Tinca tinca  

Τίγγα  η  Γληνί              

Ψάρι της οικογένειας των Κυπρινιδών  με χοντροκομμένο σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά, και σκεπασμένο με μικρά λέπια.  Η ράχη της είναι ψηλή το κεφάλι μέτριου μεγέθους, τα χείλη σαρκώδη, εφοδιασμένα με κοντά μουστάκια. Η τίγγα συνήθως είναι καστανή στη ράχη και χρυσαφιά στα πλευρά. Εκεί που η υποβρύχια βλάστηση είναι πολύ πυκνή και ο βυθός χωματώδης, η ράχη είναι πολύ σκούρα, τα πλευρά χρυσοπράσινα και η κοιλιά κιτρινωπή. Στη ράχη έχει ένα μόνο ραχιαίο πτερύγιο, αρκετά μεγάλο, όπως εξάλλου αρκετά μεγάλα είναι και τα άλλα πτερύγια. Οι λοβοί του ουραίου είναι στρογγυλεμένοι. Είναι ψάρι διαδομένο σε όλη την Ευρώπη.                                                                                           Προτιμά βυθούς χωματώδεις και λασπώδεις, νερά πλούσια σε υποβρύχια βλάστηση. Είναι παμφάγο, μπορεί να φθάσει το μήκος των 40 εκατ. και το βάρος των 2 κιλών. Αν και δεν ζητά νερά με πολύ οξυγόνο, μπορούμε να τη βρούμε και στα διαυγή νερά με πολύ οξυγόνο, των μεγάλων λιμνών. Προσαρμόζεται πολύ εύκολα και μπορούμε να πούμε ότι αποφεύγει μόνο τα τρεχούμενα νερά! Σκάβει με το μουσούδι της στο βυθό για να τραφεί με σκουλήκια, υδρόβιες κάμπιες, μαλάκια και μικρά οστρακόδερμα, αλλά ακόμα και με φύκια και βλαστάρια από υδρόβια φυτά. Εκτός από ορισμένες περιοχές της βόρειας Ευρώπης, όπου βρίσκονται ακόμα μεγάλες τίγγες, αλλού είναι σπάνιο το πιάσιμο ψαριών πιο μεγάλων από ένα κιλό. Είναι κοινή γνώμη ότι τα τελευταία χρόνια ο μέσος όρος των διαστάσεων αυτού του ψαριού, τουλάχιστον στα περισσότερα μέρη, έχει πολύ μειωθεί.                                                                                                                                                             Γεννάει τα αυγά μετά το τέλος της άνοιξης, όταν η θερμοκρασία του νερού υπερβεί τους 18ο C. Εναποθέτει τα αυγά του σε ρηχά νερά της λίμνης και σε περιοχές που διαθέτουν πλούσια υδρόβια βλάστηση.                                                        Μεγάλες τίγγες μπορούν εύκολα να πιαστούν στις λίμνες και στα έλη της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας, και κυρίως της Ουγγαρίας όπου πραγματοποιείται εκτεταμένη εκτροφή αυτού του νόστιμου ψαριού. Μεγάλα έλη, γεμάτα από τίγγες, είναι πολύ συχνό φαινόμενο και στη Γαλλία. Τα ψάρια μέτριων διαστάσεων για το εμπόριο, εκτρέφονται σε μεγάλες δεξαμενές.  Το ψάρεμα της τίγγας είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά. Ψαρεύεται στο βυθό, χωρίς βαρίδι και χωρίς φελλό. Στο αρμίδι, ή ακόμα και στη μάννα της ορμιάς (εάν δεν έχει διάμετρο πολύ μεγάλη), συνδέεται ένα τσιγκελάκι που δολώνεται με μίγμα από διάφορα ζυμάρια με τυρί ή άλλα στοιχεία.                                                                                                           Σε πολλά έλη οι τίγγες τσιμπούν ευχάριστα, εάν όχι αποκλειστικά, μίγματα ψωμιού με τυρί ή μόνο ψωμί, ιδίως όταν έχει τελειώσει η αναπαραγωγή, η οποία γίνεται τον Ιούνιο, στις καλαμιές και στην υδρόβια βλάστηση. Άριστο δόλωμα είναι πάντοτε το σκουλήκι, και πραγματικά αποτελεσματικό είναι το σκουλήκι του νερού. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι απαραίτητο το δόλωμα να τοποθετηθεί στο βυθό, με ορμιά ελαφρά χαλαρή για να μπορέσει το ψάρι να ρουφήξει το δόλωμα χωρίς να αντιληφθεί τον κίνδυνο.                                                                                                                                               Η πιο αποτελεσματική από τις μεθόδους ψαρέματος της τίγγας, είναι εκείνη που βασίζεται στην ελαφριά ορμιά του βυθού, εφοδιασμένη με φελλό. Είναι αναγκαίο να ξέρουμε το βάθος του μέρους και τη φύση του βυθού. Γι' αυτό το σκοπό πρέπει να προβαίνουμε (ακόμα και λίγες μέρες πριν από το ψάρεμα) σε επιμελή έρευνα της περιοχής, με τη χρήση της ορμιάς. Μερικά τεχνάσματα είναι αναγκαία για να έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες επιτυχίας. Το αρμίδι πρέπει να είναι αρκετά λεπτό όχι κατώτερο από 14 εκατοστά του χιλιοστού, τα βαρίδια πρέπει να είναι τοποθετημένα και συγκεντρωμένα σε αρκετή απόσταση από το αγκίστρι. Ο φελλός μπορεί να είναι οποιουδήποτε σχήματος, αλλά τέλεια ισορροπημένος, έτσι που να μην παρουσιάζει αντίσταση στο ψάρι, το οποίο όταν τσιμπήσει την μπουκιά πάει αλλού. Το τσίμπημα της τίγγας, που εκδηλώνεται απ' το φελλό, είναι χαρακτηριστικό: δυο ή τρεις μικρές σπρωξιές στο φελλό, φυγή ή τρέξιμο του φελλού προς μια οποιαδήποτε κατεύθυνση προς τα φύκια ή τις καλαμιές, μερικές φορές προς τα βαθιά, στα ανοιχτά, στο τέλος βύθισμα του φελλού που εξακολουθεί να προχωρεί κάτω από το νερό. Όταν ο φελλός βυθιστεί, είναι η στιγμή να καρφωθεί το ψάρι, αρχίζοντας αμέσως μετά, όλες τις κατάλληλες μανούβρες ώστε να αποφύγουμε να βυθιστεί το ψάρι μέσα στα φύκια και στις καλαμιές.                                                                                                                                                                                     Η αντίσταση της τίγγας είναι αξιόλογη και ευνοείται από το χοντροκομμένο σχήμα του σώματος της, από την ευελιξία, από το μέγεθος των πτερυγίων και από τα λίγο ή πολύ αξεπέραστα εμπόδια της περιοχής. Η τίγγα αμύνεται μέχρι το τέλος, με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά με λιγότερη πονηριά από τον καρπό. Ζει και αντέχει για πολύ έξω από το νερό, και γι' αυτό είναι απαραίτητο να τη σκοτώσουμε αφού την βγάλουμε έξω.