Perca fluviatilis  

Πέρκα  /  Πρικί

Η πέρκα ανήκει στην οικογένεια των περκιδών. Είναι κοινό, άφθονο ψάρι, σε πολλές λίμνες της Ευρώπης όπως σε μερικά ποτάμια και κανάλια, ειδικά στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Φθάνει τα 40 εκ. σε μήκος και ξεπερνά τα 2 κιλά σε βάρος. Η πέρκα / πρικί έχει συμπιεσμένο σώμα και ψηλή ράχη, Το δεύτερο μισό του σώματος της είναι λεπτό.                   Το κεφάλι είναι σχετικά μικρό, εφοδιασμένο όμως με φαρδύ στόμα, οπλισμένο με πολύ μικρά δόντια. Η ράχη έχει ένα πρώτο ραχιαίο πτερύγιο που συγκρατιέται από αγκαθωτές ακτίνες, αρκετά ψηλό και φαρδύ. Το δεύτερο ραχιαίο συγκρατιέται από μαλακές ακτίνες. Το κοιλιακό και εδρικό πτερύγιο είναι αρκετά φαρδιά και το ουραίο είναι γεροδεμένο. Χαρακτηριστικό των περκιδών είναι η παρουσία δυο αγκαθωτών ακτινών στο εδρικό πτερύγιο. Η ράχη είναι γκρίζα - πρασινωπή, τα πλευρά γκρίζα - ασημί που τείνουν στο πρασινωπό, με 5 έως 9 κάθετες λουρίδες καστανές ή καστανοπράσινες. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο έχει στο πίσω μέρος μαύρες κηλίδες. Η κοιλιά είναι άσπρη και τα κάτω πτερύγια κοκκινωπά. Το βραγχιακό επικάλυμμα είναι εφοδιασμένο στην άκρη με μια κοντή αιχμή.                                                                                                    Αν και βρίσκεται και σε νερά όχι πολύ διαυγή, γενικά προτιμά, τα καθαρά και διαφανή, με βυθό από βότσαλα, βράχια, φύκια  ή ανάμικτο. Πιο σπάνια βρίσκεται σε βυθό από χώμα ή σκεπασμένο με βούρκο.                                                                     Οι πιο μεγάλες πέρκες προτιμούν βραχώδεις βυθούς. Ζει σε κοπάδια λίγο ή πολύ πολυάριθμα, ειδικά κατά το νεανικό στάδιο. Οι μεγάλες πέρκες ζουν απομονωμένες ή σχετικά μακριά η μια από την άλλη, αφού εξαιτίας της αδηφαγίας τους,     η ακτίνα δράσης τους είναι αρκετά μεγάλη.                                                                                                             Αναπαράγονται τον Απρίλιο και τον Μάιο όταν η θερμοκρασία του νερού δεν έχει ακόμα υπερβεί τους 10ο C. Τα αυγά, κολλημένα σε μακριές ταινίες είναι μικρά και πολυάριθμα. Η ταινία στερεώνεται από την μια άκρη σ' ένα φύκι ή σε άλλο βυθισμένο αντικείμενο, ενώ η άλλη άκρη είναι ελεύθερη. Τα αυγά είναι ανοιχτόχρωμα, τείνουν στο κιτρινωπό και ανοίγουν  20 μέρες μετά, με μέτρια θερμοκρασία του νερού. Οι γόνοι μετά το άνοιγμα είναι πολύ μικροί και λεπτοί. Η πέρκα ωριμάζει σεξουαλικά όταν φθάσει τα 15 εκατ., που συμβαίνει τρία χρόνια περίπου μετά το άνοιγμα των αυγών.                                Είναι γνωστή η αδηφαγία αυτού του ψαριού. Μια πέρκα 5 ή 6 εκατ. ακολουθεί γόνους και ρίχνεται με λαιμαργία σε κάθε τι που κουνιέται και έχει διαστάσεις που μπορεί να καταπιεί, και που της φαίνεται φαγώσιμο. Αργότερα τρέφεται με μικρά ψάρια, νύμφες εντόμων, οστρακόδερμα κλπ. Καταδιώκει για μικρές αποστάσεις, αλλά πολύ γρήγορα. Η δράση της είναι ταχύτατη. Την άνοιξη και το καλοκαίρι προτιμά να ζει στα μισά νερά, εάν ο βυθός έχει φύκια, ενεδρεύοντας στις άκρες της υποβρύχιας βλάστησης. Το χειμώνα η δραστηριότητα της είναι πολύ μικρότερη και μικρότερης ακτίνας. Το ψάρι πηγαίνει προς τον βυθό, όπου διαλέγει τα κατάλληλα μέρη, κατοικία σχεδόν μόνιμη μέχρι την επόμενη άνοιξη.                            Πάντως τα ψάρια μεγάλων διαστάσεων πιάνονται πιο εύκολα στο βυθό, παρά στα μισά νερά ακόμα και το καλοκαίρι.          Οι μέθοδοι πιασίματος με την ορμιά είναι πολυάριθμες κι όλες βασίζονται στην κίνηση του δολώματος που τη δελεάζει. Πιάνεται εύκολα με περιστροφικά κουταλάκια λαμπερά ή χρωματιστά (καλύτερα ασημί ή με χρώμιο) με τσιγκελάκι στολισμένο με μια φούντα από κόκκινο μαλλί. Τα κουταλάκια είναι αποτελεσματικά τόσο στο καλάμι για εξακοντισμό όσο  και στην συρτή.                                                                                                                                                                          Η συρτή για την πέρκα αποτελείται από ένα χάλκινο νήμα εφοδιασμένο με ένα αρμίδι 2 ή 3 μέτρων από νάιλον. Μεταξύ του χάλκινου νήματος και του νάιλον αρμιδιού καλό είναι να μπει ένα ευαίσθητο στριφτάρι. Η συρτή από χάλκινο νήμα βυθίζεται γρήγορα και δουλεύει αρκετά καλύτερα από εκείνη που αποτελείται μόνο από μολυβωμένο νάιλον νήμα.                                 Η συρτή οδηγιέται αργά και ψαρεύοντας με ρίξιμο πρέπει να επαναφερθεί μαλακά, ενώ είναι αναγκαίο να δίνονται στην ορμιά (ενώ η βάρκα προχωρεί) συνεχή τραβήγματα και αφήματα με σύντομες κινήσεις του χεριού.                                                  Η πιο κοινή μέθοδος, παντού, για το πιάσιμο μέτριων ή μικρών ψαριών, είναι όμως η βαριά ορμιά βυθού με ζωντανό.     Αυτή η ορμιά έχει στην άκρη ένα μολύβι, που μερικές φορές αντικαθίσταται με ένα μολύβι κομμένο στις άκρες, οι οποίες είναι επικαλυμμένες με θρύμματα από καθρέφτη. Σε μερικά εκατοστά από το βαρίδι ή ακόμα και εκεί που ξεκινάει το βαρίδι, υπάρχει ένα παράμαλλο με ένα γερό αγκίστρι. Στη μάννα της ορμιάς σε απόσταση 30-50 εκ. από το βαρίδι υπάρχει ένα δεύτερο αγκίστρι, και αν θέλουμε, μετά από 50 εκ. από το δεύτερο, και ένα τρίτο. Το πιο κοντινό στο αγκίστρι βαρίδι κρατιέται από ένα παράμαλλο αρκετά μακρύ (40-50 εκ.), ενώ των άλλων αγκιστριών πρέπει να είναι σχετικά κοντά           (10-15 εκατ.). Το δόλωμα αποτελείται από κωβίτες (το πιο ορεκτικό από όλα τα άλλα δολώματα) από ένα σιγλί ή από ένα άλλο πολύ μικρό ψάρι, που κρατιούνται ζωντανά μέσα σε ένα καλάθι, βυθισμένο στο νερό. Τα ψάρια - δολώματα πρέπει να αγκιστρώνονται από το στόμα (και τα δυο χείλια πρέπει να τρυπιούνται από το αγκίστρι) ή από την ράχη, οπωσδήποτε όμως με τρόπο ώστε να μπορούν να διατηρούν για πολύ την ζωτικότητα τους. Τα δολώματα καλάρονται στο βυθό, συχνά κουνιούνται με μικρά τινάγματα, ή μετακινιούνται για μικρά διαστήματα. Η κίνηση των δολωμάτων είναι ουσιαστική για μια μεγαλύτερη επιτυχία.                                                                                                                                                                 Με τον ίδιο τρόπο ψαρεύεται, με το σκουλήκι, την κάμπια της μύγας, δολωμένα με φούντα για τις πέρκες, μικρού ή μέτριου μεγέθους. Πάντοτε πρέπει να φροντίζουμε την συνεχή σχεδόν κίνηση των δολωμάτων. Σε μερικά μέρη ψαρεύεται και με φουντίτσες από κόκκινο ή κίτρινο μαλλί, στερεωμένες κοντά στο αγκίστρι ή πάνω στο ίδιο το αγκίστρι.            Αποτελεσματικές για τις μικρές πέρκες είναι και οι απομιμήσεις των νυμφών, από συνθετικό υλικό, λίγο ή πολύ λαμπερές. Τα χρώματα που προτιμά η πέρκα είναι το κόκκινο, το πορτοκαλί ή το ζωηρό κίτρινο. Πολυάριθμες είναι οι ειδικές μέθοδοι που, για παράδειγμα, συνίστανται στον εφοδιασμό του αρμιδιού της ορμιάς με μια γυαλιστερή παλέτα κουταλιού, σε μικρή απόσταση από το αγκίστρι που είναι δολωμένο με ψάρι. Όλα τα συστήματα της ορμιάς βασίζονται στην ευκολία της προσέλκυσης ενός ψαριού που από την φύση του είναι πολύ περίεργο και που εύκολα ερεθίζεται.                                        Η άμυνα της πέρκας είναι ισχυρή, σχετικά με τις αναλογίες της. Ένα μεγάλο ψάρι που επαναφέρεται με το καλάμι του ριξίματος, όταν φθάνει κοντά στην βάρκα αντιδρά με εξαιρετική βιαιότητα, προσπαθώντας να ξανακατέβει στον βυθό ή ακόμα να περάσει πέρα από την βάρκα, σε αντίθετη κατεύθυνση από την δράση της ορμιάς. Χάνονται πολλές μεγάλες πέρκες, γιατί εύκολα τα χονδρώδη χείλια τους τρυπιούνται σε μέγεθος μεγάλης κουμπότρυπας, από τις οποίες το αγκίστρι βγαίνει εύκολα αν η ορμιά δεν κρατιέται συνέχεια τεντωμένη. Μια μεγάλη απόχη είναι πάντοτε απαραίτητη για να σιγουρευτούμε για το τελικό πιάσιμο.