Η ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ ΚΑΙ Η ΧΑΜΕΝΗ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ
• Πρόγραμμα • Κριτικές • Φωτογραφίες •
Ο θρύλος της λίμνης • Το Σενάριο της παράστασης • Τα μέρη του έργου • Συντελεστές • Σημείωμα
Ο
ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΟΥ
ΚΟΥΡΝΑ
(απόσπασμα
από το βιβλίο του Βασίλη
Χαρωνίτη "Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ
ΘΡΥΛΩΝ")
"...Στα
μέρη που η λίμνη του
Κουρνά απλώνει τα νερά της
σήμερα , ήτανε μια φορά κι
έναν καιρό ανθρώπινες
κατοικίες . Πολιτεία ολόκληρη...Οι
άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι
και χαρούμενοι. Δούλευαν τη
γη , έπαιρναν τα αγαθά της ,
χαίρονταν τις ομορφιές του
κόσμου . Οι πόλεμοι και τα
μίση δεν άγγιζαν την ψυχή
τους , κανείς δε ζούσε
στερημένος κι όλοι τους
καλοτύχιζαν .
Τα
σπίτια τους έμοιαζαν μ'
αρχοντικά και στις πλατείες
και στους δρόμους άκουγες
τα γέλια των παιδιών , τα
τραγούδια των νέων , τις
όμορφες κουβέντες των
μεγάλων.
Τώρα
τίποτα δεν θυμίζει εκείνη
την ομορφιά . Τίποτα δε
μαρτυρεί πως όσα είπαμε
πιο πάνω ήταν αληθινά ...Ούτε
και το όνομά της πολιτείας
γράφτηκε πουθενά , για να
το λέμε εμείς σήμερα .
Αν
έλειπε και η νεράιδα που
"...γλιστράει στα γυάλινα
νερά , κολυμπάει , πλένεται , λούζεται ,
πιάνει ψάρια , χέλια , νεροφίδες ,
αγριόπαπιες , τα αφήνει , τα
ξαναπιάνει , κρατεί όσα θέλει ,
παίζει στη λύρα της
παθητικά τραγούδια και σαν
χελιδόνι περιπατεί και σαν
τρυγόνι στέκει πάνου στα
καταγάλανα νερά της λίμνης
..."
Τούτη τη
νεράιδα τη βλέπουν μερικοί .
Εγώ δεν την είδα . Κι εσύ
αν δεν τη δεις , δεν έχει
τίποτα να κάνει ...Έτσι είναι
οι νεράιδες .
Η
νεράιδα ήταν κάποτε μια
όμορφη κοπέλα . Όμορφη ; Τι λέω
; Η πεντάμορφη του παραμυθιού
θα έμοιαζε άσκημη μπροστά
της . Αυτή ήταν άλλο πράμα . Αν
έλεγες πως ήταν η ίδια
η ομορφιά , θα έλεγες την
αλήθεια .
Ο τόπος
την είχε στολίδι και
καμάρι του . Κι ήταν
αληθινό στολίδι της
πολιτείας και δεν έφευγε
ποτέ και δεν έβγαινε έξω ,
όπως δεν βγαίνει ένας
θησαυρός ή κάτι το
πολύτιμο από τον τόπο της
φύλαξής του .
Οι
κάτοικοι την ένοιωθαν ο
καθένας δική του και την
αγαπούσαν , όπως αγαπάμε τον
ίδιο μας τον εαυτό ...Μα και
οι ξένοι που τύχαινε να
περάσουν από εκεί και
μάθαιναν για την πανώρια
κόρη , ζητούσαν να τη δουν
και να τη χαιρετήσουν . Μα
ύστερα , σαν να έπιναν το
βοτάνι της λησμονιάς , ξεχνούσαν
τους δικούς τους τόπους κι
έμεναν κάτοικοι παντοτινοί
εδώ .Και ζούσαν κι αυτοί
ευτυχισμένοι .
Κάποτε η
κόρη ένοιωσε την ανάγκη να
ταξιδέψει . Αυτό θα γινόταν
για πρώτη φορά και η
ομορφοκόρη δεν το έκρυψε .Αντίθετα
το είπε σε όλους . Και τους
παρακάλεσε να μη λυπηθούν
που θα έφευγε κι ακόμη
να μην αλλάξουν τίποτε όσο
καιρό θα έλειπε .
Εκείνοι
της είπαν να μείνει , μα η
κόρη δε δέχτηκε . Τους
υποσχέθηκε μονάχα ότι
σύντομα θα ξαναγύριζε κοντά
τους και για να είναι
σίγουροι πως έτσι θα
γινόταν δέχτηκε να τη
συνοδέψει στο ταξίδι της
ένα από τους κατοίκους. Έτσι
έγινε ...
Η μέρα
της αναχώρησης έφτασε κι
όλοι οι κάτοικοι μαζεύτηκαν
να χαιρετήσουν την όμορφη
του τόπου τους . Φορούσαν τα
καλά τους κι είχαν μαζί
τους όργανα , μα κανείς δεν
είχε όρεξη να παίξει ή
να τραγουδήσει .
Η θλίψη
φώλιαζε στην καρδιά τους
κι η κόρη δεν το ήθελε .
Άρχισε τότε να τραγουδεί
και σιγά-σιγά την ακολούθησαν
όλοι και γίνηκε γλέντι
μεγάλο κι η χαρά
ξαναγύρισε στις καρδιές τους
και το γέλιο ξανάρθε στα
χείλη .
Ύστερα
τους χαιρέτησε έναν-έναν και
μαζί με το συνοδό της ,
έβαλαν μπροστά τους το
δρόμο και χάθηκαν .
Βάδιζαν
αμίλητοι , σιγά . Η κόρη
παρατηρούσε τη γύρω φύση
κατάπληκτοι από τις ομορφιές
που έβλεπε για πρώτη φορά
κι ο συνοδός της άρχισε
να της εξηγεί με καλοσύνη
το ένα και το άλλο .
Προχωρώντας
έφτασαν σε μια πηγή . Στάθηκαν
να δροσιστούν και να
ανασάνουν . Μετά ο συνοδός της
σηκώθηκε να συνεχίσει το
δρόμο , μα εκείνη τον
παρακάλεσε να μείνουν λίγο
για να πλυθεί και να
χτενιστεί . Αυτός δεν έφερε καμία
αντίρρηση .
Η κόρη
έπιασε να ξεπλέκει τα
μαλλιά της . Μα καθώς χύθηκαν
φως και χρυσάφι στους
ώμους της , γίνηκε κάτι το
τρομερό . Ο συνοδός της την
κοίταξε με "κακό μάτι" .
Ένα μάτι όχι ανθρώπινο , όχι
αγάπης και καλοσύνης , αλλά
ένα μάτι χειρότερο από του
φοβερότερου φιδιού κι ακόμη
χειρότερο .
Τέτοιο
πράμα πρώτη φορά το
αντίκριζε η κόρη και
τρόμαξε . Ο συνοδός πήγε να
κινηθεί προς αυτήν κι η
τρομάρα της κόρης έγινε
αλλοφροσύνη και πανικός κι
έβαλε τα κλάματα , φωνάζοντας
σπαρακτικά : "Βούλα και
βουλολίμνα κι εγώ στοιχειό
στη λίμνα"
Στη
στιγμή βούλιαξε ο τόπος κι
έγινε λίμνη . Η κόρη έγινε
νεράιδα . Και σήμερα οι
αλαφροΐσκιωτοι , που μπορούν και
βλέπουν τα φαντάσματα , βλέπουν
καμιά φορά το καταμεσήμερο ,
στη μέση της λίμνης , την
κόρη να χτενίζει τα ξανθά
της μαλλιά . |