Σελίδα
1
ΤΟΠΙΚΑ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ
(1905-1915)
Θέλω να αναφερθώ
στη δεκαετία 1905-1915, την οποίαν έζησα, διότι τη
δεκαετία τούτη τη θεωρώ σαν συνέχεια, και
απαράλλακτη από οικονομικής κινήσεως και
κοινωνικών εθίμων, με τις προηγούμενες. Και το
λέγω αυτό διότι μετά το Βαλκανικό Πόλεμο και τον
επακολουθήσαντα Πρώτο Πανευρωπαϊκό, εδόθη ένα
γερό κτύπημα στο στάσιμο οικονομικό κύκλο που η
κίνησις της αγοράς άλλαξε τελείως.
Τούτο θα το κάμω με χοντρές γραμμές για να
γίνομαι περισσότερο κατανοητός και όχι
κουραστικός εφόσον , ως προβλέπω, θα επεκταθώ και
σε άλλα θέματα.
Τα γράφω για να μείνουν ιστορικά διότι τα
κρίνω σαν ανεπανάληπτα και θα αρχίσω από τα
κυκλοφορούντα νομίσματα κατά την εποχή εκείνη.
Λοιπόν, τα κέρματα ήσαν μονόλεπτα, δίλεπτα
και τρίλεπτα μέχρι το 1907. Κατόπιν, σιγά -σιγά,
απεσύρθησαν και δεν γινότανε συναλλαγή με αυτά.
Μόνο στο δίσκο της εκκλησιάς και στους επαίτες.
Οι πεντάρες και δεκάρες, με προτομή του
Βασιλέως Γεωργίου του Α' ήσαν χάλκινες.
Κυκλοφορούσαν επίσης και πεντάρες, δεκάρες του
Βασιλέως Όθωνος εκδόσεως 1857, που δεν είχαν
προτομή αλλά το στέμμα.
Χάρτινα νομίσματα ήσαν η δραχμή, το δίδραχμο,
το πεντόφραγκο, νομίζω και δεκάρικο, το
εικοσιπεντάρικο, το κατοστάρικο, το
πεντακοσάρικο, το χιλιάρικο.
Δεύτερα κέρματα εξεδόθησαν το 1910 και ήσαν
πεντάρες, δεκάρες και εικοσάλεπτα. Αυτά είχαν
μικρό μέγεθος σε χρώμα περίπου νικελίου ή
αλουμινίου. Τα χάρτινα μονόδραχμα και
δίφραγκα αντικατεστάθησαν με κέρματα καθώς και
τα πεντόδραχμα και δεκάδραχμα. Οι λίρες
κυκλοφορούσαν απεριόριστα, εννοώ οι χρυσές, και
οι Τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να δίνουν σε
όποιον τις ζητούσε, διότι το χαρτονόμισμα
λεγόταν ότι αντιπροσωπεύει χρυσό. Η τιμή της
λίρας ήταν 25 δραχμές, του δε δολαρίου πέντε. Άλλα
ξένα νομίσματα δεν υπήρχαν στην αγορά της
Αμαλιάδας.
Μονάς βάρους ήταν η οκά και είχε τετρακόσια
δράμια -και όργανα ζυγίσεως η παλάντζα και το
καντάρι. Η κίνηση της αγοράς γινότανε συνήθως με
κέρματα διότι τα τρεχούμενα είδη της νοικοκυράς
είχαν πάντα λιγότερο από μια δραχμή.
Όλα τα προσφερόμενα από τα καφενεία, δηλαδή
καφές, ούζο, λουκούμι και γενικά όλα τα ποτά,
είχαν μια πεντάρα. Μόνον στο καφενείο του
Κοτρώτσου που άνοιξε το 1910, είχαν μια δεκάρα. Το
καφενείο αυτό ήταν κατ' εξοχήν πολυτελείας και
ώθησε την ανάπτυξη της κοινωνίας μας.
Η ζάχαρη είχε 35 λεπτά, το κρασί στα σπίτια μια
δεκάρα και στις ταβέρνες 20 λεπτά. Τα λεμόνια μια
πεντάρα δύο. Τα πορτοκάλια μια πεντάρα ένα, τα
κολοκυθάκια 1520 λεπτά με τον ανθό. Το αρνί
γάλακτος γύρω στις 2,50 δραχμές, το λάδι 80 λεπτά, το
αυγό μια πεντάρα το ένα, το στίλβωμα των
παπουτσιών μια πεντάρα, το κούρεμα στους
μεγάλους 25 λεπτά, στα παιδιά 10-15 λεπτά. Το άσπρο
ψωμί, που το λέγαμε τότε άχνη, 40 λεπτά.
Τα κουλούρια πουλιόνταν μια πεντάρα, οι
εφημερίδες Αθηνών -Πατρών -Πύργου μια πεντάρα, η
καλύτερη κουβαρίστρα κοάτς μια δεκάρα, τα
κοντύλια μια πεντάρα 3-4, το μολύβι μια πεντάρα, τα
τετράδια μια πεντάρα, το κινίνο 25 λεπτά το δράμι
και το ζύγιζαν με μόνιμα σταρόσπυρα.
Λαϊκή αγορά γινότανε κάθε Κυριακή πρωί στην
πλατεία Σοχιάς, στη σημερινή Ελευθερίας, όπου το
σπίτι του Νίκου Μπελογιάννη, το οποίο τότε δεν
υπήρχε. Εκεί έφερναν οι παραγωγοί όλα τους τα
προϊόντα. Το στάρι θυμάμαι καλά, πουλιόταν 12-16
λεπτά, ανάλογα με την ποιότητα.
Μεγάλο εμπόριο γινόταν με τη σταφίδα.
Πουλιόταν 80-90 δραχμές η χιλιάδα, δηλαδή οι 375
οκάδες. Και το έλεγαν χιλιάδα διότι οι 375 οκάδες
ήταν ένα χιλιόλιτρο.
Συλλαβιστά!
Οι εφημερίδες, λέω
και πάλι, που είχαν όνομα Σκριπ, Χρόνος, Εμπρός,
Πατρίς, αυτές όλες Αθηνών , αλλά και Πατρών ο
Νεολόγος και η Πελοπόννησος, πουλιόσαντε μια
πεντάρα η μία, οι αναγνώστες όμως ήταν λίγοι.
Στα έκτακτα γεγονότα, άμα αγόραζε κάποιος
απλός άνθρωπος εφημερίδα, γινότανε κύκλος γύρω
του για να ακούσουν και αυτός δε διάβαζε, αλλά
συλλάβιζε. Από τις γυναίκες, ζήτημα είναι αν 3-5
τοις εκατό ήξεραν γραφή και ανάγνωση.
Ρολόγια είχαν πολύ
λίγα. Το μεσημέρι χτυπούσε πάντα το συγκρότημα
του καμπαναριού του Αη Γιώργη και οι εργατιές
κανόνιζαν την πορεία τους.
Όλοι οι δάσκαλοι της πόλης ήσαν
γραμματοδιδάσκαλοι κι έπαιρναν μισθό 30 -40
δραχμές το μήνα (είχα αδελφή και τη ζήτησε
δάσκαλος για γυναίκα και ο πατέρας μου δεν την
έδωσε διότι έλεγε, δε θα μπορέσει να τη ζήσει με
μια δραχμή την ημέρα)!...
Τα σκαμπίλια του
Βάρναλη!
Σχολεία τότε ήσαν
τρία Δημοτικά και ένα Ελληνικό. Όποιος ήθελε να
πάει στο Ελληνικό, έπρεπε να δώσει εξετάσεις. Το
Ελληνικό ήταν στου Καλίτσα, εκεί που είναι σήμερα
το Νηπιαγωγείο. Δεύτερο Ελληνικό έγινε στην Κάτω
πόλη το 1909. Εκεί πήγαινα κι εγώ. Στη Δευτέρα
Ελληνικού είχα καθηγητή τον ποιητή και συγγραφέα
Κώστα Βάρναλη. Εκεί διορίσθη το πρώτον καθηγητής
και έμεινε ένα σχολικό έτος. Έφαγα από δαύτον
τρία γερά σκαμπίλια, που τα θυμάμαι ακόμα. Μ'
έδειρε διότι ήθελε να με τρομοκρατήσει επειδή
είδα κάποια άσεμνη χειρονομία του σε δυο
μαθήτριες την ώρα του διαλείμματος.
Είχαμε όμως και ιδιωτικό Γυμνάσιο του
μακαρίτη Νικ. Δανίκα, συνταξιούχου Γυμνασιάρχη,
το οποίον διελύθη με τους Βαλκανικούς πολέμους.
Είχε τρεις τάξεις, πρώτη, δευτέρα και τρίτη και
φοιτούσαμε και στις τρεις τάξεις περισσότερα από
εξήντα παιδιά.
Γυμνάσιο η Αμαλιάδα απέκτησε το 1917. Πληρώναμε
για δίδακτρα 40 δραχμές το μήνα.
Η πόλη μας
Εκκλησίες είχε η
πόλη τρεις. Τον Άγιο Αθανάσιο, Άγιο Γεώργιο και
τον Ευαγγελισμό. Στις εορτές των αγίων και της
Ευαγγελίστριας βέβαια, γινότανε μεγάλα
πανηγύρια με νταραβέρι και δημόσιους χορούς.
Σφαγεία στην πόλη δεν υπήρχαν. Κάθε χασάπης
έσφαζε μπροστά στο μαγαζί του και έπειτα έδινε το
κεφάλι του μοσχαριού στον τελάλη, αν το σφαχτό
ήταν μοσχάρι. Ο τελάλης το κρατούσε από ένα
τσιγκέλι και διατρέχοντας την αγορά, φώναζε:
"Κύριοι, στου Τάγιου (λ.χ.) το χασάπικο, σφάξανε
μοσχάρι καλό. Ιδού και η μόστρα". Καλός τελάλης
ήταν ο Βωβός, με μια φοβερή φωνή, αλλά δε θυμάμαι
αν ήταν τότε ακριβώς ή μεταγενέστερα.
Κάθε Σεπτέμβριο που μαζευότανε ο κόσμος από
τα χτήματα, ερχότανε ο Καραγκιόζης και την έστηνε
στα καφενεία. Εμείς είχαμε δικό μας
καραγκιοζοπαίχτη. Τον Μήτσο Γκανή, γέννημα και
θρέμμα της πόλης, από οικογένεια ντόπια. Ήταν
εξαίρετος καλλιτέχνης και άριστος τραγουδιστής.
Οι καλύτερες παραστάσεις του ήταν ο Κατσαντώνης
και ο Καπετάν Γκρης.
Τα τραγούδια της μόδας, μας τα έφερνε ο
Καραγκιόζης, και τα τραγουδούσε ο Σταύρακας.
Εισιτήρια για τον Καραγκιόζη δεν. υπήρχαν ,
μόνο ο καφές και τα ποτά, από μια πεντάρα,
γινόσαντε μια δεκάρα. Έβγαζε στο διάλειμμα ο
Καραγκιόζης ένα δίσκο για να μαζέψει πεντάρες,
αλλά δε βαριέσαι, όλοι πήγαιναν δήθεν για
κατούρημα. Για τον Μήτσο τον Γκανά έχω ένα
δισταγμό, μήπως ήταν μεταγενέστερος, αλλά αξίζει
να τον μνημονέψω διότι πράγματι στο είδος του
ήτανε άσσος και πανηγύρι για την πόλη άμα
ερχότανε.
Ο κουρέας που
έβγαζε δόντια!
Τραγούδια της πόλης
τότε ήταν οι αμανέδες. Άριστοι δε τραγουδιστές ο
Τάσης Κοτσέτας και ο Μήτσος Σαμπαής και οι δυο
Καλιτσέοι.
Οδοντογιατρός τότε δεν υπήρχε στην Αμαλιάδα,
αλλά λίγο πίσω από το σημερινό Ηρώο, υπήρχε ένα
ημιανώγειο σπίτι και κάτω απ' αυτό κουρείο. Ο
κουρέας έβγαζε δόντια και στον τοίχο του
κουρείου απ' έξω ήταν χοντροζωγραφισμένο ένα
δόντι -50 πόντους!
Νόμος περί χαρτοπαιξίας δεν υπήρχε. Η
χαρτοπαιξία οργίαζε σε καφενεία και σε λέσχες. Οι
καλύτερες λέσχες στην Αμαλιάδα ήταν του Τάσου
Κορίζη και του Θανάση Σαρμά, μετέπειτα μεγάλου
σταφιδέμπορου στην Αμαλιάδα και την Πάτρα.
Παιχνίδια της μόδας ήταν η πασέτα και κατόπιν το
πόκερ.
Οι γλεντζέδες περνούσανε τις βραδιές τους
στα καφέ-σαντάν, από τα οποία είχε γεμίσει η πόλη.
Τα καλοκαίρια η πόλη ήταν έρημη. Όλος ο κόσμος
στα κτήματα. Κλεψιά καμιά. Η θάλασσα για όλο τον
κόσμο άγνωστη. Δεν ήταν της μόδας. Τη γλεντούσαν
μόνον όσοι είχαν εκεί χτήματα αλλά κάπου -κάπου
γινότανε και κανένας πνιγμός, όπως του πολύ
αγαπητού και παιδικού μου φίλου Αντρέα Καρή, ο
οποίος ούτε και τώρα δε φεύγει από την ψυχή μου.
Λίγο αργότερα άρχισε η κίνηση προς τη θάλασσα και
ο κόσμος πήγαινε με τα κάρα. Αυτοκίνητα, βέβαια,
δεν υπήρχαν.
Οι γάμοι γινόσαντε πότε στα σπίτια, πότε στην
εκκλησιά, οπότε περνούσαν μέσα από την αγορά με
το μοναδικό αμάξι του Βασίλη Μάσαλα και ο κόσμος
τους έραινε με ρύζι στέλνοντάς τους ευχές.
Όταν περνούσαν οι κηδείες μέσα από την αγορά,
τα μαγαζιά έκλειναν την κυρία πόρτα της εισόδου
από σεβασμό και έθιμο.
Το ταχυδρομείο είχε πότε έναν, πότε δυο
υπαλλήλους. Τα γραμματόσημα είχαν μια δεκάρα
αλλά υπήρχαν και οι βραχείες επιστολές. Αυτές
ήσαν δίφυλλες καρτούλες χρώματος ανοιχτού
πράσινου με κόλλα στις άκρες για να κλείνουν
καλά. Η αξία τους ήταν μια πεντάρα και μ , αυτές
αλληλογραφούσε όλος ο κόσμος, πλην φυσικά των
εμπόρων οι οποίοι έγραφαν πολλά και ο χώρος της
βραχείας επιστολής ήταν μικρός.
Ονομασίες δρόμων δεν υπήρχαν τότε και ο
ταχυδρόμος δεν πήγαινε την αλληλογραφία στα
σπίτια. Την άφηνε στα μαγαζιά και κυρίως στα
μπακάλικα, απ' όπου ο καθένας έκανε τα ψώνια του.
Υπήρχαν και τα δελτάρια, από μια πεντάρα το ένα.
Η Σοχιά είχε μόνο μια γέφυρα μεταξύ πλατείας
Ελευθερίας και καφενείου Κίντου. Η άλλη γέφυρα
έγινε νομίζω κατά το 1915, όταν πρόεδρος της
Κοινότητος ήταν ο γιατρός Βασ. Παπακωνσταντίνου.
Η θέση της ήταν πλησίον του χτιρίου της
ηλεκτρικής εταιρείας, αλλά και αυτό σήμερα δεν
υπάρχει.
Η Σοχιά εκείνα τα χρόνια ήταν ξέβαθη και ο
κόσμος για να περάσει, εκεί που έγινε αργότερα η
κεντρική γέφυρα προς το καφενείο του Κίντου,
έβαζε πετραδάκια. Αυτό μου είπε ο Νικολής Κιντής,
που κάποτε τον ρώτησα, σαν γέρος που ήταν. Έτσι
μου είπε την βρήκε το 1875 που ήρθε από τα βουνά
στην Αμαλιάδα. Και ακόμα παλαιότερα, έφερνε πολύ
νερό που άλεθαν δυο νερόμυλοι, μέσα σχεδόν στην
πόλη. Ο μύλος του Κατσουρίδα και ο άλλος κοντά
στην κεντρική γέφυρα.
Ο κόσμος της αγοράς, δηλαδή ο κάπως
αριστοκράτης, φορούσε σκληρά κολάρα και είχε από
τους άλλους τον οφειλόμενο σεβασμό. Τα κολάρα
ήταν πρόσθετα στα πουκάμισα και τα δούλευε
ειδική κολαρίστρα. Φορούσε ο αριστοκράτης
κολάρο, γιλέκο και σακάκι το ντάλα καλοκαίρι και
πήγαινε ο ιδρώτας ποτάμι. Επίσης και τα βράδια
του καλοκαιριού, ντυμένος και με καπέλο.
Όταν άνοιξε το καφενείο του Κοτρώτσου το 1910,
όπως είπαμε παραπάνω, οι πελάτες φορούσαν όλοι
κολάρο, αλλά και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους,
και ακόμη αργότερα" τα πράγματα δεν άλλαξαν .Οι
γυναίκες δε φορoύσαν κάλτσες το καλοκαίρι.
Αργότερα, που άρχισαν τα μπάνια στην Κουρούτα ή
στο Παλούκι, άντρες και γυναίκες χωριστά, αλλά οι
άντρες τελείως γυμνοί...
|