Η ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ ΚΑΙ Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 

• Πρόγραμμα • Κριτικές • Φωτογραφίες •

 

Ο θρύλος της λίμνης • Το Σενάριο της παράστασης • Τα μέρη του έργου • Συντελεστές • Σημείωμα

 

Η ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ ΚΑΙ Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(Το σενάριο της χοροθεατρικής παράστασης - Διασκευή : Λεωνίδας Μανωλικάκης)
 


"...Κι όταν σε δέρνει ο άνεμος κι όταν βαθιά κοιμάσαι
ω λίμνη αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς..."
Κάποτε στη λίμνη αυτή υπήρχαν ανθρώπινες κατοικίες . Πολιτεία ολόκληρη...Οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Δούλευαν τη γη κι έπαιρναν τα αγαθά της , χαίρονταν τις ομορφιές του κόσμου . Οι πόλεμοι και τα μίση δεν άγγιζαν την ψυχή τους , κανείς δε ζούσε στερημένος κι όλοι τους καλοτύχιζαν .
Τα σπίτια τους έμοιαζαν μ' αρχοντικά και στις πλατείες , στους δρόμους και στα σοκάκια άκουγες τα γέλια των παιδιών , τα τραγούδια των νέων , τις όμορφες κουβέντες των μεγάλων .
Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει εκείνη την πολιτεία . Ούτε και το όνομά της γράφτηκε πουθενά , για να το λέμε εμείς σήμερα .
Από εκείνη τη μακρινή εποχή έμεινε μονάχα ο θρύλος .
Ο θρύλος μιας νεράιδας που "...γλιστράει στα γυάλινα νερά , παίζει με τα ψάρια , τα χέλια , τις νεροφίδες , τις αγριόπαπιες , που παίζει στη λύρα της λυπητερά τραγούδια και σαν χελιδόνι περιπατεί και σαν τρυγόνι στέκει πάνω στα καταγάλανα νερά της λίμνης ..."

Κάποτε η νεράιδα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα . θα έλεγε κανείς πως ήταν η ίδια η ομορφιά .
Ο τόπος την είχε στολίδι και καμάρι του . Κι ήταν αληθινό στολίδι της πολιτείας και δεν έφευγε ποτέ και δεν έβγαινε έξω , όπως δεν βγαίνει ένας θησαυρός ή κάτι το πολύτιμο από τον τόπο της φύλαξής του .
Οι κάτοικοι την ένοιωθαν ο καθένας δική του και την αγαπούσαν , όπως αγαπάμε τον ίδιο μας τον εαυτό ...Μα και οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν από εκεί και μάθαιναν για την πανώρια κόρη , ζητούσαν να τη δουν και να τη χαιρετήσουν . Μα ύστερα , σαν να έπιναν το βοτάνι της λησμονιάς , ξεχνούσαν τους δικούς τους τόπους κι έμεναν κάτοικοι παντοτινοί εδώ . Και ζούσαν κι εκείνοι μαζί με τους υπόλοιπους ευτυχισμένοι στον ευλογημένο τούτο τόπο .
Κάποτε η κόρη ένοιωσε την ανάγκη να ταξιδέψει . Λες και το πεπρωμένο την καλούσε .
Αυτό θα γινόταν για πρώτη φορά και η ομορφοκόρη δεν το έκρυψε .Αντίθετα το είπε σε όλους . Και τους παρακάλεσε να μη λυπηθούν που θα έφευγε κι ακόμη να μην αλλάξουν τίποτε όσο καιρό θα έλειπε .
Εκείνοι της είπαν να μείνει , μα η κόρη δε δέχτηκε . Τους υποσχέθηκε μονάχα ότι σύντομα θα ξαναγύριζε κοντά τους και για να είναι σίγουροι πως έτσι θα γινόταν δέχτηκε να τη συνοδέψει στο ταξίδι της ένα από τους κατοίκους . Έτσι έγινε ...
Η μέρα της αναχώρησης έφτασε .Όλοι οι κάτοικοι , με δάδες στα χέρια , μαζεύτηκαν να χαιρετήσουν την όμορφη του τόπου τους . Μα κανείς δεν είχε όρεξη .
Η θλίψη φώλιαζε στην καρδιά τους κι η κόρη δεν το ήθελε . Άρχισε τότε να τραγουδά .
Η βελούδινη μελωδική φωνή της , απλώθηκε στον αέρα κάνοντας και την πιο σκληρή καρδιά να μαλακώσει και την πιο ταραγμένη ψυχή να γαληνέψει . Ακόμα και τα φυτά άνθισαν και στους θλιμμένους κατοίκους της μεγάλης πολιτείας ξαναγύρισε η χαρά και το γέλιο ξανάρθε στα χείλη τους.
Ύστερα τους χαιρέτησε έναν-έναν και μαζί με το συνοδό της , έβαλαν μπροστά τους το δρόμο και χάθηκαν .
Βάδιζαν αμίλητοι , σιγά . Η κόρη παρατηρούσε τη γύρω φύση κατάπληκτοι από τις ομορφιές που έβλεπε για πρώτη φορά κι ο συνοδός της άρχισε να της εξηγεί με καλοσύνη το ένα και το άλλο .
Προχωρώντας έφτασαν σε μια πηγή . Στάθηκαν να δροσιστούν και να ανασάνουν . Μετά ο συνοδός της σηκώθηκε να συνεχίσει το δρόμο , μα εκείνη τον παρακάλεσε να μείνουν λίγο για να πλυθεί και να χτενιστεί κι εκείνος δεν έφερε καμία αντίρρηση .
Η κόρη έπιασε να ξεπλέκει τα μαλλιά της . Μα καθώς χύθηκαν φως και χρυσάφι στους ώμους της , γίνηκε κάτι το τρομερό .
Ο συνοδός της την κοίταξε με "κακό μάτι" . Ένα μάτι όχι ανθρώπινο , όχι αγάπης και καλοσύνης , αλλά ένα μάτι χειρότερο από του φοβερότερου φιδιού κι ακόμη χειρότερο .
Η τρομάρα της κόρης έγινε αλλοφροσύνη και πανικός και φώναξε σπαρακτικά :
"Βούλα και βουλολίμνα κι εγώ στοιχειό στη λίμνα"
Βούλιαξε ο τόπος κι έγινε λίμνη . Η κόρη έγινε νεράιδα .
Και σήμερα , βλέπουμε καμιά φορά το καταμεσήμερο , στη μέση της λίμνης , την κόρη να χτενίζει τα ξανθά της μαλλιά , να γλιστράει στα γυάλινα νερά , να κολυμπάει , να πλένεται .
Την ακούμε να παίζει στη λύρα της λυπητερά τραγούδια και σαν χελιδόνι να περπατεί και σαν τρυγόνι να στέκει πάνω στα καταγάλανα νερά της λίμνης .
Και μονάχα όταν ο νοτιάς φουσκώνει τα νερά της , όταν τα ορμητικά αφρισμένα κύματα γίνονται μεγάλα , σαν της θάλασσας , τότε μονάχα η κόρη κάθεται στα βαθιά , στον αργαλειό και υφαίνει , πλέκει και γνέθει το μαλλί , σιγομιλάει μόνη της , τραγουδάει περίλυπα τραγούδια που σκάρωσε η ίδια για την φοβερή της τύχη .
Κι όσο για τη μεγάλη πολιτεία . Τίποτα πια δεν τη θυμίζει . Ούτε το όνομά της γράφτηκε πουθενά για να το λέμε εμείς σήμερα . Έμεινε μονάχα ο θρύλος , ο θρύλος μιας νεράιδας .