες γύρω στο 1450-1200 π.Χ. χρησιμοποιούσαν τη Γραμμική Β, ένα ατελές συλλαβογραφικό σύστημα γραφής. Σε αυτό, δεν υπήρχαν σύμβολα που να αντιπροσωπεύουν τα φωνήεντα· απεναντίας, ένα συλλαβόγραμμα, π.χ. το  πε,  μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια σειρά από συλλαβές, όπως  πε, φε, πη, βη  κ.λπ., πράγμα που προκαλούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση (για τη Γραμμική Β, βλ. Chadwick 2001: 200-203). Ειδικά στην Ελληνική, όμως, τα φωνήεντα ήταν απαραίτητο να δηλωθούν και για έναν επιπρόσθετο λόγο: γιατί απαρτίζουν πολλά κλιτικά προσφύματα ικανά να διαφωτίσουν για τη συντακτική λειτουργία των λέξεων στην πρόταση, δεδομένου ότι η σειρά των όρων στην Ελληνική είναι ελεύθερη (Cohen 1958: 150). Προκειμένου να δηλώσουν τους φωνηεντικούς φθόγγους της γλώσσας τους, οι Έλληνες δανείστηκαν ορισμένα σύμβολα από τη γραφή των Φοινίκων, τα οποία εκεί αντιπροσώπευαν συμφωνικούς φθόγγους, αφού βασικό χαρακτηριστικό της γραφής αυτής ήταν η απουσία των φωνηέντων (Diringer 1968: 165- 167, Naveh 1982: 62). Ας σημειωθεί ότι ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ελληνικό αλφάβητο έχει βορειοσημιτική / φοινικική προέλευση είναι η (μη ελληνική) ονομασία – και η ακλισία [1] – των γραμμάτων (Χατζιδάκις 19242: 36-37, Cohen 1958: 145, Gelb 19632: 176, Diringer 1968: 358, Jensen 19703: 453)·  τα ονόματα  άλφα, βήτα, γάμμα  κ.λπ. δεν ετυμολογούνται από την Ελληνική, δεν σημαίνουν τίποτε και δεν κλίνονται στη γλώσσα αυτήν. Στη Φοινικική, αντίθετα, το ’aleph-  άλφα  σημαίνει «βόδι», το bêt- βήτα  «το σπίτι», το gimelγάμμα  «καμήλα» (εβρ. gāmāl, αραμαϊκό gamlā), το dālet  (ή dāleth)-  δέλτα  «θύρα» (ΛΝΕΓ) κ.λπ. Επίσης, αποκαλυπτικό είναι και το γνωστό χωρίο του Ηροδότου (5, 58) για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό: «οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι […] άλλα τε πολλά […] εσήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέειν, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες·  μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων» (ας σημειωθεί ότι είναι ατυχής η προσπάθεια να αποδοθεί άλλη σημασία στη λέξη  γράμματα  του αρχαίου κειμένου, όπως «νομίσματα». Τα συμφραζόμενα συνηγορούν στη χρήση από τον Ηρόδοτο της λέξης  γράμματα  με τη σημασία «γράμματα»). Η εν λόγω μεταρρύθμιση, που αποσκοπούσε στην τελειοποίηση του ελληνικού συλλαβογραφικού συστήματος γραφής, σήμανε τη δημιουργία από τους Έλληνες της πρώτης στον κόσμο  αλφαβητικής γραφής  (alphabetic writing), αυτής δηλ. που σύμφωνα με τον Gelb (19632: 248) εμφανίζει κατά κανόνα αντιστοιχία φωνημάτων-γραφημάτων. Αυτή είναι η απάντηση στο δημαγωγικό ερώτημα πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες με τον τόσο προηγμένο πολιτισμό τους να μην έγραφαν και να δανείστηκαν από άλλον λαό σύστημα γραφής… Ο Robins (1989: 28) μάλιστα, θέλοντας να εξάρει τη σημασία της μεταρρύθμισης αυτής, τη χαρακτηρίζει «το πρώτο γλωσσολογικό επίτευγμα στην Ελλάδα» κατά την αρχαιότητα (για την καταγωγή του αλφαβήτου, βλ. και: Jeffery 1961: 1- 21, Higounet 1964: 58- 61, Μπαμπινιώτη 1985 α: 80-86, 1986, 1993, Βουτυρά 2001: 210-217). Διαφορετικό θέμα είναι η προέλευση του ίδιου του φοινικικού αλφαβήτου, εφόσον σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές δεν είναι οι Φοίνικες επινοητές του συστήματος γραφής που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα αυτό γράφει και ο Διόδωρος Σικελιώτης (5, 74, 3-4) σε χωρίο που συνεχώς επικαλούνται οι εθνικιστές, αλλά απλώς επιβεβαιώνει την κρατούσα επιστημονική άποψη. Για την προέλευση του φοινικικού αλφαβήτου έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις, όπως η σύνδεσή του με την αιγυπτιακή ή τη βαβυλωνιακή γραφή, με προϊστορικά γεωμετρικά σημεία, με τις κρητικές γραφές κ.ά. έχει αναφερθεί από τους εθνικιστές ότι ο Α. Evans  απέδειξε  και υποστήριξε  κατηγορηματικά  την προέλευση του φοινικικού αλφαβήτου από τις μινωικές γραφές, πράγμα ανακριβές, εφόσον μάλιστα οι κρητικές αυτές γραφές, Ιερογλυφική και Γραμμική Α, δεν έχουν καν αποκρυπτογραφηθεί. Eιδικά για τη Γραμμική Α (1700-1450 π.Χ.), ο Μαγουλάς (βλ. Οικονόμο 1993: ix-x) σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν έχει αναγνωσθεί, παρ’όσα λέγονται κατά καιρούς από μερικούς ευφάνταστους» (για τις προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Α, βλ. Duhoux 2001: 182). [2]

       Ένα στοιχείο που προβάλλεται, προκειμένου να αμφισβητηθεί η φοινικική προέλευση του αλφαβήτου, είναι και μια πινακίδα, μη αναγνωσμένη, που έχει ανακαλύψει ο καθηγητής Γεώργιος Χουρμουζιάδης σε έναν λιμναίο προϊστορικό οικισμό, στο Δισπηλιό της Καστοριάς. Υποστηρίζεται ότι τα άγνωστα προϊστορικά σημεία της αποτελούν ελληνικά γράμματα, προδρόμους των σημερινών, μολονότι αγνοείται πλήρως η φωνητική τους αξία. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι του συγκεκριμένου οικισμού ήταν Έλληνες και ότι τα σύμβολα της πινακίδας αποτελούν ελληνικά γράμματα, όπως αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην εν λόγω πινακίδα υπάρχουν μόνο άγνωστα σε εμάς προϊστορικά σημεία, που δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύουν. Δεν ξέρουμε σε ποια γλώσσα ανήκουν και – το σημαντικότερο – αγνοούμε εντελώς τη φωνητική τους αξία. Επομένως, είναι αυθαίρετο να ισχυρίζεται κανείς ότι τα σημερινά γράμματα προέρχονται από αυτά που έχουν αποτυπωθεί στην πινακίδα του προϊστορικού Δισπηλιού. Ας δούμε τι δήλωνε για την πινακίδα ο καθηγητής σε παλαιότερη συνέντευξή του στο  Βήμα  (Κιοσσέ 1999): «το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μια προσπάθεια επικοινωνίας του νεολιθικού ανθρώπου που ελπίζουμε κάποτε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε». Ακολούθως, ο Χουρμουζιάδης εξήγησε ποια είναι τα εμπόδια για την αποκρυπτογράφηση της πινακίδας αυτής: «για να αποκρυπτογραφήσει κανείς ένα κείμενο πρέπει δίπλα στα “σήματα” ή στα ιδεογράμματα να υπάρχει και κάτι το οποίο να του είναι ήδη γνωστό, όπως συνέβη με τον Σαμπολιόν και τη Ροζέτα, όπου επάνω στην πέτρα ήταν χαραγμένα σε αντιστοιχία τρία κείμενα: το ιερογλυφικό, το ελληνιστικό και το δημοτικό. Στην έφυδρη όμως πινακίδα του Δισπηλιού, στην πινακίδα δηλαδή που παρέμεινε στον βυθό της λίμνης 7.500 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». Ο ίδιος αρχαιολόγος, αναφερόμενος στην προϊστορική πινακίδα που έχει ανακαλύψει, χρησιμοποίησε πολύ προσεκτική διατύπωση: έκανε λόγο για  έναν γραπτό κώδικα επικοινωνίας  των κτηνοτρόφων-ψαράδων του Δισπηλιού, για  έναν γραπτό τρόπο επικοινωνίας που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο  και όχι για  μια ελληνική γραφή  (βλ. την ιστοσελίδα). Σε όσους επικαλούνται την ομοιότητα ορισμένων συμβόλων της πινακίδας με σύγχρονα γράμματα, απάντηση δίνει ένα χωρίο του Gelb (19632: 217-218) που δείχνει χαρακτηριστικά πόσο επισφαλή είναι τα συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής που βασίζονται αποκλειστικά στο κριτήριο της μορφικής ομοιότητας: «αρκετά συχνά σ’αυτό το βιβλίο έχω τονίσει ότι γενικώς διστάζω πολύ να βγάλω συμπεράσματα για την κοινή προέλευση διαφόρων γραφών βασιζόμενος μόνο σε συγκρίσεις εξωτερικής μορφής. Τα σημεία σε όλα τα αρχικά συστήματα γραφής έχουν εικονογραφικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται για να αναπαραστήσουν αντικείμενα του περιβάλλοντος κόσμου. Εφόσον οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο και τα αντικείμενα που τους περιβάλλουν έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, είναι φυσικό να περιμένουμε ότι και οι εικόνες που επινοούνται για τις γραφές θα μοιάζουν επίσης πολύ μεταξύ τους. Έτσι άνθρωποι και μέλη του σώματος, ζώα και φυτά, εργαλεία και όπλα, κτήρια και κατασκευές, ουρανός, γη, νερό και φωτιά απεικονίζονται παντού με εικόνες που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ομοιότητα στη μορφή, γιατί όλα αυτά τα αντικείμενα πράγματι υπάρχουν με όμοιες μορφές. Γι’αυτό και δεν υπάρχει ανάγκη να ισχυρισθούμε πως η προέλευση αυτών των σημείων είναι μία και μοναδική». Ο προϊστορικός άνθρωπος μπορεί να αποτύπωσε σε μια ξύλινη επιφάνεια ένα τριγωνικό σύμβολο, π.χ., που μοιάζει με το σύγχρονο  δέλτα.  Δεν έχουμε, όμως, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτό το άγνωστης φωνητικής αξίας σύμβολο αποτελεί τον πρόγονο του σημερινού  δέλτα.  Δεν έχει καμία βάση και ο ισχυρισμός ότι η γραφή του Δισπηλιού είναι αλφαβητική είδαμε προηγουμένως πώς ορίζεται η  αλφαβητική γραφή Μερικοί «αρχαιολάτρες» χρησιμοποιούν όρους που δεν ξέρουν καν τι δηλώνουν! Ας σημειωθεί, ακόμη, ότι το προαναφερθέν χωρίο, που δείχνει ότι το κριτήριο της μορφικής ομοιότητας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής, δεν αναιρεί την κρατούσα θεωρία για την προέλευση του αλφαβήτου, αφού κυρίαρχο στοιχείο για τη φοινικική προέλευση των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου είναι όχι η επιφανειακή ομοιότητα των δύο συστημάτων γραφής, του ελληνικού και του φοινικικού, αλλά η ετυμολόγηση των ονομάτων των γραμμάτων από τη Φοινικική (και πρόκειται για  ετυμολόγηση  από τη φοινικική γλώσσα, όχι για  μετάφραση  σε αυτήν, σύμφωνα με την ανακριβή διατύπωση κάποιου).

            Η προσπάθεια μερικών να αναιρέσουν τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου έχει ασφαλώς ιδεολογικά αίτια. Ο δανεισμός στοιχείων από έναν άλλον λαό αξιολογείται αρνητικά από μερικούς ιδεολόγους, γιατί θίγει την έννοια της «καθαρότητας» και του «ανόθευτου» για παράδειγμα, ο τραπεζικός υπάλληλος Μ.Σ. σε δημοσίευμά του στην πειραϊκή εφημερίδα  Τα νέα των αποφοίτων της Ιωνιδείου  (φύλλο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2002) γράφει με ικανοποίηση ότι στη γλώσσα του μυκηναϊκού πολιτισμού «δεν παρουσιάζεται καμία ένδειξη εισαγωγής ξένων στοιχείων»... Ωστόσο, αν διαβάσει τη γλωσσολόγο Emilia Masson (βλ. Χριστίδη 2001: 543-546), θα πληροφορηθεί για τις  πρώιμες  επαφές της Ελληνικής με ξένες γλώσσες. Και δεν είναι ντροπή η παρουσία δανείων λέξεων σε μυκηναϊκές πινακίδες! Άλλωστε, από τα ίδια ιδεολογικά κίνητρα ορμώμενοι μερικοί,  προσπαθούν να ανακαλύψουν την ελληνική ετυμολογική προέλευση διαφόρων δανείων (βλ. κεφ. Α 2.5.), αφού η εισροή ξένων λέξεων στο ελληνικό λεξιλόγιο θίγει την ιδέα της «καθαρότητας» που έχουν συλλάβει. Φυσικά, το γεγονός ότι οι Έλληνες δανείστηκαν ορισμένα σύμβολα από τους Φοίνικες και τα χρησιμοποίησαν σαν πρώτη ύλη για τη μετάβαση από τη συλλαβογραφική στην αλφαβητική γραφή δεν σημαίνει τίποτε το μειωτικό για τον ελληνικό πολιτισμό. Απόδειξη ότι η άρνηση της κρατούσας θεωρίας για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου έχει ιδεολογικό χαρακτήρα είναι και το παράδειγμα που ακολουθεί. Η φιλόλογος Ά. Τζιροπούλου-Ευσταθίου (Έλλην Λόγος,  Αθήνα: Γεωργιάδης 2003: 86) γράφει για το θέμα του αλφαβήτου: «το αλφάβητό μας δεν είναι εισαγωγής, δεν είναι φοινικικόν. Το φοινικικόν ψεύδος κατέρρευσε. Το γαλλικό περιοδικό  LExpress International,  τ. 2611, 19.8.2001, περιέχει εκτενή αναφορά στον Ελληνικό Πολιτισμό και στο πόσα του οφείλει η σημερινή Δύσις. Πρώτη οφειλή κατά την αξιολόγησι, το  αλφάβητον. Στο εξώφυλλό του γράφει:  η Ελλάς,  της οφείλουμε τα πάντα,  αλφάβητον,  δίκαιον, δημοκρατία, θέατρον, αθλητισμόν, φιλοσοφία, μαθηματικά, ιατρική, ηθική, αστρονομία, τέχνη...». Ακολούθως, παρατίθεται το εξώφυλλο του γαλλικού περιοδικού. Βεβαίως, σύμφωνα με την κοινώς αποδεκτή θέση της γλωσσολογίας, το λατινικό αλφάβητο αποτελεί εξέλιξη του δυτικού ελληνικού-χαλκιδικού αλφαβήτου, δηλ. του αλφαβήτου που μετέφεραν οι Χαλκιδείς στη Ν. Ιταλία. Οι Γάλλοι στο περιοδικό τους επισημαίνουν ακριβώς αυτό, ότι δηλ. το αλφάβητο που χρησιμοποιούν έχει ελληνική προέλευση! Σε καμιά περίπτωση δεν κάνουν λόγο για την προέλευση ή μη του δικού μας αλφαβήτου, δηλ. του ελληνικού, από το φοινικικό σύστημα γραφής! Είναι αξιοσημείωτη η παραπλανητική σύγχυση των δύο θεμάτων εκ μέρους της Ά.Τζ. Ως επιχείρημα εναντίον της φοινικικής προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου προβάλλει ένα πρωτοσέλιδο από γαλλικό περιοδικό, που όμως κάνει λόγο για ένα τελείως διαφορετικό θέμα, την – όντως ελληνική – προέλευση του αλφαβήτου που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι, δηλ. του λατινικού! Το παράδειγμα αυτό αποκαλύπτει πόσο ξένη προς την επιστήμη είναι η μέθοδος που ακολουθούν οι αρνητές της φοινικικής προέλευσης του αλφαβήτου, μιας θεωρίας που όπως προαναφέρθηκε δεν συνεπάγεται τίποτε μα τίποτε το μειωτικό για τον ελληνικό πολιτισμό. Ο ιδεολογικός-πολιτικός χαρακτήρας της προσπάθειας μερικών να αναιρέσουν την κρατούσα θεωρία για το αλφάβητο αποδεικνύεται και από τον απαράδεκτο χαρακτηρισμό  Φοινικιστές.

            Η έλλειψη επιστημονικής γνώσης εκ μέρους των «αρχαιολατρών» φαίνεται και από ορισμένα ερωτήματά τους που θέτουν εντός και εκτός διαδικτύου, με τα οποία ίσως δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς εκτενώς. Παράδειγμα: «πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες να πήραν τη γραφή από τους Φοίνικες, οι οποίοι ως γνωστόν έγραφαν μόνο σύμφωνα, και να αναπτύξουν φωνήεντα;». Απάντηση: φυσικά και είναι δυνατόν. Τα σύμβολα του συμφωνογραφικού φοινικικού συστήματος γραφής λειτούργησαν απλώς σαν πρώτη ύλη για τη μετάβαση των Ελλήνων από τη συλλαβογραφική Γραμμική Β΄ στην αλφαβητική γραφή. Φυσικά και είναι δυνατόν να χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για τη δήλωση των φωνηέντων της Ελληνικής ορισμένα φοινικικά σύμβολα που αντιπροσώπευαν προηγουμένως σύμφωνα και ημίφωνα, αφού μια πρώτη ύλη τη διαχειρίζεται κανείς όπως θέλει. Ακόμη ένα παράδειγμα: γράφει ο Γιώργος Ιεροδιάκονος (Ελληνική Φοινίκη,  Αθήνα: Νέα Θέσις 2003: 230-231): «από πού αντλείται το συμπέρασμα ότι το αναφερόμενο αλφάβητο είναι σημιτικό; Όπως είναι γνωστό, η σημιτική γραφή δεν είναι ούτε ποτέ ήταν αλφαβητική [...]. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για σημιτικό αλφάβητο, όταν απ’αυτό το υποτιθέμενο αλφάβητο απουσιάζουν τα φωνήεντα;». Μα, κανείς δεν είπε ότι η σημιτική γραφή ήταν αλφαβητική συμφωνογραφική ήταν (βλ. περισσότερα στον Gamkrelidge 2000: 51-53). Λειτούργησε, όμως, σαν πρώτη ύλη για τη δημιουργία από τους Έλληνες της πρώτης αλφαβητικής γραφής. Ύστερα, όποιος γλωσσολόγος μιλάει για σημιτικό αλφάβητο, χρησιμοποιεί τον όρο  αλφάβητο  με την ευρύτερη έννοια, αυτήν του εν γένει συστήματος γραφής, και όχι με τη στενότερη, αυτήν του  φθογγογραφικού  συστήματος γραφής, όπου υπάρχει αντιστοιχία φθόγγων-γραμμάτων. Άρα, κανείς δεν είπε ότι υπήρχε σημιτικό φθογγογραφικό σύστημα γραφής, δηλ. σημιτική αλφαβητική γραφή – οι Έλληνες είναι οι δημιουργοί του αλφαβητικού συστήματος γραφής. Άλλα ερωτήματα, από χρήστες του διαδικτύου αυτή τη φορά: «αφού η προέλευση του αλφαβήτου είναι φοινικική, γιατί η Ελληνική θεωρείται ινδοευρωπαϊκή και όχι ...σημιτο-χαμιτική γλώσσα;». Επίσης: «οι Έλληνες, αφού πήραν τα γράμματα από τους Σημιτοφοίνικες..., γιατί η Φοινικική τότε συγκαταλέγεται στη σημιτο-χαμιτική οικογένεια κι όχι στην ινδοευρωπαϊκή;». Και μόνο αυτά τα ερωτήματα είναι αρκετά, για να αποκαλύψουν τη σύγχυση των «αρχαιολατρών». Μα, ο δανεισμός των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου από τη φοινικική γραφή αποτελεί θέμα εντελώς άσχετο με την ένταξη της Ελληνικής στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών ή της Φοινικικής στις σημιτο-χαμιτικές γλώσσες. Ο παράγοντας που ορίζει σε ποια οικογένεια ανήκει μια γλώσσα είναι η γραμματικοσυντακτική της δομή. H γλώσσα Σουαχίλι για να αναφέρουμε μια περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ινδοευρωπαϊκή, γιατί είναι  συγκολλητική γλώσσα  (agglutinative language), σε αυτήν δηλ. διάφορα μορφήματα παρατάσσονται το ένα μετά το άλλο σε μια λέξη αντίστοιχη με τη φράση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Παράδειγμα: wametulipathey have paid us, consisting of  wa- they +  -me-  Perfect +  -tu-  us-lip-  pay -a  Indicative (Trask 1997: 10).< Μήπως το γεγονός ότι η τουρκική γλώσσα γράφτηκε το 1928 σε λατινικό αλφάβητο, ενώ έως τότε αποδιδόταν στην αραβική γραφή, σημαίνει ότι θα πρέπει να ενταχθεί στην ίδια οικογένεια π.χ. με την Αγγλική, όπου χρησιμοποιείται επίσης λατινικό αλφάβητο; Το θέμα του αλφαβήτου, όμως, αξίζει να αντιμετωπιστεί συνολικά, σε ξεχωριστή εργασία, όπου θα σχολιαστεί περαιτέρω το περιεχόμενο του προαναφερθέντος βιβλίου του Ιεροδιάκονου. 

β) η δεύτερη περίπτωση κατά την οποία μειώθηκε η απόσταση που χώριζε τη γραφή από την προφορά της Ελληνικής ήταν η εισαγωγή του ευκλειδείου αλφαβήτου το 403 π.Χ. στην Αθήνα (βλ. Mπαμπινιώτη 1985 β: 15- 16). [...]

 


 

[1] ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΛΙΣΙΑ.                                                                                                                                                       

Ο Α.Κ. σε e-mail που μας έστειλε το 2004 έγραψε για τα γράμματα (το χωρίο μεταφέρεται εδώ αυτούσιο, χωρίς διορθώσεις): «τό αν αυτό πού σημαίνουν μπορή νά δηλωθή μέ άκλιτες γιατί τό λέτε; Οι άκλιτες λέξεις πού έχουμε δηλαδή δέν έχουν σημασία; Κάτι σημαίνουν καί αυτό τό κάτι δηλώνεται μέ άκλιτο τύπο».                                                                                                                                                                

Επίσης, ο Δ.Χ. σε δικό του e-mail (2006) σημειώνει: «τό γεγονός ότι είναι άκλιτα τά γράμματα δέν είναι επιχείρημα ικανό νά πείση περί του αδυνάτου ελληνικής προελεύσεώς των. Άκλιτα ένεκα τής χρήσεώς των είναι καί τά απόλυτα αριθμητικά από τό πέντε μέχρι τό εννέα αλλ ουδείς σώφρων άνθρωπος δύναται νά δεχθή τό γεγονός τούτο ως αποδεικτικό της μη ελληνικότητός των».

            Απάντηση. Δεν έκανα λόγο  μόνο  για την ακλισία των γραμμάτων. Όπως φαίνεται στο κείμενό μου («ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ελληνικό αλφάβητο έχει βορειοσημιτική / φοινικική προέλευση είναι η (μη ελληνική) ονομασία και η ακλισίατων γραμμάτων»), το επιχείρημα της ακλισίας έρχεται  τρίτο  στη σειρά και συμπληρώνει τα δύο προηγούμενα (έτσι εξηγούνται και οι παύλες στο  και η ακλισία). Δεν είναι σωστό να απομονωθεί από τα δύο πρώτα, γιατί τότε διαστρεβλώνεται το περιεχόμενο του κειμένου. Σύμφωνα με το  Etymologicon magnum lexicon / Μέγα ετυμολογικόν  (ΕΜ) Άλφα το στοιχείον. Παρά το  άλφω  το ευρίσκω. Πρώτον γάρ των άλλων στοιχείων ευρέθη [...]. Εκτός από το ότι τέτοιες ετυμολογικές συνδέσεις είναι παντελώς ατεκμηρίωτες, γεννάται το ερώτημα ποια από αυτές τις σημασίες μπορεί να δηλωθεί στην Ελληνική με άκλιτο τύπο. Άκλιτα είναι π.χ. η πρόθεση, ο σύνδεσμος, το επίρρημα και το επιφώνημα. Τι ακριβώς είναι λοιπόν το  άλφα;  Να γιατί και η ακλισία είναι στοιχείο που δηλώνει ότι η προέλευση των γραμμάτων είναι ξενική. Επαναλαμβάνω, η ακλισία αντιμετωπίζεται σε συνδυασμό με τα δύο πρώτα επιχειρήματα. Δεν πρέπει να απομονώνεται από αυτά. Δεν έγραψα πουθενά εγώ ότι η Ελληνική δεν περιλαμβάνει και άκλιτες λέξεις. Πράγματι, το  πέντε  π.χ. είναι άκλιτο και ελληνικό. Το  πέντε  όμως ετυμολογείται άριστα από την Ελληνική (βλ. το σχετικό λήμμα στο ΛΝΕΓ), ενώ έχει και γνωστή σημασία. Να γιατί δεν πρέπει να απομονώνεται ένα τμήμα του κειμένου από τα συμφραζόμενά του.

            Συμπληρωματική απάντηση συναδέλφου για το ίδιο θέμα. «Αν [ενν. το  άλφα] σήμαινε το πρώτον ευρεθέν, τότε θα ήταν παράγωγο ουσιαστικό του ελληνικού ρήματος  άλφω.  Αφού όμως θα ήταν παράγωγο ουσιαστικό, βγαλμένο φυσικά από το σύστημα μιας κλιτής γλώσσας (η οποία κλίνει τα ουσιαστικά), γιατί να είναι άκλιτο; Για τα αριθμητικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού είναι λέξεις άμεσα κληρονομημένες από την πρωτογλώσσα. Η ακλισία ίσως δεν είναι ακριβώς απόδειξη, με την έννοια ότι δεν είναι  αιτία επαρκής  για να χαρακτηρίσουμε μια λέξη δάνεια (αφού έχουμε κάτι λίγα αντιπαραδείγματα). Αντιθέτως η ακλισία είναι  συνέπεια  της προέλευσης. Δηλαδή ακόμα κι αν δεν μπορούμε να πούμε είναι άκλιτη, άρα είναι δάνεια, σίγουρα μπορούμε να πούμε είναι δάνεια, γιαυτό είναι άκλιτη».

 

[2] «ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΙΚΗΣ Α; Η ερώτηση αυτή έχει διατυπωθεί πολλές φορές και αρκετοί είναι εκείνοι, ερασιτέχνες και ειδικοί, που νόμισαν πως μπορούν να δώσουν μια απάντηση. Διέκριναν στη γραμμική Α τη σημιτική, την ελληνική, τη σανσκριτική, τη λουβική, τη χεττιτική, τη λυκική, την καρική, τη βασκική κ.ά. Κάθε αποκρυπτογράφος πιστεύει ενδόμυχα πως βρήκε τη σωστή λύση. Παρόλα αυτά δεν είναι δυνατόν όλες οι αποκρυπτογραφήσεις να είναι, ταυτόχρονα, σωστές! Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα καμιά από τις αποκρυπτογραφικές προσπάθειες δεν κατάφερε να πείσει την επιστημονική κοινότητα. Ένας από τους λόγους αυτής της αποτυχίας είναι πως η γραμμική Α΄ δεν παρουσιάζει εμφανή ομοιότητα με καμιά γνωστή γλώσσα, αν και μπορεί κανείς βέβαια  να βρει αρκετά κοινά σημεία με πολλές γλώσσες. Δεν αρκεί ωστόσο να εντοπιστούν λίγες μεμονωμένες ομοιότητες. Πρέπει να εντοπιστούν ομοιότητες στη δομή, που να αφορούν το σύνολο της μορφολογίας και της φωνητικής. Πρέπει επίσης να υπάρχει η δυνατότητα κατανόησης του μεγαλύτερου μέρους του σώματος των επιγραφών. Πρέπει, τέλος, κάθε ερμηνεία να είναι στέρεη και πειστική. Καμιά από τις μέχρι τώρα προσπάθειες δεν έφτασε σε τέτοιου είδους αποτέλεσμα [...] (Duhoux 2001: 182)».

-----------------------------------------------

Duhoux Yves 2001:  Γραμμική Α.  Στον Χριστίδη  [επιστημ. επιμ.] (2001: 180-184, μτφρ. Ε. Τσελέντη-Α. Καραστάση).

Χριστίδης Α.-Φ. [επιστημ. επιμ.] 2001:  Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα  (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

 


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ